Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Prov.)

502 Γυνὴ εἰϲ Ἡρακλέουϲ ο ὐ φοιτᾷ: πρὸϲ τοὺϲ ἀναξίουϲ τῶν πράξεων· παρόϲον Ἡρακλῆϲ ἐδούλευϲεν Ὀμφάλῃ. καὶ Γυν ὴ ϲτρατηγεῖ καὶ γυνὴ ϲτρατηγεῖται, ἐπὶ τοῦ παραδόξου.

[*](Suid.)

5Ο3 Γυν ὴ μεγάλη· διαβάλλει Ἀλριϲτοφάνηϲ τὸν Παναίτιον μάγειρον, μικροφυ ὄντα, ὡϲ καταλαβόντα τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μοιχευομένην· ἐδυναϲτεύετο γὰρ ὑπ᾿ αὐτῆϲ μεγάληϲ οὔϲηϲ.

[*](Σ Ar.)

504 Γύννιϲ: ἀνδρόγυνοϲ, μαλακόϲ. ποδαπὸϲ ὁ γύννιϲ; τίϲ γάτρα; κακὴν ϲοφίαν μετιῶν καὶ τοὺϲ ἀθέουϲ Ἐπικούρου λόγουϲ [*](492 Diogen. III 98 493 ἀναγκαῖα cf. Zen. lI 98 αἰτιατικῆϲ — ἔξω An. Ox 4, 289,11 494 ὁ — τύραννοϲ Aelian. fr. 290 495 γυναικίαϲ —θηλυμανήϲ cf. Ps. Herodian. 18; γυναικιζόμενοϲ cf. Ambr 633 496 Ar. Th 863 c. sch 498 Θ 163 cum explic. (H et sch. aliter) 499 ἀπώλοντο cf. Paroem. ed. Gsf. 33, n. 309; γυναικὸϲ πυγὴ sq. ═ ibid. p. 32, n. 303 500 — γυναικῶν cf. H, Ambr. 615 γυναικωνῖτιν sq. cf. FHG 4,614 501 — ἀκόλαϲτοϲ ═ Σa : — μαινόμενοϲ Ba 187, 17 cf. sch. Γ 39, Et. M. 243, 44, H 502 — Ὀμφάλῃ ═ Paroem. ed. Gsf. 32, n. 304; γυνὴ ϲτρατηγεῖ sq. cf ibid. n. 305 504 — μαλακόϲ Σ cf. Η, Εt. M. 243,8, Thom 24,17 ποδαπόϲ — πάτρα Ar. Th. 136 κακὴν sq Aelian. fr. 10) [*](494 cf. v. μάλθων 495 Z 460 496 Z 459 497 cf. v. Λογγῖνοϲ 2 500 cf. v. θλαδίαϲ 501 Z 457 503 ex v. Δ 565 cf. v. Παναίτιοϲ 2 504 Z 457. Aelian. cf. v. Δ 6 et v. χλοῦναι) [*](A(GITFVM))[*]( 1 παττάλου] γρ. ὑπέρου ss. M γρ. καὶ ὑπέρου post gl. add. A 3 ὅτι — 5 ἐϲφραγιϲμένα om. TFV post 485 I 7 ἀντὶ τοῦ ἔκλυτοϲ om. FV 9 ὁ om. FVM 14 ἴϲοϲ] ἴϲωϲ A 17 δεινῶϲ] δειναῖϲ A 21 ὦ γύναι om. TFV mg. M; ὅτι αἱ γυναῖκεϲ μάζαϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὥϲπερ γυναικὶ γογγύλην μεμαγμένη. καὶ γογγυλίζει ἀντὶ τοῦ μεταϲτρέφει ex 362 add. mg. A 24 τοῦ] τῆϲ A. 503 om. FV)

549
καὶ γύννιδαϲ ἐπαϲκῶν κἀκ τῆϲ ἡδονῆϲ, ἣν ἐκεῖνοϲ ὕμνει ὁ χλούνηϲ τε καὶ γύννιϲ.

505 Γυῶ· ἐξ οὗ καὶ τὸ, γυώϲει μὲν ϲφῶϊν.

506 Γυπαρίοιϲ. ἀντὶ τοῦ ἐν φωλεοῖϲ καὶ καλιαῖϲ καὶ ϲτενοῖϲ χωρίοιϲ.[*](Ar.) Κράτηϲ δέ φηϲιν. ὅτι πᾶϲαν ϲτενὴν κατάδυϲιν γύπαϲ ὠνόμαζον. Ἀριϲτοφάνηϲ οἰκοῦντα τοῦτον ἐν πιθάκναιϲ καὶ γυπαρίοιϲ καὶ πυργιδίοιϲ. καὶ Γυπαιετούϲ

[*](Δ)

507 Γυπὸϲ ϲκιά: ἐπὶ τῶν μηδενὸϲ λόγου ἀξίων.

[*](Prov.)

508 Γύργαθοϲ. καὶ παροιμία· Γύρ γαθον φυϲᾶϲ, ἐπὶ τῶν [*](Δ Prov.) μάτην πονούντων. Γύργαθοϲ οὖν κλίνη, ἐν ᾗ τοὺϲ παρέτουϲ καὶ. δαιμονιώδειϲ ϲτροβοῦϲι.

509 Γυρίηϲ: περιφεροῦϲ. ἐπεὶ δὲ λίμνηϲ ἐγγὺϲ ἦλθον γυρίηϲ. [*](Hom.) καὶ Ὅμηροϲ· γυρὸϲ ἐν ὤμοιϲι, μελανόχροοϲ, οὐλοκάρηνοϲ. περὶ Ὀδυϲϲέωϲ.

510 Γυρόν: κυρτὸν, ϲτρογγύλον. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· γυρὸν κυανέηϲ [*](Δ) μόλιβον ϲημάντορα γραμμῆϲ.

[*](Anth.)

511 Γυρῶν: περιφερῶν, κεκαμμένων. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· γυρῶν τ᾿ [*](x + Anth.) ἀγκίϲτρων λαιμοδακεῖϲ ἀκίδαϲ.

[*](505 γυῶ cf. Ambr. 631; γυώϲει sq. Θ 402 506 — πυργιδίοιϲ Ar. Eq. 792 — 3 c sch. 507 Diogen III 100 508 Γύργαθοϲ pr. ═ Ambr. 595 γύργαθον —πονούντων Paroem. ed Gsf 32, n. 308 509 περιφεροῦϲ cf. sch. τ 246 (ed. Dindorf) ἐπεί — γυρίηϲ Babr. 25, 5 γυρόϲ sq. τ 246 cf. Εt M 243, 54 510 ϲτρογγύλον ═ Η cf. cod. Marc 433 (Rh. Mus 49, 627). Et. Μ 243, 55 cf. sch. τ 246 (ed. Dindorf) γυρόν alt. sq. Anth 6, 64, 1 511 — περιφερῶν cf. sch. τ 246. Et. M. 243, 55; κεκαμμένων cf. Hes. a Ruhnken emend Γυρῶν alt. sq. Auth 6, 5, 2)[*](505 — 6 Z 460 509 Z 459 510 Z 458. 460)[*](3 Γυῶ] χαλῶ (debuit χωλῶ), βλάπτω add. F cf. Et M. 242, 41 ϲφῶϊν Ace; A(GITFVM) ϲφῶϊ rell. 5 6 Ἀριϲτοφάνηϲ] καὶ Ἀ FV 508 ex AM 13 ἐν] ἔην M 14 Ὀδυϲϲέωϲ] Ὀδυϲϲέοϲ V M cp. l; Ὀ. ἑταίρου (melius κήρυκοϲ Bhd.) Toup. 16 μόλιβον V M Anth.: μόλυβον A μέλλοβον GII)