De Libero Arbitrio

Methodius

Methodius, De Libero Arbitrio, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

ETAIP. Ἐπεὶ τοίνυν περὶ τῶν κακῶν ἐποιήσω τὸν λόγον, δεικνύναι βουλόμενος ὡς ἔστιν τὰ κακά, καὶ ὅτι τούτων οἱ ἄνθρωποι τυγχάνουσι ποιηταί, βραχύ τι πάλιν πυθέσθαι βούλομαι· πότερον οἱ ἂνθρωποι τὴν ἀφορμὴν ἀφ᾿ ἑαυτῶν λαμβάνοντες ἔχουσι, τουτέστιν αὐτοὶ τῆς τοιαύτης χρήσεως εὑρεταὶ γενόμενοι, ἢ τοιοῦτοι ὑπὸ θεοῦ γεγόνασιν, ἢ αὖ πάλιν ἕτερός τις ὑπάρχει ὁ εἰς τὰ τοιαῦτα τοὺς ἀνθρώπους παρορμῶν;

ΟΡΘΟΔ. Πρὸς μὲν τοῦ θεοῦ τοὺς ἀνθρώπους τοιούτους γεγονέναι νέναι οὔτι μοι δοκεῖ λέγειν· αὐτεξούσιον δὲ τὸν πρῶτον ἄνθρωπον γεγονέναι λέγω, τουτέστιν ἐλεύθερον, ἀφ᾿ οὖ καὶ οἱ διάδοχοι τοῦ γένους τὴν ὁμοίαν ἐλευθερίαν ἐκληρώσαντο. φημὶ τοιγαροῦν ἐλεύθερον γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον, δουλεύοντα δὲ αὐτὸν ᾧ βούλεται·

τοῦτο γὰρ αὐτῷ καὶ μέγιστον πρὸς τοῦ θεοῦ κεχαρίσθαι λέγω. [ὅτι] τὰ μὲν γὰρ ἄλλα πάντα ἀνάγκῃ δουλεύει τῷ θείῳ προστάγματι· ἐάν τε γὰρ οὐρανὸν εἴπῃς, ἔστηκε φέρων τὸν δεσπότην, οὐ μετακινούμε- [*](3 vgl. De autex. 14, 1 S. 180, 15 — 9 Theoph. ad Aut. II, 27 S C (von Z. 8 an) D Ezn. — 8. 13 vgl. Greg. v. Nyssa Orat. catech. 30, 5 1 Ἐπεὶ D 164, 12 | Ἐπεὶ — βούλομαι Z. 3: »sagen sie« Ezn 2 ka]i δεικνύναι S | δεικν. βούλ. — ποιηταί Z. 3] et ostendisti, quod mala ex actibus hominum vel voluntatibus constent Dr | Βουλ.] »Untersuchung, ob die das Böse tuenden Menschen von sich selbst darauf sich richten oder von Gott oder von irgend einem andern« + S in roter Schrift 3 ποιηταί] »Frage« rot + S | βραχύ τι πάλιν: illud est quod adhuc Dr 4 τὴν τοιαύτην S | λαμβ. S 22 | τουτέστιν — γενόμενοι Z. 5 < Ezn 5 τῆς τοιαύτης: ταύτης S | 6 τὰ — ἀνθρ.: ταῦτα S 8 Πρὸς] C (S. 194ff Holl) in K 51r—52v. Lemma τοῦ αὐτοῦ (voraus geht Meth. De res. I, 44f) ἐκ τοῦ περὶ τοῦ αὐτεξουσίου λόγου | Πρὸς: Ὑπὸ D | μὲν: γὰρ S | τοιούτους: κακοὺς C 8f γεγονέναι] εἶναι hier u. Z. 10 u. 12? S 9 οὔτι — λέγ.: οὔ φημι D | λέγειν] »Über den freien Willen« + in roter Schrift S 9f πρῶτον . . γεγονέναι < D | ἄνθρωπον] »welcher von Gott erschaffen wurde« + Ezh 10 τουτέστιν — βούλεται Ζ. 12 < D 10f τὸ γένος las schwerl. S 12 δουλεύειν S: δουλεύει Ezn | αὐτὸν <?Ezn | ὡς βούλεται S, ᾧ βούλεται Ezn, οὐ βούλομαι C 13 γὰρ αὐτῷ καὶ < D | ὑπὸ θεοῦ D | λέγω] λέγων αὐτῷ D, hominibus pariterque angelis Dr | ὅτι] »Daß außer den Vernünftigen die andern alle aus Zwang dienen dem Gebote Gottes« + in roter Schrift S | ὅτι — ἐφίλαξαν S. 187,8 < Dr 13 f ὅτι μὲν γὰρ τὰ C, ὅτι τὰ μὲν D, τὰ μὲν(?) γὰρ S Ezn 14 πάντα < C | ἐάν — πεποιηκότι S. 187, 5 < C, veranlaßt durch das wiederkehrende δουλεύει ἀνάγκῃ 15 τε < S: ? Ezn | φέρων τ. δ.] »befestigt« Ezn 15 f καὶ(?) οὐ μετακινεῖται S)

187
νος τοῦ ὡρισμένου τόπου· καὶ ἐάν τε περὶ ἡλίου τὸν λόγον ποιεῖσθαι θέλῃς, ἐκτελεῖ οὗτος τὴν ὡρισμένην κίνησιν, οὐ παραιτούμενος τὸν δρόμον, ἀλλὰ ἀνάγκῃ τινὶ δουλεύων τῷ δεσπότῃ. καὶ γῆν ὁμοίως πεπηγυῖαν ὁρᾷς καὶ φέρουσαν τὸ πρόσταγμα τοῦ κεκελευκότος.

ὁμοίως δὲ καὶ τὰ ἄλλα ἀνάγκῃ δουλεύει τῷ πεποιηκότι. οὐδ᾿ ὁπότερον αὐτῶν δυνάμενον ἕτερόν τι παρὰ τὸ εἰς ὃ γέγονεν ποιεῖν. διόπερ οὐκ ἐπαινοῦμεν ταῦτα οὕτω πειθόμενα τῷ δεσπότῃ, οὐδέ τις αὐτοῖς ἀπόκειται κρείττων ἐλπίς, ὅτι τὸ προσταχθὲν ἄκοντες ἐφύλαξαν.

ἄνθρωπος δὲ τὴν ᾧ βούλεται πείθεσθαι προσέλαβεν ἐξουσίαν ἑαυτὸν δουλαγωγῶν, οὐκ ἀνάγκῃ τῆς φύσεως κρατούμενος, οὐδὲ τῆς δυνάμεως ἀφαιρούμενος· ὅπερ αὐτῷ τῶν κρειττόνων ἕνεκα κεχαρίσθαι φημί, ἵνα τι πλεῖον ὧν ἔχει προσλάβῃ παρὰ τοῦ κρείττονος, ὅπερ αὐτῷ ἐκ τῆς ὑπακοῆς προσγίνεται καὶ ὡς ὀφειλὴν ἀπαιτεῖ παρὰ τοῦ πεποιηκότος.

οὐ γὰρ ἐπὶ βλάβῃ οὕτω γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον φημί, ἕνεκα δὲ τῶν κρειττόνων. εἰ γὰρ ὡς ἕν τι γέγονεν τῶν στοιχείων ἢ τῶν ὁμοίως ἀνάγκῃ δουλευόντων θεῷ, οὐκέτι μισθὸν ἄξιον τῆς προαιρέσεως λαμβάνει, ἀλλ᾿ ὥσπερ ὄργανον ἂν ἦν τοῦ δημιουργοῦ, . . [*](1. 5. 8 vgl. De vita 2, 2. 5 — 9 vgl. I Kor. 9, 27 — 10 vgl. Orig De princ. I, 1, 5 S C D Ezn. — 10 vgl. Zachar. Mityl. PGr 85, 1133 C 1 ἐάν τε καὶ S 2 οὗτος] καὶ αὐτὸς S 3 ἀλλ᾿ D 4 πεπηγυῖαν: »verdichtet« Ezn | κ. φέρουσαν auch Ezn: κ. ἐκτελοῦσαν (»vollendend«) S 22v | τὸ πρόστ.] »das Wort« S 5 ἀνάγκῃ] »gleichbeschaffenen« Ezn | τῷ πεπ.] »den Befehlen des Schöpfers« Ezn 5 f οὐδ᾿ οὐ πότερον αὐτὸν C 6 παρὰ τὸ zuerst D, vielleicht S: παρ᾿ ὃ C D 2. Hd. | καὶ εἰς ὃ γέγονεν ἐμποιεῖν C 7 οὐκ] οὔτε C | οὕτω—ἐφύλαβαν Z. 8 kürzer Ezn 7 f ἀπόκ. αὐτοῖς C 8 ὑπόκειται D 1. Hd. | κρείττων S] τῶν ὧ C: τῷ νῷ D | προσέλαβεν γὰρ C, καὶ προσέλαβεν D 10 δουλαγωγεῖν D | καὶ οὐκ oder οὐ δὲ? S | οὐ τ. φ. ἀνάγκῃ D 10 f κρατ. . . ἀφ. anders Ezn 11 ὅπερ — κρείττονος Ζ. 12 < Ezn | αὐτῷ < D | τ. κρειττόνων] κρεῖττον ὧν C | κεχαρ.: αὐτεξούσιον εἶναι D 12 φημί < S | τι πλεῖον] πλείονα D | ὧν ἔχει < D 12 f ὅπερ αὐτῶ παρὰ τ. κρ. C 13 ἐκ τῆς — πεποιηκότος Ζ. 14: »welche ihm für die Rechtschaffenheit verliehen wurde, sondern allein aus dem Gehorsam gewinnt er den Nutzen u. vom Ungehorsam den Schaden« Ezn | ἀπαιτεῖ: ἔτι D (αἰτεῖ vermutet Bh) 14 οὕτω < C | τὸν ἄνθρ. γεγονέναι C | γεγονέναι] »geschaffen worden« S 15 τι < D | τ. στοιχ. ἢ: »von den anderen Naturen« Ezn 16 ὁμοίως] ὁμοίων D: < Ezn | δουλεύειν τῷ θ. D 17 ἂν ἦν] ἔσται ὁ ἄνθρωπως D | δημιουργοῦ] »weder für das (Bl. 23), was er gut getan, Lob, noch« + S: bis ὑπομένων S. 188, 1 »ob er ihn bald zum Bösen und bald zum Guten gebrauchte, es käme ihm weder Tadel noch Lob zu« Ezn)

188
τὴν ἐφ᾿ οἷς οὐ καλῶς ἔπραξεν ἀλόγως μέμψιν ὑπομένων· τούτων γὰρ αἴτιος ἦν ὁ χρώμενος. ἀλλ᾿ οὐδὲ τὸ κρεῖττον ἄνθρωπος ἠπίστατο, μηδὲν ἕτερον εἰδώς, ἀλλ᾿ ἐκεῖνο μόνον εἰς ὃ πέφυκεν εἶναι.

φημὶ τοιγαροῦν τὸν θεὸν οὕτω τὸν ἄνθρωπον τιμῆσαι προαιρούμενον καὶ τῶν κρειττόνων ἐπιστήμονα γίνεσθαι, τὴν ἐξουσίαν αὐτῷ τοῦ δύνασθαι ποιεῖν ἃ βούλεται δεδωκέναι, καὶ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ εἰς κρεῖττον <τρέπειν> παραινεῖν, οὐκ ἀφαιρούμενον πάλιν τὸ αὐτεξούσιον, ἀλλὰ τὸ κρεῖττον μηνύειν θέλοντα. τὸ μὲν γὰρ δύνασθαι πάρεστιν αὐτῷ, κἂν τὴν ἐντολὴν λαμβάνῃ, τὴν δὲ τοῦ δύνασθαι προαίρεσιν εἰς τὸ κρεῖττον τρέπει ὁ θεὸς παραινεῖ.

ὥσπερ γὰρ πατὴρ παιδὶ παραινεῖ, ἐξουσίαν ἔχοντι ἐκμανθάνειν τὰ μαθήματα καὶ <μὴ μανθάνειν>, μᾶλλον ἔχεσθαι τῶν μαθημάτων, ὅτι κρεῖττον τοῦτο μηνύων, οὐ τὴν τοῦ δύνασθαι τοῦ παιδὸς ἐξουσίαν ἀφαιρεῖ, κἂν μὴ ἑκὼν μανθάνειν βούληται, οὕτω μοι καὶ τὸν θεὸν οὐ δοκεῖ προτρέποντα τὸν ἄνθρωπον πείθεσθαι τοῖς προστάγμασιν ἀφαιρεῖν αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν τῆς προαιρέσεως, τοῦ δύνασθαι καὶ μὴ ὑπακούειν τοῖς προστάγμασιν.

καὶ γὰρ τὴν ἀρχὴν τὸ οὕτως παραινεῖν ὅτι μὴ ἀφεῖλεν τὴν ἐξουσίαν μηνύει. προστάττει δέ, ἵνα τῶν κρειττόνων ἂνθρωπος ἀπολαύειν δυνηθῇ· τοῦτο γὰρ ἕπεται τῷ πεισθῆναι τῷ τοῦ θεοῦ προστάγματι. ὥστε οὐχ ἵνα τὴν ἐξουσίαν ἣν ἔδωκεν ἀφέλῃ προστάττειν βούλεται, ἀλλ᾿ ἵνα κρεῖττον δωρήσηται ὡς ἀξίῳ μειζόνων τῦχειν, ἀνθ᾿ ὧν ὑπήκουσεν τῷ θεῷ καὶ τὴν τοῦ μὴ ὑπακούειν ἐξουσίαν ἔχων. . . .

[*](S C D (bis Z. 6) Ezn 1 τὴν — ὑπομένων < D 1 f τούτων γὰρ] καὶ τούτων D 2 ἦν] ἂν εἴη S | οὐδὲ] οὐ übers. S | τὸ < D 3 μηδὲν ἕτερον] μὴ τὸν αἴτιον C | εἶναι < D 4 φημὶ verbindet S mit dem Vorhergehenden | φημὶ τοιγ. τ. θ.: »Aber Gott« Ezn 5 γενέσθαι D 6 τὸ δύνασθαι C | ποιήσειν D | βούλεσθαι C | δέδωκεν D: es endet D 168, 5 7 τρέπειν (wie Z. 10 od. στρέφειν) + S Ezn | παραινεῖ C Ezn, παραινεῖν S | οὐκ — ὁ θ. παραινεῖ Z. 10 < Ezn | ἀφερόμενον C 8 μηνῦσαι C 9 κἂν] καὶ C | λαμβάνει C | τοῦ δύνασθαι < S 10 εἰς C 52 11 f μὴ μανθάνειν + S 12 τοῦτο < S (od. vjaštee aus vjaštee se) 13 οὐ τὴν — βούληται Z. 14: »da er weiß, daß er fortzuschreiten vermag, das Studium fordert, welchem er übergeben wurde« Ezn | τὴν . . ἐξουσίαν < S 15 τὸν ἄνθρωπον < S | ποστ.] πράγμασιν C 15 f αὐτοῦ ἀφαιρεῖν (23v) αὐτῷ καὶ τὴν ἐξουσίαν S 17 πράγμασιν C | καὶ γὰρ — μηνύει Z. 18 < Ezn | καὶ γὰρ τ. ἀρχὴν] <i> bo S | τὸ οὕτως S Jh: τοῦ οὕτως C | ὅτι] ὅτι γὰρ od. ὥσπερ γὰρ S 18 ἵνα — ἀλλ᾿ Ζ. 21: »daß er das Gute begehre« Ezn 19 τὸ πεισθῆναι C)
189

Denn nicht unvernünftig wollte Gott so die Gabe geben, nämlich die ewige Unverweslichkeit. Unvernünftig aber wäre sie ungerecht gegeben; sie wäre aber nicht gerecht gegeben, wenn nicht zu diesem beiden er die Macht empfangen hätte, sowohl zu gehorchen dem, was Gott befiehlt, ebenso auch, wenn er nicht will. Denn das Gerechte wird gegeben nach der Würdigkeit dessen, was jemand getan. Was wäre dann für ein Unterschied der Handlung, wenn nicht eines jeden von beiden Macht hätte der Mensch.