De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

64 μήκων· ἡ μέν τίς ἐστιν ἥμερος καὶ κηπευτή, ἧς τὸ σπέρμα ἀρτοποιεῖται εἰς τὴν ἐν ὑγιείᾳ χρῆσιν· καὶ σὺν μέλιτι δὲ ἀντὶ σησάμης αὐτῷ χρῶνται· καλεῖται δὲ θυλακῖτις, ἐπίμηκες ἔχουσα τὸ κεφάλιον καὶ τὸ σπέρμα λευκόν. ἡ δέ τις ἀγρία, ἐγκαθημένην ἔχουσα τὴν κωδύαν, σπέρμα μέλαν, ἣ δὴ καὶ πιθῖτις ὀνομάζεται, ὐπ᾿ ἐνίων δὲ ῥοιὰς καὶ αὐτὴ διὰ τὸ [*](64 RV: μήκων ἥμερος κηπαῖος· οἱ δὲ χαμαισύκη, οἱ δὲ μήκων δοιάς, οἱ δὲ ὀξύγονον, Ῥωμαῖοι παπάβερ, Αἰγύπτιοι ναντί.) [*](μήκων ἄγριος· οἱ δὲ μήκων μέλας, Ῥωμαῖοι παπάβερ νίγρουμ.) [*](1 SIM.: [Hipp.] περὶ διαίτης II 45 (VI 544) [Theophr.] l. s. Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 106. 118).) [*](6 SIM.: Pl. XIX 168 XX 188. 198 sq. (e S. N.); Garg. Mart. 19 (152 R); Sim. Seth. 68 L.) [*](6 EXC.: Orib. XI s. v. (μήκων — ἐπιμήκη); med. Gal. XII 72 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); cf. Gal. VI 548, XIII 37 sq.; Ps. D. de h. f. 45 (e D. lat.); Ps. Ap. 54 (unde Ps. Orib. I 43 ~ A. Hai l. s. VII 442); Ps. Orib. I 42 ~ A. Mai VII 415; Isid. XVII 9, 31.) [*](1 δὲ om. FH ποθὲν ὅσον ὀξύβ. HADi: σὺν μελικράτῳ ποθὲν F μελικράτῳ ἢ ὀξυκράτω E (corr. E2) 2 ἐκμαλάσσει E καὶ ἰτρίοις πρὸς om. R: ἠτρίοις AHDi εἰς τὸ αὐτὸ HA: πρὸς τὰ αὐτὰ E: τὰ αὐτὰ δὲ φύλλα R (om. πρὸς) 3 κωδίαις FV: κωδύαις reliqui 4 καὶ τὸ (om. Di) προσάντλημα δὲ αὐτῶν ἀποζεσθὲν (προσκλυσθὲν Di) RDi ἀφέψημα E αὐτῆς FHADl ἀποζεσθὲν RE τῶν ὑπνοποιῶν ἐστίν E) [*](6 num. cap. φλϚ ODi: ξβ E tit. περὶ ἑτέρας μήκωνος HDi: om. F μήκων ἥμερος Di initio syn. e R add. Di: mg. H2 αὐτῶν ἐστιν C καὶ om. E 7 εἰς] πρὸς Orib. 8 σησάμου FH αὐτῇ RDi θυλακῖτις δὲ καλεῖταί τις Orib θυλακίς CENic. Th. 852: θύλακος N: qui et filacitis nominatur Dl: quae etiam folliculosa nocatur Ps. Ap. 9 ἔχουσα////// (1 litt. eras. E2) τὴν κοδύαν ἢ τὸ βυ (secl. E2) κεφάλιον· ἧς καὶ τὸ σπ. λ. E 10 σπέρμα — κωδύαν om. R σπέρμα δὲ E μέλαν σπέρμα Di ἣ δὴ om. E: ἤδη V: ἡ δὲ Orib.: δὴ om. Di 11 πιχῖτις Orib.: πιθι/// /τις (σ post alt. ι eras.) E2: cepitetis Dl: πιθίτις reliqui: ἐπιτηλίς Nic. Th. l. s. ὀνομάζεται E: ὀνομαζομένη E2) [*](12 C fol. 222v: N 97 post κηπαῖος add. οἱ δὲ μήκων κηπαῖος N χαμαισύκην R 13 ῥυας N ὀξύτονον libri: alii oxiconon Ps. Ap.: corr. Marc. 15 C fol. 222r: N. 97: om. DiH2 ΝΙΓΡΟΥΜ᾿ C)

219
ῥεῖν ἐξ αὐτῆς τὸν ἀπόν. τρίτη δὲ ἀγριωτέρα καὶ μικροτέρα καὶ φαρμακωδεστέρα τούτων, ἔχουσα τὴν κωδύαν ἐπιμήκη.

κοινὴ δὲ αὐτῶν δύναμις ψυκτική, ὅθεν τὰ φύλλα καὶ αἱ 2 κωδύαι καθεψηθεῖσαι ἐν ὕδατι καὶ προσαντλούμεναι ὑπνοποιοῦσι· καὶ πίνεται δὲ πρὸς ἀγρυπνίαν τὸ ἀφέψημα, καὶ εἰς καταπλάσματα δὲ λεῖαι αἱ κωδύαι μετὰ ἀλφίτου πρὸς φλεγμονὰς καὶ ἐρυσιπέλατα μειγνύμεναι ἁρμόζουσι. δεῖ δὲ κόπτοντας αὐτὰς χλωρὰς ἀναπλάττειν εἰς τροχίσκους καὶ ξηραίνοντας ἀποτίθεσθαι καὶ οὕτως χρῆσθαι. καθ᾿ ἑαυτὰς δὲ ἑψηθεῖσαι αἱ κωδύαι ἐν ὕδατι ἄχρι ἡμίσους, εἶτα σὺν μέλιτι πάλιν ἑψηθεῖσαι, μέχρι ἂν συστραφῇ τὸ ὑγρόν, ποιοῦσι φάρμακον ἐκλεικτὸν ἀνώδυνον πρὸς βῆχας καὶ ῥευματισμούς ἀρτηρίας καὶ κοιλιακάς διαθέσεις·

ἐνεργέστερον δὲ γίνεται μιγέντων 3 αὐτῷ ὑποκιστίδος χυλοῦ καὶ ἀκακίας. τὸ δὲ σπέρμα τῆς μελαίνης μήκωνος λεῖον ποτίζεται σὺν οἴνῳ πρὸς ῥεῦμα κοιλίας καὶ γυναικεῖον ῥοῦν· καταπλάσσεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀγρυπνούντων μετὰ ὕδατος ἐπὶ τοῦ μετώπου καὶ τῶν κροτάφων. ὁ δὲ ὀπὸς καὶ αὐτὸς ψύχων ἐπὶ πλέον καὶ παχύνων καὶ ξηραίνων ληφθεὶς βραχύς ὅσον ὄροβος ἀνώδυνός ἐστι καὶ ὑπνοποιὸς καὶ πεπτικός, βοηθῶν βηξὶ καὶ κοιλιακαῖς διαθέσεσι· πλείων δὲ ποθεὶς βαπτίζει ὕπνῳ ληθαργωδῶς καὶ ἀναιρεῖ.

ποιεῖ δὲ 4 [*](3 SIM.: Cels. II 32 Pl. XX 198 D. eup. I 11. 12 (99) — Pl. XX 208. cf. Garg. Mart. 19, 152 R. Gal. XII 37 sq. Orib. I 376 Alex. Tall. II 162 — Scrib. Larg. 73 — eup. II 82 (294) — eup. I 11. 12 (99) Pl. l. s. 199 — eup. II 31 (242) — Ruf. (Orib. II 118) Pl. l. s. 202 — Pl. 201 eup. I 6 (97) — Pl. 201 eup. I 57 (121) Apllonius (Gal. XII 616) — eup. I 29 (107) — Pl. 201 eup. I 168 (181).) [*](1 ἐξ αὐτῆς om. Orib. τρίτη δὲ μήκων E (incip. cap. ξγ) καὶ μικροτέρα post φαρμ. transpos. Orib.Di: μακροτέρα DiH (corr. H2): tertium genus est agrestis, minor et viscidus (?) Dl 3 ἡ δύναμις E 4 ὕπνον ποιοῦσι RE 5 καὶ (pr.) om. Di: post δὲ colloc. RE 6 τὰ καταπλάσματα EDi αἱ om. O ἀλφίτων μιγνύμεναι Di 8 ξηράντας E (αν superscr. E2) 9 οὕτως PFF: οὕτω reliqui καθ᾿ αὑτὰς PF: καθ᾿ ἑαυτὰς reliqui 10 αἱ κωδύαι — ἑψηθεῖσαι om R. ἄχρι PFF: μέχρις HDi ἡμίσους PV: ἡμίσεως reliqui σὴν]ἐν E 11 μέχρι ἂν P: μέχρι (om. ἂν) E: μέχρις ἂν VFH: μέχρις οὗ ἂν R 12 ἀνώδυνον ἐκλεικτὸν R 13 μιγέντων] διδόντος R 14 ὑποκυστίδος REO: ὑποκισθίδος Di χυλοῦ τι E 15 post λεῖον del. ὀλίγον E2 ποτιζόμενον R: ποτίζεται post οἴνῳ transpos. FHDi σὺν οἴνῳ om. E πρὸς om. R post κοιλίας inser. ἰᾶται R 16 δὲ ἐν ὕδατι R: τε ἐπὶ E 17 ἐπὶ] κατὰ FHDi 18 marg. add. ὄπιον P (pr. m.) 19 βραχὺς om. R οἶον R ἐστι καὶ ὑπνοποιὸς om. R 20 πλείω ποθεῖς R 21 βλαπτείζεει (i. e. βλαπτίζει) δὲ ληθάργως C: λάπτει δὲ ληθάργως N: βλαπτίζει ληθαργωδῶς H: βλάπτει ποιῶν ληθαργικοὺς Di (superscr. H2): usque ad periculum mortis soporat Ps. D. de h. f.: letargicos facit Dl: ὕπνῳ addidi δὲ (alt.) om. CE)

220
καὶ κεφαλαλγίαις σύν ῥοδίνῳ ἐμβρεχόμενος, ὠταλγοῦσι δὲ σὺν ἀμυγδαλίνῳ καὶ κρόκῳ καὶ σμύρνη ἐγχεόμενος, ἐπὶ δὲ φλεγμονῆς ὀφθαλμῶν σὺν λεκίθῳ ὠοῦ ὀπτῇ καὶ κρόκῳ, πρὸς ἐρυσιπέλατα δὲ καὶ τραύματα σὺν ὄξει, ποδάγραις τε σύν γάλακτι γυναικείῳ καὶ κρόκῳ· προστεθεὶς δὲ δακτυλίῳ ἀντὶ βαλανίου ὕπνον ποιεῖ.

5 κράτιστος δέ ἐστιν ὀπὸς ὁ πυκνὸς καὶ βαρὺς ἐν τε τῇ ὀσμῇ καρωτικός, πικρὸς ἐν τῇ γεύσει, εὐχερῶς διειμένος ὕδατι, λεῖος, λευκός, οὐ τραχύς οὐδὲ θρομβοειδὴς οὐδὲ συστρεφόμενος ἐν τῷ διΐεσθαι ὡς ὁ κηρός, ἐν τε τῷ ἡλίῳ τεθεὶς διαχεόμενος καὶ πρὸς λύχνον ἐξαπτόμενος οὐ ζοφώδει φλογί, φυλάσσων τε μετὰ τὸ σβεσθῆναι τὴν ἐν τῇ ὀσμῇ δύναμιν. δολοῦσι δὲ αὐτὸν γλαύκιον μειγνύντες ἢ κόμμι ἢ θρίδακος ἀγρίας χυλόν· ἐστι δὲ ὁ μὲν ἐκ τοῦ γλαυκίου κροκίζων ἐν τῇ ἀνέσει, ὁ δὲ ἐκ τῆς θρίδακος ἐξίτηλος τὴν ὀσμὴν καὶ τραχύτερος, ὁ δὲ ἐκ τοῦ κόμμεως ἄτονος καὶ διαυγής.

6 ἔνιοι δὲ εἰς τοσοῦτον ἀπονοίας παραγίνονται ὡς καὶ στέαρ μειγνύναι αὐτῷ. φώγνυται δὲ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐπ᾿ ὀστράκου καινοῦ, ἕως ἂν μαλακὸς καὶ κιρρότερος φανῇ. Ἐρασίστρατον [*](1 SIM.: Pl l. s. 201 D. eup. I 235 (216) — eup. I 13 (100) — Pl. XX 203 — Pl. XX 200.) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (κράτιστος — φανῇ); cf. Orib. syn. II 56, V 75 D. (κράτιστος — διαυγής).) [*](1 πρὸς κεφαλαλγίας E: κεφαλαλγοῦσι RDi 2 ἢ καὶ κρόκῳ ἢ ζμύρνῃ E ἐγχεόμενος] ἐμβρεχόμενος R φλεγμοναῖς ὀφθαλμοῦ FNDi 3 ὀπτῇ] κόπτεται E πρὸς ἐρυσιπέλατα — κρόκῳ om. FH (mg. add. H2) καὶ πρὸς CDi 4 πρὸς δὲ ποδάγρας FHDi τε] δὲ NE 5 καὶ κρόκῳ om. N: κρόκῳ om. C προστεθὲν R δὲ] τε E βαλανίου CF: λιβάνου N: βαλάνου reliqui 7 πυκνότατος καὶ βαρύοσμος E τε] δὲ RDi 8 πικρὸς δὲ NDi εὐχερῶς τε ROrib.E διιέμενος Orib. (διειμένος Orib. V 75): ἀνιέμενος Di 9 οὐ ταχυστρεφόμενος R οὔτε — οὔτε Orib.Di 10 διείεσθαι C: διεῖσθαι NE: δι᾿ ιεσθαι P (marg. add. m. rec. vulgo διηθεῖσθαι: Plinius legit διίεσθαι): διιέσθαι F: διηθεῖσθαι Orib. HDi cf. Pl. XX 203 ὁ om. ROrib.EDi τε δὲ Di διαχριόμενος R 11 τὸν λύχνον E οὐ om. REDi ζοφώδης τῇ φλογί Orib. V 75 τε om. R 12 σβέννυσθαι R αὐτὴν μίσγοντες γλαύκιον τῆ κόμη θρίδακος C: αὐτὴν γλαύκιον μίσγοντες ἢ κόμην θρίδακος· ἔστιν δὲ N γλαυκίῳ Orib. V 75 13 ἢ χυλὸν θρίδακος Di 14 ἀνέσει] γεύσει R 15 τῇ ὀσμῇ Orib. καὶ ὁ ἐκ τοῦ ROrib.E κόμεος H: κόμεως δὲ ER: κόμεως reliqui ἄτονος ἄνοσμος E: ἔγονος R 16 εἰς τοσοῦτον ἔρχανται ὡς R: εἰς τοῦτο E ἀπονοίας PVF: ἀπονοίας Orib. (πο secl. O2): ἀνοίας FDi: ἀνίας H 17 στέαρ] γῆς Orib. (στέαρ superscr. O2) παραμιγνύναι RDi αὐτά H 18 ἂν om. Orib. κιρρὸς ROrib.E Ἐρασίστρατος μέντοι Διαγόρας (Διαγόραν Di) φησὶν (φησὶν Διαγόρας N) RDi)

221
μέντοι Διαγόρας φησὶν ἀποδοκιμάζειν αὐτοῦ τὴν χρῆσιν ἐπί τε ὠταλγίας καὶ ὀφθαλμιώντων διὰ τὸ ἀμβλυωπῆ εἶναι καὶ καρωτικόν. Ἀνδρέας δέ φησιν ὅτι, εἰ μὴ ἐδολοῦτο, ἐτυφλοῦντο ἂν οἱ ἐγχριόμενοι ὑπ᾿ αὐτοῦ, Μινησίδημος δὲ μόνην αὐτοῦ εἶναι χρῆσιν τὴν κατὰ ὄσφρησιν εἰς ὕπνον ἁρμόζουσαν, ἄλλως δὲ ἐπιβλαβῆ τυγχάνειν· ἅπερ ἐστὶ ψευδῆ, ὑπὸ τῆς πείρας ἐλεγχόμενα διὰ τὸ ἐπιμαρτυρεῖσθαι τοῖς ἔργοις τὴν ἐνέργειαν τοῦ φαρμάκου.

οὐκ ἄτοπον δὲ ὑπογράψαι καὶ τὸν τρόπον, ᾧ τὸν ὀπὸν 7 συλλέγουσιν· ἔνιοι μὲν οὖν τὰς κωδύας μετὰ τῶν φύλλων κόπτοντες ἐκθλίβουσι διὰ πιεστῆρος καὶ τρίβοντες ἐν θυίᾳ ἀναπλάττουσι τροχίσκους· καλεῖται δὲ τὸ τοιοῦτο μηκώνιον, ἀδρανέστερον ὂν τοῦ ἀποῦ. ὀπίζοντας δὲ δεῖ μετὰ τὸ τὰς δρόσους ἀνικμασθῆναι περιγράφειν μαχαιρίῳ τὸν ἀστερίσκον, ὡς μὴ εἰς τὸ ἐντὸς διατρῆσαι, καὶ ἐκ πλαγίου δὲ τὰς κωδύας ἐπʼ εὐθείας ἐντέμνειν ἐξ ἐπιπολῆς καὶ ἀναψᾶν τὸ δάκρυον ἐπερχόμενον δακτύλῳ εἰς μύακα καὶ πάλιν ἐπιπορεύεσθαι μετ᾿ οὐ πολύ· εὑρίσκεται γὰρ ἐπισυνεστός, καὶ τῇ ἐπιούσῃ δὲ ἡμέρᾳ οὕτως εὑρίσκεται· δεῖ δὲ καὶ τοῦτο τρίβοντας ἐν θυΐᾳ ἀναπλάσσειν καὶ ἀποτίθεσθαι· ἐν μέντοι τῷ τέμνειν ὀπίσω ἀναχωρεῖν δεῖ πρὸς τὸ μὴ ἀναψᾶσθαι ὑπὸ τῶν ἱματίων τὸν ὀπόν|.

[*](9 SIM.: [Theophr.] h. p. IX 8, 2 Pl. XX 198. 202.)[*](9 EXC.: Orib. XI l. s. (οὐκ — ὀπόν).)[*](1 αὐτοῦ om. R 2 ἐπὶ τῶν ὠταλγιῶν καὶ ὀφθαλμικῶν (ὀφθαλμιῶν N) R: ἐπὶ τῶν ὠταλγικῶν καὶ ὀφθαλμιώντων Di ἀμβλυωπὲς FHDi] 3 καρωτικήν Di: καθαρτικήν R 4 Μνησίδημος — χρῆσιν om. R: μνησίδης δὲ ἢ μνησίδημος E (corr. E2) δὲ φησι FHDi 5 χρῆσιν αὐτοῦ E: χρῆσιν εἶναι FNDi ὕπνους Di 6 ἡ γὰρ πεῖρα ἐλέγχει αὐτὸ εὔχρηστον εἶναι (πιεῖν C) ἐργοις δοκιμαζομένης τῆς τοῦ αἵματος ἐνεργείας R 9 δὲ om. R καὶ om. E ᾧ] πῶς E 10 συλλέγουσι (συλλέγονται F) τὸν ὀπὸν FHDi οἱ κὲν Orib. οὗν om. E συνκόπτοντες R 11 πιαστῆρος C: πρεστῆρος NDi καὶ om. ROrib.E τριβοντες τε E: ἐκτρίβοντες Orib.: θλίβοντες C καὶ ἀναπλάττοντες RE 12 τοιοῦτο Orib.P: τοιοῦτον reliqui μηκώνειον FHDi 13 ὂν om. RPFHDi τὸ om. R 14 ἐξικμασθῆναι Orib. 15 τὰ ἐντὸς RFHDi διατρηθῆναι E ἐκ πλαγίων REDi: πλαγίως H: ἐκ πλα F δὲ om. E ἐπ᾿ om. ROrib. εὐθέως R 16 ἐκτέμνειν Orib. FH ἐξ om. Orib. ἀποψᾶν Orib. HDi τὸ ἐπερχόμενον Orib.E quae sequ. in R mutila sunt ac perturbata 18 ἐπισυνεστὸς Orib.: ἐπισυνεστὼς reliqui δὲ ἡμέρᾳ om. Orib.: ἡμέρᾳ om. EDi οὕτως εὑρίσκεται Di: οὕτως om. reliqui: suspectum 19 δεῖ δὲ ἐν θυίᾳ παλαιᾷ τρίβειν καὶ ἀποτίθεσθαι ἀναπλάσσοντας Di (e RV) τοῦτον E 21 ἅψασθαι ROrib.: ἀποψᾶσθαι HDi ὑπὸ om. R)