De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

93 ἀκαλήφη· οἱ δὲ κνίδην. δισσὸν εἶδος ταύτης· ἡ μὲν γάρ ἐστιν ἀγριωτέρα, τραχυτέρα καὶ πλατυτέρα καὶ μελαντέρα τοῖς φύλλοις, καρπὸν δὲ ὅμοιον λινοσπέρμῳ ἔχει, πλὴν ἐλάττονα. ἡ δʼ ἑτέρα λεπτόσπερμός τε καὶ οὐχ ὁμοίως τραχεῖα. ἀμφοτέρων δὲ τὰ φύλλα καταπλασσόμενα μεθʼ ἀλῶν κυνόδηκτα ἰᾶται καὶ γαγγραινικὰ καὶ κακοήθη καὶ καρκινώδη καὶ τὰ ῥυπαρὰ τῶν ἑλκῶν καὶ στρέμματα, φύματα, παρωτίδας, φύκοτυληδὼν [*](92 RV: ἑτέρα· οἱ δὲ κυμβάλιον καλοῦσιν.) [*](93 RV: κνήφη ἢ κνίδη· οἱ δὲ ἀκαλύφη, οἱ δὲ ἀδίκη, Ῥωμαῖοι οὐρτίκα, Αἰγύπτιοι σελεψιού, Δάκοι δύν.) [*](κνήφη ἑτέρα οἱ δὲ ἀκαλύφηνκαλοῦσιν, Ῥωμαῖοι οὐρτίκα μόλλις.) [*](1 SIM.: Pl. XXV 159 (e S. N.)) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (ἔστι — ἀείζῳον).) [*](7 SIM.: Pl. XXI 92 ex I. B.) XXII 31 sq. (e S. N. et I. B).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀκαλήφη — τραχεῖα); Gal. XI 817 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Hes. s. v. κνίδαι.) [*](11 SIM.: Zop. (Orib. II 587) — Pl. XXII 32 D. eup. II 113 (313)— Pl. l. s. eup. I 186 (192) — Pl. l. s. eup. I 226 (210)) [*](1 num. cap. φξδ ODi, om. E tit. περὶ ἑτὲρας κοτυληδόνος Di: om. FAH initio syn. e R add. Di, mg. H2 ἔστι (om. δὲ καὶ) post κοτυληδόνος transp. R πλατύτερα δὲ RE ἔχον τὰ φύλλα A 2 λιπαρά] ἁπαλώτερα RA: λιπαρώτερα E: sorididis foliis Pl. ὡς κλωνάρια R: superscr. A2: spissa sicut lingellas Dl τὴν ῥίζαν FHADi 3 ἕνα μέσῳ PF: ἐμμέσῳ R: ἕνα μέσον HADi: ἐν τῷ μέσῳ E 4 στύφον Orib. καυλὸν ROrib. δὲ λεπτὸν N αὐτῶ Di 5 σπέρματα EDi 6 τὸ om. Orib.) [*](7 num. cap. φξε ODi: 𝒢 E tit. περὶ ἀκαλήφης H: περὶ ἀκαλύχης ADi ἀκαλύφη HDi Theophr. h. pl. VII 7, 2: ἀκαλίφη F: ἀκλοίφη V: ἀκαλίφη ἢ κνήφη A (ἢ κνήφη superscr. H2) ad κνίδην cf. [Hipp] περὶ δ. II 54 (VI 558 L) Nic. Th. 880 cum schol. post κνίδη syn. e R add Di, mg. H2 δισσὸν δὲ E εἶδός ἐστιν αὐτῶν RDi 8 ἐστιν om. Orib. ἀγρία R καὶ δασυτέρ καὶ τραχυτέρα E: καὶ τραχυτέρα Orib. τραχυτέρα om. R: del. A2 καὶ πλατυ- τέρα om. Orib. 9 πλήν] καὶ R 12 γαγγραίνας R τὰ κακοήθη CDi 13 καὶ φύματα RE καὶ παρωτίδας R φύματα φύγεθλα F) [*](14 C fol. 164r: N fol. 45) [*](15 C fol. 172r: N. fol. 57, mg. add. N (m. rec.) urtica greca ἀκαλύφη· οἱ δὲ κνίδη, οἱ δὲ ἀδίκη Di ἀκαλύφην R 16 σελεψηου R: σελέψιον HDi δύν] δικύ M cf. Tomaschek l. s. 31 17 syn. om. CH ἀκαλύφη ἑτέρα· οἱ δὲ κνήφην καλοῦσι Di μολλης N)

252
γεθλα, ἀποστήματα· σπληνικοῖς δὲ μετὰ κηρωτῆς ἐπιτίθεται· ποιεῖ καὶ πρὸς τὰς ἐκ μυκτήρων αἱμορραγίας τὰ φύλλα σὺν τῷ χυλῷ λεῖα ἐντιθέμενα· κινεῖ δὲ καὶ ἔμμηνα λεῖα μετὰ σμύρνης προστεθέντα καὶ ὑστέρας προπτώσεις ἀποκαθίστησι προσαπτόμενα νεαρὰ τὰ φύλλα.

2 τὸ δὲ σπέρμα ἐπὶ συνουσίαν παρορμᾷ πινόμενον μετὰ γλυκέος καὶ ὑστέραν ἀναστομοῖ· σὺν μέλιτι δὲ ἐκλειχόμενον ὀρθοπνοίας ὠφελεῖ καὶ πλευρίτιδας καὶ περιπνευμονίας· ἀνάγει δὲ καὶ τὰ ἐκ θώρακος· μείγνυται δὲ καὶ σηπταῖς. συνεψηθέντα δὲ τὰ φύλλα κογχαρίοις κοιλίαν μαλάττει, ἐμπνευματώσεις λύει, οὖρα κινεῖ, σὺν πτισάνῃ δὲ ἑψηθέντα τὰ ἐκ θώρακος ἀνάγει. τὸ δὲ ἀφέψημα τῶν φύλλων σὺν ὀλίγῃ σμύρνῃ ποθὲν κινεῖ καταμήνια, ὁ δὲ χυλὸς ἀναγαργαριζόμενος στέλλει κιονίδα φλεγμαίνουσαν.