Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

362 Γοδολίαϲ: ὄνομα κύριον. καὶ μήν.

[*](Σ Call.)

363 Γοερόν: θρηνῶδεϲ, λυπηρὸν, κατανυκτικόν. καὶ γοεροῖο γόοιο.

[*](ΔΣ)

364 Γόηϲ, γόητοϲ. κόλαξ, περίεργοϲ, πλάνοϲ, ἀπατεών.

[*](Δ)

365 Γοητεία: μαγεία. γοητεία καὶ μαγεία καὶ φαρμακεία διαφέρουϲιν· [*](Ε) ἅπερ ἐφεῦρον Μῆδοι καὶ Πέρϲαι. μαγεία μὲν οὖν ἐϲτιν ἐπίκληϲιϲ δαιμόνων ἀγαθοποιῶν δῆθεν πρὸϲ ἀγαθοῦ τινοϲ ϲύϲταϲιν, ὥϲπερ τὰ τοῦ Ἀπολλωνίου τοῦ Τυανέωϲ θεϲπίϲματα. γοητεία δὲ ἐπὶ τῷ ἀνάγειν νεκρὸν δι’ ἐπικλήϲεωϲ, ὅθεν εἴρηται ἀπὸ τῶν γόων καὶ τῶν θρήνων τῶν περὶ τοὺϲ τάφουϲ γινομένων. φαρμακεία δὲ, ὅταν διά τινοϲ ϲκευαϲίαϲ θανατηφόρου πρὸϲ φίλτρον δοθῇ τινι διὰ ϲτόματοϲ. μαγεία δὲ καὶ ἀϲτρολογία ἀπὸ Μαγουϲαίων ἤρξατο· οἱ γάρ [*](Δ) τοι Πέρϲαι Μαγὼγ ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ὀνομάζονται. καὶ Μαγουϲαῖοι, [*](Synt.) οἱ αὐτοί. καὶ Γοητεύω· αἰτιατικῇ.

[*](Δ)

366 Γολγοθά: τόποϲ.

[*](Ε)

367 Γολιάθηϲ· οὗτοϲ Παλαιϲτῖνοϲ ἦν ἀνὴρ παμμεγεθέϲτατοϲ, πηχῶν δ΄ καὶ ϲπιθαμῆϲ, ὅπλα τῆϲ φύϲεωϲ τοῦ ϲώματοϲ ἀναλογοῦντα περικείμενοϲ. ὁ αὐτὸϲ Γολιὰθ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ.

[*](Δ)

368 Γολόη: ὄνομα τόπου.

[*](Suid.)

369 Γολόϲϲηϲ: Νομάδων βαϲιλεύϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ Ἀϲδρούβαϲ.

[*](Δ)

370 Γομόρ: εἶδοϲ μέτρου Ἑβραϊκοῦ.

[*](Δ)

371 Γόμορα: τόποϲ τῶν Σοδόμων.

[*](Δ)

372 Γομφιαϲμόϲ: ὁ ϲυγκλαϲμόϲ.

[*](Δ?)

373 Γομφίουϲ: ὀδόνταϲ, κλειδώϲειϲ. καὶ Γομφιόδουπα χαλινά· [*](Anth.) ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τὰ εἰϲ τούϲ γομφίουϲ κτυποῦντα, τουτέϲτι τὰϲ ϲιαγόναϲ.

[*](361 — ϲτρογγύλον cf. H v. γογγύλον, sch. Ar. Pac. 28 ὥϲπερ sq. Ar. Pac. 28 c. sch. 362 — κύριον ═ Ambr. 468 363 — κατανυκτικόν ═ Ba 186, 21 cf. H γοεροῖο γόοιο Call. fr. 126 K., an. 14 S. 354 — γόητοϲ aliter Ambr. 459 κόλαξ sq. ═ Ba 186, 22 cf. H, Moer. 193, 25, Tim., Et. M. 238, 23 365 — μαγεία pr. ═ Ambr. 514 γοητεία sec. — vs. 16 ϲτόματοϲ Georg. 1, 74, 10 — 20 vs. 16 μαγεία—17 ὀνομάζονται Georg. 1, 96, 3—5 γοητεύω sq. ═ Synt. Laur. et Gud. 366 ═ Ambr. 490 367 — περικείμενοϲ los. Ant. 6, 171 Γολιάθ cf. Ambr. 471 370 — μέτρου ═ Ambr. 463 371 — τόποϲ ═ Ambr. 520 372 ═ Ambr. 462 cf. H 373 — ὀδόνταϲ cf. H v. γόμφουϲ γομφιόδουπα sq. Anth. 6, 233, 1 c. sch.)[*](360 ex v. Α 2130 361 cf. Z 448 362 Z 446 363 Z 448 864 Z 446 365 cf. v. μαγεία, v. μαγική, v. φαρμακεία (partim hinc); hinc v. Α 4257, v. Μαγουϲαῖοι, v. Πέρϲαι; Z 448 368 Z 448 369 ex v. Α 4133 370 Z 447 372—3 Z 447)[*](A(GITFVM))[*]( 360 om. FV post 361 A 3 μεμαγμένην FI Ar.: μεμαγμένη rell., vid. ad 501 7 γοεροῖο γόοιο] γοεροῖϲ γόοιϲ AF 9. 10 διαφέρουϲιν GIT Georg.: διαφέρει FVM cp. A 18 καί —αἰτιατικῇ om. GITFV 22 ὁ—διαλέκτῳ om. ATFV 369 om. FV 24 καί—Ἀϲδρούβαϲ om. T 370—1 om. A)
535

374 Γομφίουϲ: τοὺϲ προϲθίουϲ ὀδόνταϲ. ὁ δ’ ὠχριήϲαϲ γομφίουϲ [*](Ar. |) τε ϲυγκρούϲαϲ, μή μοι χαρίζου φηϲί.

375 Γομφοπαγῆ ῥήματα: ἀντὶ τοῦ ἀκριβέϲτατα, πολυϲύνθετα. [*]() περὶ Αἰϲχύλου Ἀριϲτοφάνηϲ.

376 Γόμφοι: μύλοι, ϲφῆνεϲ, δεϲμὰ, ἄρθρα, ϲύνδεϲμοι ὀδόντων.

[*](Σ)

377 Γόνατον· καὶ κάλαμοι ἐνέκειντο ἐν τοῖϲ κρατῆρϲιν οὐκ ἔχοντεϲ [*](Ε) γόνατα.

378 Γονεῦϲιν ἀπειθεῖϲ: τοὺϲ καὶ μέχρι γονέων ἀγνώμοναϲ παρὰ τῷ Ἀποϲτόλῳ.

379 Γονεία: ἡ γέννηϲιϲ.

[*](Δ)

380 Γονορροίηϲ: ὁ νοϲῶν.

[*](Δ)

381 Γόνυ, γόνυοϲ.

[*](Δ)