Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Hesy.)

1042 Ἀκύλαϲ· γραμματικὸϲ, μουϲικόϲ.

[*](E?)

1043 Ἀκυληΐα: πόλιϲ Ἰταλίαϲ πολυάνθρωποϲ, προκειμένη ἐν θαλάττῃ. [*](Δ) καὶ Ἀκυληΐϲιοι, οἱ πολῖται.

[*](Δ)

1044 Ἀκύλλιοϲ· ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

1045 Ἄκυλοϲ: τῆϲ πρίνου ὁ καρπόϲ. Ἔκυλοϲ δὲ εἶδοϲ [*](Δ) βοτάνηϲ.

[*](Σ)

1046 Ἀκύμονα: ἀτάραχον. καὶ Ἀκύμων, μὴ γεννῶϲα, ὡϲ ἐγκύμων [*](Δ) ἡ ϲυνειληφυῖα. καὶ Ἀκυμότεροϲ.

[*](Σ)

1047 Ἅλα: θάλαϲϲαν.

1048 Ἀλλά: ἀντὶ τοῦ ὅταν δὲ καὶ ἀντὶ τοῦ γε.

[*](Δ?)

1049 Ἅλα: τὰ κόπρια. ἐν Ὀδυϲϲείᾳ· οὐ ϲύ γ᾿ ἐξ οἴκου ϲῷ ἐπιϲτάιῃ οὐδ᾿ ἅλα δοίηϲ.

[*](Harp.)

1050 Ἀλαβαϲτοθήκαϲ: τὰϲ θήκαϲ τῶν ἀλαβάϲτων Δημοϲθένηϲ λέγει. ἐν τῇ ϲυνηθείᾳ μυροθήκαϲ καλοῦϲιν. ἀλάβαϲτοι δέ εἰϲι λήκυθοι, Ar. ὧν οὐκ ἔϲτι λαβέϲθαι διὰ λειότητα. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἐϲ τὸν ἀλάβαϲτον κύαθον εἰρήνηϲ ἕνα. ὡϲεὶ ἔλεγε κοχλιάριον ἕν.

[*](Σ)

1051 Ἀλάβαϲτρον: ἄγγοϲ μύρου μὴ ἔχον λαβὰϲ λιθίνου ἢ λίθινοϲ μυροθήκη.

[*](Σ)

1052 Ἀλλὰ γάρ: ἀντὶ τοῦ δέ. Εὔπολιϲ. Ἀλλὰ γὰρ ἀθυμοῦντεϲ [*](Prov.) ἄνδρεϲ οὔ ποτε τρόπαιον ἔϲτηϲαν: ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν δι᾿ ἀθυμίαν μηδὲν γενναῖον πράττειν δυναμένων.

[*](Soph.)

1053 Ἄλλα δ᾿ ἀλλαχοῦ καλά: παρόϲον τὰϲ Εὐμενίδαϲ ἄλλοι ἄλλωϲ καλοῦϲιν. ἄλλα οὖν ὀνόματα παῤ ἄλλοιϲ καλὰ νομίζονται, παῤ ἡμῖν δὲ ταῦτα, τὸ ὀνομάζειν αὐτὰϲ Εὐμενίδαϲ κατ᾿ εὐφημιϲμόν, τὰϲ Ἐριννύαϲ.

1054 Ἄλλαγμα· ὁ προφήτηϲ φηϲί· καὶ οὐκ ἦν πλῆθοϲ ἐν τοῖϲ ἀλαλάγμαϲιν ἡμῶν.

[*](Synt.)

1055 Ἀλαζονεύεϲθαι· γενικῇ.

[*](Δ)

1056 Ἀλαζονεία: ὑπερηφανία. Πολύβιοϲ· τοῖϲ γὰρ πλείϲτοιϲ. [*](Ε) ὑπεγεγόνει τιϲ ζῆλοϲ οὐκ εὐτυχὴϲ ἐκ τῆϲ τῶν ἄλλων ἀλαζονείαϲ καὶ [*](1043 — θαλάττῃ Herodian. hist. 8, 2, 3 (ο: lο. Antioch.) 1044 ═ Ambr. 898 1045 — καρπόϲ ═ P, Ba 64, 6, Phryn. p. 36, 13, sch. κ 242, Ap. S. 19, 20, H 1046 — ϲυνειληφυῖα ═ P; — ἀτάραχον ═ H, Ba 54, 32; ἀκύμων — ϲυνειληφυῖα ═ Σa, Ba 64, 3 ἀκυμότεροι cf. Ambr. 959 1047 ═ Σᵃ, P, H, Ba 64, 18 1048 — δέ cf. sch. Pl. Min. 316a, Ba 67, 23 1050 — λειότητα Harp. ═ Ba 65, 31, P; Dem. 19, 237 ἐϲ sq. Ar. Ach. 1053 c. sch. 1051 ═ Σa, Ba 64 19 cf. H 1052 — Εὔπολιϲ (fr. 68) ═ P, Ba 68, 1 ἀλλὰ γὰρ ἀθυμοῦντεϲ sq. ═ Paroem. ed Gsf. 18, n. 187; — ἔϲτηϲαν Pl. Critias 108c 1053 Soph. OC 43 c. sch. 1054 καί sq. Ps. 43. 13 1055 cf. Synt. Laur. 1056 — ὑπερηφανία ═ Ambr. 1347 τοῖϲ — ἀκαιρίαιϲ Polyb. 11, 8, 4) [*](1043 Z 107 1044 Z 101 1045 hinc v. ἔκυλοϲ; Z 102 1048 Z 139 1049 Z 130 1053 hinc v. Εὐμενίδεϲ 1056 Polyb. cf. v. ζηλοτυπία) [*](A(GITSM))[*]( 1 ϲχόλια] ϲκόλια A 12 γε] γάρ Drachm. 19 ἔχον GTM ἔχων AlS λιθίνου] λίθινον M Ba 22 ἔϲτηϲαν S Pl. Paroem. ἐϲτήϲαντο rell. 1054 om. GITS mg. A 28 προφήτηϲ M ἀρτ A ἀλαλάγμαϲιν A ἀλλάγμαϲιν M)

97
ἀκαιρίαϲ. παρὰ δὲ τῷ Ἀποϲτόλῳ τοὺϲ ἐφ᾿ οἷϲ οὐκ ἔχουϲιν αὐχοῦνταϲ, ὡϲ ἔχονταϲ, ἀλαζόναϲ νοητέον. καὶ Ἰώϲηποϲ· ἦν γὰρ αὐτοῖϲ ἀλαζονεία, [*](Ε) ὡϲ ἐπ᾿ ἀγαθοῖϲ καιομένηϲ τῆϲ πόλεωϲ.

1057 Ἀλαζών: πλάνοϲ, ὑπερήφανοϲ, ψευδήϲ. παρὰ τὸ ἐν ἄλη ζῆν.[*](Σ+Δ) καὶ Ἀλαζονοχαυνοφλύαροϲ, ὁ μέθυϲοϲ καὶ λῆροϲ. ἢ Ἀλαζών, [*](Prov.) ἄλλωϲ ζῶν, ὁ ἐϲτι ματαίωϲ. ἰδίωϲ δὲ ἀλαζόναϲ τοὺϲ ψεύϲταϲ ἐκάλουν, ἐπεὶ λέγειν ἐπαγγέλλονται περὶ ὧν μὴ ἴϲαϲιν.

[*](Ar.)

1058 Ἀλαζών: ὁ ἀλώμενοϲ. οὕτωϲ Ἀλκαῖοϲ. Πλάτων δὲ ἀλαζόϲιν, [*](Σ) ἀντὶ τοῦ ψεύϲταιϲ. ἢ Ἀλαζών, ὁ μείζονα τῆϲ ἑαυτοῦ ἀξίαϲ κομπάζων καὶ φρονῶν. ὁ δὲ πρὸϲ ἕκαϲτον τῶν προϲιόντων ἠλαζονεύετο, [*](Ar.) ϲυμπλάττων ἀπὸ τῶν εἰκότων.

1059 Ἀλαλαγμόϲ: ἐπινίκιοϲ ὕμνοϲ. ἢ φωνὴ ὑπὸ τῶν θαρραλεωτέρων [*](Σ) κατὸ τῶν δειλιώντων. Ἀλαλαγμὸϲ οὖν ὕψωμα φωνῆϲ. καὶ [*](Thdr.) δοτικῇ Ἀλαλάξατε, κροτήϲατε.

[*](Ps. + Synt.)

1060 Ἀλαλαλαὶ ἰὴ παίων: ἐπιφώνημα χοροῦ.

[*](Ar.)

1061 Ἀλάλημαι: τεθορύβημαι, πεπλάνημαι. καὶ Ἀλαλύκτημαι [*](Δ) ὁμοίωϲ.