De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

Πρόσσχες γὰρ ὅπως, ὡς ἔφην, μετὰ τὸ παραβῆναι τὸν ἄνθρωπον ἡ μεγάλη χεὶρ εἰς νῖκος καταλεῖψαι τὸ ἑαυτῆς ἔργον οὐκ ηὐδόκησεν ὡς κίβδηλον τῷ πονηρῷ ἀδίκως αὐτὸ λυμηναμένῳ βασκά- νοις αἰτίαις, ἀλλὰ ἀνατήξας ἀνέδυσεν αὖθις εἰς πηλόν, οἷα κεραμεὺς [*](2 Symp. 3, 5 S. 31, 18ff; vgl. zu S. 289, 1 u. 291, 4. Theoph. Ad Autol. II, 26. Iren. Adv. haer. III, 23, 6. Novat. De trin. 1 — 4 vgl. De res. III, 6,1 2 Eriph. Panar. haer. 64, 65 S. 674, 15ff. 675, 16ff. Greg. Naz. Orat. 38, 12 PGr 36, 324. Chrysost. hom. 18 in Gen. PGr 53, 1, 151. August. Encheir. 89. Za- char. Mityl. PGr 85 S. 1125. 1132 — 4 vgl. Nilus Ep. II, 200 PGr. 79, 305 1 πρόσχες V U C | γὰρ < V Cr | ὅπως < S: πῶς nach ἔφην C 1f τοῦ ἀνθρ. S 2 νῖκος] νεῖκος w. e. sch. S, so vermuteten auch Cornarius u. Pet: Dd verweist richtig auf Thesaur. V, 1522 | καταλείψειν V | τὸ ἑαυτῆς ἔργον] τὸν ἄν- θρωπον S | Theoph. καὶ τοῦτο δὲ ὁ θεὸς μεγάλην εὐεργεσίαν παρέσχεν τῷ ἀνθρώπῳ, τὸ μὴ διαμεῖναι αὐτὸν εἰς τὸν αἰῶνα ἐν ἁμαρτίᾳ ὄντα. ἀλλὰ . . ἐξέ- βαλλεν αὐτὸν ἐκ τοῦ παραδείσου, ὅπως διὰ τῆς ἐπιτιμίας . . παιδευθεὶς εἰς ὕστερον ἀνακληθῇ . . . οὐ μήν, ἀλλὰ καὶ καθάπερ σκεῦός τι, ἐπὰν πλασθὲν αἰτίαν τινὰ σχῇ, ἀναχωνεύεται ἤ ἀναπλάσσεται εἰς τὸ γενέσθαι καινὸν καὶ ὁλόκληρον, οὕτως γίνεται καὶ τῷ ἀνθρώπῳ διὰ θανότου. Iren. eiecit eum de paradiso et a ligno vitae transtulit; non invidens ei lignum vitae . . sed miserans eius, ut non per- severaret semper transgressor, neque immortale esset, quod esset circa eum pec- catum, et malum interminabile et insanabile. prohibuit . . , interponens mortem et cessare faciens peccatum . . per carnis resolutionem. Novat. ne vivens in aeternum circumferret secum in poenam sui semper immortalem delictum. Greg. Naz. κερδαίνει μέν τε κἀνταῦθα, τὸν θάνατον καὶ τὸ διακοπῆναι τὴν ἁμαρτίαν, ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν. Chrysost. ἵνα μὴ . . μέλλῃ ἀθάνατα ἁμαρτάνειν, βέλτιον αὐτὸν (τὸν Ἀδάμ) ἐντεῦθεν ἔξω βαλεῖν. Zachar. S. 1125 τῆς ἀναπλάσεως . . αἰτία . . ἀγαθότης θεοῦ . . καὶ φιλανθρωπίας ὑπερβολή. ἐλεήσας γὰρ ὁ δη- μιουργὸς τὸ πλάσμα καὶ νικᾶσθαι τοῦτο πρὸς τῆς κακίας μὴ ἀνασκόμενος, διαλύει μὲν τὸ ὑποδεξάμενον τὸ κακὸν ἀγγεῖον, ἀναπλάττει δὲ αὖθις καὶ ἀναχαλκεύει. 1132 ἐμηχανήσατο ἡ μεγάλη καὶ παμποίκιλος τοῦ θεοῦ σοφία διὰ τῆς λύσεως τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων καταλῦσαι τὴν φθορὰν ἥν εἰσενήνοχεν ἡ κακία καὶ τῆς ἀθανασίας μεταδοῦναι τοῖς θνητοῖς 3 ηὐδόκησεν: »wollend« S | κίβδ. . . ἀδικ. α. λυμ.] »indem er umdundelt ist« S | κίβδηλον] δῆλον C | τῷ πον.: πονηροῦ U, τὸ πονηρὸν Cc; »von dem Eifersüchtigen« S | ἀδίκ. ἀπολυμηνα- μένω C | λυμηναμένου U 4 ἀλλὰ < Cr | Nilus ποῖον γὰρ . . μεῖζον . . , ἀνδριάντα πλάσαι τὸν πρώην μὴ ὑφεστῶτα, ἤ τὸν διαπεσόντα ἀναχωνεῦσαι εἰς τὸ αὐτό; | ἀνατήξασα ἀνέλυσεν C, ἀναστήσασα ἀνέλυσε μὲν Cr: »zestört habend machte er« S | ἀνέδευσεν: ὅδευσεν V | αὖ|θις V 362v | εἰς πηλόν] πηλῷ oder πηλόν S | κερ. S 84)

293
ὁ ἀναπλάσσων ἄγγος πρὸς τὸ ἀφανισθῆναι μὲν διὰ τῆς ἀναπλάσεως πάντα τὰ ἐν αὐτῷ αἴσχη καὶ θλάσματα, γενηθῆναι δὲ τὸ πᾶν ἄνωθεν ἀμέμπτως ἀρεστόν.

ἤ »οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆαι σκεῦος, ὅ μὲν εἰς τιμήν, ὅ δὲ εἰς ἀτιμέαν;« ὅ δή ἐστι (τοῦτο γὰρ παντάπασιν ὁ ἀπόστολός μοι δηλοῦν φαίνεται)· μή τι ἐξουσίαν οὐκ ἔχει ὁ θεὸς ἀπὸ τῆς ὔλης ἑκόστου τῆς αὐτῆς ἀναπλάσας καὶ ἀνακοσμήσας ἰδίως ἕκαστον ἤ εἰς τιμὴν ἡμῶν ἀναστῆσαι καὶ δόξαν, ἤ εἰς ἀτιμίαν καὶ κατάκρισιν; εἰς ἀτιμίαν μὲν τὸν ἐν ἁματρίαις φαύλως βιώσαντα, εἰς τιμὴν δὲ τὸν ἐν δικαιοσύνῃ.

καθάπερ ἐδηλώθη καὶ τῷ Λανιήλ, »καὶ πολλοὶ τῶν καθευδόντων ἐν γῆς χώματι« λέγοντι »ἑξεγερθήσονται, οὗτοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. καὶ οὗτοι εἰς ὀνειδισμὸν καὶ αἰσχύνην αἰώνιον καὶ οἱ συνιέντες ἐκλάμυουσιν ὡς ἡ λαμπρότης τοῦ στερεώματος«.

ἐφ' ἡμῖν γὰρ οὐ τὸ ἀφανίσαι τὴν ῥίζαν τελείως τῆς πονηρίας, ἀλλὰ τὸ μὴ πρὸς ἔκτασιν αὐτὴν ἐᾶσαι φῦναι καὶ καρ[οφορεῖν. ἡ μὲν ἀπώλεια ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατὰ τὴν τοῦ σώματος, ὡς εἴρηται, διάλυσιν γίγνεται, [*](3 Röm. 9, 21 — 10 Dan. 12, 2. 3) [*](6 Oekumenius zu Röm. 9, 21 PGr 118, 516 BC — 13 — S. 294, 8 S. Parall. 422 S. 169 Holl) [*](1 ὁ < C S: ὅς U | ἀναπλάσας ἅγγος C c, ἄγγος ἀναπάσας Cr | ἄγγος] αὐτὸ U 2 θλάσμ.] πλάσματα C | γεννηθῆναι Cr | δὲ] τε V U Cc | τὸ πᾶν las wohl auch S (emu »er« wohl aus vsemu) 3 ὡς ἄς ἄν. ἦν S | ἀμέμπτως <S | ἀρεστόν] es endet C (Cc 81) 3f τοῦ πηλοῦ — φυράματος Ζ. 4] ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ καὶ φυράματος S 4 σκεῦος, ὅ μὲν εἰς τιμήν < S 5 παντάπασιν < U 6 εἰ μή τι V | μή τι etc. frei wiedergegeben von Oekumenius ἔχει, φησίν, ἐξουσίαν ὁ θεὸς ὁ ἐγείρων τοὺς νεκροὺς τοὺς μὲν εἰς δόξαν, τοὺς δὲ εἰς αἰσχύνην ἐγεῖραι, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῶν ἑκάστῳ ἀνθρώπῳ βεβιωμένων. οὕτως ὁ ἐν ἁγίοις Μεθόδιος ἐν τῷ περὶ ἀναστάσεως λόγῳ | ἔχη V 7 ἑκάστου w. e. sch. < S | ἑαυτῆς S | πλάσας κ. κοσμήσας S | ἰδίως] εἶδος U 8 καὶ δόξαν < S 9 μὲν < S | τὸν . . β. S: τῶν βιωσάντων VU | δὲ] καὶ δόξαν + S | τὸν S: τῶν VU 10 καὶ π.] ὅτι π. U 11 λέγοντι] γὰρ λέγει nach πολλοὶ Ζ. 10 S | ἐξεγερθ. U 125v 12 ὀνειδισμὸν καὶ < S 13 στερεώματος] »Himmels« übers. S. | ἐφ᾿ ἡμῖν — ἀμοιβαῖα 294, 8 Cin K 50v — 51r; Lemma ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόγου nach 38, 3f S. 280, 9ff) | ἐφ᾿ ἡμῖν] ἔφημεν C 14 τὴν ῥ. . . τ. πον.] »die Sünde« S | τῆς πον. τελ. U | τελέως C 15 πρ. ἔ. . . φῦναι: »wachsen« S | ἔκστασιν C | καρποφορᾶν C 16 καὶ παντελικὴ w.e. sch. < S | αὐτ. (ταῖς U) ῥίζ.] τῆς ῥίζης C 17 τοῦ < C | σώματος C 51 | εἰρήκαμεν w. e. sch. S |γίνεται C)

294
ἡ δὲ ἐκ μέρους πρὸς τὸ μὴ οἶσαι βλαστὸν ὑφ᾿ ἡμῶν.

καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἐκθρέψαντα πρὸς αὔξησιν αὐτὴν μᾶλλον καὶ μέγεθος, ἀλλὰ μὴ στειρώσαντα τὸ ὅσον ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ συμπιλήσαντα ἀνάγκη διδόναι δίκην, ὅτι δυνάμενος καὶ ἔχων πρὸς τοῦτο τὴν ἐξουσίαν εἵλατο τὸ βλάπτον πρὸ τοῦ συμφέροντος μᾶλλον τιμῆσαι.