Scholia in Euripidis Phoenissas (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis Tragoedias, Vol. 3. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

1749.

ἅλις ὀδυρμάτων
: οὐ φανήσομαι, ἵνα μὴ ὀδυρμὸν ἐγείρω. ἀρκούντως γὰρ περὶ ἐμὲ ἐθρήνησαν. Gu. αὐτάρκως ὠδύραντο τὴν ἐμὴν ἀτυχίαν αἱ ὁμήλικες, ἢ αὐτάρκειά μοι τῶν θρήνων. A. B.M. I. ἀρκούντως ἔχει τὸ πρᾶγμα ἐμοὶ ἕνεκα τῶν ὀδυρμάτων. Gr. I.

1750.

σὺ δ’ ἀμφὶ βωμίους
: ἀπὸ κοινοῦ τὸ φάνηθι, ἵνα ἱκετεύσῃς τοὺς θεοὺς λῆξιν δοῦναι τῶν κακῶν καὶ εὐμενεῖς πρὸς τὰ λοιπὰ γενέσθαι, παραπέμψαντας ἡμᾶς εἰς Ἀθήνας. A. B.M. Gu. I.

σὺ δ’ ἀμφί
: σὺ δὲ ἄπελθε εἰς τὰς λιτὰς τῶν βωμῶν, ἤγουν εἰς τὸ προσεύξασθαι ἐν τοῖς βωμοῖς· λιτὴ γὰρ βώμιος ἡ ἐν τῷ βωμῷ γινομένη. Gr. Mosq.

1751.

κόρον ἔχουσιν
: οἱ βωμοὶ δηλονότι τῶν ἐμῶν κακῶν. I.