De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

Deshalb, da auch die Einrichtung des Leibes gezeigt ist, müssen wir auch das Übrige sehen. Denn nicht — wie ihr meint, weiser die Schrift erklärend — spricht der Apostel zu den Korinthern über die [*](4 De res. I, 11, a S. 234, 12 ff — 8 De res. I, 11, 3 S.235, 1 ff — 11 vgl. De res. I, 25,6f. 62, 1 — 22I Kor. 15, 53 — 27 Orig. C. Cels. VII, 32 f) [*](16 Oekumen. zu II Kor. 5, 10 PGr 118, 973 B. Cramer, Catene V, 381 — 18—24 Pitra Anal. s. IV, 201 (434)) [*](2 »Nahrung«? prikormi 7 »als« S 119v 8»<byti> bogu 18 ff Syr in A Bl. 78r u. B Bl.59r Nos porro non aliud corpus quam illud quo induti sumus affirmamus induturm incorruptionem et immortalitatem, quemadmodum sapiens Paulus, loquens illis quos ad risum movebant rei difficultates, non tantum asseruit sed demonstravit dicens: »oportet enim corruptibile hoc induere incorruptionem. et mortale hoc induere immortalitatem« 22 »dies antwortete« se otreče: »dieses (des Leibes) sagte« sego reče Sb)

361
Auferstehung: »Wenn unser irdisches Haus des Leibes zerstört wird, haben wir einen Bau von Gott, ein Haus nicht mit Händen gemacht« usw., sondern vielmehr ihnen hiervon den Glauben vergewissernd.

Wenn du aber nun das diesem Folgende der Ordnung nach mitsprichst (mitliesest), so wirst du ihn vielmehr finden bekräftigend die Auferstehung des Leibes. Denn nachdem er zuvor gesagt, wie das zukündftige Leben nicht in einem andern, sondern in diesem Leib zu erwarten ist, [und] fügte er bei, wie nicht eifrig zu trauern ist um dieses Leben:

»οἴδαμεν γὰρ ὡς ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ«, ἐπίγειον οἰκίαν τὴν ἐνταῦθα βραχύβιον ζωὴν καταχρηστικῶς λεπτέον, καὶ οὐ τὸ σκῆνος τοῦτο ... Wenn es (das gegenwärtige Leben) aber zerstört worden, so werden wir von Gott das ewige Leben empfangen. εἰ γὰρ ἐπίγειον οἰκίαν καταλυομένην τὸ σῶμα τίθεσθαι αὐτὸν νομίζετε, φράσατε τὸ σκῆνος τί ἐστιν, οὗ ἡ οἰκία καταλύεται; ἕτερον γὰρ τὸ σκῆνος, καὶ ἄλλο τοῦ σκήνους ἡ [*](1. 9. 13f II Kor. 5, 1) [*](9—S. 363, 17 Phot. Bibl. 234 S. 237 a, 36—298 a, 3 — 10 Oekumen. zu IIKor. 5, 1 PGr 118, 968D. Cramer, Catene V, 379) [*](9 »Erklärung des Wortes des Apostels: Wenn auch uns das irdische Haus des Leíbes zertört wird usw.« vor οἴδαμεν + S | Ph Ὅτι τὸ Οἴδαμεν γὰρ ὡς (ὅτι Ph a) — καταλυθῇ Z. 10 und + καὶ ἑξῆς οἱ Ὠριγενισταὶ (ὠριγενειανσταὶ Ph a) εἰς ἀναίρεσιν τῆς τῶν σωμάτων ἀναστάσεως προβάλλονται. σκῆνος τὸ σῶμα καὶ ἀρχειροποίτον ἐν οὐρανοῖς οἰκίαν τὰ παρ᾿ αὐτῶν πνευματικὰ ἐνδύματα λέγοντες .. διό φησιν ὁ ἅγιος Μεθόδιος 10 σκήνους] σώματος S 10—S. 362, 9 Uekum. u. Catene ἐπίγειος μὲν οἰκία ἡ ἐνταῦθα βραχύβιος ζωή, σκῆνος δὲ τὸ σῶμα ἡμῶν, τῶν ψυχῶν. ἄλλο γὰρ οἰκία καὶ ἄλλο τὸ σκῆνος, οὗ ἐστιν ἡ οἰκία, καὶ ἄλλο ἡμεῖς, , ὧν ἐστι τὸ σκῆνος ἴδιον. »ἐὰν οὖν«, φησίν, »ἡ οἰκία τοῦ σκήνους ἡμῶν καταλυθῇ«, τουτέστιν ἡ ἐνταῦθα βραχύβιος ζωή, »ἕξομεν οἰκίαν ἀχειροποίητον« (ἀχειρ. οἰκ. Catene), τουτέστι ζωὴν αἰώνιον, οὐ προσδεομένην (προσδεομένοις Catene) τῆς ἡμετέρας ἐργασίας καὶ τῶν ἡμετέρων χειρῶν πρὸς (προσδεομένοις Catene) τῆς ἡμετέρας ἐργασίας καὶ τῶν ἡμετέρων χειρῶν πρὸς σύστασιν. καλῶς δὲ ὡς (< Catene) πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῆς παρούσης ζωῆς τὴν μέλλουσαν »ἀχειροποίητον« εἶπεν. ἡ γὰρ παροῦσα ἀπὸ τῶν χειρῶν ἔχει τὴν σύστασιν, ἄρτου, ποτοῦ καὶ ἐνδύματος. οὕτως ὁ ἄγιος Μεθόδιος ἐν τῷ περὶ ἀναστάσεως λόγῳ 10 τὴν <Ph a | βραχύβιον < S 11 καταχρηστικῶς λ. < Oekum.; »nennend« S ? σκῆνος Ph: σῶμα S, aber vgl. S. 324, 4 | »Wenn es — empfangen« Z. 13 + S 13 »Leben« S 120v | εἰ γὰρ—νομίζετε Z. 14: »Wenn ihr aber meint, daß dieser Leib selbst werde zerstört (vernichtet) werden« S 14 f οὗ ἡ οἰκ. καταλύεται] ἢ τὸ σῶμα S 15 σκῆνος: σῶμα S | σκήνους; σώματος S)

362
οἰκία, καὶ ἕτερον ἡμεῖς, ὧν ἐστι τὸ σκῆνος <ἴδιον>. »εὰν γὰρ ἡ ἐπίγειος ἡμῶς οἰκία«φησί »τοῦ σκήνους καταλυθῇ«, οἷον ἡμᾶς μὲν τὰς ψυχὰς εἶναι δηλώσας, σκῆνος δὲ τὸ σῶμα, οἰκίαν δὲ τοῦ σκήνους τὴν κατὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν ἀπόλαυσιν τῆς σαρκὸς τροπικῶς.

ἐὰν οὖν ἡ νῦν δὴ αὕτη ἡ τοῦ σώματος ζωὴν δίκην οἰκίας καταλυθῇ, ἕξομεν τὴν ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀχειροποίητον <οἰκίαν, τουτέστι ζωὴν αἰώνιον>. ἀχειροποίητόν φησι διὰ τὸ χειροποίητον ταύτην λέγεσθαι τὴν ζωὴν δάσματα τοῦ βίου χερσὶ παλαμᾶσθαι ἀνθρώπων. Daher auch Salomo »Eitelkeit der Ditlkeiten« nannte dies unruhvolle Leben.

τὸ γὰρ σῶμα δημιούργημα ὑπάρχον .. θεοῦ χειροποίτηον οὐ λέγεται, ὅτι μὴ ἐπαλαμήθη τέχναις ἀνθρώπων. εἰ δέ, διότι ὑπὸ θεοῦ ἐδημιουργήθη, χειροποίητον αὐτὸ λέξουσι, χειροποίητοι ἄρα καὶ αἱ ψυχαὶ καὶ οἱ ἄγγελοι nicht mit Händen gemacht sind — θοεῦ γὰρ αὐτουργήματα καὶ ταῦτα — so ist auch der Leib nicht mit Händen gemacht, denn auch er ist Gottes Schöpfung und nicht mit Händen gemacht. Denn es »nahm Gott Staub von der Erde und schuf den Meschen«. Das von Gott Gemachte ist ein nicht mit Händen gemachtes Werk der Kraft Gottes.

τίς οὖν ἐστιν ἡ χειροποίητος οἰκίας; ἡ βραχύβιος, ὡς ἔφην, αὕτη ζωή, ἡ ἀπ᾿ ἀνθρωπίνων χειρῶν δραματουργουμένη (»φαγῇ«γάρ φησιν »ε'ν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου τὸν ἄρτον σου«), ἡ καταλυθείσης ἐκείνην [*](1 II Kor. 5, 1—2 vgl. De res II, 21, 4. III, 12 — 10 Pred. Sal. 1, 2 — 17 Gen. 2, 7 — 21 Gen. 3, 19 ) [*](1 καὶ ὦν S | ἴδιον + S Oekum.: < Ph | ἐὰν — φησί Z. 2] ἐὰν οὖν φ. ἡ οἰκία Oekum. | ἐὰν—καταλυθῇ Z. 2 < S 2 οἷον—καταλυθῇ Z. 5 anders Oekum. | οἷον: »denn« S 3 σκ.—σκήν.] καὶ τοῦ σκ. καὶ οἰκίαν S 3f τὴν κατὰ < S 4 ἀπόλαυσιν — τροπικῶς < S | ἐὰν γὰρ, φησί, S 5 αὕτη ἡ τοῦ σ.: d. gegenwärtige« S | ἡ2 < Ph a 6 τὴν ἐν τι. οὐρ. < Oekum. | οἰκ. τουτ. ζ. αἰώνιον + S Oekum.: < Ph 7 ἀχειροποίητόν—ἀνθρώπων Z. 9 < S: anders Oekum. 8 f καὶ σπουδ. Ph a 309ω α | νθρ τὰ τοῦ πολέμου κοσμήματα Pl Legg. XII,956 A 10 vor τὸ γὰρ »Daß der Mensch nicht kann mit Händen geschaffen genant werden« + S 11 θεοῦ: »der Sorgfalt Gottes« S οὐ δύναται λέγεσθαι S 12 vor εἰ δέ »Von den Seelen und von den Engeln« + S | διότι ὑπὸ θεοῦ ἐδημ. < S 13 λέξουσι εἶναι S | ἆρα ὡσαύτως S | καὶ οἱ ἄγγελοι < S 14 τὰ ἐνδύματα — οὐρανοῖς: » und die höheren Kräfte« S 15 καὶ ταῦτα < S 20 τίς—οἰκία also überschrift in S, dann » daher ist das mit Händen gemachte Haus« + S | οὖν < S | ἐστιν] ». ωομ Αποστελ γενανντε« + S | ὡς ἔφην < S 21 φησίν < S 22f ἐκείνην .. ζωὴν < S)

363
τὴν ἀχειροποίητον ζωὴν ἔχομεν. καθάτερ καὶ ὁ κύριος εἰπὼν ἐδήλωσε »ποιήσατε <ἑαυτοῖς> φίλους ἐκ τῆς ἀδικίας τοῦ μαμωνᾶ, ἵνα ὅταν ἐκλίπωσι δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς«.

ὃ γὰρ ἐκεῖ »σκηνὰς« ὁ κύριος ἐκάλεσε, τοῦτο ἐνταῦθα ὁ ἀπόστολος ἐνδύματα· ὅ δὲ ἐκεῖ »φίλους ἐκ τῆς ἀδικίας« <ὁ κύριος ἐκάλεσε, τοῦτο> ἐνταῦθα »καταλυομένας« ὁ ἀπόστολος »οἰκίας«. καθάπερ γοῦν, ἐὰν ἐκλείψωσιν αἱ τῆς παρούσης ζωῆς ἡμῶν ἡμέραι, τὰ πρὸς εὐποιίαν τὰς ψυχὰς ἡμῶν ὑπολέξονται ἀγαθοεργήματα, ἃ ἀπὸ τῆς ἐν τῇ ἀδικίᾳ ζωῆς ἐκτησάμεθα, τῷ τὸν κόσμον »ἐν τῷ πονηῷ« κεῖσθαι, οὕτω τῆς ζωῆς <ταύτης> καταλυθείσης τῆς ὠκυμόρου τὴν πρὸ τῆς ἀωαστάσεως ἕφομεν οἴκησιν αἱ ψυχαὶ παρὰ τῷ θεῷ, ἔστ᾿ ἂν ἀνακαινοποιηθεῖσαν ἡμῖν ἄπτωτον ἀναλάβωμεν οἰκίαν. ὅθεν καὶ »στενάζομεν«, μὴ θέλοντες τὸ σῶμα »ἀπεκδύσαδθαι, ἀλλ᾿ « ἐπ᾿ αὐτῷ τὴν ἄλυπον »ἐπενδύσασθαι« ζωήν. τὸ γὰρ οἰκητήριον τὸ ἐξ οὐρανοῦ, ὃ ἐπιθυμοῦμεν ἐπενδύσασθαι, ἡ ἀθανασία ἐστίν· ἣν ἐὰν ἐπενδυσώμεθα, καταποθήσεται πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ ὁλοσχερῶς ἀσθενὲς ὑπὸ τῆς ἀχρόνου ζωῆς καταναλωθὲν καὶ θνητόν.