De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

22 ξυρίς· οἱ δὲ ξιρίδα, οἱ δὲ ἶριν ἀγρίαν, Ῥωμαῖοι δὲ γλαδίολον καλοῦσι. τὸ μὲν φύλλον ἔχει ἴριδι ὅμοιον, πλατύτερον δὲ καὶ ἐξ ἄκρου ὀξύ, καυλὸν δὲ ἐκ μέσων τῶν φύλλων πηχυαῖον, ἱκανῶς παχύν, ἐφ᾿ οὗ λοβοὶ τρίγωνοι, καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν ἄνθος πορφυροῦν, τὸ δ᾿ ἐν μέσῳ φοινικοῦν· καρπὸς δὲ ἐν θυλακίοις σικύοις ὁμοίοις στρογγύλος, μέλας, δριμύς, ῥίζα δὲ πολυγόνατος, [*](21 RV: σπαργάνιον· οἱ δὲ ξιφίδιον καλοῦσιν.) [*](22 RV: ξυρίς· οἱ δὲ ξάνθιον, οἱ δὲ φιλάνθρωπον, οἱ δὲ κακός, οἱ δὲ ἶριν ἀγρίαν, Ῥωμαῖοι γλαδιόλουμ, οἱ δὲ ἴριμ ἀγρέστεμ, Δάκοι ἄπρους.) [*](1 SIM.: Pl. XXV 109 D. eup. II 114 (315).) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (σπαργάνιον — καρπός); cf. Gal. XII 129; (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](5 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 8, 7; Pl. XXI 143 (unde?).) [*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (ξυρίς — πυρρά); Gal. XII 87 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v. ξιρίς ἢ ξυρίς).) [*](1 num. cap. υʕγ PFH: υʕβ A: υʕδ Di: κᾱ E tit. περὶ σπαργανίου FH ADi post σπαργ. syn. e R add. DiA: marg. H2 sparganion radicem quinquefolii esse Pl. XXV 109 statuit ἔχει om. A ξιφιδίῳ RA στενώτερα] κενότερα R 2 δὲ — ἐπιμηκέστερα om. Orib. καὶ ἐγκλινέστερα om. F: ἐγκλινέστερα P: ἐπικλινέστερα reliqui καὶ ἐπιμηκέστερα PF: om. reliqui ἐπ᾿ ἄκρω COrib.: fort. ἐπʼ ἄκρῳ δὲ τῷ καυλῷ 3 δίδονται δὲ αἱ ῥιζαι E 4 πρὸς θηριόδηκτα R: πρὸς θηριοδήκτους E) [*](5 num. cap. υʕδ PFH: υʕγ A: υʕε Di: κβ E tit. περὶ ξυρίδος FHADi post ξυρίς syn. e R add. Di: post γλαδίολον A: marg. H2 ξιρίς Orib.: σειρίς (σειρής in ind.) ἢ ξερίς E οἱ δὲ ξιρίδα om. Orib. ξυρίδα EFHA cf. [Theophr.] h. pl. IX 8, 7, ubi ξίρις vocatur 6 γλαδίολον E: γλωδίολον (α superscr.) Orib.: γαλαδίολον PF: γλαδίολουμ H: γλαδιουλούμ A τὰ μὲν φύλλα RDiA 7 post δὲ (pr.) add. καὶ μακρότερον E καυλὸν δὲ ἔχει E μέσου NOrib. τῶν om. E φύλλων ἀνίησι Orib. 8 ἐπʼ αὐτοῖς Orib. 9 θυλακίαις (o Superscr.) Orib. 10 σικυοῖς (ι et υ in ras.) E2: σικύοις PF: simile cucumeris Dl: ὀρόβοις Orib.: κυάμοις RHADi cf. Salm. exerc. Pl. 188 ὁμοίοις P: ὅμοιος reliqui μέλας] μέγας Orib.: ἐρυθρός CADi (superscr. A2): ἐρυθρὸς ἢ μέλας N: semen ipsum rotundum est et nigrum Dl) [*](11 C fol. 334r: N fol. 158 οἱ δὲ ξιφίδιον καλοῦσιν om. C ξιφιδι . . (2 litt. evanidis) N καλοῦσι om. HA post ξιφ. add. οἱ δὲ βῶλον H) [*](12 C fol. 241v: N 114 mg. add. N (man. rec.) spatula fetida cf. M. S. spatula fetida herba est similis yreos, gladiolo vel xifion nisi quia fetet οἱ δὲ ξάνθιον, οἱ δὲ φιλ. om. NDiH ξάνθιον] ἐξανδριον C: correxi cf. Aet. I s. v. ξάνθιον . . . οἱ δὲ φιλάνθρωπον οἱ δὲ κακὸς om. C 13 ἴριμ] ἴριν R 14 cf. Tomaschek l. s. 30.)

187
μακρά, πυρρά, ποιοῦσα πρὸς τὰ ἐν κεφαλῇ τραύματα καὶ κατάγματα.

ἀνάγει δὲ καὶ ὀστᾶ καὶ σκόλοπας καὶ πᾶν βέλος 2 ἐπισπᾶται μετά ἀπονίας, μιγέντος αὐτῇ χαλκοῦ ἄνθους μέρους τρίτου καὶ κενταυρείου ῥίζης μέρους πέμπτου καὶ μέλιτος τοῦ αὐτάρκους· θεραπεύει δὲ καὶ οἰδήματα καὶ φλεγμονάς καταπλασσομένη μετ᾿ ὄξους. πίνεται δὲ καὶ πρὸς σπάσματα, ῥήγματα, ἰσχιάδας, στραγγουρίας, διαρροίας ἡ ῥίζα μετά γλυκέος τεθαλασσωμένου. ὁ δὲ καρπὸς οὐρητικώτατος ὅσον τριώβολον ποθεὶς σὺν οἴνῳ, τήκει δὲ καὶ σπλῆνα σὺν ὄξει ποθείς.