Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

Μαρκίων, ἀφ᾿ οὗπερ οἱ Μαρκιωνισταί, ἐκ τούτου τοῦ προειρημένου μένου Κέρδωνος τὴν πρόφασιν εἰληφὼς καὶ αὐτὸς μέγας ὄφις προῆλθεν τῷ βίῳ, πολὺ δὲ πλῆθος ἐξαπατήσας ἔτι εἰς δεῦρο εἰς πολλοὺς [*](5 Agraphon, vgl. Resch, Agrapha2 S. 207 — 7 Joh. 5, 40 — 16 Luk. 21 (Matth. 24, 24) — 17 vgl. (Matth. 24, 24) II Kor. 11, 20 Gal. 2, 4 u. die Pastoralbriefe — 22—S. 94, 1 vgl. Irenaeus adv. haer. 127, 2; 1216 Harvey διαδεξάμενος δὲ αὐτὸν Μαρκίων ὁ Ποντικὸς ηὔξησε τὸ διδασκαλεῖον; die Anknüpfung an Cerdon außerdem adv. haer. III 4, 3; II 17 f Harvey Hippolyt refut. X 19 Tertullian adv. Marc. I 2. 22 IV 17 Ps. Tertullian adv. omn. haer. 6 Filastrius haer. 45, 1; S. 23, 18 Marx) [*](V M 3 τετυπομένα V 6f † προανεφώνει] lies wohl ἐξεφώνει * 10 συγκυρήματι] συγκρίματι M 12 βέμβικος aus etwas anderem hergestellt Vcorr | ὀ///δυνοποιῶν, 2 Buchstaben hinter ὁ ausradiert Veorr 13 πετηνῶν, η statt ει Vcorr | θίξιν M 14 ἐναργεστάτης *] ἐνεργεστάτης VM 17 <τοῦ> * 19 άσφαλισαμένου, ου aus ων Vcorr | <τε> * 20 Unterschrift κατὰ Κερδωνιανῶν 21 Überschrift κατὰ Μαρκιωνιστῶν εἰκοστὴ δευτέρα, ἡ καὶ μݲβݲ VM)

94
τρόποις προεστήσατο διδασκαλεῖον.

ἡ δὲ αἵρεσις ἔτι καὶ νῦν ἔν τε Ρώμῃ καὶ ἐν τῇ Ἰταλίᾳ, ἐν Αἰγύπτῳ τε καὶ ἐν Παλαιστίνῃ, ἐν Ἀραβίᾳ τε καὶ ἐν τῇ Συρίᾳ, ἐν Κύπρῳ τε καὶ Θηβαΐδι, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ Περσίδι καὶ ἐν ἄλλοις τόποις εὑρίσκεται. μεγάλως γὰρ ὁ πονηρὸς ἐν αὐτῷ κατίσχυσε τὴν ἀπάτην.

Οὗτος τὸ γένος Ποντικὸς ὑπῆρχεν, Ἑλενοπόντου δὲ φημι, Σινώπης δὲ πόλεως, ὡς πολὺς περὶ αὐτοῦ ᾄδεται λόγος.

τὸν δὲ πρῶτον αὐτοῦ βίον παρθενίαν δῆθεν ἤσκει· μονάζων γὰρ ὑπῆρχεν καὶ ἐπισκόπου τῆς ἡμετέρας ἁγίας καθολικῆς ἐκκλησίας. χρόνου δὲ προϊόντος προσφθείρεται παθένῳ τινὶ καὶ ἐξαπατήσας τὴν παρθένον ἀπὸ τῆς ἐλπίδος αὐτήν τε καὶ ἑαυτὸν κατέσπασε καὶ τὴν φθορὰν ἀπεργασάμενος ἐξεοῦται τῆς ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ ἰδίου πατρός.

ἡν γὰρ αὐτοῦ ὁ πατὴρ δι᾿ ὑπερβολὴν εὐλαβείας τῶν διαφανῶν καὶ σφόδρα τὰ] τῆς ἐκκλησίας ἐπιμελομένων, διαπρέπων ἐν τῇ τῆς ἐπισκοπῆς λειτουργίᾳ.

πολλὰ δὲ δῆθεν ὁ Μαρκίων καθικετεύσας καὶ αἰτήσας μετάνοιαν οὐκ εἴληφε παρὰ τοῦ ἰδίου πατρός. πόνος γὰρ εἶχε τὸν ἀξιόλογον γέροντα καὶ ἐπίσκοπον, ὅτι οὐ μόνον ἐξέπεσεν ἀλλ᾿ ὅτι καὶ αὐτῷ τὸ αἶσχος ἔφερεν.

ὡς τοίνυν οὐκ ἔτυχε παρ᾿ αὐτοῦ διὰ τῆς κολακείας ὡν ἐδέετο, μὴ φέρων τὴν ἀπὸ τῶν πολλῶν χλεύην ἀποδιδράσκει τῆς Πόλεως τῆς αὐτοῦ καὶ ἄνεισιν εἰς τὴν Ῥώμην αὐτήν, μετὰ τὸ τελευτῆσαι Ὑγῖνον τὸν ἐπίσκοπον Ρώμης οὗτος [*](6f Ποντικὸς vgl. Justin apol. I 26, 5 u. 58, 1 Irenaeus adv. haer. I 27, 2; I 216 Harvey Hippolyt refut. VII 28, 1; S. 210, 5 Wendland Tertullian de praescr. 30 adv. Marc. I 1 III 6 Ps. Tertullian adv. omn. haer. 6 Filastrius haer. 45; S. 23, IS Marx — Σινώπη sonst nur noch genannt bei dem von Epiph. abhängigen Filastrius haer. 45; S. 23, 19 Marx — 10—12 vgl. Ps. Tertullian omn. haer. 6 episcopi ftlius propter stupruni cuiusdam virginis ab ecclesiae communicatione abiectus; ein Auszug aus Epiph. bei Eznik, Wider die Sekten IV 16 S. 204, 994 Schmid dieser Marcion stammte aus der Provinz Pontus ab, als der Sohn eines Bischofs. Und nachdem er eine Jungfrau entehrt hatte, ging er flüchtig wegen seiner Ausstoßung aus der Kirche durch seinen eigenen Vater (gegen die Glaubwürdigkeit der Erzählung spricht das Schweigen Tertullians u. insbes. das sanctisimus de praescr. 30) — 21 μετὰ τὸ τελευτῆσαι Υγῖνον] ungenaue Wiedergabe von Irenaeus adv. haer. III 4, 3; II 17 Harvey Κέρδων δὲ ὁ πρὸ Μαρκίωνος καὶ αὐτὸς ἐπὶ Ὑγίνου, ὃς ἦν ἔνατος ἐπίσκοπος . . . . Marcion autem illi succedens invaluit sub Aniceto; vgl. auch haer. 41, 1, 5 — die gleiche Ungenauigkeit bei Ps. Tertullian carm. adv. Marc. III 297 sub quo (sc. Aniceto) Marcion hie veniens) [*](V M 1 διδασκαλεῖον, εῖ aus ι Vcorr 6 οὗτος + γὰρ M 6f Σινόπης 12 ἐξεοῦται, εο auf Rasur V corr 14 τὰ] * | ἐκκλησίας] ἀληθείας V)

95
δὲ ἔνατος ἠν ἀπὸ Πέτρου καὶ Παύλου τῶν ἀποστόλων), καὶ τοῖς ἔτι πρεσβύταις περιοῦσι καὶ ἀπὸ τῶν μαθητῶν τῶν ἀποστόλων ὁρμωμένοις συμβαλὼν ᾔτει συναχθῆναι καὶ οὐδεὶς αὐτῷ συγκεχώρηκε.

ζήλῳ λοιπὸν ἐπαρθείς, ὡς οὐκ ἀπείληφε τὴν προεδρίαν τε καὶ τὴν εἴσδυσιν τῆς ἐκκλησίας, ἐπινοεῖ ἑαυτῷ καὶ προσφεύγει τῇ τοῦ ἀπατεῶνος Κέρδωνος αἱρέσει.