De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

14 περικλύμενον· οἱ δὲ σπληνίον, οἱ δὲ καὶ τοῦτο κλύμενον καλοῦσι. θαμνίσκος ἐστὶν ἀπλοῦς, ἔχων ἐκ διαστήματος φυλλάρια περιειληφότα αὐτόν, ὑπόλευκα, κισσοειδῆ καὶ παρὰ [*](14 RV: περικλύμενον· οἱ δὲ αἰγίνη, οἱ δὲ κλύμενον, οἱ δὲ κάρπαθον, οἱ δὲ σπλήνιον, οἱ δὲ ἡπατῖτις, οἱ δὲ ἑλξίνη. μείζων, οἱ δὲ κληματῖτις, οἱ δὲ ⟨ἀ⟩ἀμερσίνη, οἱ δὲ καλυκάνθεμον, προφῆτια πιλίον Ἀφροδίτης, Αἰγύπτιοι τουκού, Ἄφροι λαυάθ, Ῥωμαῖοι βούλουκρουμ μάϊους.) [*](5 SIM.: Pl. XXVI 131 D. eup. II 29 (239) — eup. II 48 (260) — eup. II 82 (293) — eup. I 210 (203) — Pl. XXVI 140.) [*](9 SIM.: Pl. XXVII 120 (e S. N.).) [*](9 EXC.: Orib. XII s. v. (περικλύμενον — θάμνοις); Gal. XII 98 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes s. v. περικλύμενον.) [*](1 δὲ (pr.) ἔχει E δὲ (alt.) ἔχει Di ad rem cf. Di folliculos super ipsa virga duos sibi cohaerentes, similes iridi et polirodio 2 καὶ] ἢ Orib.Di 3 τὸ ὅλον E 5 ἀναγωγὴν Di 6 στύφων καὶ ψύχων Di (e R) 7 θυλάκια FHEDl: φύλλα RP: φύλλα λεῖα ἢ τὰ θυλάκια Di cf. Pl. XXVI 140 folliculi clymeni recentibus plagis inponuntur νευρωτρώτοις E 8 μέχρι τῆς ADi ἐπουλώσεως FHADi) [*](9 num. cap. υπϚ ODi: ιδ E tit. περὶ περικλυμένου FHADi post περικλ. syn. e R add. Di: post σπλήνιον A: mg. H2 οἱ δὲ καὶ τοῦτο κλύμενον καλ. om Dl 10 δὲ ἐστιν Orib. ἔχων καυλὸν τετράγωνον καὶ add. Orib. (e cap. antecedenti) cf. Pl. periclymenon fruticat et ipsa ex intervallo duo folia habens subcandida, mollia διαστημάτων CDi 11 ὑπερειληφότα R αὑτὸν P: αὐτὸν reliqui: fort. αὑτά) [*](12 C fol. 278v: N 124: mg. add. N (m. rec.) volubilis αἰγίνη] Lonicera caprifolium hodie vocatur κλύμον libri: correxi 13 κάρπαθον] cf. Pl. XXXII 58: vulgo κάρπασον οἱ δὲ σπλήνιον om. H ΕΠΕΤΗΤΗϹ R: ἐπετῖτις Di: ἐπετίτης HA: correxi (cf. D. IV 13. 142. 179) 14 μερσίνη R: μυρσίνη HA: μεργίνη Di: correxi cf. D. IV 13. 39 καυλακάνθεμον C: καλικάνθεμον A 15 πιδιον C: πήλιον HA τοῦκον Di: τούρκον H: τούκους A Ἄφροι λανάθ AHDi (post syn. Rom. transpos.) cf. Löw l. s. 408)

180
τὰ φύλλα ἐκβλαστήσεις, ἐφʼ ὧν καρὸς κισσῷ παραπλήσιος, οἱονεὶ ἐπικείμενος τῷ φύλλῳ, σκληρὸς καὶ δυσαπόσπαστος, ῥίζα παχεῖα φύεται ἐν ἀρούραις καὶ φραγμοῖς, περιελίττεταί τε τοῖς πλησιάζουσι θάμνοις.

2 τούτου ὁ καρπὸς πέπειρος συλλεγεὶς καὶ ξηρανθεὶς ἐν σκιᾷ πίνεται μετʼ οἴνου δραχμῆς μιᾶς ὁλκὴ ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ σπλῆνα ἐκτήκει καὶ κόπον λύει καὶ ὀρθόπνοιαν ὠφελεῖ καὶ λυγμόν, οὖρόν τε ἄγει ἀπὸ τῆς ἕκτης ἡμέρας αἱματῶδες· ἔστι δὲ καὶ ὠκυτόκιος. τὴν αὑτὴν δὲ καὶ τὰ φύλλα δύναμιν ἔχει· ἐπὶ ἡμέρας δὲ τριάκοντα ἑπτὰ ποθέντα ἀγόνους ποιεῖν ἱστορεῖται, συναλειφόμενα δὲ μετ᾿ ἐλαίου ἐπὶ τῶν περιόδων τά φρικία παραιτεῖται.