GetPassage urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg014.1st1K-grc1:23.71-23.870 urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg014.1st1K-grc1:23.71-23.870

71 Πῶϲ ὁ μὲν Πάτροκλοϲ λέγει· θάπτε με ὅττι τάχιϲτα, θάπτε με. πύλαϲ Ἀίδαο περήϲω, εἰπὼν δὲ καὶ τὴν αἰτίαν προϲτίθηϲι δι’ ἣν 1 καὶ ἐντὸϲ παραγωγῆ L 2 τοϲοῦτον L Ἀνδρομάχη δὲ ἀπρ. εἰϲπεϲοῦϲα εἰκό- τωϲ τοῦτο πάϲχει L 7 καὶ ταῦτ’ ἀποπνεύϲαϲ’ ἐνεργεῖ L 10 ἀνέϲαν τε BL 11 ὀλεϲε L 12 φθεγκόμενοϲ L 13 οὕτωϲ κτλ. L om. ἐκάππυϲϲε B⟩ 14 ἐκάππυϲϲε B⟩ 20 ἐπὶ τοῖϲ πάθεϲι πάθοϲ κινεῖν B⟩ rectum Vict. suppeditat (v. infr. ad lin. 18) 21 λέγει ὅτι θάπτε με τάχιϲτα L 7 sqq. Frustulum habet Vict. (f. 417b): καὶ πῶς ἀποψύξασα ἐνεργεῖ ἔστι δὲ — ἐντὸϲ δυσὶ περικοπαῖς ἐκφέρειν ταῦτα. — Ceterum conferendum, Aristarchea chum monuisse, v. 468 melius quum h. l. post v. 476 legi, neque tamen a. librorum auctoritate discessisse (cf. Lehrs, Ar. p. 359. 60). 16 sqq. Scholium, quod Eunt., p. 1281, 21 sqq., exscripsit, Pio grammatico Hiller (Phil. XXVIII, p. 111) tribuit, qua de re cf. Prolegg. III, 4. — Casas ἀθετήσεως melius Ariston. v. 487 attulit. 18 sqq. Postrema scholii verba Vict. ita exhibet: ἀλλὰ σύνηθες γυναιξὶ φλυαρεῖν ἐντὸϲ τοῖς πάθεσι καὶ μάλιστα ἐπὶ τοῖς παισὶ πάθος κινεῖν. 21 sqq. † H ω 187 σώματ ἀκηδέα κεῖται] καὶ πῶς μίγνυνται τοῖς νεκροῖς, τοῦ Πατρόκλου λέγοντος ἐντὸϲ Ἰλιάδι· οὐδέ μέ πω μίσγεσθαι ὑπὲρ τοταμοῖο ἐῶσιν; ἔστιν οὖν ταῦτα μὲν ἀληθῆ, ἐκεῖνα δὲ ψευδῆ, Ἀχιλλέως οὕτω φαντασθέντος. — Scholium Victor. (f. 422b): πύλας Ἅιδου· τὸν Ἀχέροντα· ἐκεῖ γάρ εἰσιν αἱ τῶν κολαζομένων ψυχαί, οὗ τοὺς περὶ Τιτυὸν εἶδεν Ὀδυσβούλεται ταφῆναι (τῆλέ με εἴργουϲι ψυχαὶ εἴδωλα καμόντων), ἐντὸϲ δὲ τῇ Ὀδυϲϲείᾳ, ἀποθανόντων τῶν μνηϲτήρων πρὶν ταφῆναι, φηϲὶν Ἑρμῆϲ δὲ ψυχὰϲ Κυλλήνιοϲ ἐξεκαλεῖτοἀνδρ ῶν μνηϲτήρων (ω l. 2), εἶτα ἄγει λαβὼν αὐτὰϲ εὐθὺϲ εἰϲ Ἅιδου, κἀκεῖ τοῖϲ περὶ τὸν Ἀλαμέμνονα ἐντυγχάνουϲιν εἰ γὰρ οἱ ἄταφοι τοῖϲ ἄλλοιϲ οὐ μίγνυνται νεκροῖϲ, ἐνταῦθα δὲ πληϲιάϹουϲιν, μὴ ἐναντίωμα ᾖ. λύεται δὲ τοῦτο ἐκ τοῦ προϲώπου· τὰ μὲν γὰρ περὶ τοὺϲ μνηϲτῆραϲ ὁ ποιητὴϲ ἀπεφήναιο, καὶ τὸ ἀληθὲϲ οὕτωϲ ἔχει· τὰ δὲ ἕτερα φανταϲθῆναί φηϲι τὸν Ἀχιλλέα, εἴτε ἀληθῶϲ ἐπιϲτάντοϲ αὐτῷ εἴτε καὶ ἄλλωϲ τοῦτο νομίϲαντα.

170. Quae ab Eustathio, p. 1294, 14, Porphyriana afferuntur e libro de Antro Nympharum, cap. 18, petita sunt.

259. Scholium quod h. l. in codd. B⟩ L legitur, de quo pauca ad p. 5, 5 sqq. attuli, re diligentius pensitata non h. l. sed Ω 221 edendum esse videtur.

269. διὰ τί Ἀχιλλεὺϲ ἐντὸϲ τῷ τετάρτῳ ἀγῶνι πλεῖϲτον ἀποδίδωϲιν.L f. 476b, Π. ἆθλον· τὰ γὰρ δύο τάλαντα τοῦ χρυϲοῦ πλεῖον ἵππου καὶ γυναικὸϲ. ὅτι δὲ οὐϲ ὀλίγον ἦν, ϲῆμα ὅτι ἐντὸϲ Λιταῖϲ προτίθηϲι δέκα τάλαντα 7 μὴ in cod. B⟩ supra lin. manus recentior addidit, ἐναντιώμενον, om. μὴ, L 9 φαντάζεϲθαι L 10 ἐπιϲτάντα B⟩ αὐτὸν L νομίϲαντοϲ L 18 de lacunam cuna v. infra ad v. 16 sqq. σεύς. ὁμοίως καὶ Ὅμηρος ἐκεῖνο Ἅιδην καλεῖ. ἴσως δὲ πρὸς τὸ πεῖσαι φαντάζει· πῶς γὰρ ἄτφοι μνηστῆρες διαβαίνουσιν quod et cum schol *BL. et cum Porphyrii libri περὶ Στυγός firagmento a Stobaeo (ecl. phys. I. 41, 53) servato similitudinem quandam habet, dubitari potest, utrum e Quaestione, quae nunc quidem exstat, aliunde additis nonnullis, excerptum sit, an res servaverit ab ipso Porphyrio allatas, quas alterum scholium abiecerit. Minore etiam veri cum specie huc referri potest solutio miro illo scholio, quo rationes ἀθετήσεως versuum ω 1—204 refutantur (M V ω 1, de quo optime Eust. ω, p. 1957, 18), inter plurimas allata: ἴσως διά τι καθάρσιον (ἄταφοι κατίασιν), ἢ διὰ τὴν Ἑρμοῦ πρόνοιαν κηδομένου τοῦ Ὀδυσσέως διὰ τὴν συγγένειαν (II, p. 725 3 Dind.). 16 sqq. † B⟩ f. 308b ad χρυσοῖο 269: πῶς τῷ τετάρτῳ πάντω μεῖζον δίδωσι φησὶν οὖν ὁ Ἀριστοτέλης μὴ εἶναι τὸ τάλαντον ὡρισμένον ποσόν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἥσσονος καὶ μείζονος λαμβάνεσθαι· νῦν μὲν γὰρ ὡ ἧττον ἵππου λαμβάνεται, ἐντὸϲ δὲ ταῖς Λιταῖς ὡς μεῖζον. εἶχε δὲ ποτὲ μὲ ἑκατὸν δραχμὰς κτλ., quae alinde illata sunt. Eadem fere Vict. (f. 425b), nisi quod post ἐντὸϲ δὲ ταῖς Λιταῖς ὡς μέγιστον verba inserit: καὶ ἀλκίνου φησί· φᾶρς ἐυπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα καὶ χρυσοῖς ταλαντον ἐνείκατε (θ 392), αὐτὸς δὲ ὡς μεῖςον δώσων· τόδ ἄλεισον ἐνὸν περικαλλὲς ὀπάσσω (θ 430). νῦν δὲ κελ. Ε quibus, ut ex Eust., p. 1299, 48 sqq., qui eodem fonte usus esse videtur, quae in scholio Leid. lin. 18 exciderunt suppleri possunt. Cum Aristotele Aristar-  chus congruit, Ariston. Ψ 269: ὅτι οὐκ ἴσον τῷ καθ᾿ ἡμᾶς ταλάντῳ καὶ παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ἦν· ὡς γὰρ ἧσσον τοῦ τρίποδος καὶ τοῦ ἵππου καὶ τοῦ λέβητος τόιεταο . . . (ead. ap. Suid. v. τάλαντον). Praeter L hinc etiam *B f. 23b ad ἀτάλαντον Β 169, L f. 30a ibid. (L1), *B f. 175a ad ἀτάλαντοϲ Ν 295 (B1), L f. 279a ibid., Π, (L2).χρυϲοῦ πρὸϲ πολλῇ προικί (Ι 122). λύων οὖν ὁ Ἀριϲτοτέληϲ τὸ τάλαντον οὔτε ἴϲον φηϲὶ τότε καὶ νῦν εἶναι οὔτε ἀφωριϲμένῳ χρῆϲθαι ϲταθμῷ, ἀλλὰ μέτρον τι μόνον εἶναι, ὡϲ καὶ φιάλη ϲχῆμά τι ἀφωριϲμένον οὐκ ἔχον ϲταθμόν, μέτρον δέ τι. καὶ τὸ τάλαντον δὲ μέτρον τί ἐϲτι, πόϲον δὲ οὐκέτι ἀφωριϲμένον· διὸ καὶ τὸ ἀντικείμενον αὐτοῖϲ ὑπερφίαλον καὶ ἀτάλαντον. ὥϲπερ γὰρ τὸ ὑπερφίαλον τὸ πολὺ ϲημαίνει καὶ ἄμετρον, ὡϲ τῆϲ φιάληϲ ἐμμέτρου οὔϲηϲ (ὑπερφίαλοϲ γὰρ ὁ ὑπερβάλλων τῇ ἀμετρίᾳ τὸ μέτρον τῆϲ φιάληϲ), οὕτω καὶ ἀτάλαντοϲ ὁ ἐξῃρημένοϲ τοῦ μέτρου τοῦ κατὰ τὸ τάλαντον. ὁ δὲ ἐκ τῶν ἀνίϲων (ἐκβεβηκὼϲ ἴϲοϲ ἂν εἴη. ὁ γὰρ οὐκ ἄνιϲοϲ, οὗτοϲ καὶ ἀτάλαντοϲ, ὁ τὸ ἄνιϲον τῶν ταλάντων μὴ ἔχων. διὸ καὶ ἴϲοϲ. ὃ γὰρ ἐντὸϲ ἄλλοιϲ ἔφη ἶϲοϲ Ἐνυαλίῳ (Χ 132), τοῦτο δεδήλωκεν ἐντὸϲ τῷ ἀτάλαντοϲ Ἄρηι (e. c. B⟩ 627).

1 λύων ὁ Ἀριϲτ. (in marg. inter. adscripto Ἀριϲτοτελ) inc. B, λύων Ἀριϲτ. L1; ab ὁ Ἀριϲτ. inc. B1L2 1. 2 τὸ ἀτάλαντοϲ L2 3 ὡϲ om. L φιάλην L1 3. 4 ϲχῆμά τι μέτρον δέ τι sec. Val. Rosei coniecturam (Ar. ps, p. 155) edidi codd. οὐκ ante ἔχον om. et μέτρον δὲ οὐκέτι pro μ. δὲ τι habent; delevit haec verba inde a ϲχῆμά τι Thurot, rev. crit. 1870, p. 152 4 δὲ ante μέτρον om. L2 5 ποϲὸν BLL1 6 ὑπερφίαλοϲ B1L2 καὶ ἀτάλαντοϲ B1LL2 τὸ ὑπερφίαλοϲ B1LL2 7 ὡϲ — οὔϲηϲ sec. edidi; ὡϲ τῆϲ φ. ἀμέτρου οὔϲηϲ BB1L, ὡϲ τῆϲ φ. καὶ ἀμέτρου οὔϲηϲ ἐκτὸϲ L1; μέτρου pro ἀμέτρου coni. Thurot. l. c. δὲ pro γὰρ L2 8 τὸ μέτρον τῆϲ φιλίαϲ B1L2 8. 9 οὕτω καὶ ἀτάλαντον ὁ τὸ ἄνιϲον κτλ. lin. 11 L1 9 τοῦ κατὰ τὸ τάλαντον μέτρου B1L2 10 ὁ γὰρ οὐ (?) οὐκ ἄνιϲοϲ L ὁ ante τὸ om. L 12 L1 addit nonnulla a Porphyrio aliena1 sqq. † Eust. Ι, p. 740, 18: ἰστέον δὲ ὅτι ἀόριστον, ὡς καὶ ἐντὸϲ ἄλλοις ἐρρέθη, τὸ τάλαντον παρὰ τοῖς παλαιοῖς, καθὰ καὶ Πορφύριος καὶ ἄλλοι. ἀπέδειξαν. Simil. id. Β, p. 196, 33 sqq et Ψ, p. 1299, 53. Cf. *B f. 74b ad ἀτάλαντον Ε 576 (id. Lp f. 113a ibid., aliis scholiis in ima columna postea, ut videtur, additum, c. l. ἀτάλαντον Ἄρηα, cum text. cod. Lp ἀτάλαντον Ἄρηι habeat): τὸ τάλαντον ⟨om. haec verba Lp⟩ ὁ μὲν Ἀριστοτέλης ἄλλως ἐξηγεῖται, καὶ εὑρήσεις τοῦτο ἔμπροσθεν ἐντὸϲ τῷ Ν εἰς τὸν οὕτως ἔχοντα στίχον· ὣς φάτο· Μηριόνης 〈μυριόνης Lp〉 δὲ θοῷ 〈θεῷ Lp〉 ἀτάλαντος τος Ἄρηι . . . Quibus verbis in codice archetypo, unde et B⟩ et Lips. pendent. legentes ad scholium versu Ν 295 adscribendum revocabantur; neque enim haec verba cum Roseo, Ar. ps. p. 155, Diogeniani lexico tribui possunt, nam ea quoque quae in scholio proxime sequuntur e Diodoro (v. Hultsch, scrpt. metrol. rel. I, p. 156), neque, ut postrema, e Diogeniano flnxerunt. Talentum Homeri tempori- bus longe minoris quam postea pretii fuisse, ipso hoc versu (Ψ 269) commemorato Poll IX, 55 attulit.6 sqq. Simil. Et M. 780, 10: . . . ἢ ὑπερβάλλων τῇ ἀμετρίᾳ ὡς τῆς φιάλης ἀμέτρου οὔσης . . . , † Epimer. ap. Cramer. An. Oxon. I, p. 421, 1: ὑπερφίαλον λέγουσι τὸ πολὺ καὶ ἄμετρον, ὡς τῆς φιάλης ἀμέτρου οὔσης, ἐξ οὗ καὶ ὑπερφίαλος λέγεται ὁ ὑπερβάλλων τῇ ἀμετρίᾳ τὸ μέτρον τῆς φιάλης, quibus eadem quam codd. lin. 7 exhibent corruptela (ἀμέτρου) subest.9 sqq. Aliter, sed iisdem exemplis allatis, verbi ἀτάλαντος notionem Porph. Θ 233 explicavit, ubi v. quae (p. 122, 11) attulimus, quibus addendus Eust. Ψ, p. 1299, 53: ὅθεν ἀτάλαντος κατὰ Πορφύριον ὁ ἀπεοικκὼς τῷ ταλάντῳ καὶ μὴ ταλάντου ἀνισότητα ἔχων, ἀλλὰ ἶσος.

296 sqq. ἀπεϲέμνυνε τὴν ἵππον οὕτωϲ αὐτὴν εὐγενίϲαϲ ὥϲτε καὶB⟩ f. 309a. L f. 475b. δῶρον ἀϲτρατείαϲ δοθῆναι. κρείττονα κρεῖττον L δὲ ἡγήϲατο πολεμικὴν κὴν ἵππον ὑπὲρ ἀπὸλεμον ἄνθρωπον Ἀγαμέμνων.

422. οὐ δεῖ δυϲχεραίνειν, εἰ τῶν νῦν παιδευτῶν τοὺϲ πολλοϲ*B f. 312a ad ἁματροχιάϲ. L f. 479a, Π. Vat. ζητ. δ᾿ λανθάνει τινὰ τῶν Ὁμηρικῶν, ὅπου καὶ τὸν δοκοντα εἶναι ἀκριβέϲτα τὸν καὶ πολυγράμματον Καλλίμαχον ἔλαθεν ἡ διαφορὰ τῆϲ ἁρματροχίαϲ. ἣν ἔχει πρὸϲ τὴν χωρὶϲ τοῦ ρ λεγομένην ἀματροχίαν. ἔϲτι δὲ ἁματροχία τὸ ἅμα τρέχειν καὶ μὴ ἀπολείπεϲθαι, οἷον ὁμοδρομία τιϲ οὖϲα· τρόχουϲ γὰρ τοὺϲ δρόμουϲ ἔλεγον, ἁρματροχία δὲ τῶν τροχῶν τὸ ἴχνοϲ. ἄμφω δὲ παῤ Ὁμήρῳ κεῖται, τὰϲ δυνάμειϲ αὐτοῦ τοῦ ποιητοῦ ἐξηγηϲαμένου. ὅτι γὰρ τὸ ἅμα τρέχειν δηλοῖ ἡ ἁματροχία, παρίϲτηϲιν ἐπὶ τοῦ Μενελάου λέγων τῇ ῥ᾿ εἶχε Μενέλαοϲ ἁματροχίαϲ ἀλεείνων (Ψ 422)· ὑπελείπετο γὰρ διὰ τὸν ῥωχμὸν τῆϲ γῆϲ καὶ τὴν ῥῆξιν τὴν ϲυνέμπτωϲιν ϲιν τοῦ δρόμου φυλαττόμενοϲ. τοῦτο γὰρ μεταλαβὼν ἐντὸϲ ἄλλοιϲ ἐξηγήϲατο ηγήϲατο εἰπὼν αἰὲν ὁμοϲτιχάει (Ο 635). καὶ ἐπὶ τοῦ Εὐμαίου δὲ ἐχομένου τῆϲ τροφοῦ καὶ ϲυμβαδίζοντοϲ μετὰ δρόμου αὐτῇ φηϲι (ο 455. 51)· (B et L) 4 L in lemm. τῆ ῥ’ εἶχε Μενέλαοϲ ἁματροχιὰϲ ἀλεείνων εὐπαιδεύτων παιδεύτων Cobet, Mnem. Χ, p. 400, probante Schneidero, Call. II, p. 402 6 καλλίμαχ (αχ in ras.) B⟩ ἁρματροχιᾶϲ L 9 τρόχων B⟩ 10. 11 ἐξηγηϲάμενοϲ L 11 ἡ om. L 13 ῥοχμὸν (ῥ e λ facto) L 15 ὀμοϲτοιχάει L 16 μετὰ δρόμου propter βάδην (p. 264, lin. 3) delet Kammer, p. 112 αὐτὴ B⟩ (Vat.) 4 εἰ τοὺϲ πολλοὺϲ τῶν νῦν παιδευτῶν 5, 6 ἀκριβέϲτατον καὶ πολυπ΄ . . .ϲτατον 7 ἁμ. τροχίαν V1, ἁματροχ in marg. V2 9 τρόχ . . γὰρ V1, τρόχουϲ V2 in marg. 10 αὐτῶν 11 ἡ om. ἁματροχίαν V1, ἁματροχία V2 12 ἁματροχίαϲ ex ἁματροχίαν mut V2 13 καὶ τὴν ῥῆξιν om. 14 φυλαϲϲόμενοϲ τοῦτο δὲ μεταλ. 15 εἰπὼν om. ὁμοϲτιχέει ex ὁμοϲτιχόει mut. V 16 ἐχομένου ἤδη τροφῆϲ V1, τῆϲ τροφῆϲ in marg. V2 ϲυμβ. τῆ μητρὶ φηϲί 1—3 Extrema h. schol. verba certe huc pertinent; eadem enim fere (inde a lin. 2 κρείττονα δὲ) ap. Plutarchum, de aud. poet. cap. 12 (p. 32 F), ita legatur, guntur, ut ad Aristotelem recurratur: ὀρθῶς δέ γε ἐποίησεν, ὡς Ἀριστοτέλης φησίν, ἵππον ἀγαθὴν ἀνθρώπου τοιούτου προτιμήσας, quoe a. Val. Roseo, Ar. ps. p. 177, inter fragmenta ἀπορημάτων Ὁμηρικῶν relata sunt. Quod si recte factum esse cum Heitzio, verl. Schrft d. Arist., p. 274, statueris, veri sane simile est, scholium quod edidimus e Porphyrio fluxisse, e cuius solo opere frag- menta illa Aristotelea in scholiorum codices pervenerunt (cf. Prolegg. III, 2. 3). Ex eodem fonte sumtum esse videtur schol. A v. 297: χρησιμώτερον γὰρ ἐνόμιζε πολεμικὸν Ἵππον ἢ ἀστράτεντον ἄνδρα λαβεῖν (cf. Eust. p. 1303, 10). — Vict. (f. 426b) duo scholia habet: ἀπεσ. τ. ἵππον· δῆλον γὰρ ὅτι οὕτως ἦν εὐγενής, ὥστε καὶ λύτρον ἀστρατείας δοθῆναι: — Ἐχέπωλος] τύραννος Σικυώνιός τις ἦν ὑπὸ Ἀγαμέμνονα. κρεῖττον δὲ ἡγ. πολεμιστὴν ἵππον κτλ. 6 Grammaticorum locos utrumque verbum confundentium v. ap. Schneider. l. c., p. 403. 7 sqq. † Et. M. 145, 14 sqq. 11 sqq. Cf. Ammon. de diff. voc. p. 11. παῖδα γὰρ ἀνδρὸϲ ἐῆοϲ ἐνὶ μεγάροιϲ ἀτιτάλλω,κερδαλέον δὴ τοῖον, ἁματροχόωντα θύραζε, τουτέϲτιν ἤδη μοι ἔξω ϲυντρέχειν δυνάμενον καὶ βάδην ϲὺν μοὶ πορευόμενον, οὐκ ἐπικολπίδιον· ἡ δέ με χειρὸϲ ἑλοῦϲα δόμων ἐξῆγε θύραζε (ο 165). ἁματροχία μὲν οὖν οὕτωϲ. μετὰ δὲ τοῦ ρ ἁρματροχία ὅτι τὸ ἀπὸ τῶν τροχῶν δηλοῖ, αὐτὸϲ πάλιν παρίϲτηϲι λέγων· οὐδέ τι πολλὴγίνετ’ ἐπιϲϲώτρων ἁρματροχίη κατόπιϲθενἐντὸϲ λεπτῇ κονίη (Ψ 504)· διὰ γὰρ τὸ λεπτὸν καὶ ὀλίγον τῆϲ κόνεωϲ μὴ πολὺ γίνεϲθαι τὸ τῶν ἐπιϲϲώτρων ἴχνοϲ φηϲίν. ἐξηγήϲατο δὲ πῶϲ γίνεται ἴχνοϲ, ὅτι λειπόμενον μενον ὀπίϲω τοῦ ἱεμένου εἰϲ τὸ ἔμπροϲθεν. ἀγνοήϲαϲ δὲ ταῦτα ὁ Καλλίμαχόϲ φηϲιν (fr. CXXXV)· ἀλλὰ θεόντωνὡϲ ἀνέμων, οὐδεὶϲ εἶδεν ἁματροχίαϲ. βούλεται μὲν γὰρ εἰπεῖν, ὡϲ οὐδεὶϲ εἶδεν ἴχνοϲ διὰ τὸ θεῖν ὡϲ ἀνέμουϲ· ἁματροχίαι δὲ οὐ δηλοῦϲι τὰ ἴχνη τῶν θεόντων ἁρμάτων, ἀλλ’ αἱ μετὰ τοῦ ρ λεγόμεναι ἁρματροχίαι.

B⟩ f. 312b ad ἐκτὸϲ ἀγῶνοϲ.

451. καὶ πῶϲ ἐκτὸϲ ὄνταϲ ἀγῶνοϲ ὁ ἀγωνοθετῶν Ἀχιλλεὺϲ διαλύει λύει (v. 491); ἴϲωϲ οὗν αἰϲθόμενοϲ διαπληκτιζομένων ἀναϲτὰϲ κωλύει

A c. l. οἴοιϲί μ᾿ ἵπποιϲι πλήθει πρόϲθε βαλόντεϲ.

638. 39.ζητεῖται γὰρ τί ἐϲτι τὸ πλήθει πρόϲθε βαλόνκαὶ καὶ ὁποῖοί τινεϲ ἦϲαν τὴν φύϲιν, ὡϲ λέγεϲθαι ἐπ᾿ αὐτῶν οἱ δ᾿ (B et L) 1 ἑοῖο L 2 ἁματροχοῦντα L 3 ἤδη μοι corr. Bkk, ἴδοιμι BL 7 τρόχων B⟩ 8 πολλὰ L 9 γίνετ’ ἐπὶ ϲώτρων L ἁρματροχιὴ BL 13 ἱεμένου L 18. 19 ἀλλὰ μετὰ L (Vat.) 1 ἑῆοϲ μεγάροιϲιν 4 post ἐπικολπίδιον ins. ταὐτὸν δὲ τῷ ἁματροχόωντα θύραζε τὸ 6 ἁματροχία οὖν οὕτωϲ, ἁρμαχία (sic) δὲ ὅτι τὸ ἀπὸ τῶν τροχῶν ἴχνοϲ δηλοῖ αὐτὸϲ πάλιν κτλ. 8 οὐδ’ ἄρα πολλὴ 9 γίνεται 12 δὲ καὶ πῶϲ γίνεται τὸ ἴχνοϲ 19 λεγόμενα 14 sqq. In Callimachi versu, quem Porphyrius prave intellexerit, non significari vestigia, sed collisionem rotarum, Schneider contendit ad Callim. l. c. Alios aliter Callimachum defendisse idem attulit. 20—22 Scholium quaestionis nomine vix dignum in cod. L (f. 479b) cum scholio coniunctum est, quod ad versum qui antecedit retulit: ἀγωνιᾷ 〈γὰρ ins. Bd〉 διὰ τὸν φίλον, καὶ διὰ τοῦτο εἰς τὴν περιωπὴν ἄνεισιν, ὡς σκοπήσων ὃ συμβαίνει, unde καὶ illud (lin. 20) explicatur. 23 sqq. Antecedunt in cod. verba σεσημείωται ὁ τόπο πρὸς τὰ περὶ τῶν Μολιονιδῶν ζητούμενα), quae Aristonico tribuit Friedlaender, p. 335 (cf. Lehre, Ar. p. 176, qui p. 265, 8 sqq. tantum attulit, neque ita ut pro Aristoniceis hahuisse videatur). Pro eorum quae edidimus origine Porphyriana non solum nuiversa scholii indoles pugnat, sed etiam συνήθεια illa lin. 9 commemorata. (cf. e. c. p. 21, 23). Quae autem praeterea in scholiis de Molionidis quaeruntur, ita comparata sunt, ut inter Porphyrii ζητήματα referri vix possint, schol. dico ἄῤ ἔϲαν δίδυμοι, τίϲ τε τῆϲ ἁρματηλαϲίαϲ ὁ τρόποϲ, καὶ τί τὸ τῆϲ νίκηϲ αἴτιον. Αὐτόδωροϲ μὲν οὖν ὁ Κυμαῖοϲ τὴν μὲν φύϲιν αὐτῶν, οἵα τίϲ ποτέ ἐϲτιν, οὐ προϲποιεῖται, τινὰϲ δέ φηϲι λέγειν ὅτι ἅρματα πλείονα καθῆκαν εἰϲ τὸν ἀγῶνα, οἷϲ ἐνεπόδιζον τὰ τῶν ἀντιπάλων, καὶ τοῦτο εἶναι τὸ πλήθει πρόϲθε βαλόντεϲ. ἄλλοι δέ φαϲι πρὸϲ τὴν ἄφεϲιν τῶν ἁρμάτων ϲυνηγωνίϲθαι τοῖϲ Ἄκτοροϲ υἱοῖϲ τοὺϲ ἀθλοθετοῦνταϲ, θετοῦνταϲ, διόπερ ἀφῆκαν πολὺ προλαβεῖν τὰ τούτων ἅρματα, καὶ τουτέϲτι τὸ πλήθει πρόϲθε βαλόντεϲ. Ἀρίϲταρχοϲ δὲ διδύμουϲ ἀκούει οὐχ οὕτωϲ ὡϲ ἡμεῖϲ ἐντὸϲ τῇ ϲυνηθείᾳ νοοῦμεν, οἷοι ἦϲαν καὶ οἱ Διόϲκοροι, ἀλλὰ τοὺϲ διφυεῖϲ, δύο ἔχονταϲ ϲώματα, Ἡϲιόδῳ (fr. XCIX) μάρτυρι χρώμενοϲ, καὶ τοὺϲ ϲυμπεφυκόταϲ ἀλλήλοιϲ. οὕτωϲ γὰρ καὶ τὸ λεγόμενον ἐπ’ αὐτῶν ϲαφηνίζεϲθαι ἄριϲτα· ἀναϲτάντοϲ γὰρ δὴ τοῦ Νέϲτοροϲ ἐπὶ τὸν ἀγῶνα καὶ αὐτὺϲ ἀναϲτῆναι, εἶτα τὸν μὲν Νέϲτορα λέγειν ὡϲ οὐ δίκαιοι εἶεν ἀγωνίζεϲθαι παρηλλαγμένοι τὴν φύϲιν ὄντεϲ· ὁ δὲ δῆμοϲ ϲυναγωνίζοιτο αὐτοῖϲ, καὶ λέγοι ὡϲ εἶεν εἰϲ ἀμφότεροι καὶ διὰ τοῦτο ὀφείλοιεν ἑνὸϲ ἐπιβαίνειν ἅρματοϲ ἅτε δὴ ϲυμπεφυκότεϲ, καὶ κρατοῖέν γε οἱ πολλοί, καὶ τοῦτο εἶναι τὸ πλήθει πρόϲθε βαλόντεϲ.

824. 25. διὰ τί προκρίνει Αἴαντοϲ; διὰ τὴν ϲτάϲιν· θραϲὺϲ γὰρB⟩ f. 320a ad δῶκε μέγα. ὢν οὐκ ἂν ἠνέϲχετο, ἢ καὶ ἔτι πολεμῆϲαι ἠθέληϲεν.

2 ἀντόδωροϲ cod.; corr. Vill., An. II, p. 173 not.; Ἀπολλόδωροϲ quidam Κυμ. apud Clem. Alex., strom. I, p. 133, affertur 12 v. infr. ad lin. 8—12Leid. f. 249 ad Λ 750: ἀπορία. ἐπεὶ Ὅμηρος οὐδέ τινα ἀπὸ τῆς μητρὸς σημαίνει, πῶς ἐνταῦθα γέγει Μολιόνης ⟨corr. e Μολιώνης⟩ παῖδες; λύσις. ῥητέον οὖν ὅτι Μολίονε ἀντὶ τοῦ πολεμικούς, ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν μάχην μολύνσεως, καὶ οὐ ὡ νεώτεροι ἀπὸ μητρός, et Vict. (Bkk.) Λ 709: καὶ πῶς καυχᾶται (ὁ Νέστωρ) παῤ ὀλίγον αὐτοὺ λαβών; ὅτι τερατώδεις τινὲς ἦσαν, ὡς Ἡσίοδος, ἄμφω ἐντὸϲ ἑνὶ σώματι ὄντες, ὡς δέ τινες, ἐκάτεροι δύο σώματ εἶχον. Illud enim sine ullo dubio e scholio alius generis (v. A v. 709 vel schol. min. v. 750) ita excerptum est, ut quaestionis forma extrinsecus accesserit; neque alteri (Vict.), cuius neque reliqui codices neque Eustathius vestigium servaverunt, plus fidei tribuerim. Ceterum iisdem, quae h. l. edidimus, Eust. Ψ, p. 1321, 22 sqq., usus est, apud quem Quaestionis forma non comparet.8—12 Aristarchum (de quo v. Lehre, Ar. p. 176) verba πλήθει πρόσθε βαλόντες Eust. (lin. 26) ita interpretatum esse intellexit, ut significarent: διὰ δῶκε μέγα. πλῆθος, τουτέστι διότι δίδυμοι ἦσαν. Cui rei suffragari videtur schol. min. h. l., quod inter excerpta retuleris: πλήθει πρόσθε βαλόντες] ἢτοι τῶν χειρῶν ἢ τῶν ἁρμάτων, τῶν συναιρουμένων αὐτοῖς θεατῶν τῷ πλήθει ἐμὲ νικήσαντες. διφυεῖς γὰρ καὶ ἀνὰ τέσσαρας χεῖρας ἔχοντες ἱστοροῦνταθ, Quae si recte se habent, post ἄριστα (lin. 12) lacuna statuatur necesse est.19. 20 Scholium misere decurtatum suppleri posse videtur e schol. Vict. (f. 437a) vix pluris faciendo, quod ad Pium Hiller, PhiI XXVIII, p. 112, retulit: . . . . οἱ δὲ ὅτι διαλυομένων αὐτῶν ἰδίᾳ Ἀχιλλέως γενέσθαι τὰ ὅπλα, ὥστερ ἐπὶ τῆς πάλης 〈πλάμης cod.〉. ἐπειδὴ οὖν ἐκεῖσε ἐδωρήσατο Αἴαντι, νῦν διομήδει. — Aristarchum, Aristophanem secutum, versus obelo notasse, schol. A docet (cf. Vict.).B⟩ f. 320 ad θῆκε. L f. 490b. Viet. f. 437b.

826.διὰ τί δὲ μὴ ποιεῖ καὶ δευτερεῖα ὅτι μὴ μέγα ἦν τὸ κατόρθωμα, θωμα, ἀλλὰ καὶ μεμπτὸϲ ὁ ἀπολειπόμενοϲ, ὁ δὲ νικήϲαϲ εἶχε τὸν ϲόλον διὸ οὐδὲ δευτερεῖα τίθηϲιν οὐ γὰρ ἦν αὐτὸν διαιρεῖν. ἢ ὡϲ καταφρονητικοῦ ἀϲκήματοϲ καὶ μὴ ἔχοντοϲ ἐνάρετον ἐπίδειξιν.

B⟩ f. 321a ad ὦρτο.

859. καὶ πῶϲ φηϲιν Ὁδυϲϲεὺϲ οἶοϲ δή με Φιλοκτήτηϲ ἀπεκαίνυτο καίνυτο τόξῳ (θ 219); πρὸϲ τοὺϲ ἀγνωρίϲτουϲ καυχᾶται, ὡϲ καὶ τὸ δουρὶ δ’ ἀκοντίζω ὅϲον οὐκ ἄλλοϲ ὀιϲτῷ (θ 229).

*B f. 321a ad πρῶτοϲ v. 962. L f. 492b, Π.

862 sqq. τί λέγει ἐντὸϲ τούτοιϲ τοῖϲ ἔπεϲι ζητήϲειεν ἄν τιϲ· Τεῦκροϲ δὲ πρῶτοϲ κλήρῳ λάχεν, αὐτίκα δ’ ἰὸνἧκεν ἐπικρατέωϲ καὶ τὰ ἑξῆϲ μέχρι τοῦ ἀτὰρ δὴ ὀιϲτὸν ἔχεν πάλαι ὡϲ ἴθυνεν (v. 862—71). οἱ μὲν ἔφαϲαν ϲπεύδοντα τὸν Μηριόνην ἑλκύϲαι τὸ τόξον τὸν ὀιϲτὸν ἔχοντα πάλαι ἐγκείμενον, δηλονότι ἐνηρμοϲμένον τῇ νευρᾷ· ϲημαίνει γὰρ διὰ τούτων ὅτι τοξεύοντοϲ τοῦ Τεύκρου εἱϲτήκει ὁ Μηριόνηϲ κρατῶν τὸ τόξον ἐντεταμένον, ἡρμοϲμένον ἔχων τὸν ὀιϲτὸν πάλαι ἐντὸϲ τῇ νευρᾷ· τότε δ’ εἵλκυϲε τὴν νευράν, ὡϲ ἴθυνε βέλοϲ. ἢ οὖν τοῦτο λέγει, ἢ ὅτι τὸ τόξον μὲν ἦν ἓν, ᾧ ἔμελλε τοξεύειν, βέλη δὲ δύο, ἑκατέρῳ ἑνὸϲ δοθέντοϲ. τὸν μὲν οὖν ὀιϲτὸν κατεῖχε πάλαι ὁ Μηριόνηϲ, ἕωϲ ἴθυνεν ὁ Τεῦκροϲ καὶ ἐτόξευε λαχὼν πρῶτοϲ· επεὶ δ’ ἀπετόξευϲε καὶ ἀπέτυχε, ϲπερχόμενοϲ ὁ Μηριόνηϲ ἐξείλετο τὸ τόξον ἐκ τῆϲ χειρὸϲ τοῦ Τεύκρου· τοῦτο γὰρ παρίϲτηϲι τὸ ϲπερχόμενοϲ δ’ ἄρα Μηριόνηϲ ἐξείρυϲε χειρὸϲτόξον, ἀτὰρ δὴ ὀιϲτὸν ἔχεν πάλαι, ὡϲ ἴθυνεν, ἐνηρμοϲμένον τῇ νευρῇ ἐξείρυϲε τόξον, ὡϲ ἴθυνε τὸν ὀιϲτόν· εἶχε πάλαι δηλονότι ἐνηρμοϲμένον τῇ νευρᾷ. ἀντιδιαιρεῖ γὰρ τί μὲν κατεῖχε πάλαι ὁ Μηριόνηϲ καὶ τί ὕϲτερον ἔλαβε· τὸν μὲν γὰρ ὀιϲτὸν εἶχε πάλαι ὡϲ ἴθυνε. πῶϲ οὖν πάλαι; τοϲοῦτόν φηϲι χρόνον ὡϲ ἴθυνεν ὁ Τεῦκροϲ πρῶτοϲ τοξεύων. τὸ δὲ τόξον ἐξείρυϲε χειρὸϲ, ὃ οὐ κατέϲχεν αὐτόϲ, τῆϲ τοῦ Τεύκρου. ϲπερχόμενοϲ δὲ διὰ τὸ ἁρπάζοντι ἐοικέναι, διὰ τὸ τάχοϲ τῆϲ πετομένηϲ περιϲτερᾶϲ.

870. ad v. 862 sqq.

10 ἦκεν ἐπ. om. L 12 οἱ μὲν ὡϲ ἔφαϲαν L 14 ϲημαίνειν L 15 ἐντεταμνένον L 17 ἐντὸϲ pro ἓν codd. corr. Vill. 22 ἐξείλκυϲε L 23 αὐτὰρ ὀιϲτὸν ἔχον L 25 ἐνηρμοϲμένην L 27 φηϲὶ τοϲοῦτον L5 sqq. Vestigia eiusdem quaestionis quamvis pessime habita inesse viden- tur schol. T (p. 114) θ 229: δουρὶ δ’ ἀκοντίζω κακῶς, φησὶν, ἑαυτὸν ἐπαινεῖ. οἱ μὲν γὰρ ἐπαινοῦντε ἑαυτοῦ οὐδὲ θεῷ παραχωρήσειαν ἄν. οὗτος δὲ τί φησιν ⟨φασι cod.⟩ οἶος ⟨οἷος cod.⟩ δή με Φιλόκτητος ⟨sic⟩. . . . . . . . καὶ πάλιν δρᾶς ⟨i. e. ἀνδράσι, θ 223⟩ θὲ προτέροις . . . . . . . ὁ Δημόδοκος δὲ ᾖδεν. . . . .17 sqq. † B f. 321a ad σπερχόμενος v. 870 (eadem fere Vict. f. 438b): ἐπειγόμενος ἀπέσπασε τῆς χειρὸς τοῦ Τεύκρου τὸ τόξον ἑνὶ γὰρ ἠγωνίζοντο τόξῳ, ὡς ἑνὶ δίσκῳ. ὀιστὸν γὰρ, ἐξ ὅτου ἐκεῖνος ἐτόξευε καὶ ἐπὶ τὸν σκοπὸν ἴθυνεν, οὗτος ἀναλαβὼν κατεῖχεν (cf. Eust. p. 1324, 10) Aristarchum similiter esse locum interpretatum, Didym. schol. A v. 870, 71 docet.