Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1062 Ἀλαλητόν: θόρυβον. κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ ἐπιτατικοῦ α.

[*](Σ + Hom.)

1063 Ἀλαλκεῖν: ἀποδιῶξαι, ἀποϲοβῆϲαι. τί φθιμένοιϲ ϲτοναχεῦμεν ἐφ᾿ υἱάϲιν; ἡνίκ᾿ ἀλαλκεῖν τῶν παίδων ἀΐδην οὐδὲ θεοῖϲ δύναμιϲ.

[*](Anth.)

1064 Ἄλλα μὲν ὁ Λεύκωνοϲ ὄνοϲ φέρει, ἄλλα δὲ Λεύκων.

[*](Prov.)

1065 Ἀλανεία: ἡ ἀλαζονεία.

1066 Ἀλλ᾿ ἀντέπεϲε τὴν ἐπ᾿ ἄγκυραν θεόϲ: ἐπὶ τῶν παῤ ἐλπίδα [*](Prov.) γενομένων. παρόϲον οἱ ναῦται πολλάκιϲ ἡγούμενοι ἄγκυραν βάλλειν ἢ προϲορμιεῖϲθαι εἰϲ τοὐπίϲω ἔπλευϲαν.

1067 Ἀλλαντοπώληϲ: ὁ εἴδη ἐντέρων πωλῶν, ἐντεροπώληϲ. ἀλλᾶϲ γὰρ [*](Δ) τὸ ἔντερον, ἀλλᾶντοϲ. ἀντὶ τροπαίου ἔϲτηϲαν τῷ ϲτρατηγῷ ϲημεῖον. [*](Ε) ἀλλᾶντάϲ τε αὐτοῦ ἀποκρεμάϲαντεϲ τοῖϲ πολεμίοιϲ ϲὺν γέλωτι ἐπετώθαζον. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἤρα φαγεῖν ἀλλᾶνταϲ ἐξ Ἀπατουρίων. Ἀπατούρια [*](Suid.) δὲ ἑορτὴ δημοτελὴϲ ἀγομένη παῤ Ἀθηναίοιϲ.

[*](1056 παρά —νοητέον ═ Oecum in Rom. 1, 30, P 118, 348 d ἥν γάρ sq. los. bell 6, 364 1057 ζῆν cf. H; ὑπερήφανοϲ Σa, Ba 65, 3, P παρά — ζῆν cf. Et. M. 55, 42, Eust. O. 1783, 37 (═ Schwabe p. 227) ἀλαζονοχαυνοφλύαροϲ—λῆροϲ ═ Philol. Suppl. 6, 258, n. 92 ἄλλωϲ ζῶν Et. Gud. ἰδίωϲ sq. sch. Ar. Nu. 102 1058 ψεύϲταιϲ ═ Ba 65, 5; Alc. com. fr. 31 (1, 769 K.) Pl. Phaed. 92e ἀλάζων alt. — φρονῶν sch. Ar. Eq. 269 ὁ δέ sq. Dam. 203 1059 — ὕμνοϲ P, Ba 64, 22, H φωνή —δειλιώντων Thdr. in Ps. 26, 6, PG 80, 1053a ἀλαλαγμόϲ alt. — κροτήϲατε ═ An. Ox. 2, 428, 26 — 27 δοτικῇ ═ Synt. Gud. cf. Laur. 1060 Ar. Av. 1763 c. sch. cf. Ar. Lys. 1291 1061 cf. Ap. S. 22, 32, Et. M. 56, 20 et 40, H, sch. K 94, Ambr. 1427 1062 sch. Δ 436 (ἀλαλητόϲ) cf. Et. M. 55, 50; — θόρυβον P, Ba 64, 23 1063 τί sq. Anth. 7, 8, 7 — 8 1064 ═ Diogen. Il 21 1066 Cohn Z. d. Paroem. p. 74 1067 ἀντί— ἐπετώθαζον Proc. bell. 2, 18, 26)[*](1056 Oecum. Z 124 1058 Dam. cf. v. εἰκότων 1067 — ἀλλᾶντοϲ cf. 1076 Ἀριϲτοφάνηϲ sq. ex 2940)[*](6 ἀλοζόναϲ—7 ἴϲαϲιν om. A 1058 om. S, non nov. gl. A 13 ἀλαλαγμόϲ— A(GITSM) 14 κροτήϲατε om. S 14 δοτικῇ ex A 16 πεπλάνημαι om. M 18 ἐπιτατικοῦ α AGIT α ἐπιτατικοῦ SM sch. 1064 post 1066 SM 21 φέρει post Λεύκων M 1065 om. GIS mg. AM post 1067 T 22 Ἀλανεία] Ἀλαεία A 1066 non nov. gl. GITS 29 Ἀριϲτοφάνηϲ—30 Ἀθηναίοιϲ om. S)
98
[*](Soph.)

1068 Ἀλλὰ νῦν· ὦ θεοὶ πατρῷοι ϲυγγένεϲθ᾿ ἀλλὰ νῦν. ἀντὶ τοῦ διὰ τάχουϲ ἡ τραγῳδία φηϲί.

[*](Ε)

1069 Ἀλλαξάμενοϲ· Ἀππιανόϲ· ὅτι πατρίδα καὶ γένοϲ ἀλλαξάμενοϲ ἥκοι τὸ μηδὲν ἡγηϲάμενοϲ ἢ τὰ τῶν Οὐολούϲκων ἀντὶ τῆϲ πατρίδοϲ αἱρήϲεϲθαι βουληθείϲ.

1070 Ἀλλαξάμενοϲ: προτιμήϲαϲ. ὑπὲρ τοῦ κέρδουϲ ὁ κακοδαίμων [*](Ε) τὴν πήρωϲιν ἀλλαξάμενοϲ· καὶ ἦν παράδειγμα καὶ παίδευμα πᾶϲιν ὥϲτε μὴ τολμᾶν μηδὲ κερδαίνειν παραπλήϲια.

[*](Hom.)

1071 Ἀλαόϲ: ὁ τυφλόϲ. κατὰ ϲτέρηϲιν τοῦ λάειν, ὅ ἐϲτι βλέπειν. καὶ Ἀλαοϲκοπιήν. Ὅμηροϲ· οὐδ᾿ ἀλαοϲκοπιὴν εἶχε. παροιμιακῶϲ· ἀντὶ τοῦ οὐ τυφλῶϲ ἐϲκοπίαζεν.

[*](Δ)

1072 Ἀλαοτόκοϲ: ὁ τυφλὰ γεννῶν.

[*](Ar.)

1073 Ἀλλ᾿ ἅπαν γένοιτ᾿ ἂν ἤδη· τὴν παροιμίαν δ᾿ ἐπαινῶ τὴν παλαιάν. ὑπὸ λίθῳ γὰρ παντί που χρὴ μὴ δάκῃ ῥήτωρ ἀθρεῖν. ἡ δὲ παροιμία· ὑπὸ παντὶ λίθῳ ϲκορπίοϲ εὕδει· φυλάϲϲεο.

[*](Σ)

1074 Ἀλαπάξαι: πορθῆϲαι, κενῶϲαι, ὁμαλίϲαι. ἀπὸ μεταφορᾶϲ λαπάθου βοτάνηϲ, κενωτικῆϲ γαϲτρόϲ.

1075 Ἀλλαρίοιϲ: ϲιτηρεϲίοιϲ. ὁ δὲ Μακεδόνιοϲ ϲυνέταξεν ἐκκληϲιαϲτικοῖϲ ἀλλαρίοιϲ ἀποτρέφεϲθαι.

[*](Δ)

1076 Ἀλλᾶϲ, ἀλλᾶντοϲ: εἶδοϲ ἐντέρου ἐϲκευαϲμένου. καὶ Ἀλλαντοπώληϲ ὁ ταῦτα πωλῶν.

[*](Prov.(Σ))

1077 Ἅλαϲ ἄγων καθεύδειϲ: ἐπὶ τῶν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ καθευδόντων καὶ ῥᾳϲτωνευομένων. ἐμπόρου γάρ τινοϲ τὴν ναῦν ἁλῶν πληρώϲαντοϲ, τὴν ἀντλίαν ἐπαναβῆναι καὶ ἐκτῆξαι τοὺϲ ἅλαϲ. ὅθεν καὶ ἡ παροιμία, ἁλῶν δὲ φόρτοϲ, ἔνθεν ἦλθεν, ἐνθ᾿ ἔβη.

[*](Ar.)

1078 Ἅλαϲ θυμίταϲ: ἐκ θύμων καταϲκευαϲθένταϲ. καὶ ἑτέρα [*](Prov.) παροιμία· Ἅλαϲιν ὕει, ἐπὶ τῆϲ ἄγαν εὐθηνίαϲ.

[*](Hom. |)

1079 Ἄλαϲτε: ἀνεπίληϲτε. τέκνον ἐμὸν ἄλαϲτον.

[*](Δ)

1080 Ἀλαϲτήϲειεν: ἀνεπιλήϲτωϲ δεινοπαθήϲειεν.

[*](Ar.)

1081 Ἀλλ᾿ ἔϲτιν ἡμῖν Μεγαρική τιϲ μηχανή: ἀντὶ τοῦ πονηρά, πανοῦργοϲ μηχανή. διεβάλλοντο γὰρ ἐπὶ πονηρίᾳ οἱ Μεγαρεῖϲ, ἄλλα μὲν λέγοντεϲ, ἄλλα δὲ ποιοῦντεϲ.

[*](1068 Soph. El. 411 c. sch. 1069 App. lt. fr. 4 1070 ὑπέρ sq. Aelian. fr. 62 1071 —βλέπειν ═ Et. M. 57. 7 cf. Ap. S. 21, 30; — τυφλόϲ sch. θ 195 ═ Ambr. 1174, H; ἀλαοϲκοπιήν sq. K 515 c. sch. A 1072 l. ═ Ambr. 1162a 1073 Ar. Th. 528 —30 c. sch. 1074 ═ Ba 64, 25; — ὁμαλίϲαι ═ P, Σᵃ cf. H, Apion; λαπάθου sq. cf. Et. M. 57, 17 1077 ═ Zen. I 23 + II 20; — παροιμία ═ P 1078 — καταϲκευαϲθένταϲ Ar. Ach. 1099 c. sch. ἅλαϲιν sq. ═ Philol. Suppl. 6, 258 n. 91, H 1079 — ἀνεπίληϲτε sch. X 261 cf. sch. α 342 Ap. S. 22, 29 τέκνον sq. cf. Call. h. Pall. 87 1080 cf. sch. M 163 ═ Ambr. 1433, H 1081 Ar. Ach. 738 c. sch.)[*](1077 cf. v. ϲυγγένεϲθε 1070 Z 134 1071 hinc v. λάειν 1073 ὑπὸ παντί sq. cf. v. 1074 cf. v. λάπαθον 1075 Ζ 130 1076 cf. 1067; Ζ 117 1077 cf. 1381 1079 Ζ 116 1081 cf. v. Μεγαρικαὶ ϲφίγγεϲ)[*](A(GITSM))[*]( 1069 om. S ante 1068 M 12 ὁ —γεννῶν om. A 1073 om. S, non nov. ql. AT 22 ἐπί] παροιμία ἐπί SM 27 ἅλαϲιν] ἀλλᾶϲιν Schottus ὕει Bas. Paroem. Hes. ὕεια omnes 1079 om. M 1081 nov. gl. M)