Iatrica
Anonymus Londinensis
Anonymi Londinensis ex Aristotelis Iatricis Menoniis et aliis medicis eclogae (Supplementum Aristotelicum, Volume 3). Diels, Hermann, editor. Berlin: Reimer, 1893.
- καὶ γὰρ νοσήματα εἴρηται [αποτου] ἀπὸ
- ἐννενεοσσευκέναι περὶ τὰ σώματα, ᾗ καὶ
- διοίσει τὸ τεταγμένον πάθος τοῦ νοσήματο(ς),
- καθὸ τὸ μ(ὲν) πάθος κατ’ ὀλίγον τὴν λύσιν
- λαμβάνει, τὸ δὲ νόσημα κατ’ ἐλάχιστον. [*](II 43 K 45 an orovxat? cf. Andronic. de aff. p. 12,6 Kreuttner 46 χαρά excludit P)[*](ΙΙΙ 13 K)
- τὸ μ(ὲν) γ(ὰρ) ὀλίγον ἐκ πολλῶν ἐλαχίστων
- συνέστηκεν· * τὸ δὲ ἐλάχιστον μέρος
- οὐκ ἔχει, [ὥ]στε νόσημα [οὐ
- ἀρρώστημα δὲ τὸ σὺν τῶι κ(ατα)σκευὴν ἔχειν
- περὶ τὰ σώματα ἔτι καὶ παρειρῆσθαι τὴν
- ῥῶσιν τ(ῶν) σωμάτ(ων)· ἀπὸ τούτου γὰρ καὶ εἴρηται
- ἀρρώστημα. * * διαφέρει δὲ νόσημα
- νόσου καὶ ἀρρώστημα ἀρρωστίας. * νόσημα
- μ(ὲν) γ(άρ) (ἐστιν) ἔμμονος κατασκευὴ πρεὶ
- τι τοῦ σώματος χρπνους ὑποληπτοὺς
- τῆς λύσεως ἔχουσα. * νόσος δὲ ἔμμνος
- κατασκευὴ περὶ ὅλον τὸ σῶμα τῆς λύσεω(ς)
- ὑποληπτοὺς ἔχουσα χρόνους. * λέγεταί
- τε νόσος διχῶς, κοινῶς τε καὶ ἰδίως·
- κοινῶς μ(ὲν) πᾶν παρὰ φύσιν πάθος,
5
[*](III)