Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1243 Ἁλιρρόθιον: κῦμα θαλάϲϲηϲ. ἀγήρατον ϲτόμα κόϲμου [*](Σ) παντόϲ, ἁλιρροθία ξεῖνε κέκευθε κόνιϲ. περὶ Ὁμήρου ὁ λόγοϲ. [*](Anth.) Ἁλιρρόθιοϲ δὲ υἱὸϲ Ποϲειδῶνοϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ Ἄρειοϲ πάγοϲ.
[*](Harp.)1244 Ἅλιϲ: δαψιλῶϲ, ἱκανῶϲ. ὡϲ δὲ ἅλιϲ εἶχε ταύτηϲ τῆϲ τιμωρίαϲ, [*](Hom.) ἐκέλευϲεν αὐτὸν ἄγειν εἰϲ τὴν πόλιν ὀπίϲω τὼ χεῖρε [*](Ε) [*](1234 καί sq. Anth. 6,190, 5 1235 ἁλινηχέοϲ alt. sq. Anth. 6, 29, 1 1236 Ἀκταίηϲ sq. Anth. 6, 89, 1 1237 — μάταιοϲ ═ Ambr. 1124 cf. H, Apion, Ap. S. 21, 27; μάταιοϲ cf. sch. Δ 26, Et. M. 64, 34; ὁ ἥλιοϲ ═ Ambr. 1148 1228 sch. Π 737 ═ Et. M. 65, 50 cf. Ambr. 1437 Zon. 137 1239 Soph. El. 450 — 52 c. sch. 1240 ═ Ba 67, 5, P; θαλάϲϲῃ ═ Σa; τινεϲ —λαβεῖν Harp. 1241 sch. Soph. Ai. 695, 694 1242 P, Ba 67, 15 cf. Et. M. 64, 43, sch. M 26 Ambr. 1381, H 1243 θαλάϲϲηϲ P, Ba 67, 17 cf. H ἀγήρατον — Ὁμήρου Anth. 7, 6, 3 — 4 Ἀλιρρόθιοϲ— Ποϲειδῶνοϲ Harp. ═ P, Ba 68, 17 1244 — ἱκανῶϲ sch. I 137 cf. Ba 67, 18, P; δαψιλῶϲ ═ Ambr. 1481; ἱκανῶϲ ═ H cf. Et. M. 64, 50 ὡϲ—δεδέμενον Dionys. Hal. 13, 2, 3) [*](1234 Anth. hinc 3086 1235 Z 125 1236 Z 126; Anth. hinc v. νῆϲιϲ 1237 hinc 4 1239 λιπαρήϲομεν Z 126 Soph. hinc 4707; δόϲ sq. cf. v. ζῶμα 1240 cf. 1196 1241 Z 120 1242 Z 131) [*](ξηραινομέναιϲ] ξαινομένοιϲ Kust. 13 ϲμικρά] μικρά SM 20 ζήτει—ἄληξ A(GITSM) ex A mg., supra l. 1196, add. ἄληξ mg. ad 1240 M ὀπίϲω ἐν τῷ A ὄπιϲθεν μετὰ M ἄληξ mg. M ἄλιξ A, ss. M 27 ἀγήρατον] ἀγήραϲτον A 30 ἱκανῶϲ om. S)
1245 Ἁλίϲαϲ: ϲυναθροίϲαϲ· ἢ κυλίϲαϲ, κονίϲαϲ. καὶ Ἁλίϲαϲα, [*](Ε + Δ) ϲυναθροίϲαϲα. ἡ δὲ Σεμίραμιϲ ἁλίϲαϲα τὴν δύναμιν τὴν πόλιν αἱρεῖ κατὰ κράτοϲ.
1247 Ἀλιϲγημάτων: τῶν μιαϲμάτων ἐκ μυϲαρᾶϲ τῶν εἰδώλων θυϲίαϲ.
1248 Ἁλιϲθεῖεν: ϲυναθροιϲθεῖεν. ὁ δὲ Πειϲίϲτρατοϲ ἐπιτεχνᾶται, [*](Ε) ὅπωϲ ἁλιϲθεῖεν ἔτι οἱ Ἀθηναῖοι.
1249 Ἁλιϲθείϲηϲ: ϲυναθροιϲθείϲηϲ.
1250 Ἁλίϲκει: νικᾷ. καὶ Ἁλίϲκεται, καταλαμβάνεται, κρατεῖται.
1251 Ἁλιϲμένοι: παρὰ Ἡροδότῳ ἀντὶ τοῦ ϲυνηθροιϲμένοι. [*](Ε) ἠκήκοε δὲ, ὡϲ ἁλιϲμένη εἴη ταύτῃ ϲτρατιή.
1252 Ἀλιταίνω: ἁμαρτάνω.
1253 Ἁλιτενήϲ· Ἀππιανόϲ· οἱ δὲ Καρχηδόνιοι ἐξέδραμον ἐπὶ τὰ τῶν Ῥωμαίων μηχανήματα οὐ κατὰ γῆν, οὐ γὰρ ἦν δίοδοϲ, οὐδὲ ναυϲίν, ἁλιτενὴϲ γὰρ ἦν ἡ θάλαϲϲα, ἀλλὰ γυμνοί, οἱ μὲν ἄχρι τῶν μαζῶν βρεχόμενοι, οἱ δὲ διένεον.
1254 Ἀλιτεύω: τὸ ἁμαρτάνω.
1256 Ἀλιτήμοροϲ: παράφρων γεγονώϲ.
1257 Ἀλιτήριοϲ: ἀνόϲιοϲ, ὁ ἐνεχόμενοϲ μιάϲματι καὶ ἐξημαρτηκὼϲ εἰϲ θεούϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Ἱππεῦϲιν· ἐκ τῶν ἀλιτηρίων ϲέ φημι γεγονέναι τῶν τῆϲ θεοῦ.
1258 Ἀλιτήριοι: ἁμαρτωλοί, ἀλιτήριοι δὲ ἐντεῦθεν ἐκαλοῦντο· λιμὸϲ κατέλαβέ ποτε τοὺϲ Ἀθηναίουϲ, καὶ οἱ πένητεϲ τὰ τῶν ἀλούντων ἄλευρα διήρπαζον. ἀπὸ γοῦν ἐκείνων καταχρηϲτικῶϲ τοὺϲ πονηροὺϲ [*](1244 Ἀριϲτοφάνηϲ —φηϲι sch. Ar. Ach. 639; Ar. fr. 506 1245 — κονίϲαϲ ═ Ambr. 1474b et 1459 cf. H 1246 — λυπηθέν P, Ba 67, 24 cf. 28 1247 ═ P, Ba 67, 25 cf. H, Ambr. 1374 1248 ὁ sq. Hdt. 1, 63, 2 1249 ═ H 1250 ═ P, Ba 67, 27 + 29 cf. H 1251 — ϲυνηθροιϲμένοι fort. gl. Hdt. ἠκήκοε sq. Hdt. 7, 208, 1 1252 ═ Ambr. 1418 1253 App. Pun. 124 1254 ═ Ambr. 1444 1255 — ἁμάρτημα ═ Ambr. 1375 ἀλιτήμων — ἁμαρτωλόϲ ═ P, Ba 67, 31, H, sch. Ω 157 cf. Ambr. 1230 ϲυϲτέλλει ═ Ambr. 1230 1256 — παράφρων ═ Ambr. 1150 1257 ═ P; Ar. Eq. 445 1258 ═ P, Ba 68, 5, Et. M. 65, 32 cf. sch. Pl. Rep. 470d ═ Ael. D. fr. 36, sch. PI. Leg. 854b (cf. Cohn, Jb. Suppl. 13, 821 sq.); — ἁμαρτωλοί cf. Ambr. 1127) [*](1244 Ar. cf. 4660, v. θωπεύε, v. παρατέταμαι 1245 — ϲυναθροίϲαϲ cf. v. ϲυναλίϲαι; Z 137 1246 ἁλιϲγηθείϲ sq. Z 137 1247 Z 132 1248 Z 136 1252, 1254—6 Eust. O. 1529, 46 1256 cf. Z 126 1257 — 8 Z 120) [*](A(GITSM))[*]( 2 Ταγηνιϲταῖϲ] τ᾿ Ἀγωνιϲταῖϲ M 7 καί om. S, nov. gl. 1248 non nov. gl. A 15 ἠκήκοε] ἀκήκοε M cf. Hdt. 1252 om. M 22 καί om. GIT, nov. gl. 24 Ἀλιτήμοροϲ] Ἀλιτήμωροϲ I Αλητίμωροϲ S 27 τῶν] ἢ τῶν AS)
1259 Ἀλιτηρίουϲ: ἀποτυχόνταϲ, ἁμαρτόνταϲ, ἀϲτοχήϲανταϲ. οὐ μόνον ἀπράκτουϲ παρεϲκεύαϲαϲ ἐπανελθεῖν, ἀλλὰ καὶ ἀλιτηρίουϲ πάντων τῶν αὐτοῖϲ ἐντεταλμένων ἀπέδειξαϲ. καὶ αὖθιϲ· ἢ πῶϲ οὐκ [*](Ε) ἔμελλεν ὅδε ἄνθρωποϲ δαίμων τιϲ ἀλιτήριοϲ εἶναι.
1260 Ἀλιτηροῦ: ἁμαρτωλοῦ, μιαρᾶϲ. νῦν δ᾿ ἐκ θεῶν τοῦ κἀξ [*](Soph.) ἀλιτηροῦ φρενόϲ.
1261 Ἀλιτόμηνοϲ: ὁ τοῦ τελείου μηνὸϲ διημαρτηκώϲ, ὁ ἠλιτόμηνοϲ.
[*](Δ)