De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

Ἐθεασάμην γὰρ ἐν Ὀλύμπῳ ἐγὼ — ὄρος δέ ἐστιν ὁ Ὄλυμπος τῆς Λυκίας — πῦρ αὐτομάτως κατὰ τὴν ἀκρώρειαν τοῦ ὄρους κάτωθεν ἐκ τῆς γῆς ἀναδιδόμενον, περὶ ὃ πῦρ ἀγνος φυτὸν ἑστός, οὕτω μὲν εὐθαλὲς καὶ χλοερόν, οὕτω δὲ σύσκιον, ὡς ὑποτοπῆσαι παρ᾿ ὕδωρ μᾶλλον ἀένναον αὐτὸ βεβλαστηκέναι.

δι᾿ ἣν αἰτίαν οὖν, εἰ φύσεις εἰσὶ φθαρτῶν καὶ ὑπὸ πυρὸς καταναλισκομένων σωμάτων καὶ ἀδύνατον ἀκαυστα διαμεῖναι τὰ ἅπαξ φύσεως ὑπάρχοντα καυ- [*](3 Deut. 29, 5 — 11 vgl. Acta Pion. 4, 21 (Ausgewählte Märtyrerakten S. 100, 8 ff v. Gebhardt)) [*](11—S. 378,13 (11—379, 8 S. Parall. 429, 37ff) Phot. Bibl. 234 S. 298b, 23—40. Pitra Anal. Sacra IV, 202f. 435f) [*](1 »er. w.« »teilhaftig sind« sutj pričjastna 1f »er will« S 130v 2 »Herstellung« sŭstavlenie: »Aufschub« stavlenie Sb 3 »Wahrh.« istinjstvo 4 »wo« iŽde: »welche« iŽe S 11 es beginnen Ph C Syr (in B Bl. 2v, Lemma Sancti Methodii ex tractatu de resurrectione) | vor Ἐθεασάμην »Von dem in Olympus aufsteigenden Feuer« + S | γὰρ < Ph; γοῦν S | ὄρος: civitas Syr 11f ὁ Ὄλυμπος < C Syr: οὗτος S 12 κατὰ — κάτωθεν Ζ. 12 f < S 13 ὃ πῦρ: et . . ignem Syr | ἄγνου φυτὸν ἐστὼς C: »ist ein Baum« S; arborem dictam pulchram ipsius lateri asidentem Syr | ἐστὸς] ἐστιν Ph 14 οὕτω μὲν] πάνυ w. e. sch. s, < Syr | εὐθαλὲς: »schön« S | δὲ σύσκιον < Syr | ὡς—βεβλαστηκέναι Z. 15: »wie auch nicht die am Wasser stehenden Bäume seien« S 14 f ὑποτοπῆσαι (ὑποτοπᾶσαι Cr) παρ᾿ (<Cr) ὕδωρ C (vgl. S), ὑποτ. παρὰ ὑδάτων πηγὴν Syr: ὑπὸ πηγῆς αὐτὸ δοκεῖν Ph 15 μᾶλλ. Cc 84v | φύσεις—καυστικῆς Ζ. 17f < S | εἰ φύσεις εἰσὶι: ἡ φύσις ἐστὶ Cc | ἀναλισκομένων Ce: καταναλουμένων RH 17 καὶ ἀδύνατον—καυστθξῆς Ζ. 17f < 17 f τῆς καυστικῆς Cr)

378
στικῆς, οὐ μόνον οὐ καταφλέγεται τὸ φυτὸν τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἀκμαιότερον μᾶλλον ὑπάρχει καὶ χλοερώτερον, ὃ τῇ φύσει ἐστὶν εὔκαυστον, καὶ ταῦτα περὶ αὐτὰς αὐτοῦ τὰς ῥίζας τοῦ πυρὸς ἐντυφομένου;

κλάδους γοῦν ἐγὼ δένδρων ἐκ τῆς παρακειμένης ὕλης ἔρριψα καθ᾿ ὃν ἀνερεύγεται τὸ πῦρ τόπον, καὶ εὐθέως εἰς φλόγα ἀρθέντες ἐτεφρώθησαν.

φράσατε οὖν δή, δι᾿ ἣν αἰτίαν τὸ μὴ ὑποφέρον μηδὲ τὴν ἐξ ἡλίου δέξασθαι ἔκκαυσιν, ἀλλὰ ξηραινόμενον ἐὰν μὴ ἀρδευθῇ βραχέν, τοσούτῳ πυρὸς φλογμῷ συνεχόμενον . . οὐ καταναλίσκεται, ἀλλὰ ζῇ

τε καὶ θάλλει; τί οὖν βούλεται τὸ παράδοξον; δεῖγμα τοῦτο τῆς μελλούσης ὁ θεὸς ἡμέρας καὶ προοίμιον ἔθετο, ἵνα γινώσκωμεν ἐνδηλότερον ὅτι πάντων πυρὶ καταβασίῳ κατομβρουμένων τὰ ἐν ἁγνείᾳ σώματα διατρίψαντα καὶ δικαιοσύνῃ καθάπερ ψυχρῷ ὕδατι τῷ πυρί, οὐδὲν ἀλγυνόμενα πρὸς αὐτοῦ, ἐπιβήσονται.

ἀληθῶς γάρ, ὦ μεγα- [*](12 vgl. Dan. 3, 50) [*](1 οὐ μόνον — τοῦτο: »kann jener brennende Baum nicht brennen noch vertrocknen« S | ἀλλ᾿ ohne καὶ Cr 1f μᾶλλον ἀκμαιότερον Ph | κ. ἀκμαιότερον .. καὶ: »als andere Bäume« S 2 κ. χλοερώτερον < Ph | ὅ — εὔκαυστον vor ἀλλὰ Z. 1 S | ὃ] εἰ Ph | εὔκαυστον Ph S: καυστικὸν C c, καυστὸν Cr 3 καὶ ταῦτα — ἐντυφομένου: »obschon seine Wurzeln am Ausgang des Feuers sind« S | τὰς Ph a 310v b | ἐντυφωμένου Ph 4 γοῦν] δὲ(γε) S | ἐγὼ] ego . . experimentum tentavi Syr | δένδρων — ὕλης: »von jenem Baum abgebrochen habend« S | δένδρων: e quadam arbore übersetzt Syr | ἔρριψα C, w. e. sch. S Syr: ἐπέρριψα Ph 4f καθ᾿ ὃν — τόπον Z. 5: »ins Feuer« S Syr 5 ὡς εἰς C c | εἰς φλόγα ἀρθέντες < S 5f ἐτεφρ.: »verbrannten sie« S 6 φράσατε — θάλλει Z. 9 < Ph, φράσατε — παράδοξον Z. 9 < Syr | τὸ μὴ — βραχέν Z. 7 < 8 πυρὸς φλογμῶ Cr: πυρὸς πλήθει Cc: πυρὶ S | συνεχόμενον: »stehend« S und + »nicht begossen mit Wasser« | οὐ κατ. — θάλλει Z. 9; »so sehr grün ist« S | οὐκ αναλίσκεται (1. Hd.) C c 9 βούλεται myslit: mysli S (myslite 2. Hd. S a) | δεῖγμα τοῦτο (wohl τοῦτο τὸ δεῖγμα) verbindet S mit dem Vorhergehenden | τοῦτο — ἔθετο Z. 10 < Syr | vor τῆς »Vom Gericht und von (i o: >aber< no S) der Auferstehung« + S 10 ἡμέρας: »Gerichts« S | καὶ < S 10f εὐδηλότερον Ausgg.: < Ph Syr 11 ὅτι — ἐπιβήσονται Z. 13: in fine peccatores arsuros fore in igne iustosque per medium eius transituros, non tantum sine incommodo, verum inde, auri instar, splendentiores evasuros Syr | καταβασίῳ < Ph S 12 καὶ δικαιοσ. διαπρέψαντα C | ὕδατι: »übrgossen« + | τῷ πυρὶ — ἐπιβήσονται Z. 13: »so bleiben werden« S 13 οὐδὲν ἀλγ. πρ. αὐτοῦ < Ph | ἐπιβήσονται] es enden Ph Syr | ἀληθῶς — θέλεις S. 279, 8 auch C c 137v; Lemma τοῦ ἁγίου Μεθοδίου | γὰρ < 137 v 13f μεγαλόφωτε C 137 v S: μεγαλώφελε C c, μεγαλωφελῆ Cr )

379
λόφωτε καὶ μεγαλόδωρε δέσποτα, ἡ »κτίσις σοι τῷ ποιήσαντι ὑπηρετοῦσα ἐπιτείνεται εἰς κόλασιν κατὰ τῶν ἀδίκων καὶ ἀνίεται εἰς εὐεργεσίαν ὑπὲρ τῶν ἐπὶ σοὶ πεποιθότων«, καὶ θέλοντός σου πῦρ μὲν καταψύχει, λυμαινόμενον οὐδὲν ὧν αὐτὸς κρίνεις διασῴζεσθαι, ὕδωρ δέ ἔμπαλιν δριμυτέραις καταφλέγει πυρὸς προσβολαῖς, καὶ οὐδὲν ἀντιτάσσεται τῷ ἀνικήτῳ σου κράτει καὶ τῇ σῇ ἰσχύϊ.

πάντα γὰρ ἐκτισας ἐξ οὐκ ὄντων· διὸ καὶ πάντα μεταλλεύεις, σὰ ὑπάρχοντα, καὶ μετασκευάζεις, μόνος ὑπάρχων θεός, ὡς θέλεις.