Anacephalaeosis [Sp.]

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1‑3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrich, 1915-1933.

ζݲ. Στωϊκοὶ σῶμα τὸ πᾶν δογματίζοντες καὶ τὸν αἰσθητὸν τοῦ- τον κόσμον θεὸν νομίζοντες, τινὲς δὲ ἐκ τῆς τοῦ πυρὸς οὐσίας τὴν φύσιν ἔχειν αὐτὸν ἀπεφήναντο.

καὶ τὸν μὲν θεὸν νοῦν ὁρίζουσι καὶ [*](1 Kol. 3, 11 vgl. Gal. 3, 28 — 5 — S. 166, 8 vgl. Diels Doxographi graeci S. 587 f u. S. 175 — 12 — 16 fast wörtlich wiederholt im Schlußabschnitt πίστεως c. 9 G U M anaceph. Chron. pasch, (bis Z. 3)) [*](1 ἐπιτιμῶν] ἐπιτεμὼν G U ἐπιστέλλων Chron. pasch. | ἔφη] ἔλεγεν Chron. pasch. 5 Πυθαγόριοι UM | εἴτουν] ἢ anaceph. | τὴν2 < anaceph. 6 δῆθεν < anaceph. | δῆθεν + <νομιζομένοις>? * | Πυθαγόρας 7 δογματίζοντες anaceph. | ἐνψύχων M | δὲ] δεῖ M 8 διώριζον anaceph. | τὰ < anaceph. | καὶ] Jahn Diels | λέγοντες anaceph. 9 ὑποκάτωθεν Μ τε] δὲ M anaceph. 10 — 11 σιωπῶν δὲ ὁ τούτων διδάσκαλος ἑαυτὸν θεὸν ὡνόμασε anaceph. 10 f ἐπὶ — ἐδίδασκε < M 12 Πλατωνικοὶ + δὲ anaceph. γεννητὸν G U anaceph. 13 vor + τὴν ψυχὴν + καὶ G | τὴν δὲ ψυχὴν anaceph. | ἀγέννητον UM anaceph. | ἀθάνατον] ἄφθαρτον G 14 αὐτὴν M | καὶ < GUM 15 πᾶσι + <δεῖν> Dind. 18 ὁμοῦ δὲ] ὁμοίως δὲ πολλοὺς + καὶ αὑτοὶ anaceph. | ἐδογμάτισε GUM 20 δὲ < 21 ἔχειν < anaceph. | αὐτῶν anaceph. | ἀπεφήναντο] ὁρίζουσι anaceph. ὁρίζουσι] δογματίζουσι anaceph.)

166
ὡς ψυχὴν παντὸς τοῦ ὄντος κύτους οὐρανοῦ καὶ γῆς· σῶμα δὲ αὐτοῦ τὸ πᾶν, ὡς ἔφην, καὶ ὀφθαλμοὺς τοὺς φωστῆρας. τὴν δὲ σάρκα πάντων ἀπόλλυσθαι καὶ τὴν ψυχὴν πάντων μεταγγίζεσθαι ἀπὸ σώματος ματος εἰς σῶμα.