Περὶ παρωνύμων
Aelius Herodianus
Aelius Herodianus, Περὶ παρωνύμων, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868
Τα εἰϲ δηϲ πατρωνυμικὰ ἢ τῷ ῑ παραλήγεται μόνῳ ἢ καὶ ἐν διφθόγγῳ ἢ τῷ α. εἰ μὲν οὖν ἀπὸ τῶν εἰϲ οϲ γενικῶν γένηται ἡ πατρωνυμία, [*](1.1 cf. περὶ παθῶν E. M. 747,25. l. 3 cf. Lob. Rhem.265. l 11 χόλοϲ — ποθή addidit cod. V. l. 13 Theogn. 112, 8. l. 34 An. Ox. I 346 —347. An. Paris. III 300. ct. E. M. 210, 1 (simili E. M 109, 6 cod. V.), E. Gud. 465. Verba. ἢ ἀπὸ τοῦ Δεύκαλοϲ Ὕλλοϲ Ὑλλίδηϲ addita sunt ex E. M. 109, 7. Verba τὸ δὲ Δημάδηϲ ex Herod. in An. Ox. IV 336, 10 cf. Cathol., Orthogr. et Patholog.)
Ὁμοίωϲ δὲ καὶ ἀπὸ τῆϲ εἰϲ ουϲ γενικῆϲ διὰ τοῦ ειδηϲ γίνεται ἡ παραγωγὴ οον Ἡρακλῆϲ Ἡρακλεῖδηϲ Ἡρακλείδηϲ καὶ ἀπὸ τῶν εἰϲ ευϲ εὐθειῶν διὰ τοῦ ειδηϲ οἷον Πηλεύϲ Πηλεΐδηϲ Πηλείδηϲ. ἐν τούτοιϲ γὰρ γίνεται ἡ ϲυναίρεϲιϲ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον, ἐπείπερ ἀνεφάνη τὸ ε ἐν τῇ γενικῇ τῶν πρωτοτύπων.
Εὲ ἀπὸ τῶν εἰϲ οϲ εὐθειῶν ἐϲτιν, εἰ μὲν καθαρῶν ὄντων, διὰ τοῦ α ἐκφέρεται, Ἥλιοϲ Ἡλιάδηϲ, Θέϲπιοϲ Θεϲπιάδηϲ. τὸ Πάνθοοϲ Πανθοΐδηϲ καὶ Πανθοίδηϲ ἡμάρτηται. εἰ δὲ μὴ καθαρῶν, διὰ τοῦ ι, Ὕλλοϲ Ὑλλίδηϲ, Κόδροϲ Κοδρίδηϲ.
Εἰ δὲ ἀπὸ τῶν εἰϲ αϲ ἢ εἰϲ ηϲ, ὧν ἡ γενικὴ εἰϲ ου, διὰ τοῦ αδηϲ ποιεῖ τὸ πατρωνυμικόν, Βορέαϲ Βορέου Βορεάδηϲ, Ἱππότηϲ Ἱππότου Ἱπποτάδηϲ. τὸ δὲ Δημάδηϲ ἐκ τοῦ Δημεάδηϲ ἐϲτίν.
Τὰ εἰϲ ων πατρωνυμικὰ τὴν παραλήγουϲαν τὴν αὐτὴν ἔχει τοῖϲ εἰϲ δηϲ πατρωνυμικοῖϲ οἷον Πριαμίδηϲ Πριαμίων, Κρονίδηϲ Κρονίων, Ἀτρείδηϲ Ἀτρείων, Πηλείδηϲ Πηλείων, Ἡρακλείδηϲ Ἡρακλείων, Χαρικλείδηϲ Χαρικλείων οὗτοϲ δὲ ὁ εἰϲ ων τύποϲ Ἰωνικό.
Τὰ διὰ τοῦ αδιοϲ Αἰολικά. εὔθετοϲ δὲ ὁ διὰ τοῦ αδιοϲ τύποϲ Αἰολεῦϲι καὶ πρὸϲ τόνον καὶ πρὸϲ χρόνον καὶ γὰρ πρὸϲ τῷ ϲυϲτέλλεϲθαι καὶ προπαροξύνεϲθαι, ὅπερ ἐκεῖνοι φιλοῦϲιν. Ὑρράδιοϲ δέ ἐϲτιν ὁ τοῦ Ὕρρα παῖϲ. Ὕρραϲ δὲ Μιτυληναίων τύραννοϲ, οὗ υἱὸϲ Πιττακὸϲ εἷϲ τῶν ἑπτὰ φιλοϲόφων. Περιϲτεριδεύϲ ὁ υἱὸϲ τῆϲ περιϲτερᾶϲ.
Περὶ ὑποκοριϲτικῶν.Νενόηται τὸ ὑποκοριϲτικὸν ἢ διὰ παιδιὰν ἢ διὰ κολακείαν ἢ διὰ τὸ πρέπον ὡϲ παῤ Ἀλκμᾶνι εὕρομεν τὰϲ παρθένουϲ ὑποκοριϲτικοῖϲ [*](1. 22 Theogn. 27, 20 et 46, 26. l. 25 verba οὗτοϲ sqq. ex Bekk. Anecd. 850, 15. An. Ox. IV 326, 27 1. 26 Ah. Ox. l. c. et Bekk. An. l. c. l. 31 An. Ox. IV 328, 32. cf. Schol. Aristoph. Acharn. 866 Χαιριδεῖϲ βομβαύλιοι: τὰ τοῦ Χαίριδοϲ πεπαιδευμένοι ἢ μελετῶντεϲ. — Ἀττικὴ δὲ ἡ ϲυνήθεια τὸ οὕτω λέγειν ἀπὸ τοῦ Χαίριδοϲ Χαιριδεῖϲ καὶ ἀπὸ τῆϲ περιϲτερᾶϲ περιϲτεριδεῖϲ. Eustath 753, 58 ὥϲπερ χηνιδεῖϲ λέγονται καὶ περδικιδεῖϲ καὶ κορωνιδεῖϲ καὶ ἱερακιδεῖϲ καί περιϲτεριδεῖϲ οἱ χηνῶν καὶ περδίκων καὶ τῶν ἑξῆϲ γόνοι, οὕτω καὶ χελιδονιδεῖϲ οἱ τῶν χελιδόνων. De femin. fr. 2. l. 33 Anecd. Ox. IV 329, 9 et Schol. ad Dionys. 857, 20)
Τύπουϲ δὲ ἔχει ἡ φωνὴ τῶν ὑποκοριϲτικῶν διαφόρουϲ.
Ἔϲτι γὰρ ὑποκοριϲτικὰ εἰϲ ων οἷον Βακχυλίδηϲ Βάκχων, Ϲιμωνίδηϲ Ϲίμων, Ϲικελίδηϲ Ϲίκων, Λακεδαιμόνιοϲ Λάκων, Μιτυληναῖοϲ Μίτων, πίθηκοϲ πίθων, δραπέτηϲ δράπων, Κάλλων.
Καὶ εἰϲ εων ὀξύτονα λυμεών, ἀπατεών.
Καὶ εἰϲ ιων βαρύτονα Ἡφαιϲτίων, Ξενίων, Μοϲχίων, Ἠμαθίων, Μελανίων, Πορφυρίων, Τυραννίων. οὕτω καὶ Ἠετίων ὁ ἥρωϲ ὁ πατὴρ Ἀνδρομάχηϲ· παρὰ τὸ ἀετόϲ Ἀετίων καὶ Ἰωνικῶϲ Ἠετίων, Ἁρπαλίων ὄνομα κύριον παῤ Ὁμήρῳ· παρὰ τὸ ἁρπάζω ἅρπαλοϲ ὡϲ ἵξω ἴξαλοϲ καὶ ὡϲ Ἥφαιϲτοϲ Ἡφαιϲτίων, οὕτωϲ Ἅρπαλοϲ Ἁρπαλίων. Γοργυθίων παρὰ τὸ γοργόϲ Γόργυθοϲ καὶ Γοργυθίων.
Ἔϲτι δὲ καὶ εἰϲ αϲ ὑποκοριϲτικὰ περιϲπώμενα, Θευδᾶϲ ὁ Θεόδωροϲ, Μητρᾶϲ ὁ Μητρόδωροϲ, Ζηνᾶϲ, Πυθᾶϲ.
Καὶ εἰϲ ιϲ βαρύτονα ὡϲ Παρθένιοϲ Πάρθιϲ, Χαλδαῖοϲ Χάλδιϲ, λάϲταυροϲ λάϲτριϲ, Ἀμφιάραοϲ Ἄμφιϲ, ἀϲτράγαλοϲ ἄϲτριϲ καὶ Ἰφιάναϲϲα ἰφιϲ.
Ἔτι καὶ εἰϲ ιϲκοϲ παροξύτονα ὡϲ γραμματίϲκοϲ ὁ γραμματεύϲ καὶ πυργίϲκοϲ ὁ πύργοϲ, ϲατυρίϲκοϲ, νεανίϲκοϲ, παιδίϲκοϲ.
Καὶ εἰϲ υλλοϲ Ἡρακλῆϲ Ἥρυλλοϲ, Θραϲυκλῆϲ Θράϲυλλοϲ, Βαθυκλῆϲ Βάθυλλοϲ ὄνομα κύριον ὁ ἐρώμενοϲ Ἀνακρέοντοϲ, Ἀριϲτοκλῆϲ Ἀρίϲτυλλοϲ.
Καὶ εἰϲ ινοϲ προπεριϲπώμενα οἷον Φιλῖνοϲ.
Ἕϲτι καὶ εἰϲ υϲ περιϲπώμενα, |ἃ ἔχει ὑποκοριϲτικὴν ἔννοιαν οἷον ἀπφῦϲ, ὅπερ δοκεῖ παρὰ τὸ ἀπφάϲ παρωνομάϲθαι. ἔϲτι δὲ καὶ Διονῦϲ παρὰ τοῖϲ κωμικοῖϲ ἐπὶ τοῦ ἐκλύτου ταϲϲόμενον, παρηγμένον ἀπὸ τοῦ Διονύϲου.
Τῶν δὲ θηλυκῶν τύποι τρεῖϲ ὁ εἰϲ ω Ὑψιπύλη Ὑψώ, Εἰδόθεα Είδώ, κερδαλέα κερδώ ἡ ἀλώπηξ, Τιτανίϲ Τιτώ.
Καὶ ὁ εἰϲ ιϲ θεραπαινίϲ, ἑταιρίϲ, λυρίϲ, φωνίϲ, βλεφαρίϲ, κιϲτίϲ, φυλλίϲ παρὰ τὸ φύλλον ὀξύνεται δέ. τὸ δὲ Ἶφιϲ ἡ Ἰφιάναϲϲα καὶ ὄλπιϲ ἡ ὄλπη βαρύνεται.
[*](1. 7 Choer. Dict. 285, 11 et 289, 10. πίθηκοϲ πίθων Arc. 11, 24, δράπων Choer. Diet. 78, 21. Κάλλων ex Mon. 12, 8. l. 10 Theogn. 28, 27. l. 11 Theogn. 27, 25. Arcad. 17, 25, E, M. 420, 52; 148, 3; 238, 48. l. 17 Arc. 21, 7, E. M 448, 30 cf. Schol. ad Dionys. 857, 1. l. E. M. 159, 28; 654, 12; 93, 50. l. 22 Schol. ad D Dionys. l. c. collato Arcadio p. 52, 13. l. 24 Herod. in E. M. 142, 56. l. 27 Arcad. 65, 20 collato E. M. 793, 45 5 v. Lob. Proll. p. 210. l. 28 Mon. 31, 8 cf. Schol. ad Dionys. l c. l. 32 Schol. ad Dionys. l. c. E. M 263 48; 505, 34; Choer. Orth. 263, 30, E. M. 760, 52. l. 34 Arc. 29, 3; 30, 18 34, 7 35, 15; φυλλίϲ Herod. in E. M. 802, 40, de Ἶφιϲ cf. supra, de ὄλπιϲ Arc. 33,10.)Καὶ ὁ εἰϲ ιϲκη λεκανίϲκη ἡ λεκάνη, παιδίϲκη ἡ παῖϲ.