Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

3. τῷ δὲ βουλομένῳ ἰδεῖν τὴν ἀντίθετον ἐκ πνεύματος ἁγίου περὶ τῆς τούτου αἱρέσεως ἀνατροπὴν ἰστέον ἐστὶν ἀπὸ τῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ἀποκαλύψεως, ὡς γράφων μᾷ τῶν ἐκκλησιῶν ἐκ προσώπου κυρίου τουτέστιν τῷ ἐπισκόπῳ τῷ ἐκεῖσε κατασταθέντι σὺν τῇ δυνάμει τοῦ ὰγίου άγγέλου τοῦ ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου φησίν »ἔχεις δέ τι καλόν, ὅτι μισεῖς τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν ἃ κάγὼ μισῶ«.

Προύνικον δὲ ἄλλοι τιμῶντές τινα, ὡς καὶ οὑτοι μυθωδῶς πάλιν εἰς ταύτην τὴν ὑπόνοιαν τῆς αἰσχρουργίας τὰ ἑαυτῶν πάθη [*](2 Βαρβηλὼ vgl. haer. 21, 2, 5; S. 240, 12 u. Filastrius haer. 33, 2; S. 18, 6 Marx isti Barbelo venerantur — 3 vgl. Irenaeus adv. haer. I 30, 4; I 230 Harvey (bei den Ophiten) octavum matre habentem locum — 4 u. 5 Ἰαλδαβαὼθ u. Σαβαὼθ vgl. Bousset, Hauptprobleme S. 351 ff — 6 ff vgl. Irenaeus adv. haer. I 30, 6; I 232 Harvey unde exultantem Jaldahaoth in oninibus his quae sub eo essent ’iatum et dixisse: efjo Pater et deus et super me nemo, audientem autem, matrem clamasse adversus cum: noli mentiri, Jaldahaoth; est enini super te pater omniurn primus An- ihropus et Anthropus filius Anthropi — 7 Jes. 45, 5 f — 9 — 12 vgl. über diesen Mythus zu haer. 21, 2, 5; S. 240, 10 ff — 16 f Ephes. 5, 12 — 22 Apok. 2, 6 — 24 zu Προύνικος vgl. haer. 21, 2, 4 f; S. 240, 5 ff u. haer. 37, 3, 2 f V M) [*](1 αὐτοῦ V 3 φάABBREVσκουσιν, Rasur von 4 Buchstaben V Ι ὀγδόῳ] ἑβδόμω I καὶ < M 4 φησὶν M 5 ταίτης + λέγουσι M 12 ἀνακομίζη, η auf V corr ἀνακομίζει M 13 hinter μυστήριον angeflickt οὗτος ὁ Νικόλαος V corr 15 ἀνεικάστοις, ά V corr ἀνικέστοις M 23 καὶ ἐγὼ V 24 δὲ aus τε V corr)

270
ἐπιτελοῦντές φασι· τῆς Προυνίκου τὴν δύναμιν συλλέγομεν ἀπὸ τῶν σωμάτων, διά τε τῶν ῥευστῶν, φημὶ δὲ γονῆς καὶ καταμηνίων *·

περὶ ὧν ὀλίγῳ ὕστερον, ὅταν περὶ αὐτῶν μονομερῶς λέγειν ἐπιβαλώμεθα, κατὰ λεπτότητα ὑφηγήσομαι, οὐκ εἰς τὸ χρᾶναι ἀκοὰς τῶν ἀκουόντων ἢ ἐντυγχανόντων, ἀλλ’ εἰς τὸ τοῖς συνετοῖς ἀπέχθειαν μᾶλλον ἐργάσασθαι πρὸς αὐτοὺς καὶ ἀποτροπὴν τῆς τῶν κακῶν ἐργασίας, οὐ συκοφαντῶν τοὺς ἀλιτηρίους, ἀλλὰ κατ’ ἀλήθειαν τὰ παρ' αὐτῶν γινόμενα εἰς τοὐμφανὲς θριαμβεύων.

ἕτεροι δὲ τὸν προειρημένον Ἰαλδαβαὼθ δοξάζουσι, φάσκοντες αὐτὸν εἶναι πρῶτον υἱὸν ὡς ἔφην τῆς Βαρβηλώ· καὶ διὰ τοῦτό φησιν δεῖν ἄγειν αὐτῷ τὴν τιμήν, ὅτι πολλὰ ἀπεκάλυψεν.

ὅθεν καὶ βιβλία τινὰ ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἰαλδαβαὼθ ποιητεύονται, ἐκτυποῦντες καὶ ὀνομασίας μυρίας βαρβαρικὰς ἀρχόντων, <ὥς> φασιν, καὶ ἐξουσιῶν καθ' ἕκαστον οὐρανὸν τῇ τῶν ἀνθρώπων ψυχῇ. καὶ πολλὴ ἁπλῶς ἡ διὰ τῆς πλάνης αὐτῶν γινομένη τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ἐπιβουλή.

ἄλλοι δὲ τὸν Καυλακαῦ ὡσαύτως δοξάζουσιν, ἄρχοντά τινα τοῦτον οὕτως κα- [*](3 vgl. unten haer. 20, 4, 5 ff — 8 vgl. Filastrius haer. 33, 3; S. 18, 7 Marx alit antem ex iis Jaldabaoik quendam (sc. venerantur) — 9 vgl. Irenaeus adv. haer. I 30, 5; I 230 Harvey eum gut a matre printus sit, Jaldabaoth rocari — 11 f Bücher εἰς τὸν Ἰαλδαβαὼθ auch bei den »Gnostikern« erwähnt haer. 26 — 12 ff vgl. Irenaeus adv. haer. I 24, 5 f; I 201 Harvey (bei Basilides) noutma quoque quaedam affingentes quasi anqelorum annunciant kos quidein esse in jyfwto coelo, hos autem in secundo .... igitur qui haec didicerit et angelos onines cognoverit et causas eorum, invisibilem et incoDipreliensibilem euni angelis et potestatibus universis fieri, quemadmodwn et Caulacaii fuisse — 15 f ebenso, wohl aus Epiph. schöpfend Filastrius haer. 33, 3; S. IS, 8 Marx alii autein Calacaun (ob er ἄνθρωπον statt ἄρχοντα las?); vgl. Irenaeus adv. haer. I 24, 5 f; I 201 f Harvey quemadmodum et nnoidus nomen esse, in quo dicunt descendisse et ascendisse ScUvaioreni, esse Caidacau .... quemadmodum (sc. unsichtbar ür die Archonten) et Caulacau fuisse Hippolyt refut. V S, 4; S. 89, 20 Wendland οὑτοὶ εἰσιν οἱ τρεῖς ὑπέρογκοι λόγοι Καυλακαῦ Σαυλασοῦ Ζεησάρ, Καυλακαῦ τοῦ ἄνω τοῦ Ἀδάμαντος, Σαυλασαῦ τοῦ κάτω θνητοῦ, Ζεησὰρ τοῦ ἐπὶ τὰ ἄνω ῥεύσαντος Ἰορδάνου V M) [*](2 καταμηνιαίων M Ι * etwa <δοκοῦσι συλλέγειν<* * 4 ὑφηγήσοABBREVμαι, ο ω V corr 4 f ἐνακουόντων V 6 ἀποτροπῆς M 7 κατὰ M 8 τὸ ἐμφανὲς M τῶν προειρημένων V 9 δοξάσουσιν V 10 ἀναγαγεῖν M Ι αυτῆ M 13 <ὡς> * Ι φησιν V 16 καυλαυκαὺκ)

271
λοῦντες, φαυτασιάζειν φιλοτιμούμενοι τοὺς ἀπείρους διὰ τῆς τῶν ὀνομάτων ἐκπλήξεως καὶ ἐπιπλάστου τῆς τοῦ ὀνόματος βαρβαρωνυμίας. τοῖς δὲ ἐμπείροις καὶ ἐκ θεοῦ λαβοῦσι περὶ ἐκάστης ὀνομασίας καὶ ὑποθέσεως τῆς ἀληθινῆς τοῦ θεοῦ γνώσεως χάριν πῶς οὐκ εὐθυέλεγκτα τοῦ μύθου αὐτῶν καὶ πλάνης τὰ διδάγματα εχέγγυα;