De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

134 ἀδίαντον· οἱ δὲ πολύτριχον· φυλλάρια ἔχει ὅμοια κοριάνδρῳ, [*](133 RV: ζῳόνυχον· οἱ δὲ ἀετώνυχον, οἱ δὲ λεοντοπόδιον, οἱ δὲ κῆμος, οἱ δὲ ἴφυον, οἱ δὲ κατανάγκην, οἱ δὲ δαμναμένη, οἱ δὲ ἰδιόφυτον, οἱ δὲ φυτοβασίλειον, οἱ δὲ κροσσίον, οἱ δὲ κροσσόφθοον, προφῆται αἷμα κροκοδείλου, οἱ δὲ κροκομέριον, Αἰγύπτιοι δαφνοινές, Ῥωμαῖοι Μινέρβιουμ, οἱ δὲ Ἰόουις μάνους, οἱ δὲ Παλλάδιουμ, οἱ δὲ φλάμμουλα.) [*](6 SIM.: Theophr. h. pl. VII 14, 1. Pl. XXII 62 sq. (e S. N) cf. schol. Theocr XIII 40 (e Crat.) schol. Nic. Ther. 846.) [*](6 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀδίαντον — ἄχρηστος); cf. Gal. XI 814 (= Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 14 (e D. lat, unde Isid. XVII 9 67); Ps. Ap. 48. 52 (= Ps. Orib. I 40 cf. Mai VII 442); Hes. s. v. ἀδίαντον et καλότριχον.) [*](1 στενά, ἰσχυρά om. R: ἰσχυρά om Di: ἰσχυρῶς E: folia habet angusta et fortia Dl τεττάρων PE: τεσσάρων reliqui ἢ addidi e Di: om. reliqui: ἢ καὶ τριῶν om. EDl 2 εὐωδέστερα O at cf. Dl folia habet . . . lanosa quae circa radices sunt τὰ om. RDi τὴν ῥίζαν FHA δὲ om. H 3 καυλῶν EDi ὥσπερ REDi: ὥστε F τετρημένα PEDl: τετμημένα reliqui post τετρημένα habent ἄνθη μήλινα (μέλανα Di, post χνοῦν transpos. N)· ὁ καρπὸς δὲ αὐτοῦ δυσθεώρητος RDi 4 περικείμενον EFH αὐτῷ post περικεχ. add. REDi ῥίζα δʼ ὅπεστι RDi πικρὰ καὶ μικρὰ E (πικρὰ καὶ eras. E2): radix est illi amara Dl φασὶν δὲ ταύτην περιαπτομένην φύματα διαφορεῖν C: φασὶν δὲ αὐτήν εὐχρηστεῖν φίλτρῳ N: φασὶ δὲ καὶ ταύτην εὐχρηστεῖν φίλτρῳ τεριαπτομένην καὶ φύματα διαφορεῖν Di 5 φίλτρον F) [*](6 num. cap. χϚ O: χζ Di: ρλα E tit, περὶ άδιάντου FHADi cap. bis habet R s. v. καλλίτριχον et s. v. ἀδίαντον ἕτερον (ubi cum cap. insequ. conflatum est) post πολύτριχον syn. e R add. DiA, mg. H2 κοριάνδρῳ ὅμοια (ἐμφερῆ R) ROrib.EDi κοριάννῳ COrib.: κορυάνδρω A) [*](7 C fol. 123v: N 46 marg. add. N (man. rec) flamula ζωόνυχον RDi ἀετόνυχον R 8 οἰ δὲ ἴφυον om. CDi: ἰφεον N: correxi coll. Theophr. h. pl. VI 6, 11 Arist. Thesm. 910. Hes. s. v. ἰφύα οἱ δὲ κατανάγκην om. Di cf. D. IV 131 9 φυτοβασίλιον libri: correxi κρόσσιον RDi cf. D. IV 131 κροσσόφθοον CDi: κροσόφθοον N: suspectum 10 κροκοδίλου C κροκομέριον CDi: κροκοπέριον N: suspectum 11 δαφνοινες libri: suspectum μεινερβιουμ N: μινερκιούμ Di cf. Herm. XXXIII 403 ΝΕΟΟΥϹΜΑΤΟΥϹ (sic) R: νεοουμάτους Di: correxi cf. D, IV 131 12 Latini flammulam vocant Veneris (sc. leontopodium) Ps. Ap. 8 (Ack.))

279
ἐπεσχισμένα ἐπʼ ἄκρου, τὰ δὲ ῥαβδία, ἐφʼ ὧν ἐκπέφυκε, μέλανα ἰσχυρῶς, λεπτά, σπιθαμιαῖα· οὔτε δὲ καυλίον οὔτε ἄνθος οὔτε καρπὸν φέρει· ῥίζα ἄχρηστος.

[*](134 RV: ἀδίαντον· οἱ δὲ πολύτριχον, οἱ δὲ τριχομανές, οἱ δὲ ἐβενότριχον, οἱ δὲ ἄργιον, οἱ δὲ κόριον ἔνυδρον, Αἰγύπτιοι ἐπυέρ, Ῥωμαῖοι κιγκιννάλις, οἱ δὲ τέρραι καπίλλους, οἱ δὲ σουπερκίλιουμ τέρραι, Δάκοι φιθοφθέθελα φύονται (sc. ἀδίαντον et ἀδίαντον ἕτερον) ἐν παλισκίοις καὶ περὶ τὰ ἔνυγρα· ῥαβδία δέ ἐστιν μέλανα, λεῖα, στίλβοντα, φύλλα ὅμοια πτέριδι, μικρά, λεῖα· τὸ δὲ ἕτερον τὰ φύλλα φακοειδῆ, ἐναντία ἀλλήλοις ἐπὶ τῶν ῥαβδίων· οὔτε δὲ καυλὸν οὔτε ἄνθος φέρει· ῥίζαι ἄχρηστοι.)[*](καλλίτριχον· οἱ δὲ πολύτριχον, οἱ δὲ τριχομανές, οἱ δὲ ἀδίαντον, οἱ δὲ ἐβενότριχον, οἱ δὲ πτέριον, οἱ δὲ εὔπτερον, οἱ δὲ ἄργιον, οἱ δὲ κόριον τὸ ἐν ὕδασιν, Αἰγύπτιοι ἐπυέρ, Ῥωμαῖοι κιγκιννάλις, οἱ δὲ πίννουλα, οἱ δὲ τέρραι καπίλλους οἱ δὲ σουπερκίλιουμ τέρραι, Δάκοι φιθοφθέθελα.)[*](4 Ps. Apul. 48. 52.)[*](1 ἀπεσχισμένα Orib. ἐπ᾿ ἄκρῳ Orib.A: foliis μὲ coriandrum scissis in summitate Ps. Ap. τὰ δὲ om. R ῥαβδία R: καυλία reliqui: κλωνία schol. Theocr. l. s. ἐφʼ ὧν ἐκπέφυκε om. R ἀφʼ ὧν Orib. ἐκπέφυκε Orib.EDi: πέφυκε reliqui cf. D. IV 137 2 ἰσχυρά O λεπτά] om. Orib.: λεῖα R σπιθαμιαῖα] δισπηθαμιαῖα E: στίλβοντα R post σπιθαμιαῖα add. e R στίλβοντα, φύλλα ὅμοια πτέριδι, μικρὰ λίαν DiA (superscr. H2) οὔτε δὲ καυλίον om. Orib. καυλίον PV: καυλὸν reliqui 3 οὔτε καρπὸν om. R cf. schol. Theocr. καυλὸν δʼ οὐκ ἔχει οὐδὲ ἄνθος οὐδὲ καρπόν (e Crat.))[*](4 C fol. 42r: N 14 cf. Ps. Ap. 52 nomen herbae polytricum a graecis dicitur adiantos, alii polytricon, alii tricomanes, alii ebenetricon (LL1) 5 ἄγριον NDi: ἄγριον C: ἄγρειον A (ἄγριον superscr. A2) cf. Hes. s. v. ἄργιος ἔνυγρον NHADi post ἔνυδρον add. μέσον θερμοῦ καὶ ψυχροῦ A (del. A2) 6 ἐπιέρ HADi: Aegyptii ethuc vocant Ps. Ap. (αἰπυερ C fol. 158r) κινκινναλες C: κινκιναλίς N: Romani cincinnalem dicunt Ps. Ap. (L) τερρεκαπίλλους (υ superscr. m. rec) C: τερεκαπίλους HA: τερρακαπίλλους Di: alii terrae capillow Ps. Ap. περκιλιουμτέρας Di: σουπερκιλλιουμτέρε marg. add. A2: alii supercilium terrae Ps. Ap. 7 ΦΙΘΟΦΘΑΙΘΕΛΑ C: φιθοφθεθελά reliqui cf. Tomaschek l. s. 33 8 συσκίοις C. πανισκίοις N 9 λεῖα N: λίαν C 10 λίαν C τοῖε φύλλοις R 11 δὲ om. C 12 post ἄχρηστοι sequ. quae D. de virtute medica adianti tradit 13 C fol. 158: N 20 marg. add. N (man. rec) kallitrichon capillus Veneris cf. Isid. l. s. (A. Mai VII 442), Herm. XVIII n. 450. 545 14 εὔπτερον] ὀπτερον N: πτερον (post κόριον τὸ ἒν ὅδ. transpos) C: corr. darc. cf. D. IV 135 15 ἄργιον N: ἄγριον C αἰπυερ C 16 κινκιναλις N πινουλα R: corr. 17 φιθοφθαιθελα CN)
280

δύναται δὲ τὸ ἀφέψημα τῆς πόας βοηθεῖν πινόμενον ἀσθματικοῖς, ἰκτερικοῖς, σπληνικοῖς, δυσουροῦσι· θρύπτει δὲ καὶ λίθους καὶ κοιλίαν ἵστησι καὶ θηριοδήκτοις βοηθεῖ καὶ στομάχου ῥεύματι σὺν οἴνῳ ποθέν· κινεῖ δὲ καὶ ἔμμηνα καὶ λοχεῖα, ἵστησι καὶ αἵματος ἀναγωγήν.

2 καταπλάττεται δὲ καὶ πρὸς θηριώδη ἔλκη καὶ ἀλωπεκίας δασύνει, χοιράδας σκορπίζει, ἀποσμᾷ πίτυρα καὶ ἀχῶρας σὺν κονίᾳ. σὺν λαδάνῳ δὲ καὶ μυρσινίνῳ καὶ σουσίνῳ ἢ καὶ ὑσσώπῳ καὶ οἴνῳ τρίχας ῥεούσας παρακρατεῖ, καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτοῦ σὺν οἴνῳ καὶ κονίᾳ σμηχόμενον. ποιεῖ δὲ καὶ τούς ἀλεκτρυόνας καὶ τούς ὄρτυγας μαχίμους εἶναι μειγνύμενον τῇ τροφῇ· φυ|τεύεται δὲ ἐπʼ ὠφελείᾳ [*](1 Pl. l. s. 65 D. eup. II 39 (251) — [Hipp] περὶ τῶν ἐντ. π. 35 (VII 256 L) Pl. l. s. 65 eup. II 56 (267) — Pl. l. s. 65 eup. I 60 (272) — [Hipp] περὶ δ. II 54 (VI 562) Theophr. l. s. Pl. 65 — Pl. 34 eup. II 111 (308) — Pl. 64 eup. II 47 (258) — Nic. Th. 846 (ex Apollod.) Pl. 65 eup. II 117 (318) — [Hipp.] π. γ. φ. 32 (VII 348. 358) Pl. 65 eup. II 76 (287) — Pl. 65 eup. II 29 (238) — Pl. l. s. 64 — Pl. l. s. 62 — Pl. 64 eup. I 95 (140) — Pl. 64 eup. I 154 (172) — Pl. 64 eup. I 105 (146) — Theophr. l. s. Pl. 62 eup. I 96 (141) Gal. XIV 502. XII 435 cf. Alex. Trall. I 451 — Pl. l. s. 65.) [*](1 δύναμιν PV post πόας c. 14 litt. eras. E2 πινόμενον βοηθεῖν CDi 2 ἀσθματικοῖς δυσπνοικοῖς DiDl: ἀσθματ. καὶ δυσπν. E σπληνικοῖς om. RDlPs. D. de h. fem. δυσουριῶσιν E 3 καὶ (alt.) om. R κοιλίαν δὲ E καὶ θηριοδήκτοις] κυνοδήκτοις τε R (λυσσοδήκτοις supnrscr. A2) cf. Dl morsus caninos sanat: Ps. D. de h. f. trita cum uino et pro cataplasmate inposita stomacho, canis morsui et serpentium medetur: fort. καὶ 〈κυνοδήκτοις τε〉 καὶ θηριοδήκτοις 4 σὺν οἴνῳ ποθέν] σὺν αἵματος (sic) R ποθέν] om. E: πινόμενον Di κινεῖ] ἄγει EDi δὲ om. HA 5 λόχια RE ἴστησι δὲ FHDi ἀγωγάς R (ἀναγωγάς N s. v. ἀδίαντον) 6 θηριώδη 0R (s. v. καλλίτριχον): θηριοδήκτους E: morsibus venenatis opitulatur Dl: θηριόδηκτα R (s. v, ἀδίαντον Di ἕλκη addidi: ὠμὴ post θηρ. add. Di χοιράδας δὲ E σκορπίζει] διαφορεῖ R: σκορπίους A (del. A2) 7 ἀποσμᾷ] καὶ ἀποστήματα R: ἀποστήματα F: ἀπωθεῖ V: ἀποσμήχει E μυρσίνῳ RE: om. Dl post μυρσινίνῳ haec habet E καὶ οἰσύπω ἢ σουσίνω καὶ οἴνω 8 ἢ καὶ ὑσσώπῳ om. RDl Ps. D. de h. f. at cf. D. eup. I 96 (141) τὰς δὲ ῥεούσας τρίχας ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ἵστησιν ἀδίαντον λεῖον σὺν λαδάνῳ καὶ οἴνῳ καὶ ὑσσώπῳ (οἰσύπῳ coni. Sarac.) καὶ μυρσινίνῳ περιχριόμενον post σουσίνῳ haec habet R κοινῶς σμηχόμενον καὶ ἀλειφόμενον ἐν κεφαλῇ ποιεῖ γυναικείας τρίχας αὔξεσθαι 9 post παρακρατεῖ iaec abet Di ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς παντοῖα πίτυρα τὰ περὶ τὸ σῶμα καὶ κεφαλὴν τὸ ἀφέψημα αὐτοῦ σῦν κονίᾳ καὶ οἴνῳ σμηχόμενον cf, D] elixatura eius addito cinere et vino id(em) prestat 10 δὲ om. EHADi 11 μαχιμωτέρους (om. εἶναι) REDi post φυ extrem. fol. 121v vocab. unum cod. P folium deest φυτεύεται —   μάνδραις om. R δὲ καὶ E ἐπ᾿ ὠφελίαις E)

281
προβάτων ἐν ταῖς μάνδραις. φύεται δὲ ἐν παλισκίοις τόποις καὶ τοίχοις ἐνίκμοις καὶ περὶ τάς κρήνας.

135 τριχομανές, οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἀδίαντον καλοῦσι· κατὰ τούς αὐτοὺς φύεται τόπους. ὅμοιον πτέριδι, μικρὸν λίαν, στοιχηδὸν ἐξ ἑκατέρου τὰ φύλλα ἔχον λεπτά, φακοειδῆ, ἐναντία ἀλλήλοις ἐπὶ ῥαβδίων λεπτῶν καὶ στρυφνῶν, παραστιλβόντων ὑπομελάνων.

δοκεῖ δὲ τὰ αὐτὰ δύνασθαι τῷ προειρημένῳ.

136 ξάνθιον· οἱ δὲ φάσγανον, οἱ δὲ ἀντιθέσιον, οἱ δὲ χάσκανον, οἱ δὲ χοιραδόλεθρον, οἱ δὲ καὶ ταύτην ἀπαρίνην [*](135 RV: ἀδίαντον ἕτερον· οἱ δὲ τριχομανές, οἱ δὲ πτέριον, οἱ δὲ εὔπτερον, Ῥωμαῖοι καπιλλάρεμ, οἱ δὲ πίννουλαμ, οἱ δὲ φιλίκλαμ.) [*](136 RV: ξάνθιον· οἱ δὲ φάσγανον, οἱ δὲ χοιραδόλεθρον, οἱ δὲ καὶ ταύτην ἀπαρίνην καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι λάππαμ.) [*](3 SIM.: Theophr. h. pl. VII 14, 1 Plin. XXVII 138 (e S. N. — Crat.)) [*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (τριχομανές — ὑπομελάνων); cf. Ps. Ap. 48. 52.) [*](9 EXC: Orib. XII l. s. (ξάνθιον — ἱματίων) cf. Gal. XII 87 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](1 δὲ] καὶ E παλισκίοις καὶ ἐλώδεσι τόποίς DiDl τόποις om. REVFH post τοίχοις add. ἀχυρώδεσιν R: ἀντρώδεσιν καὶ ἑλώδεσιν ἐνίκμοις om. VFHA at cf. Pl. XXII 63 mg. add. ἢ ἐπὶ τὰς πηγάς V) [*](3 num. cap. χζ FHA: χη Di: ρλβ E tit. περὶ τριχομανοῦς FHADi ἀδίαντον ἕτερον R. ἀδίαντον ἄλλο, οἱ δὲ τριχομανές rib. post τριχ. syn. e R add. DiA, mg. HG κατὰ — τόπους om. Orib.: φύεται κατὰ Di 4 τόπους φύεται E μικρὸν Orib.Di: μακρῶ V: μακρὰ FE: μακρὸν H (corr. H2): trichomanes adianto similis est, exilius modo Pl. λίαν] λεῖον NOrib.Dl 5 ἑκατέρου μέρους EDi ef. Theophr. φύλλα δὲ μικρὰ σφόδρα καὶ πυκνὰ καὶ πεφυκότα κατʼ ἀντικρὺ ἀλλήλων 6 ῥαβδίων μικρῶν 0rib. cf. Dl cui hastae sunt minutae, tenerae et nigrae λεπτῶν καὶ στιλπνῶν καὶ στρυφνῶν ὑπομελάνων Di παραστιλβόντων] om. Orib.EDl: παραστιλβων VFHA: correxi 7 ἀπομελάνων (in mg. corr. pr. m.) Orib.) [*](9 num. cap. χη FHA: χθ Di: ρλγ E tit. περὶ ξανθίου HADi post ξάνθιον syn. e R add. Di, syn. Rom. mg. H2 ξάνθιον ἢ φάσγανον (rel. syn. om) Orib. οἱ δὲ φάσγανον — ἀντιθέσιον om. E δὲ (pr.)] μὲν A οἱ δὲ ἀντιθέσιον om. V 10 χοιραδώλεθρον FHADi: χοιρατόλεθρον E) [*](11 C fol. 43r: N 14 ἀδίαντον ἐτερον· οἱ δὲ om. HADi οἱ δὲ (alt.)) οἱ μὲν A 12 ὄπτερον RHADi: corr. Marc. καπιλαρέμ HA: iidem herbam capillarem Ps. Ap. 48 ἀπινουλαμ C: πινουράμ H: σινουράμ A 13 φυλικλάμ A) [*](14 C fol. 242v: N 114 χυραδάλαιθρον C: χοιραδάλεθρον N. χοιραδώλεθρον Di 15 κὐτήν C λάππα DiH2)

282
ἐκάλεσαν φύεται ἐν εὐγείοις τόποις καὶ λίμναις ἀνεξηραμμέναις. καυλὸν δὲ ἔχει πηχυαῖον, λιπαρόν, γωνιοειδῆ καὶ ἀπʼ αὐτοῦ μασχάλας πλείονας, ἀνδραφάξει δὲ τὰ φύλλα ἐμφερῆ, ἐντομάς ἔχοντα, καρδάμῳ δὲ τὴν ὀσμὴν παραπλήσιον· καρπὸν δὲ στρογγύλον, ὡς ἐλαίαν μεγάλην, ἀκανθώδη ὡς πλατάνου σφαῖραν, ἀντιλαμβανόμενον ἱματίων κατὰ τὴν ψαῦσιν.

2 δύναται δὲ ὁ καρπός, πρὶν τελείως ξηρανθῆναι, συλλεγεὶς καὶ κοπεὶς ἀποτεθείς τε εἰς κεραμεοῦν ἀγγεῖον τρίχας ξανθὰς ποιεῖν, ἐάν τις ἐπὶ τῆς χρήσεως λαβών τρυβλίου πλῆθος ἐξ αὐτοῦ διείς τε ὕδατι χλιαρῷ καὶ προεκνιτρώσας τὴν κεφαλὴν καταπλάσῃ· τινὲς δὲ καὶ μετʼ οἴνου κόψαντες αὐτὸ ἀποτίθενται. καταπλάσσεται δὲ καὶ πρὸς οἰδήματα ὁ καρπὸς ἐπιτηδείως.

137 αἰγίλωψ· βοτάνιόν ἐστι φύλλα ὅμοια ἔχον πυρῷ, [*](137 RV: αἰγίλωψ· οἱ δὲ αἰγιλάδην, οἱ δὲ σιτόσπελλος, οἱ δὲ ἀκρόσπελλος, οἱ δὲ σιφών〈ιον〉, οἱ δὲ βρόμος, Ῥωμαῖοι ἀβήναμ, Ἄφροι γυμμάθ.) [*](7 SIM.: D. eup. I 98 (143) cf. I 145 (167).) [*](13 SIM.: Pl. XXV 146 (e S. N.) cf. Theophr h. pl. VII 13, 5. VIII 8, 3. 9, 2. 11, 8 de caus. pl. IV 16, 2.) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (αἰγίλωψ — ἐκπεφύκασι); Gal. XI 815 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VIII 3 s. v.) Hes. s. v. αἰγίλωψ (e D. gl.).) [*](1 τόποις om. ROrib. ἀνεξηραμέναις FHADi, om. ROrib., del. A2 2 δὲ om. Orib.Di πηχυαῖον om. ROrib.Dl γωνιώδη R ἐπ’ αὐτοῦ Orib.DlDi 3"μασχαλίδας Orib.EDl: μασχάλας reliqui ἔχει δὲ τὰ φύλλα ἐμφερῆ ἀνδρ. E ἀτραφάξει Orib., corr. H2 δὲ om. 0rib. ἐμφερῆ ἔχει Di 4 παραπλησίαν E καρπὸν δὲ ἔχει E 5 με (pr.)] ὡσὰν Orib.R cf. D. IV 72 ἐλαία μεγάλη R 6"σφαιρία ROrib.E mg. add. Di (man. rec.) ξάνθιον φύλλά ἐμφερῆ στρύχνῳ, καρπὸν κωνοειδῆ ἀκανθώδη (unde?) ἐνλαμβανομένη RE (corr. E2): ἐνλαβανόμενον Orib. τῶν ἱματίων EDi: ἱματίοις R 7 δὲ] γὰρ R πρὶν ἢ ER: πλὴν Di (πρὶν superscr. M) συναχθεὶς R 8 καὶ ἀποτεθεὶς (om. τε) REDi post ἀποτεθεὶς c. 6 litt. eras. E2 κεράμιον V ξανθὰς τρίχας DiA 10 καταπλάσῃ EDi: καταπλάσσῃ reliqui 11 αὐτὰ RE (corr. E2)) [*](13 num. p. χθ FHA: χι Di: ρλδ E tit. περὶ αἰγίλωπος HADi post αἰγίλωψ syn. add. Di, mg. H2 φύλλα πυρῷ ἔχον ὅμοια FHADi: φύλλα ὅμοια πυρῷ ἔχον C (fol. 127v) NE) [*](14 cap. bis habet C s. v. αἰγίλωψ fol. 57r et s. v. ἠγίλωψ fol. 127v: N 13 effigiei herb. pictae (fol. 56v) adscr. C (m. rec.) κοινῶς ἀλογοπνίκτης ΑΠΙΑΔΗΝ C. ἀπιάλην N: om. reliqui: correxi σιτόσπελος HDi: suspectum οὶ δὲ ἀκρόσπελλος om. HDi 15 σίφων RHDi: correxi cf. D. II 116 ἀβηνά HDi 16 Ἀφροι γυμμάθ om. HDi cf. Low l. s. 406)

283
μαλακώτερα δέ· ἐπʼ ἄκρας δὲ τῆς κεφαλῆς ὁ καρπός, ἔχων δύο ἢ τρία ἔλυτρα, ἐφʼ ὧν ἀθέρες οἱονεὶ τρίχες ἐκπεφύκασι. θεραπεύει δὲ ἡ πόα μετὰ ἀλεύρου καταπλασθεῖσα αἰγιλώπια καὶ σκληρίας διαφορεῖ· ἀποτίθεται δὲ ὁ χυλὸς αὐτῆς πρὸς τὰ αὐτά, μιγεὶς ἀλεύρῳ καὶ ξηρανθείς.

137 RV: βρόμος· οἱ δὲ σιφώνιον. οἱ δὲ ἀκρόσπελλος, Ῥωμαῖοι ἀβήναμ, Ἄφροι γυμμάθ· πόα ἐστὶν αἰγίλωπι ἐμφερής, δύναμιν ἔχουσα ἐπιξηραντικήν· ἀφεψηθεῖσα δὲ σύν ταῖς ῥίζαις μεθʼ ὕδατος, ἕως ἂν εἰς τρίτον ἔλθῃ τὸ ἀπόζεμα, καὶ διυλίσας αὐτὸ ἐπίμισγε μέλι τοσοῦτον καὶ ἕψε, ἕως γένηται πάχος ἔχον ὑγροῦ μέλιτος, καὶ ποιεῖ ἐπὶ τῶν ὀζαινικῶν, εἰ βρέχων ὀθόνιον προστίθης τῳ μυκτῆρι, καὶ καθʼ ἑαυτὸ δὲ ποιεῖ οὕτως· τινὲς δὲ καὶ ἀλόην λειώσαντες παρεμμίσγουσι καὶ οὕτως χρῶνται. ποιεῖ δὲ καὶ μετὰ ῥόδων ξηρῶν ἀφεψηθεὶς σύν οἴνῳ πρὸς τὰς τοῦ στόματος δυσωδίας.

138 γλαύξ· κυτίσῳ ἢ φακῷ τὰ φυλλάρια ἔοικεν, ὧν τὰ κάτωθεν λευκότερα, τὰ ἄνωθὲν δὲ χλωρά· κλωνία δὲ ἐὶ ἐπὶ γῆς [*](3 SIM.. Pl. l. s. D. eup. I 54 (117). Arch. (Gal. XII 821). Aet. VII 86.) [*](16 SIM.: Pl. XXVII 82 (e S. N.) — Zop. (Orib. II 596) Pl. l. s. eup. I 138 (163).) [*](16 EXC.: Orib. XI s. v. (γλαύξ — θάλατταν); Gal. XI 857 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. γλαύξ.) [*](1 ὑπʼ ἄκρου NEV δὲ (alt.) om. ROrib. E (add. E2) καρπὸν ἔχων τρεῖς ἢ καὶ τέσσαρες [τρία ἢ καὶ τέσσαρα N), ἐνίοτε καὶ ἐρυθρά R: καρποὺς δύο ἔχον ἢ τρεῖς ἐρυθροὺς Orib.: καρποὺς ἔχων δύο ἢ καὶ (om. Di) τρία ἐρυθρούς E (corr. E2) Di: superius capitellum est, in quo seminis grana sunt obrufa, duo vel tria Dl ad ἀθέρες schol. Paris. Orib. (lI 743 D.) ἀθέρες κυρίως τῶν ἀσταχύων τὸ ἐπʼ ἄκρου λεπτότατον· ἐντεῦθεν καὶ τοῦ ἠκονημένου σιδήρου τὴν ἀκμὴν ἀθέρα ἔλεγον 3 αἰγίλωπας R (αἰγίλωπα C fol. 127v) 4 καὶ σκληρίας διαφορεῖ om. R ὁ χυλὸς αὐτοῦ S: αὐτῆς EC (fol. 57r): αὐτῆς om. reliqui) [*](6 sequ. in Di cap. ψια· περὶ βρώμου e R (C fol. 80v: N 33) interpolatum, mg. add. H2 (post II 116) βρῶμος ἡ πόα Di: βρῶμος ἕτερος H2 ἀκρόσπελος CDiH2: ἀκρόσπελον N 7 ἀβηνα N: ἀβενάμ H: ἀβινάμ Di γαμμαθ H2 8 ἔχουσα δύναμιν ξηραντικήν N ἀφεψηθεῖσαν Di δὲ] οὖν Di 9 ἂν om. CHDi εἰς τρίτον ἔλθῃ R: ἀποτριτωθῇ reliqui καὶ om. Di 10 αὐτὴν H2 μέλιτος N μέχρις ἂν σχῇ πάχος ὑγροῦ Di 11 εἰ post ὀθόνιον tanspos. H2 12 ἔνιοι Di δὲ] μέντοι CHDi 13 παραμίσγουσι H2Di οὕτω H2Di 14 καὶ om. H2 σὺν om. R) [*](16 num. cap. χι FHA: χιβ Di: ρλε E tit. περὶ γλαυκός HADi κυττισῷ H: κυτίσσῳ P φύλλα Orib Di 17 τὰ addidi ἐπὶ γῆς FHE (post γῆς c. 7 litt. eras. E2): ἀπὸ γῆς Orib.DiH2: terrae porrectaw Dl: rami in terra serpunt quini seni admodum tenues a radice Pl. ef. D. IV 61 γῆς] abhinc habemus cod. P, cuius incipit fol. 122)

284
ἀφίησι πέντε ἢ ἓξ λεπτά, σπιθαμιαῖα ἀπὸ τῆς ῥίζης· ἄνθη λευκοίοις ὅμοια, μικρότερα δέ, πορφυρᾶ φύεται παρὰ θάλατταν.

αὕτη ἑψομένη μετὰ ἀλεύρου κριθίνου καὶ ἁλὸς καὶ ἐλαίου καὶ ῥοφηθεῖσα γάλα σβεννύμενον ἀνακαλεῖται.

139 πολύγαλον· καυλίον σπιθαμιαῖον ἔχον φύλλα φακοειδῆ, τῇ γεύσει ὑπόστρυφνον. ποθὲν δὲ καὶ τοῦτο γάλα δοκεῖ πλεῖον ποιεῖν.

140 ὄσιρις· φρυγάνιον μέλαν, λεπτόν, ῥαβδίον δύσθραυστον, καὶ περὶ αὐτὸ φυλλάρια ὥσπερ λίνου, μέλανα· σπερμάτια δὲ μέλανα κατ᾿ ἀρχάς, μεταβάλλοντα δὲ ὑπέρυθρα γίνεται. ταύτης τὸ ἀφέψημα πινόμενον ἰκτέρῳ βοηθεῖ· ποιεῖται δὲ καὶ σάρα ἐξ αὐτῆς.

141 ἐχῖνος· φύεται παρὰ ποταμοῖς καὶ κρήναις. φύλλα [*](139 RV: πολύγαλον.) [*](5 SIM.: Pl. XXVII 121 (e S. N.) — Zop. (Orib. II 596, ubi πολύγονον corrige) Pl. l. s. D. eup. I 138 (163).) [*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (πολὑγαλον — ὑπόστρυφνον); cf. Gal. XII 105 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](8 SIM.: Pl. XXVlI 111 (e S. N.) — Pl. l. s. eup. II 57 (269).) [*](8 EXC.: Orib. XII s. v. (ὄσιρις — γίνεται) cf. Gal. XII 93 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](13 SIM.: Pl. XXIII 131 (e S. N); schol. Nic. Th. 647 (e Diocle cf. FMGr. I 149) cf. Wellmann II 23.) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. (ἔρινος — πέταλα); de virt. med. cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v. ἔρινος; Gal. XI 880 s v. ἐχῖνος (unde Paul. Aeg. VII 3 s v.)) [*](1 ἀνίησι EADiH2 2 μικρότερα δὲ καὶ πολλὰ καὶ πορφυρᾶ E φύεται δὲ E 4 καὶ om, OE) [*](5 num. cap. χια O: χιγ Dl: ρλς E tit. περὶ πολυγάλου HADi initiο οἱ δὲ ὄσιριν add. Orib. θαμνίον ἐστὶ RDi: superscr. A: καυλὸν σπιθαμιαῖον ἔχει Orib.: καυλὸν ἔχει σπιθαμιαῖον E 6 τῇ addidi e N γεῦσιν C: γευομένῳ Orib. ὑποστύφον C: superscr. A2 post ὑπόστρυφνον c. 15 litt. eras, E2 δοκεῖ γάλα RE 7 ποιεῖν πλεῖον E) [*](8 num. cap. χιβ D: χιδ Di: ρλζ E tit. περὶ ὀσύριδος HADi ὄσειρις E: ὄσυρις HADi μέλαν] μέγα PAH (corr. H2) λεπτόρραβδον (alt. ρ om. Di) 0Di 9 post φυλλάρια mg. add. γ καὶ τέσσαρα E: τρία (γ A)· ἔστι δὲ καὶ (om. A) δ΄ ἢ ε΄ ἢ Ϛ΄ αὐτῆς (om. M)FHADi σπερμάτια δὲ μέλανα supplevi coll. Pl. l. s. semenque in ramulis nigrum initio, dein colore mutato rubescens 10 μεταβαλλόμενα HADi γίνονται FHADi 11 ταύτης — βοηθεῖ post αὐτῆς transpos. E ποιεῖται — αὐτῆς om. FHADiDl cf. Gal. l. s. 12 σάρα E: γάλα corr. E2) [*](13 num. cap. χιγ O: φα Di (cf. D. IV 28: ρλη E ἐχίνος PFA (ἔρινος corr. A2) Gal. l. s. (cf. Orib. 11 514): οἱ δὲ ἐχῖνος ὀρεινός mg. add. E2: ercinos Dl: erineon Pl.: ἔρινος reliqui cf. Nic. Th. 647, Orib. II 899 post ἐχῖνος syn. e R add. Di, mg. H2 καὶ κρήναις om. R) [*](14 C fol. 265r: N 125 πολύγαλλον C)

285
δὲ ἔχει ὠκίμῳ ὅμοια, μικρότερα δὲ καὶ ἐπεσχισμένα ἐκ τῶν ἄνωθεν μερῶν, κλωνία δὲ πέντε ἢ ἕξ, σπιθαμιαῖα, ἄνθη λευκά, καρπὸν δὲ μέλανα, μικρόν, στρυφνόν· ὀποῦ δὲ μεστός ἐστιν ὁ καυλός τε καὶ τὰ πέταλα.

τούτου ὁ καρπὸς δραχμῶν δυεῖν πλῆθος μιγεὶς πρὸς μέλιτος πλῆθος δραχμῶν τεσσάρων ἐγχριόμενος δεύματα ὀφθαλμῶν ἵστησιν. ὁ δὲ χυλὸς ὠτὸς πόνον παύει μετὰ θείου ἀπύρου καὶ νίτρου ἐνσταζόμενος.

142 μῖλαξ τραχεῖα· τὰ μὲν φύλλα ἔχει περικλυμένῳ ὅμοια καὶ κλήματα πολλά, λεπτά, ἀκανθώδη ὡς παλίουρος ἢ βάτος, ἐλίσσεταί τε περὶ τὰ δένδρα ἄνω καὶ κάτω νεμομένη καρπὸν δὲ ἔχει βοτρυοειδῆ, πεπανθέντα ἐρυθρόν, ὑποδάκνοντα [*](141 RV: ἔρινος· οἱ δὲ ὠκιμοειδές, οἱ δὲ ὑδρηρόν, Ῥωμαῖοι ὤκιμουμ ἀκουάτικουμ, οἱ δὲ μινῶρεμ.) [*](142 RV: σμῖλαξ τραχεῖα· οἱ δὲ ἡπατῖτις, οἱ δὲ καλυκάνθεμον, οἱ δὲ κυνόσβατον, οἱ δὲ ἀνίκητον, οἱ δὲ ἡλιόφυτον, οἱ δὲ ἀνατολικόν, οἱ δὲ δυτικόν, οἱ δὲ ἑλξίνη, οἱ δὲ κλύμενον, Αἰγύπτιοι λυιαθή, οἱ δὲ κόνυσσον, Ῥωμαῖοι μεργίνα, οἱ δὲ βούλουκρουμ λέντουμ, Θοῦσκοι ῥαδία.) [*](9 SIM.: Theophr h. pl. III 18, 11; Pl. XXIV 83 (e S. N.); XVI 153 (e Theophr — Hyg.)) [*](9 EXC.: de virt. med. cf. Gal. XII 78 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v. μῖλαξ) Hes. s. v. σμῖλαξ.) [*](1 δὲ (pr.) om. EHDi ὅμοια ὠκίμῳ E post δὲ (alt.) c. 9 litt. eras. E2 3 μικρόν om. RDi μεστὸν ἐστὶν τὸ καυλίον E 4 τε om. RADi τὰ om. PF 5 τούτων RDi πρὸς κυάθους μέλιτος τέσσαρας R: πρὸς κυάθοις μέλιτος τέσσαρσι Di: πρὸς μέλιτος δ E (mg. add. κοτύλας E2): μέλιτος δ΄ H at cf. Paul. Aeg. l. s. τοῦ καρποῦ β μετὰ μέλιτος δ ἐγχριόμεναι ῥεῦμα ὀφθαλμῶν ἱστᾶσιν 6 πλῆθος addidi δραχμῶν suspectum ἐγχριόμενος post ὀφθαλμῶν transpos. RDi 7 ὤτων EDi ἀπύρου om. RPEDiDl) [*](9 num. cap. χιδ D: χιε Di: ρλθ E tit. περὶ σμίλακος HA: περὶ σμίλακος τραχείας Di μῖλαξ PFPl.: σμῖλαξ reliqui cf. Sam. exerc. Pl. 733 post τραχεῖα syn. e R add. Di, mg. H2 ὅμοια περικλυμένῳ E 10 καὶ κλήματα δὲ E πάλουρος R: παλλίουρος FH 11 τε] δὲ R 12 ἔχει] φέρει REDi post βοτρυοειδῆ add. ὡς ἐπιφυλλίδα RDi, mg. A2: ὡς ἐπιφυλλίδας E πεπανθέντα δὲ Di (dittogr.)) [*](13 C fol. 107r: N 74 ὑδριρόν N 14 οἱ δὲ μινῶρεμ om. Di) [*](15 C fol. 124v: N 77 ζυιλαξ R ΕΠΑΠΗΤΗϹ R: ἐπάπιτις HADi: correxi coll. D. IV 13. 14 λύκανθαιμον CHADi. λυκανθημον N: correxi coll. D. IV 13. 14 16 οἱ δὲ κυνόσβατον om. N 17 ἑλξίνη] ΕΛΙΔΗ libri: correxi κλυτον R: om. HADi: correxi 18 λυειαθη C: αὐειαθη N: λυιαῆ Di: λυιαθί HA. οἱ δὲ κόνυσσον om. AHDi γεφγίνα libri: suspectum cf. D. IV 13. 14 οἱ δὲ βούλουκρουμ λέντουμ om. HDi, mg. add. A2)

286
ἠρέμα τῇ γεύσει, ῥίζαν σκληράν, παχεῖαν· φύεται ἐν τόποις ἑλώδεσι καὶ τραχέσι.

ταύτης τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς θανασίμων ἐστὶν ἀντίδοτα προπινόμενα καὶ ἐπιπινόμενα. παραδέδοται δʼ ὅτι, ἄν τις ἀρτιγενεῖ παιδίῳ τρίψας τι τούτων δῷ καταπιεῖν, ὐπʼ οὐδενὸς δηλητηρίου φαρμάκου βλαβήσεται· τέμνεται δὲ καὶ εἰς ἀλεξιφάρμακα.

143 μῖλαξ λεία· ὅμοια κιττῷ τὰ φύλλα ἔχει. μαλακώτερα δὲ καὶ λεπτότερα, τὰ δὲ κλήματα ὥσπερ ἡ πρὸ αὐτῆς, ἀκάνθας οὐκ ἔχοντα, λεῖα, ἐλίσσεταί τε περὶ τὰ δένδρα ὥσπερ καὶ ἡ ἑτέρα καρπὸν δὲ ἔχει ὥσπερ θέρμον, μέλανα, μικρόν, ἐπάνω ἔχοντα ἄνθη πολλά, λευκὰ κατὰ πᾶσαν τὴν κάλυκα, περιφερῆ· καὶ σκηναὶ θέρους διʼ αὐτῆς γίνονται· φυλλορροεῖ δὲ τῷ φθινοπώρῳ.

τούτου ὁ καρπὸς μετά δορυκνίου πινόμενος τριώβολον Ἀττικὸν ἑκατέρου ποιεῖν ἐνύπνια πολλὰ καὶ ταραχώδη ὁρᾶν ἱστορεῖται.

144 μυρσίνη ἀγρία οἱ δὲ ὀξυμυρσίνην, οἱ δὲ μυρτάκανθον, [*](143 RV: σμῖλαξ λεία.) [*](8 SIM.: Pl. XXIV 82 (e S. N.).) [*](8 EXC.: cf. Gal. XII 78 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.)) [*](18 SIM.: Pl. XXIII 165 (e S. N., aliis e Castoris copiis additis).) [*](18 EXC.: 0rib. XI s. v.: μυρρίνη ἀγρί ἢ ὀξυμυρρίνη, ἧε ὁ ἀσπάραγος (sic) νεοθαλὴς ἐσθίεται διουρητικὸς ὤν, καρπὸν ἔχει περιφερῆ, ἐρυθρὸν ἐν τῳ πεπαίνεσθαι, τὸ (τὸν P) ἐντὸς ἔχοντα [τὸ] ὀστῶδες.) [*](1 ἐν τῇ γεύσει REDi τραχεῖαν A (παχεῖαν superscr. A2) 2 ἐν τοῖς ἑλώδεσι καὶ τραχέσι τόποις E 8 ἀντίδοτος FHADi 4 παραδίδοται R ἄν O: ἐὰν reliqui ἀρρηγενεῖ R, superscr. A2 5 παιδὶ R τούτων τι τρίψας R: τρίψας τι τούτων Di: τρίψα τοῦτο (om. τι) O πιεῖν FHADi] 6 τέμνεται — ἀλεξιφάρμακα om. DiDl. ἀλεξιφάρμακον HA) [*](8 num. cap. χιε D: χιϚ Di: E tit. λεία F: περὶ σμίλακος λείας ADi: περὶ λείας σμίλακος H μῖλαξ PF: σμίλαξ reliqui τὰ φύλλα ὅμοια ἔχει κισσῷ R 9 λειότερα RDiA2 δὲ (alt.) om. R 10 λεῖα om. RDi τε] δὲ RDi: om. FHA τὰ om. O ὡς REDi ἡ προτέρα RDi 11 ἀεὶ δὲ ἐπάνω RDi: mg. add. A2: δὲ ἐπάνω E 12 τὰ ἄνθη (dittogr.) E λευκά, πολλά CEDi κατὰ πὰν τῆ σμειλακι ἐμφερεῖ E2 κάλυκα] μίλακα P: μήλακα F: σμίλακα reliqui: in singulis virgis Dl: correxi καὶ περιφερῆ Di 13 τοῦ θέρους post γίνονται transpos. RDi φύλλα ῥοδοειδεῖ τῷ φθ. E 15 μετὰ ///////// (c. 6 litt. del. E2) δορυκνίου (in ras.) E2 ὅσον τριώβολον E: τριωβόλου ὁλκή ἑκάτερον Di 16 ποιεῖν om. Di: ποιεῖ RFH) [*](17 num. cap. χιϚ O: χιζ Di: ρμα E tit. περὶ μυρσίνης ἀγρίας HADi post ἀγρία syn. e R add. Di, post καλοῦσι A: mg. H2 οἱ δὲ καὶ ὀξυμυρσίνην, οἱ δὲ ξυλομυρσίνην E (mg. add. ῥουσκλος man. rec.)) [*](18 C fol. 333r; N 77)

287
οἱ δὲ ἄκαιρον, οἱ δὲ κίνην, οἱ δὲ λειχήνην, οἱ δὲ χαμαιμυρσίνην, Βοιωτοὶ δὲ γοργυνθίαν καλοῦσι· τὸ μὲν φύλλον μυρρίνῃ ὅμοιον ἔχει, πλατύτερον δέ, λογχοειδές, ὀξὺ ἐπʼ ἄκρου, τὸν δὲ καρπὸν στρογγύλον, ἐν μέσῳ τῷ πετάλῳ προσφυῆ, ἐρυθρὸν ἐν τῳ πεπαίνεσθαι, ἔχοντα τὸ ἐντὸς ὀστῶδεσ· κλωνία λυγοειδῆ, πολλὰ ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, δύσθραυστα, ὅσον πήχεως, φύλλων μεστά, ῥίζαν παραπλησίαν ἀγρώστει, γευομένῳ στρυφνήν, ὑπόπικρον· φύεται ἐν τραχέσι καὶ κρημνώδεσι τόποις.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς ἐν οἴνῳ πινόμενα 2 οὖρα κινεῖν, καταμήνια ἄγειν, λίθους τούς ἐν κύστει θρύπτειν· θεραπεύει δὲ καὶ ἴκτερον καὶ στραγγουρίαν καὶ κεφαλαλγίαν. καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ τῆς ῥίζης σύν οἴνῳ ποθὲν τὰ αὐτὰ ποιεῖ. καὶ ἀντὶ ἀσπαράγου δὲ οἱ καυλοὶ νεοθαλεῖς λαχανευόμενοι ἐσθίονται· εἰσὶ δὲ ἔμπικροι καὶ διουρητικοί.

[*](144 RV: μυρτάκανθον· οἱ δὲ μυρσίνη ἀγρία, οἱ δὲ ἱερόμυρτον, οἱ δὲ ὀξυμυρσίνη, οἱ δὲ μυάκανθος, οἱ δὲ ἄγονον, οἱ δὲ σκίγκος, οἱ δὲ μίνθη, οἱ δὲ κατάγγελος, οἱ δὲ ἀνάγγελος, οἱ δὲ ἄκαιρον, οἱ δὲ ὀκνηρόν, οἱ δὲ λειχήνην, οἱ δὲ χαμαίπιτυν, Βοιωτοὶ δὲ γοργυνθίας, προφῆται γόνος Ἡρακλέους, Ῥωμαῖοι ῥούσκουμ.)[*](9 SIM.: Pl. XXIII 165 D. eup. lI 109 (307) — Pl. l. s. eup. II 77 (290) — Pl. l. s. 166 eup. II 111 (308) Ruf. 92 R. — Pl. l. s. 165. 166 eup. II 56 (268) — (Pl l. s. 166 eup. I 2 (95) — Pl. l. s. 165.)[*](1 ἄκορον PVF: ἄκωρον A (corr. A2): καρνάν E post ἄκαιρον haec habet E οἱ δὲ χαμαίμυρτον, οἱ δὲ ἀμύκην, βοιωτοὶ δὲ τούργαν καλοῦσι κίνην O: corruptum, fort. ὀκνηρόν λιχήνην PV: suspectum χαμαίμυρτον E: χαμαιμύρτην reliqui: canimirtaem Dl: correxi coll. Pl. l. s. 2 γοργυνθυίαν F μνρσίνῃ REVDiA2 3 ἔχει ὅμοιον RDi ἐλαττότερον RA2 ἐπ’ ἄκρου δὲ τὸν καρπὸν στρογγύλον, περιφερῆ R 4 ἐν secl. Spr. (dittogr) περιφερῆ libri: correxi Spr. duce 6 φύλλων μεστά] ἔνφυλλα R 7 μεστὴν FH ὑπόκιρρος RA2: gustum habet stipticum, visum rufum Dl 8 φύεται — τόποις post κεφαλαλγίαν colloc. libri: corr. Sarac. φύεται δὲ E καὶ ἐνίγμοις post κρημνώδεσι add. RA2 9 πινόμενος RE 10 καὶ καταμήνια NE καταμήνια — ἐν om. P (mendo notato) V, at mg. add. P οὐρητικόν καταμήνια ἄγειν· λίθους ἐν κύστει θρύπτειν ἄγειν om. RE καὶ λίθους RE τοὺς om. FHE 11 κεφαλαλγίας E 12 ποθὲν σῦν οἴνῳ E τὰ αὐτὰ ποιεῖ] ὑπνοποιεῖ RA2 14 δὲ καὶ CE mg. add. H2 ὁ καρπὸς ταύτης λέιωθεὶς μετʼ οἴνου [καὶ ληαθεὶς] ἄγει χολήν· ἔστωσαν δὲ κόκκοι πρόσφατοι)[*](15 C fol. 234r·: N 102 μυρσίνη ἀγρία, οἱ δὲ μυρτάκανθα Di 16 ὀξυμυρσίνην Di μυάκανθα Di: μυάκανθαν HA οἱ δὲ ἄγονον om. H: ἄγονος N 17 κιγκος C: σκίνκος N: σκίγγος H μίμθη C: μίνθην HA καταγγαλλος C: κατανγαλλος N οἱ δὲ ἀνάγγελος om. H: ἀνάγγελλος C 18 λιχήνην R: λειχήνη HDiA χαμαιπίτυς HADi 19 γορυνίας RHAM: γορανίας Di: correxi ἡρακλέως R 20 μπρουσκουμ Di cf. Pl. XXIII 166 Castor oxymyrsinen . . . ruscum vocavit)
288

145 δάφνη Ἀλεξάνδρεια· οἱ δὲ δαίαν, οἱ δὲ Δανάην, οἱ δὲ ὑπόγλωττον, οἱ δὲ ζαλείαν, οἱ δὲ στέφανον καλοῦσι. φύλλα ἔχει ὀξυμυρσίνη ὅμοια, μείζονα δὲ καὶ μαλακώτερα καὶ λευκότερα, καρπὸν δὲ ἐν μέσοις τοῖς φύλλοις ἐρυθρόν, ἐρεβίνθων τὸ μέγεθος, κλῶνας ἀπὸ γῆς σπιθαμιαίους ἢ καὶ μείζονας, ῥίζαν παραπλησίαν τῇ ὀξυμυρσίνῃ, μείζονα δὲ καὶ εὐώδη καὶ μαλακωτέραν φύεται ἐν τόποις ὀρεινοῖς.

δύναμιν δὲ ἔχει ἡ ῥίζα πινομένη δραχμῶν ἓξ πλῆθος μετὰ οἴνου γλυκέος βοηθεῖν ταῖς δυστοκούσαις καὶ στραγγουριῶσιν· ἄγει δὲ καὶ αἷμα.

146 δαφνοειδές· οἱ δὲ εὐπέταλον, οἱ δὲ χαμαιδάφνην, [*](145 RV: δάφνη· οἱ δὲ Ἀλεξάνδρειαν, οἱ δὲ Ἰδαίαν, οἱ δὲ Δανάην, οἱ δὲ ζαλείαν, οἱ δὲ στέφανον, οἱ δὲ δάφνος Σαμοθρᾳκική, οἱ δὲ Μίθριος οἱ δὲ ὑπογλώσσιον.) [*](146 RV: δαφνοειδές· οἱ δὲ εὐπέταλον, οἱ δὲ δαφνῖτις, οἱ δὲ χαμαιδάφνην, οἱ δὲ εὔπεπλον καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: Theophr. h. pl. I 10, 8. III 17, 4; Pl. XV 131 (e S. N.) cf. Steph. B. s. v. Ἀλεξάνδρειαι — Pl. XXIII 158 D. eup. II 76 (288).) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (δάφνη — ὀρεινοῖς); de virt. med. cf. Gal. XI 863 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. ἀλεξάνδριος.) [*](11 SIM.: Pl. XV 132 (e S. N.) — Pl. XXIII 158 e S. N.); Ruf. (Orib. II 107); eup. II 76 (288); I 5 (97); I 3 (96).) [*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (δαφνοειδές — τόποις); Ps. Ap. 59 (═ Ps. Orib. I 47); cf. Gal. XI 863 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v. δάφνη ἡ πόα)) [*](1 num. cap. χιζ O: χιη Di: ρμβ E tib. περὶ δάφνης HA: περὶ δάφνης ἀλεξανδρείας Di δάφνη· οἱ δὲ ἀλεξανδρίαν REDi post ἀλεξάνδρεια syn. e R add Di εἰδέαν E: ἰδέα V 2 ζαλίαν ODi: ξαλείαν E στεφάνην RFHADi fort. στέφανον Ἀλεξάνδρου cf. Pl. l. s. alii stephanon Alexandri vocant., Steph. Byz. l. s. Salm. exercit. Pl. 286 3 ὀξυμυρσίνης E καὶ λευκότερα om. mg. add. VE 4 καυλὸν PVF ἐν om. R τοῖς φύλλοις REDl: om. reliqui ἐρεβίνθων PE (ν eras. E2): ἐρεβίνθω R: ἐρεβίνθου reliqui 5 κλῶνας δὲ RE ἐπὶ Orib.Di 6 τῇ om. E καὶ μαλακωτέραν καὶ εὐώδη E καὶ μαλακωτέραν] καωτέραν P: om. V 7 φύεται δὲ E 8 πλῆθος δραχμῆς N: ⋖⋖ β μετʼ οἴνου κυάθου ἑνὸς γλυκέως E cf. Pl. XXIII 158 9 σταγγουριώσαις E 10 αἷμα καὶ οὗρα E) [*](11 num. ap. χιη O: χιθ Di: ρμδ E tit. περὶ δαφνοειδοῦς HDi post δαφνοειδές add. Di ὅμοιον ἀλύπῳ, ἄνθος ὡς νυμφαίας, καὶ μέσον τούτου κώνῳ ἐμφερές, ἐν ᾧ τὸ σπέρμα· δαφνοειδές· οἱ δὲ εὐπέταλον κτλ.) [*](12 N fol. 65: cap. om. C δάφνη· οἱ δὲ ἀλεξανδρίαν N: δάφνη ἀλεξάνδρεια Di ἰδέαν N 13 ζαλίαν libri: correxi στερφάνην N: stefanos alexandrinos Ps, Ap. οἱ δὲ σαμοθρακική Di 14 ypoglossus Ps. Ap.: hypoglottion Pl. XV 131) [*](15 C fol. 103r: N 65 δαφνῖτις] ΔΑΦΝΟΕΦΙϹ R: correxi coll. Pa. Ap. daphnitis (Ack.) 16 ΟΙΔΕΥΠΕΠΛΟΝ R)

289
οἱ δὲ εὔπεπλον καλοῦσι. θαμνίσκος ἐστὶ πήχεως τὸ ὕψος, ἔχων κλάδους πολλούς καὶ ἱμαντώδεις πρὸς τῳ ἄνωθεν ἡμίσει φυλλοφόρους — φλοιὸς δὲ περὶ τὰς ῥάβδους γλίσχρος ἰσχυρῶς — φύλλα δάφνῃ ἐοικότα, μαλακώτερα δὲ καὶ ἰσχνότερα, οὐκ εὔκλαστα, δάκνοντα καὶ πυροῦντα τὸ στόμα καὶ τὴν φάρυγγα, ἄνθη λευκά, καρπὸν δὲ μέλανα, ὅταν πεπανθῇ· ῥίζα ἀχρεῖος. φύεται ἐν ὀρεινοῖς τόποις.

ἄγει δὲ τὸ φύλλον αὐτοῦ ξηρὸν ἢ νεαρὸν ποθὲν κατὰ κοιλίαν φλεγματώδη κινεῖ καὶ ἐμέτους καὶ ἔμμηνα, καὶ διαμασηθὲν ἀποφλεγματίζει· ἐστι δὲ καὶ πταρμικόν. καθαίρει δὲ καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ ὅσον κόκκοι δέκα πέντε πινόμενοι.

147 χαμαιδάφνη· οἱ δὲ καὶ ταύτην Ἀλεξάνδρειαν καλοῦσι. ῥάβδους ἀνίησι πηχυαίας, μονοκλώνους, λεπτάς καὶ λείας· καὶ ταύτης δὲ τὰ φύλλα ὅμοια δάφνῃ, λεπτότερα δὲ πολλῷ καὶ χλωρότερα· καρπὸν δὲ περιφερῆ, ἐρυθρόν, τοῖς φύλλοις ἐπιπεφυκότα. ταύτης τὰ φύλλα λεῖα καταπλασθέντα κεφαλαλγίαν καὶ καῦσον στομάχου παραιτεῖται, ποθέντα δὲ μετʼ οἴνου στρόφους.

147 RV: χαμαιδάφνη· οἱ δὲ καὶ ταύτην Ἀλεξάνδρειαν ἐκάλεσαν, οἱ δὲ δαφνῖτις, οἱ δὲ ὑδραγωγός, Ῥωμαῖοι λαυρίωλαμ, οἱ δὲ λακτικλαγω, Γάλλοι οὐσουβέμ.

[*](12 SIM.: Pl. XXIV 132 (e S. N.) cf. Theophr h. pl. III 18, 13 — Pl. l. s. D. eup. II 40 (255) eup. II 112 (311) — de syn. cf. Ps. Ap. 28 (unde Ps. Orib. I 11).)[*](12 EXC.: Orib. XII s. v. (χαμαιδάφνη — ἐπιπεφυκότα).)[*](1 πέπλον PFDl: πέπλων HDi: εὔπεπλον E (εὑ del E2): eupeplios Ps. Ap.: correxi πήχεος N0: πηχυαίους CDi τὸ ὕφος om. RDo 2 ἔχων post ἱμαντώδεις transpos. R: pro καὶ habet Di τὸ ἄνωθεν ἥμισυ EFHDi 3 ἰσχυρός ROE (corr. E2) 4 δάφνης E ἰσχυρότερα NO: ἰσχνότερα COrib. Di: molliora et duriora Dl: crassiore ac molliore quam laurus folio Pl. καὶ οὐκ Di: οὐκ om, Orib. 5 καὶ τὴν φάρυγγα om. R τὴν addidi post φάρυγγα c. 11 itt eras. E2 6 post δὲ 3 litt. eras. (ὑπο?) E2 ἄχρηστος RDi 7 φύεται δὲ E 8 ἢ] καὶ REDi: vel recenti folio vel arido Pl. τὰ κατὰ R 9 κινεῖ δὲ NE διαμασηθέντα δὲ E)[*](12 num. cap. χιθ O: χκ Di. ρηγ E it. περὶ χαυαιδάφνης HADi post χαμαιδάφνη syn. e R add. Di, mg. H2 13 πηχυαίους Orib.ODi μονοκλώνους om. O: post ἀνίησι colloc. RD at cf. Pl. l. s. chamaedaphne unico ramulo est ὀρθάς, λεπτὰς ROrib.EDi 14 καὶ τὰ φύλλα δὲ ὅμοια RE: φύλλεια δὲ ὅμοια Orib. λειότερα ROrib.ODi: λειότερα δὲ καὶ λεπτότερα E: λεπτότερα Pl. Dl χλωρά Orib. 15 καρπὸν φέρει Orib. περιφερῆ om. Orib.Dl 16 καταπλασσόμενα RDi κεφαλαλγίαις καὶ στομάχου ἐγκαύσεσιν ἀρήγει RDi)[*](18 C fol. 380r: N 170 mg. add. N (m. rec) herba est quae producit fructus in medio folio 19 δαφνίτην H: δαφνῖτιν Di ὑδραγωγόν HDi λαυριόλαμ H: Itali laurum terrestre Ps.Ap. cf. Cass. Fel. ed Rose 208 sq. 20 λακτάγω libri: correxi cf. Herm. XXXIII 398 alii usuben Ps. Ap.)
290

παύει· ὁ δὲ χυλὸς σὺν οἴνῳ ποτιζόμενος ἄγει καταμήνια καὶ οὖρα, καὶ ἐν πεσσῷ δὲ προστεθεὶς τὸ αὐτὸ ποιεῖ.

148 ἐλλέβορος λευκός· φύλλα μὲν ὄμοια ἔχει τοῖς τοῦ ἀρνογλώσσου ἡ τεύτλου ἀγρίου, βραχύτερα δὲ καὶ μελάντερα καὶ ἐρυθρὰ τὴν χρόαν· καυλὸν δὲ ἔχει παλαιστιαῖον, κοῖλον, περιφλοιζόμενον, ὅταν ἄρξηται ξηραίνεσθαι· ῥίζαι δὲ ὕπεισι πολλαί, λεπταί, ἀπὸ κεφαλίου μικροῦ καὶ ἐπιμήκους ὡσπερεὶ κρομύου, συμπεφυκυῖαι· φύεται ἐν ὀρεινοῖς τόποις.

ὀρύττειν δὲ δεῖ τὰς ῥίζας περὶ τὸν πυραμητόν· ἄριστος δὲ αὐτοῦ ἐστιν ὁ μετρίως τεταμένος καὶ λευκός, εὔθραυστος, σαρκώδης, οὐκ ἄποξυς δὲ καὶ σχοινώδης, χνοῦν ἀνιεὶς ἐν τῷ θραύεσθαι, ἔχων δὲ καὶ τὴν ἐντεριώνην λεπτήν, πυρῶν τε τὴν γεῦσιν οὐ λίαν οὐδὲ ἀθρόως σίελον ἐπισπώμενος· πνιγώδης γὰρ [*](148 RV: ἐλλέβορος λευκός· οἱ δὲ Ἀσκληπιάδα, οἱ δὲ ἔκτομον, οἱ δὲ πίνακα Γοξάρις, προφῆται γόνος Ἡρακλέους οἱ δὲ πολύειδος, οἱ δὲ ἀνάφυστος, Αἰγύπτιοι σομφία, οἱ δὲ οὖνρε, Ῥωμαῖοι βερέτρουμ ἄλβουμ, Γάλλοι λάγονον, οἱ δὲ ἀνεψά.) [*](3 SIM.: Theophr.] h. pl. IX 10, 1 sq.; Pl. XXV 48 sq. (e S. N.); Ruf. (0rib. II 103 sq. unde Paul. Aeg. VII 4, 259); Archig. (Orib. II 155 sq.); Herod. (0rib. II 163 sq): Antyll. (Orib. II 167 sq.).) [*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (ἐλλέβορος — πνιγωδέστερος); cf. Gal. XI 874 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 9, 24.) [*](1 ἄγει post οὐρα transpos. RDi καταμήνια] καὶ ἔμμηνα E 2 δὲ addidi προστεθεῖσα RE (corr. E2)) [*](3 num. cap. χκ O: φκα Di: ρμε E post λευκός syn. e R add. Di, mg. H2 ἔχει ὅμοια RFHDi τοῖς τε FH 4 ἢ τέύτλου ἀγρίου om. R post δὲ habet R καὶ τῇ ῥάχει ἐρυθρόν (cf. Pl. XXV 48), ὅταν ἄρξηται ξηραίνεσθαι 5 τὴν χρόαν om. Di: ῥάχιν coni. Marc. ἀνίησι δὲ (in ras.) καυλὸν E ἔχει om. RDi παλαιστιαῖον] πηχυαῖον conl. Bod. a Stapel at cf. Pl. utraque caule palmari ferulaceo 6 περιφλογιζόμενον E ὅτε ἄρξεται Di 7 λεπταὶ πολλαὶ E καὶ ἐπήκουε om, R ὥσπερ REDi] 8 συμπεφυκυῖαι om. R: πεφυκυῖαι E φύεται δὲ E τόποις om. O καὶ τραχέσι add. ROrib.Di nascitur locis montuosis Dl 9 ὀρύττειν] συλλέγειν Di: superscr. H2: δεῖ καὶ συλλέγειν E 10 ἐστιν αὐτοῦ REDi τετανός CE (in mg. corr. E2) καὶ εὔθραυστος καὶ Orib.Di: εὔθραυστος om. R 11 οὐκ — σχοινώδης om. V οὐκ — θραύσεθαι om. R ἢ χνοῦν Di ἀνεὶς O: ἀφιεὶς rellqul: correxi: fumum μαί Dl cf. Herod (Orib. I 166) 12 λευκήν Dl, at cf. Herod. (Orib. II 166) πυροῦν (τα C) R: ἐκπυρῶν HDi τε] δὲ E: om. NDi 13 οὐ λίαν — τοιοῦτος om, R) [*](14 C fol. 114: N 72 ἀσκληδα C ἀσκηδα N: ἀσκλίδα HDi: correxi 15 πιναγα R: πιναγνα HDi (πίναγγα M): correxi τόξαρις libri ἡρακλεως R: ἡράκλειος rellqui. correxi: γόνος Ἡλίου pap. mag. Lugd ed Dieterich Fleck. Jahrb. Suppl. XVI 817 16 πολύειδος] cf. D. III 58 ἀνάφυτος coni Sarac. 17 βελετρουμ αλβουμ R: μελετρουμαλβούμ Dl: correxi λάγονον RH: λάγινον Di)

291
ὁ τοιοῦτος.

πρωτεύει δὲ ὁ Ἀντικυρικός· ὁ δὲ Γαλατικὸς καὶ 2 Γαλλικὸς καὶ Καππαδοκικὸς λευκότερος καὶ ἰσχνώδης καὶ πνιγωδέστερος.

καθαίρει δὲ διʼ ἐμέτων ἄγων ποικίλα· μείγνυται δὲ καὶ κολλυρίοις τοῖς δυναμένοις τὶ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις ἀποκαθαίρειν, καὶ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἔμβρυα φθείρει προστιθέμενος, πταρμικούς τε ἐρεθίζει καὶ μύας κτείνει σὺν μέλιτι καὶ ἀλφίτῳ φυραθείς, συγκαθεψόμενός τε κρέασι συντήκει ταῦτα. δίδοται δὲ νήστεσι καθʼ ἑαυτὸν καὶ μετὰ σησαμοειδοῦς καὶ θαψίας χυλοῦ καὶ ἄλικος καὶ μελικράτου ἢ πόλτου ἢ φακοῦ ἢ ῥοφήματος· συσσιτοποιεῖται δὲ καὶ ἄρτῳ καὶ ὀπτᾶται.

ἡ δὲ προσαγωγή καὶ ἡ ἐπιδιαίτησις ἐξείργασται παρὰ τοῖς 3 προηγουμένως περὶ τῆς δόσεως αὐτοῦ γράψασι· μάλιστα δὲ συγκατατιθέμεθα Φιλωνίδῃ τῷ Σικελῷ τῷ ἀπὸ Ἔννης· μακρὸς γάρ ἐστιν ἐν ὕλης παραδόσει προηγουμένως θεραπευτικὴν ἐκτίθεσθαι ἀγωγήν. διδόασι δʼ ἔνιοι σύν πολλῷ ῥοφήματι ἢ χυλοῦ πλήθει ἢ καὶ τροφὴν ὀλίγην προδόντες ἐπιδιδόασι τὸν ἐλλέβορον, ἐφ᾿ ὧν μάλιστα ἢ πνιγμὸς ὑποπτεύεται ἢ ἀσθένεια σώματος ὑπόκειται· ἀκίνδυνος γὰρ ἐπὶ τῶν οὕτως λαμβανόντων [*](1 SIM.: [Theophr.] IX 10, 3 sq. de caus. VI 13, 4; Strab. IX 418 (cf. Steph. B. s v. Ἀντικύραι); Pl. XXV 49 (cf. Gell. XVII 15); Herod. (Orib. II 165); Archig. (Orib. II 155 sq.); Ruf. Orib. I 103); Paus. X 26, 4 — Pl. XXV 51. 56. Ruf. (Orib. II 107. 136) — D. eup. I 41 (112) — eup. II 78 (290) — Pl. XXV 52 eup. I 3 (96) — Pl. l. s. 61 — P. l. s. 57 — Pl. l. s. 59 Herod. (Orib. II 164 12) Ruf. (Orib. II 142); Archig. (Orib. II 159 sq.)) [*](1 ἀντικύρηνος H: ἀντικόρινος F: κυρηναικός Orib.EDiDl cf. Ruf. l. s. Herod. l. s. εἶτα ὁ γαλατικὸς καὶ καππαδοκικὸς καὶ (om. N) σχοινώδης R 2 γαλλικὸς O: ἰταλικὸς EDl: om. R: seclusi καππαδόκιος O λευκός τε καὶ E σχοινώδης RO: χνοώδης Orib.Di (χνo superscr. H2): ἰσχνώδης E: tenuis Dl 5 ἀντισκοτοῦντα R 6 καὶ (pr.) om. R ἄνει δὲ ἔμμηνα N: ἄγει om. CE φθείρει] κτείνει RDi 7 μυίας E 8 ἀφεψόμενον R κέρασιν R τήκει RE αὐτά NDi 9 νήστευσι P: νηστεύουσι V: νήστεσιν τε E (τε eras. E2) καθʼ ἑαυτὸν καὶ om. R σησάμου EDiDl cf. D. IV 149 θαψίας] πτισάνης coni Sar. coll. Paul. Aeg. VII 10 (265, 11) at cf. Ruf. (Orib. II 142) 10 καὶ (pr. ἢ RDl καὶ (alt.)] ἢ Dl ἢ πόλτου om R ἢ (tert.) om. R cf. Arch. (Orib. II 161) 11 καὶ (pr.) om. RE 12 προαγωγὴ R ἡ (alt) om. RDi προδιαίτισις (η superscr. E2) E 14 συχκατατιθέμνος R: ἢ οὐ συνκατατιθέμεθα mg. add. E2 posst φιλωνίδῃ c. 7 litt. eras. E2 post Εικελῷ habet τά (τὸ C) μὴ θέλεν ἐν ὔλαις παράδοσιν θεραπευτικήν ἀναγράφειν (om. C) ἀγωγήν R 15 ἐν om, O 10 πόλτου ῥοφήματι C: πόλτῳ ῥοφήματος N: multi vero in suco multo mixto dant Dl ἢ καὶ χυλοῦ FH χυλοῦ πλήθει χόνδρῳ R: χόνδρου πλήθει E 17 προδιδόντες RE ἐλλέβορον εὐθέως EDi 18 ἢ (pr.)] ὁ FH: om. RE πνιγμοὶ συχνοὶ E2 19 κινδυνώδης γὰρ ἤτοι αὐτὴ κάθαρσις R)

292
ἡ κάθαρσις διὰ τὸ μὴ ἀκεραίως τὸ φάρμακον τοῖς σώμασι παρατίθεσθαι· καὶ βάλανοι δὲ ἐξ αὐτοῦ προστεθεῖσαι τῇ ἔδρᾳ μετʼ ὄξους ἐμέτους κινοῦσιν.

149 σησαμοειδὲς τὸ μέγα, ὃ ἐν Ἀντικύρᾳ ἐλλέβορον καλοῦσι διὰ τὸ μείγνυσθαι ἐν ταῖς καθάρσεσι τῷ λευκῷ ἐλλεβλόρῳ. ἔοικεν ἡ πόα ἠριγέροντι ἢ πηγάνῳ· φύλλα μακρά, ἄνθος λευκόν, ῥίζα ἰσχνή, ἄπρακτος, σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ, πικρὸν ἐν τῇ γεύσει, ὃ καθαίρει ἄνω φλέγμα καὶ χολήν ὅσον τοῖς τρισὶ δακτύλοις λημφθὲν λεῖον μετὰ ἐλλεβόρου λευκοῦ τριῶν ἡμιωβολίων σὺν μελικράτῳ.

150 σίκυς ἄγριος, ὃν φέρομβρόν τινες καλοῦσι, τῷ καρπῷ μόνον διαφέρει | τοῦ ἡμέρου, ἐλάσσονα πολλῷ καὶ βαλάνοις ἐπιμήκεσιν ἐοικότα ἔχων, τὰ δὲ φύλλα καὶ τὰ κλήματα τῷ [*](149 RV: σησαμοειδὲς τὸ μέγα· οἱ δὲ σησαμῖτιν, οἱ δὲ σησαμίς, οἱ δὲ λυκοσκυτάλιον, οἱ δὲ ἐλλέβορος λευκός, οἱ δὲ Ἀντικυρικὸν ἐλλέβορον καλοῦσιν.) [*](2 SIm.: Pliston. (Orib. II 143 e Ruf.).) [*](4 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 9, 2. 14, 4 (e Diocle cf. F. M. G. I frg. 152); Pl. XXII 133 (e S. N.) XXV 52, Strab. IX 418 C; Ruf. (Orib. II 107. 142).) [*](4 EXC.: Orib. XII s. v. (σησαμοειδές — γεύσει); Gal. XII 120. Hes. s. v. σησαμοειδές.) [*](11 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 9, 4 Pl. XX 8 sq. (e S. N) — Pl. XX 4 — Pl. l. s. D. eup. I 147 (168).) [*](11 EXC.: med. Gal. XII 122 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 113 (cf. Ps. Orib. V 78. A. Mai VII 148): Isid. XVII 10, 16.) [*](1 μὴ om, R ἀκραίως PF: ἀκαίρως H: ἀκεραίως (αίως in ras.) E παρατίθεσθαι τὸ φάρμακον E: παρατίθεσθαι τοῖς σώμασιν R 3 μετʼ ἴξους om. R0 (superecr. H2): cum aceto mixtus Dl) [*](4 num. cap. χκα O: γκγ Di: ρμϚ E post μέγα syn. e R add. Di. mg H2 οἱ addidi ἀντικυραίκὸν ἐλλέβορον Orib. 5 ἐν om, R τοῦ λευκοῦ ἐλλεβόρου R 6 ἔοικεν δὲ E ἠριγέροντι ἢ om. 0rib. post ἠριγέροντι c. 7 litt. eras. E2 ἢ πηράνῳ om. RDl τὰ φύλλα Orib. E κερά Dl 8 ὃ om. PF τὴν ἄνω κοιλίαν RDi] ὅσον om. R 9 λημφθὲν τοῖς τρισὶ δακτύλοις R: λημφθὲν ὅσον τοῖ τρισὶ δακτύλοις E 10 ἡμιωβόλων ODi) [*](11 num. cap. χκβ O: χκϚ Di: ρμζ E tit. περὶ σίκυος ἀγρίου FHDi σίκυος (σικυός corr. E2) E post ἄγριος syn. e R add. Di, marg. H2 ὃν — καλοῦσι om. REDiDl 12 μόνῳ Di ἡμέρου σίκυος Di ἐλάττονα E καὶ β. ἐπιμήκεσιν om, R πολλῷ ἔχων βαλάνοις Di βαλάνεσιν F: βαλανίοις H 13 δὲ om. CE (add. E2) τῷ om. FHDi) [*](14 C fol. 325r: N 160 σησαμίτης HDi σισάμης H cf. Hes. s. v. σησάμησησαμίς 15 λυκοστυτάλλιον C post ἀντικυρικὸν add. Di οἱ δὲ ἐν Ἀντικύρᾳ ἐλλέβορον καλοῦσι)

293
ἡμέρῳ ὅμοια, ῥίζαν λευκήν, μεγάλην. φύεται ἐν οἰκοπέδοις καὶ ἀμμώδεσι τόποις· ὅλος δὲ ὁ θάμνος πικρός.

ἁρμόζει δὲ ὁ τῶν φύλλων χυλὸς ἐνσταζόμενος ὠταλγίαις. ἡ δὲ ῥίζα καταπλασθεῖσα μετὰ ἀλφίτου πὰν οἴδημα παλαιὸν διαφορεῖ, μετὰ ῥητίνης δὲ τερεβινθίνης ἐπιτεθεῖσα φύματα ῥήσσει, μετʼ ὄξους δὲ ἑψηθεῖσα καὶ καταπλασθεῖσα ποδάγρας ὠφελεῖ· καὶ ἰσχιάδων δέ ἐστιν ἔγκλυσμα καὶ ὀδονταλγίας διάκλυσμα

τὸ ἀφέψημα ξηρὰ δὲ λεία ἀλφούς, λέπρας, λειχῆνας 2 σμήχει καὶ οὐλάς μελαίνας καὶ σπίλους τοὺς ἐν προσώπῳ ἀποκαθαίρει. καὶ ὁ χυλὸς δὲ τῆς ῥίζης πλῆθος τριῶν ἡμιωβολίων τὸ ἐλάχιστον καὶ ὁ φλοιὸς δὲ ὅσον τέταρτον ὀξυβάφου καθαίρει φλέγμα καὶ χολήν, καὶ μάλιστα ἐπὶ ὑδρωπικῶν δίχα τοῦ τὸν στόμαχον ἀδικεῖν· δεῖ δὲ τῆς ῥίζης λαβόντα ἡμίλιτρον μετὰ δυεῖν ξεστῶν οἴνου, μάλιστα δὲ ῥητινίτου, λεαίνειν καὶ διδόναι [*](150 RV: σίκυς ἄγριος· οἱ δὲ ἐλατήριον, οἱ δὲ γρυνόν, οἱ δὲ βαλίς, οἱ δὲ σύγκρισις, οἱ δὲ βουβάλιον, οἱ δὲ σκορπίον, οἱ δὲ φέρομβρον, οἱ δὲ πευκέδανον, οἱ δὲ νότιον, Ῥωμαῖοι ἀγγουίνουμ, οἱ δὲ κουκούμερε ῥούστικουμ, οἱ δὲ ἀγρέστεμ, Ἄφροι κουσσιμεζάρ.) [*](3 SIM.: D. eup. I 149 (169) — eup. I 235 (216) — Scrib. Larg. 156 eup. I 238 (220) — Pl. l. s. 4 eup I 69 (128) — [Theophr.] l. s. eup. I 119 (153) Pl. l. s. 4 — eup. I 128 (157) Pl. — eup. I 115 (150) Pl. — eup. I 114 (150) eup. I 116 (151) — Ruf. (Orib. II 106. 119) eup. II 63 (277).) [*](1 ῥίζαν δὲ R: ῥίζα δὲ Di post λευκήν add. καὶ RDi οἰκοπέδοισι P 2 ἀμπελώδεσιν R μικρός ODl: πικρός REDi Ps. Ap. l. s. cf. Gal. l. s. Ps. Orib. V 78 5 δὲ om. R τερεμινθίνης E (corr. E2) 6 ῥήττει REDi ἑψηθ. καὶ καταπλ.] ἐπιτεθεῖσα FH (ἑψηθεῖσα καὶ superscr. H2) 7 ὠφελεῖ ποδάγρας FH: διαφορεῖ R ἰσχιάδος Di: ἰσχιαδικῶν RE δὲ om. R 8 λέπρας καὶ λειχῆνας NDi 9 καὶ οὐλὰς] οὐλάς τε Di 11 δὲ om. E 12 χολὴν καὶ φλέγμα FH καὶ μάλιστα FHDi: καὶ om. reliqui: μάλιστα δὲ N καὶ δίχα E 13 post ἀδικεῖν add. καὶ ποιεῖ δὲ (om. N) τὴν κάθαρσιν R: ποιεῖται (ποιεῖ Di) τὴν κάθαρσιν EDi ὡς ante ἡμίλιτρον add. N 14 δὲ addidi ῥητινίτου] αἰγυπτίου PF: λυγιστίκοῦ R: αἰγυπτίου λγυκέος E: αἰγυπτίου (superscr. λιβυκοῦ) H: vino libico sextariis duobus mixta Dl: correxi coll. D. eup. II 63 (277) σικύου ἀγρίου ῥίζα ἐν οἴνου ἐρρητινωμένου κυ. β΄ δεῖ δὲ λαμβάνειν ἔκ τοῦτον κυ. γ ἢ δύο παῤ ἡμέρας γ ἢ δ) [*](15 C fol. 299r: N 138 γρύνον Di: grynon Ps. Ap. (Ack) 16 βαλίς R: βαλός Di: alii balin Ps. Ap. (Ack.): correxi σύνκρισις R σκοπιον RHDi: correxi coll. Ps. Ap. alii scorpion (Ack.): Pl. XX 8 aliqui etiam scorpionem cucumim vocant ad βουβάλιον cf. Hes. s. v. 17 πευκαιδανον C ΑΝΚΕΝΤΟΥΜ R: ἀγκετούμ DiH: correxi coll. Pl. XX 9 Ps. Ap. l. c. 18 κουκουμερε N: οἱ δὲ κουκ. ῥουστ. om. HDi κουσιμεζάρ H: cassimezar Ps. Ap.)

294
ἐκ τούτου κυάθους νήστεσιν ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς, τρεῖς ὁ ὄγκος ἱκανῶς συσταλῇ.

3 τὸ δὲ λεγόμενον ἐλατήριον ἐκ τοῦ καρποῦ τῶν σικύων σκευάζεται τὸν τρόπον τοῦτον· τοὺς ἅμα τῳ ἅψασθαι ἀποπηδῶντας σικύους ἐκλεγόμενος ἀποτίθεσο, ἐῶν μίαν νύκτα· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἐπὶ κρατηρίας κόσκινον μὴ πυκνὸν ἐπίθες καὶ μαχαίριον ὕπτιον ἁρμόσας, τὴν ἀκμὴν ἄνω ἔχον, λαμβάνων ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶ καθʼ ἕνα τῶν σικύων διαίρει καὶ ἔκθλιβε τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν ὑποκειμένην κρατηρίαν, προσεπεκθλίβων τὸ ἐν αὐτῷ σαρκῶδες, ὃ δὴ καὶ τῷ κοσκίνῳ προσπίπτει, ἴνα καὶ αὐτὸ διεκπίπτῃ, καὶ εἰς παρακειμένην λεκάνην τὰ ἐκθλιβόμενα τῶν

4 σικύων βάλλε· σωρεύσας δὲ ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα ὕδατί τε γλυκεῖ περιχέας καὶ ἀποπιέσας, ταῦτα μὲν ῥῖπτε, ταράξας δὲ τὸ ἐν τῇ κρατηρίᾳ ὑγρὸν καὶ περικαλύψας ὀθονίῳ τίθει ἐν ἡλίῳ καὶ ὅταν ὑποστῇ, πᾶν τὸ ἐπινηχόμενον ὕδωρ μετὰ τοῦ ἐπιπάγου ἀπόχει, τὸ αὐτό τε ποίει πολλάκις, ἄχρι οὗ ἂν καταστῇ τὸ ἑφιστάμενον ὕδωρ, ὅπερ ἐκστραγγίσας ἐπιμελῶς, [*](3 SIM.: [Theophr.]  IX 9, 4. Pl. XX 3 sq. (e S. N.).) [*](3 EXC.: Orib. XII s. v. σίκυος (τὸ δὲ λεγόμενον — τροχίσκους); med. Ruf. (Orib. II 107. 199); Gal. XII 122 s. v. σίκυος ἄγριος (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. ἐλατήριον); Paul. Aeg. VII 4, 260. Aet. III 38.) [*](1 ἐξ αὐτοῦ E νήστεσιν ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς om O, add. e RE cf.. Dl accepta quiatis tribus per triduum ydropicis tumores ventris spargit νήστει E παῤ ἡμέρας R post ἂν transpos. ἱκανῶς E 2 ὂγκος] οἷκος C: ὀπός N προσταλῇ RE 3 nov. cap. (ρμη) incip. EHDi συκέων E (σικυῶν corr. E2): τοῦ ἀγρίου σικύου Orib. 4 λαβὼν τοὺς Orib.E 5 ἐκλεγόμενος om. Orib.: ἐκλέγων REDi ἐῶν om. R μίαν om. Di νύκτα] ἡμέραν 0rib. 6 ἑτεραίᾳ R κρατῆρι NHDi 7 ἔχον ἄνω ROrib.EDi λαβὼν R 8 κατὰ ἕνα ROrib.E 9 τὸν ὑποκείμενον κρατῆρα N προσεπεκθλίβων PE: προεκθλίβων Orib.: προσεκθλίων reliqui καὶ τὸ Di αὐτοῖς Orib. 10 ὃ] ἂ R καὶ (pr.) om. Di κοσκίνῳ προσεκθλίβων ἒν (C) καὶ αὐτὰ ἐκπίπτειν R: κ. προσθλιβὲν καὶ αὐτὸ διεκπίπτει E: κ. προσπίπτει, προσεκθλίβων δὲ τὰ ἐκτεθλιμμένα τῶν σικύων εἰς παρακειμένην Orib. 11 τὰ ἐκθλιβόμενα τῶν σικύων om. Orib. ἐκθλιβόντα E 12 βάλε Norib.E δὲ om. R ἐπὶ τοῦ κοσκίνου post τεθλιμμένα transpos. RDi post κοσκίνου haec habet E ἢ τὸ ῥεῦσαν /// (2 litt. eras. E2) διὰ τοῦ κοσκίνου καὶ τὰ τετμημένα τὰ (om. R) τετμημένα RDi: κατατετατμημένα Orib. 13 τε om. O: del. E2 περικλύσας R ἀποπιάσας E: περιπιέσας ROrib. τὰ αὐτὰ R: αὐτὰ Orib. ἀνίπτει R 14 τῇ om. P: τῇ λεκάνῃ RDi: τῷ κρατῆρι 0rib.: τῇ κρατῆρι F σκεπάσας ὀθόνῃ RDi: περικαλύψας /////// (7 litt. eras. E2 ἢ σκεπάσας?) ὀθονίῳ E τίθεσα Di: θές corr. E2 15 συστῇ RDi: ἐπιστῆ //////// (3 litt. eras E2) E νηχόμενον Orib· 16 τοῦ om. 0 ἐπιπαγέντος N καὶ τοῦτο ποίει RDi τε] δὲ O verba πολλάκις — ὕδωρ om. R ἄχρι οὗ ἂν P: ἄχρις οὗ ἂν F: ἄχρις ἂν οὗ Orib.HE 17 ἐκσπογγίσας ROrib.: ἐκσπονγιάσας E (στραγγίσας superscr. E2))

295
τὴν ὑποστάθμην βαλὼν εἰς θυΐον, λέαινε καὶ ἀνάπλασσε τροχίσκους. ἔνιοι δὲ πρὸς τὸ ταχέως ἀνικμασθῆναι τὸ ὑγρὸν τέφραν σεσησμένην ἐπὶ γῆς καταστρώσαντες καὶ κοιλάναν|τες τὸ μέσον, ὀθόνιον τριπλοῦν ἐπιτείναντες, κατʼ αὐτοῦ τὸ ἐλατήριον σὺν τῇ ἰκμάδι ἐπιχέουσιν, ἀναξηρανθὲν δὲ ἐν θυίᾳ λεαίνουσιν, ὡς προείρηται.

ἔνιοι δὲ ἀντὶ τοῦ ὕδατος θάλατταν 5 παραχέοντες πλύνουσιν, οἱ δὲ τῇ τελευταίᾳ πλύσει μελίκρατον παραχέουσι.

δοκεῖ δὲ κάλλιστον εἶναι τὸ μετὰ τοῦ λευκοῦ ἡσυχῆ ἔνικμον, λεῖον, κοῦφον, πικρότατον τῇ γεύσει καὶ προσαχθὲν λύχνῳ εὐκαίς· τὸ μέντοι πρασίζον καὶ τραχύ καὶ θολερὸν τῇ ὄψει, γέμον βορβόρου καὶ τέφρας, βαρύ τέ ἐστι καὶ φαῦλον ἔνιοι δὲ καὶ τὸν χυλὸν τοῦ σικύου μειγνύουσιν, οἱ δὲ καὶ ἄμυλον πρὸς τὸ μιμήσασθαι αὐτοῦ τὸ λευκὸν καὶ κοῦφον. εἰς μέντοι τὰ καθαρτικὰ τὸ διετὲς ἁρμόδιον ἄχρι δέκα ἐτῶν· ἡ δὲ τελεία δόσις ὀβολὸς εἷς, ἐλαχίστη δὲ ἡμιωβόλιον, παιδίοις δὲ δίχαλκον· πλεῖον γὰρ δοθὲν κινδύνους ἐπιφέρει.

κινεῖ δὲ τὴν ἄνω καὶ τὴν κάτω 6 κάθαρσιν, ἄγον φλέγμα καὶ χολήν· ἀρίστη δὲ τοῖς δυσπνοοῦσιν ἡ διʼ αὐτοῦ κάθαρσις. εἰ μὲν οὖν θέλοις κατὰ κοιλίαν καθαίρειν, διπλάσιον ἀλῶν παραμείξας καὶ στίβεως ὅσον χρῶσαι, διʼ [*](9 SIM.: Pl. XX 6 — [Theophr.] IX 14, l. Pl. l. s. — [ Theophr.]  IX 9, 5. 14, 2 Ruf. (Orib. II 107) Pl. XX D. 8 eup. II 39 253) Andron. (Gal. XIII 113.) [*](9 EKC.: Orib. l. s. (δοκεῖ — ἐπιφέρει).) [*](1 καὶ τὴν ὑποστάθμην ἐκβαλὼν καὶ βαλὼν E: καὶ τὴν marg. add. O2 λέαινε καὶ (καὶ del. E2) ἀναπλάσας τροχίσκους E ἀνάπλαττε RDi 2 verba ἔνιοι — παραχέουσι om. Orib. ἐνικμάζεσθαι R: ἐξικμασθῆναι E 3 σεσημένην H 4 κατὰ τούτου RDi 5 ἀναξηρανθέντα E 7 ἐπιχέοντες E 9 ἰατήριον καλλιστον Dl μεταξὺ τοῦ λευκοῦ τὸ μέλαν E 10 κοῦφον λεῖον RDi τῷ λύχνῳ E post εὐκαὲς c. 13 litt. eras. E2 11 post καὶ (pr.) c. 8 litt. del. E2, post καὶ (alt.) c. 4 litt. ὄψει] γεύσει R γέμον] μεστὸν Orib. 12 βορβόρου 0rib.: ὀρόβου reliqui βαρύ ἐστιν καὶ ἄχρηστον N 13 τῷ χυλῷ Di: superscr. H2 μίσγουσιν N 16 ὁ διετὴς Di ἁρμόζει RDi μέχρι Orib.. post δέκα c. 13 itt. eras. E2 δόσις 0rib.: χρῆσις R: πόσις reiqui 16 ὀβολὸς εἷς E: εῖς om. reliqui ἡ δʼ ἐλαχίστη NDi δὲ (pr.) om. C δὲ (alt.) om. ROrib. δίδου δίχαλκον NE (δίδου del. E2) verba πλεῖον — ἐπιφέρει om. R 17 ποθὲν Di: δοθὲν καὶ ποθὲν E κίνδυνον Orib.HDi τήν τε ἄνω καὶ κάτω E: τὴν κάτω καὶ τὴν ἄνω Di 19 post αὐτοῦ c. 10 litt. del. E2 θέλοις E: θέλεις relqui καθάραι RE 20 διπλάσιον αὐτοῦ R ἄλας R μίξας NFHDi: προσμίξας E στίβεως PN: στίμεως CE: στίμμεος FH: σινήπεως coni. Sarae. coll. D. eup. II 39 (253) ὅσον χρὴ N: ὄν χρώσας C: ὅσον παραχρῶσαι FH δι’ ὕδατος] δύναται FH (corr. H2): δυνατόν (ν eras. E2) E: om N)

296
ὕδατος ὀροβιαῖα καταπότια δίδου, ἐπιρροφείτω δὲ χλιαροῦ ὕδατος κύαθον ἕνα. εἰς δʼ ἔμετον διʼ ὕδατος ἀνεὶς πτερῷ τοὺς ὑπὸ τὴν γλῶτταν διάχριε τόπους ὡς ὅτι ἐσωτάτω· εἰ δὲ δυσεμὴς εἴη, ἐλαίῳ ἢ ἰρίνῳ μύρῳ διείς, κώλυε δὲ κοιμᾶσθαι.

7 τοῖς δὲ ὑπερκαθαιρομένοις συνεχῶς προσφέρειν δεῖ οἰνέλαιον· ἐμοῦντες γὰρ ἀποκαθίστανται. μὴ παυομένων δὲ τῶν ἐμέτων, ὕδωρ ψυχρὸν καὶ ἄλφιτον καὶ ὀξύκρατον καὶ ὀπώραν καὶ ὅσαδύναται τὸν στόμαχον πυκνῶσαι προσενεκτέον. κινεῖ δὲ τὸ ἐλατήριον καὶ ἔμμηνα, καὶ ἔμβρυα κτείνει ἐν προσθέτῳ, ἐγχυθέν τε μετὰ γάλακτος εἰς τοὺς ῥώθωνας ἴκτερον καθαίρει καὶ κεφαλαλγίας τὰς χρονίους ἀπαλλάττει, συναγχικοῖς τε διάχρισμα πρακτικὸν μετʼ ἐλαίου παλαιοῦ ἢ μέλιτος ἢ χολῆς ταύρου.

151 τοῦ δὲ ἡμέρου σικύου ἡ ῥίζα λεία ποθεῖσα σὺν ὑδρομέλιτι, ὁλκὴ δραχμῆς μιᾶς, ἐμέτους κινεῖ· εἰ δέ τις μετὰ τὸ δεῖπνον πραέως ἐμέσαι θέλοι, ἀρκοῦσιν ὀβολοὶ δύο.

152 σταφὶς ἀγρία· φύλλα μὲν ἔχει ὥσπερ ἀμπέλου ἀγρίας ἐπεσχισμένα, καυλία ὀρθά, μέλανα· τὸ δὲ ἄνθος φέρει [*](8 SIM.: Zop. (Orib. II 599) Pl. XX 6. 9 D. eup. II 78 (290) — Pl. XX 9 eup. II 57 (269) cf. Zop. (Orib. II 553) — Scrib. Larg. 70. Pl. XX 8 eup. I 88 (138).) [*](16 SiM.: Pl. XXIII 17 sq. (e S. N.) Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 107) 136).) [*](16 EXC.: Orib. XII s. v. (σταφίς — δριμύν) cf. Gal. XI 842 (s. v. ἀσταφὶς ἀγρία), unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. Pa D. de h. f. 37 (ex D. lat. cf. A. Mai l. c. VII 450 ~ Ps. Orib. II 31).) [*](1 χλιερὸν ὕδατος κύανθον (ἔνα add. N) R: χλιεροῦ ὕδατος (om. κ. ἔνα) E: marg. add. E2 κύσθον ἕνα, εἰς δʼ ἔμετον διʼ ὕδατος 2 δι᾿ om. FH ὔδατι μιγεὶς C: ὕδατι μίξας N ἀνεὶς] διεὶς E: ἀνιεὶς Di τὰ ὑπὸ τὴν γλῶσσαν N 3 διαχρίει R τόπους om. R ὡς om. PFH: ὡς τι om. V: ὡς ὅτι ἐσωτάτω om. R 4 ἢ ἀλαίφ FHDi ἐρίνῳ om. κύρῳ) CE (corr. E2): addes ei oleu grinu Dl 5 δυοῖ ἔλαιον F (corr. pr. m.): ἔλαιον H 6 σὔτως γὰρ παύσονται (παύονται C) RDi παυομένων] ἀποκαθισταμένων R 7 post ψυχρὸν inser. δίδου R ἄλφιτα RE ἢ ὀξύκρατον ὀπώραν R 9 προσθέτῳ δὲ R (om. τε) 10 τε] δὲ Di εἰς τὸ οὗς καὶ τοὺς (κ. τ. om. C) ῥώθωνας R ἀποκαθαίρει RDi 11 διάκλυσμα FH (corr. H2) 12 πταρμικὸν R παλαιοῦ om. R ἢ (pr.)] καὶ E (corr. E2) ταυρίας N: ταυρείας Di D. eup. l. c.) [*](13 nov. cap. (χκγ) inc. PF: cap. om. V: uncis secl. Sarac. e D. II 163 huc translatum videtur ἡ ῥίζα δοθεῖσα μετὰ ὑδρ. C: δοθεῖσα ἡ ῥίζα μετὰ ὑδρ. N 14 ⋖ α πλῆθος E: λεία ὁλκὴ δραχμῆς R δὲ om. FH 15 τὸ om. E πράως RE θώ RFH: ἐλέλει Di ὀβολοὶ τρεῖς E) [*](16 num. cap. χκδ O: χκζ Di: ρμθ E tit. περὶ ἀγρίας σταφίδος H: σταφὶς ἀγρία F σταφης P: ἀσταφίς Gal.: astaphis agria sive staphis Pl. initio syn. e R add. Di, marg. H2 17 ἀπεσχισμένα Orib.PFN: ἐπεσχισμένα reliqui καυλία] κλήματα 0rib. μέλανα] μαλακά R: μαλακά, μέλανα Di: hastas habet longas et erectaw et nigraw Dl δὲ om. 0rib. φέρει] ἔχει Orib. ἄγει R: om. E)

297
ἰσάτει ὅμοιον, τὸν δὲ καρπὸν ἐν θυλακίοις χλωροῖς ὥσπερ ἐρεβίνθου, τρίγωνον, τραχύν, ὑπόκιρρον ἐν τῳ μέλανι, τὰ δὲ ἔνδον λευκόν, γευσαμένῳ | δριμύν.

τούτου κόκκους δέκα πέντε, ἐάν τις δῷ λεάνας ἐν μελικράτῳ, καθαίρει διʼ ἐμέτων πάχη περιπατείτωσαν δὲ οἱ πεπωκότες. δεῖ μέντοι προσέχειν συνεχῶς μελίκρατον διδόντας διὰ τὸ ἐπιφέρειν τοὺς κατὰ πνιγμὸν κινδύνους καὶ καίειν τήν φάρυγγα.

ἁρμόζει δὲ τριφθεὶς καθʼ ἑαυτὸν καὶ μετὰ σανδαράκης καὶ 2 ἐλαίῳ συγχρισθεὶς πρὸς φθειριάσεις καὶ κνησμούς καὶ ψώρας, διαμασηθεὶς δὲ φλέγμα ἄγει πλεῖστον καὶ ὀδονταλγίας ὠφελεῖ ἐν ὄξει ἑψηθεὶς καὶ διακλυζόμενος, καὶ οὔλα ῥευματιζόμενα [*](152 RV: σταφὶς ἀγρία· οἱ δὲ τρίφυλλον, οἱ δὲ στήσιον, οἱ δὲ ἀσταφίς, οἱ δὲ φθειροκτόνον, οἱ δὲ φθείριον, οἱ δὲ ἀπάνθρωπον, οἱ δὲ πολύειδος, οἱ δὲ ψευδοπαθές, οἱ δὲ ἀρσενωπή, οἱ δὲ ἀρνοπολέμιον, Αἰγύπιοι ἴβις ἀοιδή, Ῥωμαῖοι ἕρβα πηδουκουλάρια, οἱ δὲ μιουτεσσούδια.) [*](4 SIM.: Pl. XXIII 18 D. eup. 107 (147) — Pl. l. s. eup. I 123 (155) — Scrib. Larg. 8 — Pl. l. s. eup. I 69 (127) — Pl. l. s.) [*](1 ἰσάτει Orib.PF: εἰσάτει E: ἰσάτῃ HDi: om. R χλωροῖς — τρίγωνον om. C 2 παχύν R τὸ ἔνδον Orib.: post ἔνδον add. ἔχει R 3 λευκά RFH γευσαμένῳ δριμύν om. R: δριμύ FH 4 ἢ πέντε H: ἢ V F: δέκαι πέντε P δῷ (λάβῃ R) post μελικράτῳ tmanspos. RDi 5 παχύ E περιπατείτω δὲ ὁ πιὼν R 6 συνεχῶς] σὺν ἑφθῷ μελικράτῳ N: ἑφθὸν μελίκρατον C 7 φέρει (φθείρει C) γὰρ τοὺς R καταπνιγμοὺς κινδυνώδεις FH καὶ om. R καίει δὲ R: ἐκκαίειν E τὸν RE 8 τριφθεὶς PF (καρπὸς mente supple): τριφθεῖσα reliqui καθʼ ἑαυτὴν καὶ μετ’ ἐλαίου καὶ ἀνδράχνη R: κμθʼ ἐαυτὴν καὶ μετὰ σανδαράκης ////// (c. 15 litt. eras. E2) καὶ ἐλαίου E: καθʼ ἑαυτὴν καὶ μετὰ σανδαράχης Di: om. reliqui: addidi coll. Ps. D. de h. f. praeterea semen ipsius tritum cum portulaca et oleo phthiriasin . . . sanat: Pl. l. s. 18 phthiriasi caput et relicum corpus triti (sc. nuclei) liberant, facilius admixta sandaraca cf. D. eup. I 107 (147) 9 συγχρισθεῖσα REH πρὸς om. P 10 διαμασηθεῖσα RE: διαμασηθὲν FH 11 ἑψηθεῖσα καὶ διακλυζομένη REH καὶ οὗρα μέλανα ἄγει καὶ οὗλα ῥευματιζόμενα E) [*](12 C fol. 327r: N 150 στήσιον ibri cf. Hes. s. v. στησίφυλλον 13 σταφίς N cf. Pl. l. s. 14 πολύειδος R: πολυειδές HDi cf. D. II 58 ἀρσενοτή CHDi: ἀρσενοπή N: correxi 15 ἀρνεοπολέμιον R: om. HDi: correxi ἰβις ἀοιδὴ RH: ἰβησαιοιδή Di: correxi 16 πηδουκουρια C: πιδουκουλάρια H cf. Marc. I 8 (p. 27 H) staphidos agrias quam herbam peduclariam quod eos necat, quidam appellant (e Scr. L.), vulgo pedicularia herba vel pedicularis (cf. Scrib. Larg. 227, 91 H.) vel uva taminia (cf. Cels. III 21, 107 D, uva silvatica Theod. Prisc. ind. Ros.) vel pituitaria (Pl. XXIII 18) οἱ δὲ μιουτεσσουδια R: om. HDi: corruptum)

298
ἴστησι καὶ ἄφθας τὰς ἐν στόματι θεραπεύει μετὰ μέλιτος· μείγνυται καὶ τοῖς πυρωτικοῖς μαλάγμασιν.

153 θαψία· ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῦ δοκεῖν πρῶτον εὑρῆσθαι ἐν θάψῳ τῇ ὁμωνύμῳ νήσῳ, τὴν δὲ ὅλην φύσιν ἔοικε νάρθηκι, ἰσχνότερος δὲ ὁ καυλός, καὶ τὰ φύλλα μαράθῳ ἐμφερῆ· ἐπ᾿ ἄκρου δὲ σκιάδια καθʼ ἑκάστην ἀπόφυσιν ἀνήθῳ ὄμοια, ἐφʼ ὧν ἄνθος μήλινον, σπέρμα ὑπόπλατυ τῷ τοῦ νάρθηκος ἐμφερές, ἔλαττον μέντοι, ῥίζα λευκή, μεγάλη, παχύφλοιος, δριμεῖα, ἥτις ὀπίζεται περιορυχθεῖσα καὶ ἐγκοπτομένη τὸν φλοιὸν ἢ κοιλανθεῖσα θολοειδῶς καὶ πωμαζομένη πρὸς τὸ καθαρὸν μένειν τὸν ὀπόν· τῇ δʼ ὑστεραίᾳ δεῖ ἐπιόντας ἀναιρεῖσθαι τὸν ἐπισυρρέοντα.

2 χυλίζεται δὲ κοπεῖσα ἡ ῥίζα καὶ διὰ κυρτίδος καὶ ὀργάνου ἐκθλίβεῖσα καὶ ξηρανθεῖσα ἐν ἡλίῳ διʼ ὀστρακίνου παχέος ἀγγείου ἔνιοι δὲ καὶ τὰ φύλλα συναποθλίβουσιν· ἀσθενὴς δὲ ὁ τοιοῦτος. διακρίνεις δὲ τῳ βρωμωδέστερον εἶναι τὸν ἀπὸ τῆς ῥίζης καὶ μένειν ἔνικμον, ξηραίνεσθαι δὲ τὸν ἀπὸ [*](153 RV: θαψία· οἱ δὲ ὑπώπιον, οἱ δὲ παγκράτιον, οἱ δὲ σκαμμώνιον, οἱ δὲ θηλυπτερίς, Ῥωμαῖοι φερουλάγω, οἱ δὲ φερουλα σιλβέστρις, Ἀφροι βοιδίν.) [*](1 SIM.: schol. Nic. Th.. 529 (e Crat.) [Theophr.] h. pl. IX 9, 6 Pl.XIII 124 (e S. N.).) [*](1 EXC: cf. Gal. XI 855 (═ Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 ἵστησι] στέλλει RE τὰς ἐν στόματι om. R μετὰ μέλιτος om. RE 2 μίγνυται δὲ καὶ RE) [*](3 num. cap. χκε O: χκη Di: E tit. περὶ θαψίας FHDi post θαψια syn. e R add Di, marg. H2 μὲν θαψί R τὸ πρῶτον R εὑρίσκεσθαι E 4 ἂν Θάψῳ τῇ νήσῳ εὑρῆσθαι R τῇ νήσῳ τῇ ὁμωνύμῳ Di τῇ δ᾿ ὅλῃ φύσει RDi 5 post δὲ add. αὐτῆς μᾶλλον RDi καρπὸς FH 8 ὅμοιον R ἔλαττον (δὲ add. E2) ἡ μέντοι ῥίζα E ῥίζα μέλαινα [κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν huc transpos. N), ἔνδοθεν λευκὴ κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν R: ῥίζα ἔνδοθεν λευκή, μεγάλη, μέλαινα δʼ ἔξωθεν Di (marg. add. H2) cf. Dl radix est illi alba et maior, coriu grossu habet et viscidu in odore 9 καὶ ἐγκοπτομένη — κοιλανθεῖσα om. R 10 post κοιλανθεῖσα add. αὐτὴ ἐν ἑαυτῇ (αὑτῇ E) REDi θολιχῶς C: θολικῶς N post θολ. add. ἡ ῥίζα REDi (del. E2) 11 μένειν ἐν αὐτῇ E τὸν τόπον R: τόπον (τὸν om.) P δεῖ om. R τὸν ἐπισυλλεγέντα ὀπόν FHDi: τὸν ἐπισυρρέοντα ἢ συλλεγέντα E (corr. E2): αὐτὴν (pro τὸν ἐπισυρ.) R 12 ἐγχυλίζεται H κυρτινος R 12 καὶ ὀργάνου] glossam delevi cf. schol. Nic. Al. 493. 494 ξηραίνειν ξηραίνεται) R 14 καὶ παχέος FH ἔνιοι — τερηδονίζεσθαι om. R 15 διακρινεῖς E: διακρίνεται FHDi καὶ τῷ E βρωματωδέστερον H: βρομωδέστερον PE 16 διαμένειν E τὸ E) [*](17 C fol. 139v: N 39 ὑπώπιον] cf. Hes. s. ὑπωπίς πανκρανον R: πάγκρανον HDi: correxi 18 σκωμμώνιον E: σκαμμώνιον HDi θηλυπτερτις (sic) C: θηλυτελις N: θηλυτερίς HDi: correxi φερουλάγω] cf. Cael. Aur. m. chr. III 2, 41 vel succo ferulaginis quam graeci thapsian vocant 19 βοίδην HDi: βοιδιν R cf. Low l. s. 405)

299
τῶν φύλλων καὶ τερηδονίζεσθαι. ὀπίζοντας δὲ δεῖ μὴ κατʼ ἄνεμον ἴστασθαι, μᾶλλον δʼ ἀνηνεμίας οὔσης· ἐποιδεῖ γὰρ ἰσχυρῶς τὸ πρόσωπον καὶ φλυκταινοῦται τὰ γυμνά μέρη διὰ τὴν δριμύτητα τῆς ἀποφορᾶς. δεῖ οὖν κηρωταῖς ὑγραῖς στυφούσαις προχρίειν τὰ γυμνὰ τῶν μερῶν.

δύναμιν δʼ ἔχει καθαρτικὴν ὅ τε φλοιὸς τῆς ῥίζης καὶ ὁ 3 χυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς σὺν μελικράτῳ πινόμενος ἄνω τε καὶ κάτω. δίδοται δὲ τῆς μὲν ῥίζης τετρώβολον μετὰ ἀνήθου σπέρματος δραχμῶν τριῶν, τοῦ δὲ χυλίσματος τριώβολον, τοῦ δὲ ἀποῦ ὀβολὸς εἷς· πλείων γὰρ δοθεὶς κινδυνώδης ὑπάρχει. ἁρμόζει δὲ ἡ διʼ αὐτοῦ κάθαρσις ἀσθματικοῖς, πλευρῶν ἀλγήμασι χρονίοις καὶ ἀναγωγαῖς, τοῖς δὲ δυσεμέσιν ἐν σιτίοις ἢ ἐψήμασι δίδοται. κέκτηται δὲ καὶ μετα | συγκριτικὴν δύναμιν ὅ τε ὀπὸς καὶ ἡ ῥίζα πάντων μᾶλλον τῶν ἰσοδυναμούντων, ὅπου τι δεῖ ἐκ βάθους ἑλκύσαι

ἢ μεταποροποιῆσαι· ὅθεν ἀλωπεκίας καταχριόμενος ὁ 4 χυλὸς ἢ ἡ ῥίζα χλωρὰ προστριβομένη ποιεῖ δασυτέρας, ὑπώπιά τε αἴρει καὶ πελιώματα λεία ἡ ῥίζα ἢ ὁ χυλὸς σύν λιβανωτῷ καὶ κηρῷ ἴσοις· δεῖ δὲ μὴ πλεῖον δυεῖν ὡρῶν ἐᾶν, μετὰ ταῦτα δὲ πυριᾶν θερμῇ θαλάττῃ. αἴρει δὲ καὶ ἔφηλιν, σύν μέλιτι δὲ [*](1 SIM. [Theophr.]  h. pl. IX 8, 5 Pl. l. s.) [*](7 SiM.: [Theophr.] IX 20, 3 Ruf. (0rib. II 107) — eup. II 39 (252) D. eup. II 38s (251) — Cels. VI, 4 Pl. XIII 125 eup. I 95 (141) Archig. Gal. XII 409) — [Theophr.] IX 20, 3 Pl. XIlI 125.) [*](1 ὀπίζοντας ὀπίζεται P: ὀπίζοντα FHDi: ὀρύττοντας R: ὀρύττοντας δὲ ἢ ὀπίζοντας E (corr. E2) 2 δὲ νηνεμίας Di, corr. E2 (ἀνηνεμίας E) post οὔσης add ἐξαιρεῖσθαι R οἶδεν R 3 καὶ om, R φλυκταίνειν R: καταφλυκταινοῦται E καὶ τὰ γυμνὰ R 4 ὑγραῖς στυφούσαις om, R: στυφούσαις ὑγραῖς FHDi 5 προχρίοντες (-ας corr. rec. m. C) τὲ γυμνὰ τῶν κερῶν οὔτως προσέρχεσθαι (προέρχεσθαι C) RDi ὑποχρίειν H: προσχρίειν V 6 ἔχει ὁ φλοιὸς τῆς ῥίζης καὶ ὁ χυλὸς καθαρτικήν καὶ ὁ ὀπὸς N: post ἔχει 7 litt. del. E2 τε om. R 7 διδόμενος RE τε om. R κάτω καθαίρει R: ἄνω γὰρ καὶ κάτω χολὴν καθαίρουσι Di 8 τριώβολον ἢ τετραώβολον E: radices vero eius. IIII obuli accepti cum aneso. ζ. III dantur Dl μετὰ — τριώβολον om. C 9 ἐγχυλίσματος F 10 δραχμὴ μία O: ὀβολὸς α E: ὀβολός RHDi cf. Dl lacrimu eius obulus accipitur: D. eup. II 39 (252) θαψίας ὀποῦ ὀβ. α΄ ἢ χυλοῦ α΄ (sc. ἄσθματα ὠφελεῖ πλίον δὲ N: πλείονα (om δὲ) C: πλεῖον Di δοδὲν RDi: δρθεὶς καὶ ποθεὶς E κινδυνῶδες RDi (om. ὑπάρχει) 11 πάθεσιν ἀσθματικοῖς RDi ἀλγήμασι πλευρῶν E 12 δυσήμοις N: δυσεσμοις C (corr. m. post) ἑψήματι HDi 13 μετὰ τὴν συνκριτικὴν R 14 μάλιστα FHDi τι] δὲ R: om. E 15 ἀλωπεκίας τε RE 16 καὶ ἡ ῥίζα E ποιεῖ δασυτέρας] δασύνει E 18 ἢ κηρῷ RE ἴσοις om. R: ἴσω E: ἴσως V πλέον EDi: πλίω N μετὰ δὲ ταῦτα EDi 19 δὲ (tert.) om REFDi)

300
καταχρισθεὶς καὶ λέπρας ἀφίστησι, φύματά τε ῥήττει μετὰ θείου καταχριόμενος ὁ χυλός. χρησίμως δὲ καταχρίεται καὶ ἐπὶ τῶν χρονίας ἐχόντων διαθέσεις περὶ πλευρὸν ἢ πνεύμονα ἡ πόδας ἢ ἄρθρα. χρησιμεύει δὲ καὶ πρὸς ἐπαγώγια ἐπὶ τῶν μὴ ἐκ περιτομῆς λειποδέρμων οἴδημα ἐγείρων ὅπερ καταντλούμενον καὶ τοῖς λιπαίνουσι μαλαττόμενον τὸ ἐλλιπὲς τῆς πόσθης ἐκπληροῖ.

154 σπαρτίον· θάμνος ἐστὶ φέρων ῥάβδους μακράς, ἀφύλλους, στερεάς, δυσθραύστους, αἷς τὰς ἀμπέλους δεσμεύουσι· φέρει δὲ λοβούς ὥσπερ φασήλου, ἐν οἷς σπερμάτια φακοειδῆ, ἄνθος μήλινον ὥσπερ λευκοΐου.

τούτου ὁ καρπὸς καὶ τὰ ἄνθη ποθέντα σὺν μελικράτῳ ὁλκὴ ὀβολῶν πέντε καθαίρει ἄνω μετʼ ἐντάσεως πολλῆς ὥσπερ ὁ ἐλλέβορος ἀκινδύνως, ὁ δὲ καρπὸς κινεῖ τὴν κάτω κάθαρσιν· καὶ αὐτῶν δὲ τῶν ῥάβδων ἐν ὕδατι βραχεισῶν, εἶτα κοπεισῶν [*](154 RV: σπάρτος· οἱ δὲ λοβόν, οἱ δὲ λέγον καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: D. eup. I 56 (119) — eup. I 12l (154) — eup. I 128 (157) — eup. I 151 (171) — eup. I 35 (249) — eup. I 235 (217).) [*](8 SIM.: Pl. XXIV 65 sq. (e S. N. — Crata.) — Pl. l. s. 66 Ruf. (Orib. II 107. 136) g Pl l. s. eup. I 237 (219) 240 (221).) [*](8 EXC.: Orib. XII s. v. (σπαρτίον — λευκοΐου); cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v.: σπάρτος, ᾧ τὰς ἀμπέλους δεσμοῦσι τούτου ὁ καρπὸς καὶ τὸ ἄνθος ποθέντα σὺν μελικράτῳ ὀβολοὶ πέντε καθαίρει ἄνω ὥσπερ ἐλλέβορς λευκὸς ἀκινδύνως ὁ δὲ καρπὂς καὶ κάτω καθαίρει,, αἱ δὲ ῥάβδοι ἰσχιάδας ὠφελοῦσι Gal. XII 129 (═ Aet I s. v.) Isid. XVII 9, 103.) [*](1 καταχρισθεῖσα E: καταπλασθεῖσα R καὶ φύματα περιρήττει E 2 διαχρίεται R 3 χρονίας] χρησίμως R τὰς διαθέσεις R περὶ πλεύμονα (πνεύμονα N) ἢ πλευρὰν ἢ ἄρθρα ἢ πόδας R πλευρὰς E πλευμονια P 4 ἄρθα RE: ἄρθρον reliqui ἐπὶ τῶν ἐπαγωγίων R 6 λιποθέρμων R 6 τοῖς λιπαίνουσι om. E ἐλλιπὲς PHE: ἐλλειπὲς FDl: ἐνλιπὲς R ποασθίας πληροῖ R) [*](8 num. cap. χκς O: χκθ Di: ρνα E σπάρτος Ruf. Gal. ROribE.: sparton Pl. post σπαρτίον synon. e R add. Di, mg. H2 ἐστὶ om. Orib. 9 ἐνφύλλους R στερεάς om. R αῖς — δεσμεύουσι om, Orib. 10 φασήλου Orib.: φασήλους O: φασίλους E: φασίολος N: φασιόλους C σπέρματα R 12 τὸ ἄνθος E Paul. Aeg. ποπέντα P: κοπέντα F ὁλκῆς E 13 πολλῆς om. FH ὁ om. RE 14 καὶ addidi e RE 15 καὶ αὐταὶ δὲ αἱ ῥάβδοι ἐν (σὺν E) ὕδατι βραχεῖσαι, εἶτα κοπεῖσαι καὶ χυλισθεῖσαι RE ὕδατι] ὄξει Pl. l. s.) [*](16 C fol. 328r: N 150 effigiei herb. pict. add. C man. rec. s. XIV) τοιοῦτον σχῆμα ἔχει ὁ σπάρτος· τὸ ἄνθος αὐτοῦ ὄμοιον φασιόλου ἢ κυάμου πλὴν ξανθόν, κίτρινον· τὸ σπέρμα αὐτοῦ κατὰ σίκυον (σικον C) ἢ φακῆν καλοῦσιν om. H)

301
καὶ χυλισθεισῶν, ἰσχιαδικῶν ἐστι βοήθημα ὁ χυλὸς ὅσον κύαθος εἷς πινόμενος νήστεσιν· ἔνιοι δὲ ἐναποβρέξαντες ἅλμῃ ἢ θαλάττῃ ἐγκλύζουσι τοὺς ἰσχιαδικούς· ἄγει δὲ αἱματῶδες καὶ ξυσματῶδες.

155 σίλλυβον· ἄκανθά ἐστι πλατεῖα, φύλλα ἔχουσα χαμαιλέοντι τῷ λευκῷ παραπλήσια, ἥτις ἀρτιφυὴς ἐσθίεται ἑφθὴ σὺν ἐλαίῳ καὶ ἁλαί. τῆς δὲ ῥίζης ὁ ὀπὸς ὅσον ὁλκὴ δραχμῆς μιᾶς ποθεὶς σὺν μελικράτῳ ἐμέτους κινεῖ.

156 βολβὸς ὁ καλούμενος ἐμετικὸς ἔχει τὰ φύλλα ἱμαντωδέστερα καὶ πολλῷ μακρότερα τοῦ ἐδωδίμου, ῥίζαν ἐοικυῖαν' βολβῷ, περὶ ἦν φλοιὸς μέλας.

αὕτη ἐσθιομένη καθʼ ἑαυτὴν καὶ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πινόμενον ἐμέτους κινεῖ.

157 βάλανος μυρεψική· καρπός ἐστι δένδρου μυρίκη ἐοικότος, ὅμοιος τῳ λεγομένῳ Ποντικῷ καρύᾳ, οὖ τὸ ἐντὸς θλιβόμενον [*](155 RV: σίλλυβον.) [*](5 SIM.: Pl. XXII 85 — Pl. XXVI 40 Ruf. Orib. II 107).) [*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (σίλλυβον — ἁλσι); Paul. Aeg. VII 3 s. v.: σίλλυβον ἀκανθῶδές ἐστι φυτόν, παραπλήσιον τῷ λευκῷ χαμαιλέοντι, ἐδώδιμον δέ. τῆς ῥίζης δὲ ὁ ὀπὸς α σὺν μελικράτῳ ποθεὶς ἐμέτους κινεῖ. Hes. s, v. σίλλυβον.) [*](9 SIM.: Pl. XX 107 — Ruf. (Orib. II 107).) [*](9 EXC: Orib. XI s. v. (βολβὸς — κινεῖ); cf. Gal. XI 852 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](14 SIM.: Theophr. h. p. IV 2, 6 Pl. XII 100 sq.) [*](14 EXC.: Orib. XI s. v. (βάλανος — εὐλέπιστος); cf. Gal. XI 844 sq. (═ Aet I s. v. Paul. Aeg. VII c. 3 s. v.).) [*](1 post χυλισθεισῶν add. συναγχικῶν καὶ E: καὶ συναγχικῶν superscr. H2 cf. Dl purgateque virgae . . . sinanticis et sciadicis medicatur ὁ χυλὸς om. RE 2 εῖς om. RE ἅλμη θαλαττία R; ἄλμη θαλασσία E (corr. E2) 8 δὲ καὶ RE) [*](5 num. cap. χκζ O: χλ Di: ρνβ E titt περὶ σιλύβου FHDi: σίλυβον FHDi Ruf.: σίλλυβδον Orib.: ὅλυνθον· οἱ δὲ σίλλυβον E: sillebon Dl: sullibum Pl, πλατύτερα Orib.E: lata folia habet Dl χαμαιλέοντι ὅμοια (om. N) τῷ λευκῷ RDi 7 δὲ om. R ὅσον ⋖ α ποθεῖσα E 8 μιᾶς om. R) [*](9 num. cap. χκη O: χλα Di: — E cap. terat Di (mg. add. H2) post cap. περὶ ἀσφοδέλου II 199, ubi marg. add. περισσόν tit. περὶ βολβοῦ ἐμετικοῦ FHDi καλούμενος om. Orib. 10 ἐδωδίμου] ΒΔωΛΛΗ (sic) P post ῥίζαν 5 itt. eras. E2 δʼ ἐοικυῖαν (om. βολβῷ) Orib. 11 φλοιὸς] λοβὸς Orib.DiE (corr. E2) 12 πινόμενα Orib. post πινόμενον haec habet Di τὰ περὶ κύστιν ἄται καὶ ἔμετον κινεῖ) [*](14 num. cap. κθ O: χλβ Di: χλβ E tit. περὶ βαλάνου μυρεψικῆς FHDi καρπός ἐστι δένδρου ἐοικότος μυρίκη ὅ mg. add. E2 μυρίκῃ ibri: μυρρίνῃ mavult Spr.) [*](16 C fol. 294r: N 132)

302
ὥσπερ τὰ πικρὰ ἀμύγδαλα ἐξίησιν ὑγρόν, ᾧ εἰς τὰ πολυτελῆ μύρα ἀντὶ ἐλαίου χρῶνται. γεννᾶται δὲ ἐν Αἰθιοπίᾳ καὶ Αἰγόπτῳ καὶ Ἀραβίᾳ καὶ ἐν τῇ κατὰ Ἰουδαίαν Πέτρᾳ. διαφέρει δὲ αὐτῆς ἡ νέα καὶ πλήρης καὶ λευκὴ καὶ εὐλέπιστος, ἥτις μετʼ ὀξυκράτου ποθεῖσα λεία ὅσον ὁλκὴ δραχμῆς μιᾶς

2 σπλῆνα τήκει· καὶ καταπλάσσεται δὲ ἐπʼ αὐτῶν μετά αἰρίνου ἀλεύρου καὶ μελικράτου καὶ ἐπὶ ποδαγρικῶν, σὺν ὄξει δὲ ἀποσμᾷ ψώραν, λέπραν, ἀλφούς, οὐλὰς μελαίνας, σὺν οὔρῳ δὲ αἴρει φακούς, ἰόνθους, ἐφήλεις, ἐξανθήματα τὰ ἐν προσώπῳ, ἐμέτους τε κινεῖ καὶ κοιλίαν λύει μετὰ ὑδρομέλιτος. κακοστόμαχος δέ ἐστιν ἱκανῶς, καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς δὲ ἔλαιον ποθὲν τὴν κοιλίαν ὑπάγει. στυπτικώτερος δʼ ἐστὶν ὁ φλοιὸς αὐτῆς· τὸ δὲ ἐκθλιβείσης αὐτῆς πίεσμα μείγνυται σμήγμασι τοῖς πρὸς τραχύτητας καὶ, κνησμούς ἁρμόζουσιν.

158 νάρκισσος· ἔνιοι καὶ τοῦτον ὥσπερ τὸ κρίνον λείριον ἐκάλεσαν. τὰ μὲν φύλλα πράσῳ ἔοικε, λεπτὰ δὲ καὶ μικρότερα [*](158 RV: νάρκισσος· οἱ δὲ νάρκισσος ἀνυγρος, οἱ δὲ αὐτογενές, οἱ δὲ βολβὸς ὁ ἐμετικός, οἱ δὲ λείριον, Ῥωμαῖοι βούλβους βομιτώριους.) [*](5 SIM. Scrib. L. 129. Cels. V 18, 4 D. eup. I 61 (272) II 62 (275) — eup. I 235 (217) D. eup. I 123 (155) II 131 (160) — eup. I 128 (157) — eup. I 118 (152) — eup. I 114 (150) — eup. I 122 (154) — eup. I 121 (153) — eup. II 61 (272) — eup. II 61 (272) — eup. I 108 (148) I 123 (155).) [*](15 SIM.: Theophr. h. pl. VI 6, 9 V VII 13, 1. Pl. XXI 25. 128. s. v. λείριον (e S. N.).) [*](15 EXC.: Orib. XII s. v. (νάρκισσος — ἔχει); cf. Gal. XII 85 (═ A et. I s v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. Ap. 56. A. Mai VII 451.) [*](1 ἐξίεις F 2 ἀντ᾿ ἐλαίου Orib.Di δὲ]  γὰρ H: ἐν E 3 ἐν Αἰγύπτῳ Orib.E ἐν Ἀραβίᾳ Orib.E τὴν Ἰουδαίαν Orib.E 4 καὶ (alt.) om. Di λευκή τε καὶ Di ἐλέβιστος P 5 μετὰ ὀξυκράτου E ὅσον ⋖ α E 6 καὶ de, E2 αὐτῶν (i. e. τῶν σπληνικῶν inconcinna dictio) PFE: αὐτοῦ Di: αὐτὸν H 7 μετὰ μελικράτου Di post δὲ add. ἑψηθεὶσα Di ἀποσμε (i. e. ἀποσμᾶι) P: ἀποσμήχει reliqui S post λέπραν' add. σῦν νίτρῳ δὲ Di 9 τὰ om. FHDiE προσώποις EDi 10 μεθʼ ὑδρομέλιτος FH 11 ἐπάγει Di 12 στυπτικότατος E post αὐτῆς haec habet E καὶ ὁ χυλός, κοπίσης δὲ αὐτῆς καὶ ἐκθλιβείσης καὶ χυλισθείσης τὸ πίεσμα ἐκκοπείσης καὶ post δὲ (alt.) add. FHDi 13 ἐκπίεσμα HDi 14 εὐθετοῦσιν Di) [*](15 num. cap. χλ O: χλγ Di: ρνε E tit. περὶ ναρκίσσου FHDi post νάρκισσος syn. e R add. Di, marg. H2 verba ἔνιοι — ἐκάλεσαν om. Orib. νάρκισσος ὥσπερ τὸ κρίνον λείριον ἔνιοι ἐκάλεσαν FH τοῦτον PE: τοῦτο V λίριον N: λίλιον C 16 ἔοικε] ὅμοια E λεπτὰ δὲ καὶ] om. RDl μικρότερα δὲ καὶ στενότερα R: καὶ στενώτερα post πολὺ (p. 301, 1) inser. Di) [*](17 C fol. 238v: N 105 ἄνυγρος NH: ἀναυγυρος C: ἄνυδρος Di αὐτογενές] alii autonoes Ps. Ap. (autogenes Ack.) 18 Egypti bulbos emeticos Ps. Ap. οἱ δὲ λείριον (λίριον N) om. C ΜΟ?ΒΙΤΑΡΙΟΥϹ(sic) RDiH. correxi Spr. duce coll. Pl. XXI 128)

303
παρὰ πολύ, καυλὸν κενόν, ἄφυλλον, μείζονα σπιθαμῆς, ἐφʼ οὗ ἄνθος λευκόν, ἔσωθεν δὲ κροκῶδες ἐπʼ ἐνίων δὲ πορφυροειδές· ῥίζα δὲ λευκή, στρογγύλη, βολβοειδής, καρπὸς ὡς ἐν ὑμένι, μέλας, προμήκης. φύεται κάλλιστος ἐν ὀρεινοῖς τόποις, εὐώδης· ὁ δὲ λοιπὸς πρασίζει καὶ βοτανώδη τὴν ἀποφορὰν ἔχει.

τούτου ἡ ῥίζα βρωθεῖσα ἑφθὴ καὶ ποθεῖσα ἐμέτους κινεῖ· 2 ἁρμόζει δὲ καὶ πυρικαύτοις σὺν μέλιτι λεία καὶ τάς περὶ νεῦρα διακοπὰς παρακολλᾷ καταπλασσομένη, στρέμματά τε σφυρῶν καὶ τὰ περὶ ἄρθρα χρόνια ἀλγήματα λεία σὺς μέλιτι καταπλασθεῖσα ὀνίνησι· καθαίρει καὶ ἔφηλιν καὶ ἀλφὸν σὺν κνίδης σπέρματι καὶ ὄξει, σὺν ὀρόβῳ δὲ καὶ μέλιτι τὰς ἀκαθαρσίας τῶν ἑλκῶν ἀποκαθαίρει, καὶ τὰ δύσπεπτα δὲ τῶν ἀποστημάτων ῥήττει· ἀνάγει καὶ σκόλοπας σὺν αἰρίνῳ ἀλεύρῳ καὶ μέλιτι καταπλασσομένη.

159 ἱπποφαές, οἱ δὲ ἱππόφαος, γνάπτουσι τὰ ἱμάτια. [*](6 TEST.: Ruf. (ed. R. 533): dixerunt Ruffus et Dyascorides: bulbus narcissi cum aceto tritus abstergit.) [*](6 SIM.: Pl. XXI 128 Ruf. (Orib. II 107 199) — Pl. l. s 129 D. eup. I 178 (186) — eup. I 165 (179) — Pl. l. s. 129 eup. I 226 (211) — Pl. l. s. — Pl. l. s. eup. I 186 (192) — Pl. l. s. eup. I 167 (180).) [*](15 SIM.: (Hipp.] περὶ τῶν ἐντὸς π. (VII 200. 218. 220 L): Theophr. h. pl. VI 5, 1; Pl. XXII 29 cf. [Theophr.] h. p. IX 15, 6.) [*](15 EXC.: Orib. XI s. v. (ἱπποφαές — ξηραινόμενος); cf. Paul. Aeg. VII 3 S. v. ἱπποφαές· οἱ δὲ ἱππόφαιος ᾧ γνάμπτουσι τὰ μάτια. θάμνος ἐστὶ φρυγανώδης, ἧς ἡ ῥίζα ὀπίζεται καθάπερ ἡ θαψία. τοῦ δὲ ὀποῦ ὀβολὸς εἷς σὺν ὀροβίνῳ ἀλεύρῳ δοθεὶς καθαίρει χολὴν καὶ φλέγμα· καὶ ὅλον δὲ τὸ φυτὸν ξηραινόμενον γίνεται. cf. Hes. s. v. κνάφου δίκην. Gal. XIX 106.) [*](1 κατὰ πολύ FHDi: om, R καυλίου Orib.: καυλὸν reliqui post καυλὸν add. μικρόν Orib.E φύλλον E μείζον Orib.E ὑπὲρ σπιθαμὴν (σπιθαμῆς Di) τὸ ὅψος RDi 2 τὸ ἄνθος E ἔσωθεν] ἐν μέσῳ RDi δὲ (pr.)] om. ROrib. κροκῶδες] κοῖλον ἔχων κροκώδη C: καυλὸν ἔχων κροκώδη N: κοῖλον ἔχον κροκοειδές Di ἐπʼ om. Orib. 3 ῥίζαν δὲ λευκὴν κτλ. V δὲ om. ROrib. λευκὴ ἔνδοθεν RDi βολβῷ ἐνφερής R ὡς om. E 4 προμήκης om. R φύεται δὲ E ὁ κάλλιστος REDi τόποις addidi ex EDi 5 λοιπὸς] λευκὸς R post λοιπὸς add. ὲν πεδίοις καὶ ἀμμώδεσι Orib. τραγὀζεο P: religuus porri habet similitudinem Dl 7 λεία σὺν μέλιτι RE τὰ νεῦρα E 8 συνκολλᾶ C: κολλᾶ N 9 περὶ τὰ RR σὺν μέλιτι om. R 10 καθαίρει δὲ E ἀλφοὺς E 12 ἀποκαθαίρει] ἀφαιρεῖται RE δὲ om. RDi 13 ῥήσσει HDi καὶ ἀνάγει C: ἀνάγει δὲ καὶ E: ἄγει καὶ ODi: correxi αἰρίνῳ] ἐρίνῳ ER: cum irin illirica (i. e. ἰρίνῳ ἀλ.) Dl at cf. Pl. sic (i. e. cum melle et avenae farina) et infixa corpori extrahit post ἀλεύρῳ add. καὶ ῥοδίνῳ ἐλαίῳ E 14 καταπλαττομένη R) [*](15 num. cap. χλα O: χλδ Di: ρνϚ E tit. περὶ ἱπποφαοῦς FHDi post ἴπποφαές syn. e R add, Di, marg. H2 ἱππόφαος RC: ἱππόφεος E: ἰπποφυές Di: ippofies Dl: ἑππόφεως Hipp. Theophr l. s. cf. Gal. XIX 106 ἐν ᾧ PF: διʼ οὗ R: reliqui γνάφουσι FHEDi)

304
φύεται μὲν ἐν παραθαλασσίοις καὶ ἀμμώδεσι τόποις, θάμνος δέ ἐστι φρυγανώδης, πυκνός, ἀμφιλαφής, φύλλα ἔχων μακρὰ πρὸς τὰ τῆς ἐλαίας, στενότερα δὲ καὶ μαλακώτερα, καὶ μεταξὺ ἀκάνθας ξηράς, ὑπολεύκους, γωνιοειδεῖς, ἀπʼ ἀλλήλων διεστώσας·῝ ἄνθη κορύμβοις ἐοικότα κιττοῦ, ὡς βοτρύδια προσκείμενα ἀλλήλοις, πλὴν μικρότερα καὶ μαλακά, μετὰ τοῦ λευκοῦ φοινίσσοντα ἐκ μέρους· ῥίζα παχεῖα καὶ μαλακή, ἀποῦ μεστή, γευσαμένῳ πικρά, ὀπιζομένη ὥσπερ ἡ θαψία.

2 ἀποτίθεται δὲ καθʼ ἑαυτὸν ὁ ὀπὸς καὶ σύν ἀροβίνῳ ἀλεύρῳ ἀναλαμβανόμενος καὶ ξηραινόμενος. καθαίρει δὲ χολῶδες καὶ φλεγματῶδες καὶ ὑδατῶδεσ κάτω ὀβολός, τοῦ δὲ μετὰ τοῦ ὀρόβου τετρώβολον σὺν μελικράτῳ. καὶ ὁ θάμνος δὲ σὺν ταῖς ῥίζαις ξηραινόμενος κόπτεται καὶ δίδοται λεῖος μετὰ μελικράτου κοτύλης μιᾶς ἡμισείας· γίνεται δὲ καὶ χύλισμα ἐκ τῆς ῥίζης καὶ τῆς πόας ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῆς θαψίας· δραχμὴ δὲ μία δίδοται τούτου πρὸς τάς καθάρσεις.

160 ἱππόφαιστον· φύεται μὲν ἐν τοῖς αὐτοῖς τόποις, [*](159 RV: ἱπποφαές· οἱ δὲ ἱππόφαος, οἱ δὲ ἱπποφανής, οἱ) [*](9 SIM.: Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 116).) [*](17 SIM.: Pl. XXVII 92 (e S. N. — Crat.) cf. Pl. XXII 29. XVI 244 — Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 116).) [*](17 EXC.: Orib. XI s. v. (ἱππόφαιστον — μαλακήν); cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v. ὑπόφαιστον· εἷδός ἐστι κναφικῆς ἀκάνθης ὥσπερ καὶ τὸ ἱπποφαές. τούτου τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν φύλλων καὶ τῶν ῥιζῶν ξηρανθεὶς ὁ χυλός, ὁλκὴ τριωβόλου μετὰ μελικράτου, ὕδωρ καὶ φλέγμα κενοῖ. ἁρμόζει δὲ μάλιστα ὀρθοπνοίαις, ἐπιληψίαις καὶ τοῖς περὶ τὰ νεῦρα πάθεσιν.) [*](1 παραθαλαττίοις CEDi 2 δέ om, C πυκνός, μικρός E φύλλα δὲ ἔχει (post ἔχει c. 7 litt. del. E2)E μικρὰ] μικρὰ E: foliis longioribus ut oliva Orib. 3 μαλακώτερα] λεπτότερα FHOrib.: sed angusta, molliora et acuta Dl 4 ξηράς] λευκάς C γωνιοειδῶς C 5 κιττοῦ PCE: κισσοῦ reliqui 6 πλὴν om. C post μαλακά inser. καὶ DiE (dittogr. del. E2) 7 καὶ om. V 8 ὀπιζομένη δὲ E ἡ om. CDi 9 κατὰ αὑτὸν C 10 καὶ (alt.) om. C ὑδατῶl: ὀβολοὺς τρεῖς Ruf. l. s. τὸ δὲ E ὀρόβου] λευκοῦ C: ὀροβίνου EDi 12 τριώβολον E cf. Ruf. (Orib. II 116) εἰ δὲ τοῦ σὺν τῷ ὀρόβῳ σκευαζομένου, δραχμὴν μίαν ἐν μελικράτῳ 14 ἥμισυ E ἐκ om, CD 15 καὶ om. CDi δὲ μία om. C 16 καθάρσις τούτου C) [*](17 num. cap. χλβ O: χλς Di: ρνζ E tit. περὶ ἱπποφαίστου FHDi: ὑποφάιστον E Paul. Aeg.: ὑποφάεστον R post ἱππόφαιστον syn. e R add. Di, marg. H2 αὐτοῖς om. E: αὐτοῦ H) [*](18 C fol. 147r: om. N ἱπποφυές HDi ἱπποφανής HDi: ἱπποφανίς C)

305
ἐν οἷς καὶ τὸ ἱπποφαές, καὶ αὐτὸ γναφικῆς ἀκάνθης εἶδος ὑπάρχον. ἐστι δὲ χαμαιπετές, κεφάλια μόνον ἔχον χαῦνα καὶ φυλλάρια μικρά, — οὔτε δὲ ἄνθος οὔτε καυλὸν φέρει — ῥίζαν παχεῖαν, μαλακήν.

ταύτης τὰ φύλλα καὶ τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν ῥίζαν χυλίσας ξήραινε καὶ δίδου ὁλκὴν τριωβόλου μετὰ μελικράτου, ἐφ ὧν βούλει ὕδωρ καὶ φλέγμα ἄγειν· ἰδίως δὲ ἡ διʼ αὐτοῦ κάθαρσις ὀρθοπνοίαις καὶ ἐπιλημψίαις καὶ τοῖς περὶ νεῦραπάθεσιν ἁρμόζει.

161 κίκι· οἱ δὲ σήσαμον ἄγριον, οἱ δὲ σέσελι Κύπριον, οἱ δὲ κρότωνα διὰ τὴν ὡς πρὸς τὸ ζῷον τοῦ σπέρματος ἐμφέρειαν· δένδρον ἐστὶ συκῆς μικρᾶς μέγεθος ἔχον, φύλλα δὲ ὅμοια πλατάνῳ, μείζονα δὲ καὶ λειότερα καὶ μελάντερα, τὰ δὴ [*](δὲ ἵππιον, οἱ δὲ ἐχίνιον, οἱ δὲ πελεκῖνος, Ῥωμαῖοι λαππάγω. οἱ δὲ λάππολα μέρα.) [*](160 RV: ὑπόφαιστον· οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἱπποφαὲς καλοῦσιν.) [*](161 RV: κρότων ἢ κίκι· οἱ δὲ σήσαμον ἄγριον, οἱ δὲ σέσελι Κύπριον, οἱ δὲ κρότωνα, Αἰγύπτιοι σησθάμνα, οἱ δὲ τρίξιν, προφῆται αἷμα πυρετοῦ, Ῥωμαῖοι ῥίκινουμ, οἱ δὲ λούπα.) [*](9 SIM.: Herod. II 94. Theophr. h. pl. I 10, 1. Pl. XV 25 ˜ Pl. XXIII 84 (e S. N.).) [*](9 EXC.: med. Gal. XI 26 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes.s. v. κίκι.) [*](1 κναφικῆς E C χαμαιπετής R: post χαμ. haec habet Di ἔχον μόνον φυλλάρια μικρὰ ἀκανθώδη καὶ κεφάλια χαῦνα, at cf. Pl. capitulis tantum inanibus et foliis parvis multis μόνον] ὅμοια RE ἔχων REF χαῦνα] καυλία RDl 3 μικρά, ἀκανθώδη RDi: ἀκανθώδη superscr. H2 καυλὸν οὔτε ἄνθος R: post καυλὸν add. οὔτε καρπόμ E ῥίζαν δὲ RDi 5 τὴν ῥίζαν καὶ τὴν κεφαλήν Di: καὶ τὴν ῥίζαν χυλίσας om. R: folia eius et caput et radix Dl 6 ὁλκῆς δραγμῆς τριωβόλου E ἐφ᾿ ὧν] ᾧ Di 7 βούλει καὶ (om. Di) ἡ (γὰρ add. Di) διὰ τούτου (τούτων N) κάθαρσις ὕδωρ καὶ φλέγμα ἄγει RDi cf. Salm. exerc. Pl. 395 sq. ἀγαγεῖν E (post ἀγ. c. 9 litt. del. E2) ἡ — κάθαρσις om. RDi ἀπὸ τούτου E 8 ὀρθοπνοικοῖς R: post ὀρθοπνοίαις transpos. ἁρμόζει RDi) [*](9 num. cap. χλγ O: χλϚ Di: ρνη E tit. περὶ κίκεος FH κηκι R: κίκι ἢ κρότον Di initio syn. e R add Di σίσαμον F κύπριοι δὲ O: κύπριον, μὲ δὲ reliqui cf. Dl aut seseli ciprion: Ruf. (0rib. II 107) κρότων· ἔνιοι δὲ Κύπριον σέσελι ὀνομάζουσιν, Αἰγύπτιοι δὲ κίκι, ab Herodoto II 94) σιλλικύπρια vocatur 10 ὠνόμασται δὲ (om. NDi) κρότων RDi ἐμφέρειαν τοῦ σπέρματος RDi post ἐμφέρειαν add. ἐκάλεσαν E: fort. recte 11 δένδρον δὲ RDi) [*](13 ἐχίννιον C: ἐχίνιον Di: ἐχίνειον H: suspectum λαπαγώ H 14 λαππολλαμερα C: λαππολαμερά HDi) [*](15 C fol. 354r: N 147 ὑποφαεστον R (form. tuetur ord. alph.) E Paul. Aeg.: ἱππόφαιστον HDi) [*](16 C. fol. 171r: N 54 κίκι ἢ κρότον Di: ἢ κρότων superscr. H2 18 λούτα H2 in mg.))

306
στελέχη καὶ τὰς κράδας κοῖλα καλάμου τρόπον, καρπὸν δὲ ἐν βότρυσι τραχέσι, λεπισθέντα ὅμοιον κρότωνι τῳ ζῴῳ, ἐξ οὗ καὶ ἀποθλίβεται τὸ λεγόμενον κίκινον ἔλαιον, ἄβρωτον μέν, ἄλλως δὲ χρήσιμον εἰς λύχνους καὶ ἐμπλάστρους |.

2 καθαρθέντες δὲ ὅσον τριάκοντα κόκκοι τὸν ἀριθμὸν καὶ ποθέντες λεῖοι ἄγουσι κατὰ κοιλίαν φλέγμα καὶ χολὴν καὶ ὕδωρ· κινοῦσι δὲ καὶ ἔμετον. ἐστι δὲ λίαν ἀηδὴς καὶ ἐργώδης ἡ τοιαύτη κάθαρσις, ἀνατρέπουσα τὸν στόμαχον ἰσχυρῶς. κοπεὶς δὲ καὶ καταπλασθεὶς ἰόνθους καὶ ἐφηλίδας καθαίρει, τὰ δὲ φύλλα τριφθέντα μετὰ πάλης ἀλφίτου ὀφθαλμῶν οἰδήματα καὶ φλεγμονὰς παύει καὶ σπαργῶντας μαστούς, ἐρυσιπέλατά τε σβέννυσι καθʼ ἑαυτὰ καὶ μετὰ ὄξους καταπλασσόμενα.

162 ἐλλέβορος μέλας, οἱ δὲ Μελαμπόδιον, οἱ δὲ ἔκτομον, [*](162 RV: ἐλλέβορος μέλας· οἱ δὲ Μελαμπόδιον οἱ δὲ Ὀρέστιον, οἱ δὲ πολύρριζον, οἱ δὲ Προίτιον, οἱ δὲ μελανόρριζον, οἱ δὲ κοιράνειον προφῆται ζωμαρῖτις, Αἰγύπτιοι ἰγαΐα οἱ δὲ) [*](5 SIM.: Pl. XXIII 83 Ruf. (Orib. II 107) D. eup. II 63 (277) II 64 (279) — Pl. l. s. 84 eup. I 121 (154) — Pl. l. s. eup. I 29 (107) — Pl. l. s. eup. II 136 (162) — Pl. l. s. eup. I 169 (181).) [*](13 SIM.: Theophr.] h. pl. IX 10, 2 sq. Pl. XXV 47 sq. (e S. N.) Ruf. (Orib. II 108) Erot. s. v. ἐκτόμου (F. M. Gr. I frg. 151) Gal. XIX 96. — Theophr.] h. pl. IX 9, 2 Erot. s. v. σησαμοειδές Ruf. (Orib. II 109).) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (ἐλλέβορος — τόποις, cf. Orib. V 71 (═ Aet. II 196 p. 40v); de virt. med. cf. Gal. XI 874 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 cf. Aet. III 27 Paul. Aeg. VII 4 p. 259, 51) Hes. s. v. ἔκτομον.) [*](1 τοὺς κλάδους C: οἱ κλάδοι N κοίλας EFN τρόπον ἔχει RDi 2 τοῦτο λεπισθὲν ὅμοιον γίνεται R 3 λεγόμενον] καλούμενον R post ἔλαιον habet ἀχρίως ἄλλως μὴ χρήσιμον R: ἄβρωτον μὲν καὶ ἄχρηστον E λύχνον R 5 τριάκοντα F (γράφεται τρεῖς mg. add. m. rec.): τεσσαράκοντα Paul. Aeg. VII 4 (p. 261, 5) D. εup. II 64 (279) at cf. Dl unde si XXX grana purgata fuerint et accepta colera et flegma ventri deponit δὲ (pr.) addidi e REFHDi 8 τὸν om. RDi κοπεὶς] scil. ὁ καρπός 9 ἐφίληδας E: ἐφήλεις RDi 10 τριβέντα REDi 11 τε om. R 12 καὶ καθ᾿ E (dittogr.)) [*](13 num. cap. χλδ PFH: χκβ Dl: ρνθ E tit. περὶ ἐλλεβόρου μέλανος FHDi post μέλας syn. e R add. Di, mg. H2 μελαμπόδιον] cf. [Theophr.] h. pl. IX 10, 4 καλοῦσι δὲ τὸν μέλανά τινε ἔκτομον Μελαμπόδιον ὡς ἐκείνου πρῶτον τεμόντος καὶ ἀνευρόντος (e Diocle) ἔκστομον FH: om, 0rib.: ectomus Dl cf. [Hipp.] de nat. mul. 109 (VII 426 L)) [*](14 C fol. 115r: N 73 effig. herb. pict. (fol. 115v) add. C (m. rec.) ἰδιωτικῶς καρπήν (?) μελανπόδιον R ὀρέστιον] cf. Pl. XIV 108 15 πρώτιον libri: corr. Marc. μελανόριζον R: μελανόρριζαν H 16 κοιράνιον N: κυράνιον CDi: κοράνιον H: fort. κορώνιον cf. D, IV 163 ζωμαρείτις N: ζωμαριτ΄ superscr. Di ἰγαίαν H)

307
οἱ δὲ πολύρριζον καλοῦσι· Μελαμπόδιον δέ, ἐπειδὴ δοκεῖ Μελάμπους τις αἰπόλος τὰς Προίτου θυγατέρας μανείσας αὐτῷ καθῆραι καὶ θεραπεῦσαι. ἔχει δὲ τὰ φύλλα χλωρά, πλατάνῳ προσεμφερῆ, ἐλάττονα δὲ πρὸς τὰ τοῦ σφονδυλίου καὶ πολυσχιέστερα καὶ μελάντερα καὶ ὑποτραχέα· καυλὸς βραχύς, ἄνθη δὲ λευκά, ἐμπόρφυρα, τῷ δὲ σχήματι βοτρυοειδῆ, καὶ ἐν αὐτῷ καρπὸς κνήκῳ παραπλήσιος, ὃν καὶ αὐτὸν καλοῦσιν οἱ ἐν Ἀντικύρᾳ σησαμοειδές, χρώμενοι πρὸς τὰς καθάρσεις αὐτῷ· ῥίζαι δὲ μέλαιναι, λεπταί, οἱονεὶ ἀπό τινος κεφαλίου κρομυώδους ἠρτημέναι, ὧν καὶ ἡ χρῆσις· φύεται ἐν τραχέσι καὶ γεωλόφοις καὶ καταξήροις τόποις.

καὶ ἐστιν ἄριστος ὁ ἐκ τῶν τοιούτων λαμβανόμενος 2 χωρίων, οἷός ἐστιν ὁ ἐξ Ἀντικύρας· καὶ γὰρ ὁ μέλας κάλλιστος ἐν αὐτῇ γεννᾶται. ἐκλέγου δὲ τὸν εὔτροφον καὶ εὔσαρκον, λεπτὴν ἔχοντα τὴν ἐντεριώνην, δριμύν ἐν τῇ γεύσει καὶ πυρώδη· τοιοῦτος δʼ ἐστὶν ὁ ἐν τῷ Ἑλικῶνι καὶ Παρνασσῷ καὶ ἐν Αἰτωλίᾳ φυόμενος, διαφέρει μέντοι ὁ Ἑλικώνιος.

[*](ἐλαφυής, οἱ δὲ κεμελέγ, οἱ δὲ ἑρμιελύ, Ῥωμαῖοι βερέτρουμ νίγρουμ, οἱ δὲ κονσιλίγω, οἱ δὲ σαρράκα, Δάκοι προδιάρνα.)[*](11 SIM.: (Theoph. h. pl. X 10 3. 4 de caus. pl. VI 13, 4 Pl. XXV 49 sq Ruf. (Orib. II 103) Archig. (Orib. II 155) Herod. (Orib. II 165).)[*](1 post δέ (alt.) add. λέγεται R ἐπεὶ R 2 μέλας F τοῦ Προίτου R ἐν αὐτῷ RDi 3 καθᾶραι REDi post καθῆραι add. πρῶτος RDi δὲ καὶ τοῦτο E πλατανοειδῆ C: πλατάνῳ ἐνφερῆ N 4 πρὸς — ὑποτραχέα om. R τὰ om. P: ante πρὸς transpos. FH (in archet. mg. additum fuit): sed minora sicut fondilium Dl 5 καυλὸν δὲ (om. N) ἀνίησιν βραχὺν R βραχύς] τραχύς FHOrib.: καὶ τραχὺς mg. add. E (pr. m.): virga brevis Dl ἄνθη δὲ φέρει ἐνπόρφυρα CDi: ἄνθη πορφυρᾶ N at cf. Dl flores albos et purpureos 6 δὲ (pr.) om. E post σχήματι c. 9 litt. eras. E2 βοτρυοειδῆ PE (post βοτρυοειδῆ deest unum folium, λείπει φύλλα α΄ adnotat E2): βοτρυώδη FH: προδοειδῆ C: ὁοδοειδῆ NDi at cf, Dl scema botrui similem in quo semen est simile cneco 7 ὅμοιος RDi ὃ καὶ αὐτὸ R: ὃν καὶ αὐτὸν reliqui ἐν om. P 8 σησαμοειδῆ FHDi cf. Erot. s. v. σησαμοειδές· Διοκλῆς οὕτω φησὶ καλεῖσθαι τὸν ἐν Ἀντικύρᾳ ἐλλέβορον ῥίζα P 9 δʼ ὅπεισιν RDi λεπταί μέλαιναι ROrib.Di: cuius radices tenues sunt et nigrae Dl 11 ἐν καταξήροις R καὶ ἄριστος Di: ἄριστος δὲ R 12 ἐστιν om. R καὶ γὰρ om. R 13 κάλλιστος ὁ μέλις R: καὶ κάλλιστος Di: καὶ superacr, H2 εὔσαρκον καὶ εὔτροφον RDi: καὶ εὔσαρκον om. Orib. V 71 14 λευκὸν RDl at cf. Orib. l. s. Herod. (Orib. II 166) κλασθεὶς δὲ κευκὸς ἔνδοθεν φαινέσθω καὶ λεπτὴν ἐχέτω τήν ἐντεριώνην 15 καὶ ἐν Αἰτωλίᾳ om. R 16 ἐν addidi Αἰτωλία libri cf. Ruf. (Orib. II 103) ὁ δὲ δὴ μέλε οὐ πονηρὸς . . . καὶ ἐν τῳ Παρνασσῷ καὶ ἐν Αἰτωλίᾳ, ὡς ὅ γε λευκός· ὅποι φύοιτο ἄλλῃ, κάκιστος)[*](17 ἐλαφινέ HDi οἱ δὲ ἑρμιελύ om, HDi βερετρουμνι N: βετρουμνί CHDi 18 οἱ δὲ κονσιλίγω om. HDi: κονσαλικο R: correxi cf. Pelag. ed. Thm p. 140 σαρακᾶ HDi προδίορνα HDi cf. Tomaschek l. c. 33)
308

καθαίρει δὲ τὴν κάτω κοιλίαν ἄγων φλέγμα καὶ χολὴν καθʼ ἑαυτὸν ἢ μετὰ σκαμμωνίας καὶ ἀλῶν διδόμενος δραχμῆς μιᾶς ἢ τριωβόλου ὁλκή· συνέψεται δὲ καὶ φακοῖς καὶ ζωμοῖς τοῖς εἰς κάθαρσιν λαμβανομένοις.

3 ὠφελεῖ δὲ ἐπιλημπτικούς, μελαγχολικούς, μαινομένους, ἀρθριτικούς, παραλελυμένους· προστεθεὶς δὲ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἔμβρυα φθείρει, σύριγγάς τε καθαίρει καθεθεὶς καὶ μετὰ τρίτην ἐξαιρεθείς· ὁμοίως καὶ ἐπὶ δυσκωφούντων καθίεται εἰς τὸ οὖς, ἐώμενος ἐπὶ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας. θεραπεύει δὲ καὶ ψώρας μετὰ λιβανωτοῦ καὶ κηροῦ καὶ ὀροῦ πίττης ἢ κεδρίνου ἐλαίου καταχριόμενος, μετʼ ὄξους δὲ ἢ καθʼ ἑαυτὸν καταπλασσόμενος ἀλφούς καὶ λειχῆνας καὶ λέπρας θερατεύει. ἑψηθεὶς δὲ ἐν ὄξει ὀδονταλγίας πραΰνει διακλυζόμενος σηπταῖς τε μείγνυται, μετὰ κριθίνου δὲ ἀλεύρου καὶ οἴνου κατάπλασμα γίνεται ὑδρωπικῶν ὠφέλιμον.

4 συμφυτευθεὶς δὲ ἀμπέλοις πρὸς τῇ ῥίζη τὸν ἐξ αὐτῶν οἶνον καθαρτικὸν ἐργάζεται· περιρραίνουσι δὲ καὶ οἰκίας αὐτῷ καθάρσιον εἶναι νομίζοντες, ὅθεν καὶ ὀρύσσοντες ἵστανται πρὸς ἕω, εὐχόμενοι Ἀπόλλωνι καὶ Ἀσκληπιῷ, φυλαττόμενοι δὲ ἀετόν· ἐφίπτασθαι γάρ φασιν οὐκ ἀκινδύνως· δίδωσι γὰρ τὸν θάνατον ὁ ὄρνις, ἄνπερ ἴδη τὴν ὀρυγὴν τοῦ ἐλλεβόρου. συντόνως δὲ δεῖ ὀρύττειν διὰ τὸ καρηβαρίαν ἐκ τῆς ἀποφορᾶς γίνεσθαι, ὅθεν εἰς προφυλακὴν [*](1 SIM.: Pl. XXV 51. 54. Ruf. (Orib. II 108) — D. eup. I 18 (102) — Cels. III 18 (101, 36) Pl. 54 Ruf. (Orib. II 108) — Pl. 54 — eup. II 78 (290) Zop. (orib. II 597) — Pl. 55 eup. I 207 (201) — eup. I 63 (124) — Pl. 55 — Pl. 55 eup. I 118 (152) — eup. I 128 (157) — eup. I 69 (127).) [*](13 SIM.: Pl. 54. 55 eup. II 65 (280) — [Theophr.]  IX 10, 3 Pl. XIII 110 — [Theophr.] IX 10, 4 Pl. XXV 49 — [Thophr.] IX 8, 8 Pl. XXV 50.) [*](1 ἄνω RDiH 2 καὶ ἁλῶν post διδόμενος colloc. RDi μιᾶς om. R 3 ὁλκῆς RDi μίγνυται R φακῇ RDi: φακ (═ φακοῖς) F 4 ἐπιληπτικοὺς δὲ ὠφελεῖ FH 6 κτείνει RDi 7 καθεὶς P: κατεθεὶς R: κατατεθεὶς reliqui: correxi ἐπὶ τῶν R δυσηκοούντων FHDi 8 ἐώμενος ἕως μείνῃ R ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας R 9 καὶ (alt.)] ἢ RDi καὶ ὀροῦ πίττης om. R ὀροῦ P: ὀρροῦ reliqui 10 πίσσης Di cf. Dl mixtus libanotidi et cere et pice liguide et oleo cedrino ἢ (pr.)] καὶ RDi μετʼ ὄξυνς· καθʼ ἑαυτὸν δὲ CDl: μετʼ ὄξους δὲ καθʼ ἑαυτὸν NDi 11 θεραπεύει] πραΰνει R 12 σὺν ὄξει RDi 18 μετὰ δὲ NDi δὲ] τε O 14 γίνετια om. R: ἐστν Di ὑδρωπικοῖς HDi 16 ταῖς ῥίζαις R ἐξ] ἀπʼ R 16 οἰκίαις CDi ἐν αὐτῷ N: αὐτὸν Di καθαρτικὸν RDi 17 ὀρύττοντες R προσευχόμενοι (ἕω om. ODi: πρὸς ἠῶ εὐχόμενοι R: correxi coll. [Theophr.] IX 8, 8 περιγράφειν δὲ καὶ τὸν ἐλλέβορον τὸν μελανα καὶ τέμνειν ἱστάμενον πρὸς ἕω καὶ [κατ]εὐχόμενον 18 δὲ addidi ἀετὸν — ἴδῃ om. R 19 δεδίασι O: δίδοσι corr. H2: δίδωσι Di τὸν om. Di ἄνπερ ὁ ὄρνις FH: ἐάνπερ Di 20 τὸν τοῦ ἐλλεβόρου ἐρυγήν (ἐρυγήν F) FH 21 καρηβαρίαν ἐνγίνεσθαι τοῖς ὀρύττουσιν ἐκ τῆς ἀπ. R ὅθεν] διὸ R)

309
οἱ ὀρύττοντες προεσθίουσι σκόρδα καὶ οἶνον πίνουσιν, ἀβλαβέστερον διατιθέμενοι. ἐξεντερίζεται δὲ ὥσπερ ὁ λευκὸς ἐλλέβορος.

163 σησαμοειδὲς τὸ μικρόν· καυλία ἐστὶ σπιθαμιαῖα, ἔχοντα φύλλα κορωνόποδι ὅμοια, δασύτερα μέντοι καὶ μικρότερα ἐπʼ ἄκρου δὲ τῶν καυλίων κεφάλια ἀνθέων ὑποπορφύρων, ὧν τὸ μέσον λευκόν, ἐν οἷς σπέρμα σησάμῳ ἐοικός, πικρόν, κιρρόν· ῥίζα λεπτή.

καθαίρει δὲ φλέγμα καὶ χολὴν κάτω ποθὲν λεῖον τὸ σπέρμα ὅσον ὀξυβάφου ἥμισυ σὺν μελικράτῳ καταπλασθὲν δὲ μεθʼ ὕδατος φύματα καὶ οἰδήματα διαφορεῖ. φύεται δὲ ἐν τραχέσι χωρίοις.

164 τιθυμάλλου εἴδη ἑπτά, ὧν ὁ μὲν ἄρρην χαρακίας [*](163 RV: σησαμοειδὲς τὸ λευκόν· οἱ δὲ κορώνιον, οἱ δὲ σήσαμον ἄγριον καλοῦσιν.) [*](164 RV: τιθύμαλλος χαρακίας.) [*](4 SIM.: PL.  XXII 133 — e. l. s. Ruf. Orib. II 106)) [*](4 EXC.: Orib. XII s. v. (σησαμοειδές — χωρίοις); cf. Gal. XII 121 (═ Paul. Aeg. VI 3 s. v.).) [*](13 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 11, 7 sq. cf. IX 8, 2; caus. IV 6, 9; Crat. (schol. Nic. Th. 617); Pl. XXV I62. XX 209 (e S. N. et Ps. Theophr.]; Ruf. (Orib. II 106. 107. 119).) [*](13 EXC.: Orib. XII s. v. (τιθυμάλλου — δρῶσιν med. om.); Ps. D. de h. f. 33 41 ~ A. Mai VII 444 (e D. lat.): Ps Ap. 108 (cf. Ps. Orib. II 27); cf. Gal. XII 141 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); cf. Aet. III 36. Paul. Aeg. VII 4 (260, 16); Isid. XVII 9, 77; Hes. s. v. χαρακίας.) [*](1 ἐσθίουσι RFHDi σκόροδα Di οἷνον om. R πίνοντες H ἀβλαβέστεροι γὰρ οὕτως διατίθενται RDi 2 καὶ ὁ Di: ὁ om. O) [*](4 num. cap. χλε 0: χκδ Di: cap. om. E tit. περὶ σησαμοειδοῦς HF: περὶ σησ. τοῦ μικροῦ Di σησαμοειδὲς τὸ κευκόν RDl Ruf. Gal. Orib. Paul. Aeg. post μικρόν syn. e R add. Di, mg. H2 ἐστὶ] ἔχει Orib. 5 κορωνοποδίῳ R: κορονόποδι F μακρότερα Orib. at cf. Dl sed asperiora et minora 6 ἐπ’ ἄκρου PF: ἐπʼ ἄκρων reliqui καυλῶν NOrib. ἀνθέων O: ἀνθʼ ὧν Orib.: ἄνθεσιν πορφύροις μέσον ἐν οἷς σπέρμα N: ἀνθῶν τοῖς προφύροις μέσον, ἐν οἷς C cf. Blab Gramm. d. N. I. 28 7 ὧν] ἐν οἰς Orib. ἐν ρἶς om. Orib. ἐοικὸς σησάμῳ R πικρόν] μικρόν O at cf. Pl. l. s. sesamoides . . . grano amaro, folio minore, Gal. l. s. ὑπόκιρρον (pro πικρὸν κιρρόν) Dl 9 χολὴν καὶ φλέγμα RDi κάτω om. R post κάτω interpunx. Dl λεῖον om. RDi 10 ὅσον om. RDi in cataplasma compositu siccat splene (σπλῆνα τήκει) Dl 11 δὲ om. ROrib.Di) [*](13 num. cap. χλϚ O: χλζ Di τιθυμάλλων RDi δὲ ἔη Orib.: εἰσὶν ἑπτὰ εἴδη R) [*](14 C fol. 326r: N 160 λευκόν] μικρόν HDi κορώνιον] cf. Hes. s. v. κορώνιος σησάμιον N) [*](16 N fol 142: C fol. 339r (initio cap. om))

310
καλεῖται, ὑπὸ δέ τινων κομήτης ἡ ἀμυγδαλίτης ἢ κωβιὸς ὀνομάζεται· ὁ δέ τις θῆλυς ἢ μυρσινίτης, ὃν καὶ καρυιΐτην καλοῦσιν· ὁ δὲ παράλιος, ὃν ἔνιοι τιθυμαλλίδα ἐκάλεσαν ὁ δέ τις ἡλιοσκόπιος, ὁ δὲ κυπαρισσίας, ὁ δὲ δενδρώδης, ὁ δὲ πλατύφυλλος.

τοῦ δὴ χαρακίου καλουμένου εἰσὶ καυλοὶ μὲν ὑπὲρ πῆχυν, ἐνερευθεῖς, ἀποῦ δριμέος καὶ λευκοῦ μεστοί, φύλλα δὲ περὶ ταῖς ῥάβδοις ὅμοια ἐλαίᾳ, μακρότερα δὲ καὶ στενότερα, ῥίζα ἁδρὰ καὶ ξυλώδης· ἐπʼ ἄκρων δὲ τῶν καυλῶν κόμη σχοινοειδῶν ῥαβδίων, καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν ὑπόκοιλα, ὅμοια πυελίσιν, ἐν οἷς ὁ καρπός, φύεται δὲ ἐν τραχέσι καὶ ὀρεινοῖς τόποις.

2 δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ἀπὸς καθαρτικὴν τῆς κάτω κοιλίας, ἄγων φλέγμα καὶ χολήν, ὀβολῶν δυεῖν πλῆθος λαμβανόμενος μετʼ ὀξυκράτου, σὺν μελικράτῳ δὲ καὶ ἔμετον κινεῖ, ὀπίζεται δὲ περὶ τὸν τρυγητὸν συναχθεισῶν τῶν ῥάβδων καὶ ἀποτμηθεισῶν· ἐγκεκλίσθαι δὲ αὐτὰς δεῖ εἰς ἀγγεῖον. ἔνιοι δὲ ὀρόβινον ἄλευρον μειγνύντες συναναπλάσσουσιν ὀροβιαῖα μεγέθη, τινὲς δὴ εἰς τὰ ξηραινόμενα σῦκα ἀποστάζουσι σταλαγμούς τρεῖς ἢ τέσσαρας καὶ ξηράναντες ἀποτίθενται· καθʼ ἑαυτὸν δὲ τριβόμενος ἐν θυΐᾳ ἀναπλάσσεται καὶ ἀποτίθεται.

3 ἐν δὲ τῳ ὀπίζειν οὐ δεῖ κατʼ ἄνεμον ἵστασθαι οὐδὲ τάς χεῖρας προσάγειν τοῖς ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ καὶ πρὸ τοῦ ὀπίζειν τὸ σῶμα δεῖ χρίειν στέατι ἢ ἐλαίῳ μετʼ οἴνου, μάλιστα δὲ πρόσωπον καὶ ὄσχεον καὶ τράχηλον. τραχύνει δὲ καὶ τὴν φάρυγγα, ὅθεν δεῖ τὰ καταπότια περιπλάττειν κηρῷ μέλιτι ἑφθῷ καὶ οὕτως διδόναι· ἰσχάδες [*](11 SIM.: [Theophr.] IX 11, 9 Pl. XXVI 63 sq.; Ruf. l. s. — D. eup. I 103 (145) — Pl. XXVI 64 eup. I 71 (129) — eup. I 176 (185) — Pl. XXVl 64. 21 — Pl. XXVI 150 eup. I 190 (193) — Pl. XXVI 110 — Pl. XXVI 146 eup. I 201 (198) — Pl. XXVI 126 eup. I 207 (201) — eup. I 69 (128).) [*](1 καλεῖται χαρακίας FH τινῶν δὲ FH ἢ] ὁ δὲ Orib.: om. R ἀμυγδαλοειδής ROrib.DIDlPs. Ap. Ps. D. at cf. Pl. XXVI 70 2 θῆλυς ἢ RDi (ἢ superscr. H2): ἢ om. reliqui μυρτίτης RDi Theophr. Ruf.: myrtiten vel myrsiniten Ps, D. 33 cf. Gal. XII 883 προσαγορεύουσιν Orib. 4 κυπαρίσσιος PF 5 nov. cap. (χλζ) incip. P δὴ P: δὲ reliqui εἰσὶ om. ROrib. Di μὲν καυλοὶ FH 6 δὲ om. Orib. 7 τὰς ῥάβδους RDi μικρότερα Orib.Dl ῥίζα om. Orib. 8 καὶ om. ROrib. ἐπʼ ἄκρῳ ROrib. δʼ αὐτῶν Orib. 9 ἐπ᾿] ὑπʼ HDi πυελέσιν R: πυελοῖσι FHDi 10 nascitur in asperis maritimis Pl. 11 post ἔχει 2 foll. cod. P perierunt 13 ὀπίζεται δὲ πᾶς τιθύμαλλος Orib. 14 περὶ] μετὰ R πυραμητὸν Orib. συναχθεισῶν δὲ R 15 ἐνκεκλίσθαι R: ἐγκεκλεῖσθαι Orib.Di: ἐπικεκλεῖσθαι VFH δὲ (pr.) om. NOrib. δεῖ αὐτὰς Orib. 16 ὀροβίδια V δὲ καὶ N 17 σῦκα om. R ἀνασταλαγμοὺς R 18 ξηράναντες Orib.: ξηραίνοντες reliqui 19 ὅθεν ἐν θυία R ὀπίζεσθαι R 20 ἄγειν RDi 22 a σωπον incip. fol. 91 cod. E καὶ τράχηλον om. ROrib.E 23 τὸν RE δεῖ καὶ E τὰ om. VFHDi)

311
μέντοι δύο ἢ τρεῖς λαμβανόμεναι αὐτάρκεις εἰσὶ πρὸς κάθαρσιν. ψιλοῖ δὲ καὶ τρίχας ὁ ὀπὸς πρόσφατος ἐπιχρισθεὶς μετʼ ἐλαίου ἐν ἡλίῳ, καὶ τὰς ἐπιγινομένας δὲ ξανθὰς καὶ λεπτάς ποιεῖ· καὶ τέλος ἐκφέρει πάσας.

ἐντίθεται δὲ καὶ τοῖς βρώμασι τῶν 4 ὀδόντων κουφίζων τὰ ἀλγήματα κηρῷ δὲ δεῖ τοὺς ὀδόντας περιφράττειν, ἵνα μὴ παραρρυεὶς κακώσῃ τὴν φάρυγγα ἤ τὴν γλῶσσαν. αἴρει δὲ καὶ μυρμηκίας καὶ ἀκροχορδόνας καὶ θύμους καὶ λειχῆνας ἐπιχριόμενος· ἁρμόζει καὶ πρὸς πτερύγια καὶ ἄνθρακας, φαγεδαίνας, γαγγραίνας, σύριγγας. καὶ ὁ καρπὸς δὲ φθινοπώρῳ συλλεγεὶς καὶ ξηρανθεὶς ἐν ἡλίῳ κοπείς τε κούφως καὶ ἀποβρασθεὶς καθαρὸς ἀποτίθεται· καὶ τὰ φύλλα ὁμοίως ξηρά. ποιεῖ δὲ ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα τὰ αὐτὰ τῳ ὀπῷ πλῆθος ἡμίσους ὀξυβάφου ποτιζόμενα· ἔνιοι δὲ καὶ ταριχεύουσιν αὐτά, μειγνύντες τῷ διὰ τοῦ γάλακτος λεπιδίῳ καὶ τυρῷ κοπτῷ.

καὶ 5 ἡ ῥίζα δὲ ἐπιπασθεῖσα δραχμὴ μία ὑδρομέλιτι καὶ ποθεῖσα ἄγει κατὰ κοιλίαν ἑψηθεῖσα δὲ σὺν ὄξει καὶ διακλυζομένη γομφαλγίαις βοηθεῖ.

ὁ δὲ θῆ λυς, ὃν ἔνιοι μυρσινίτην ἢ καρυίτην ἐκάλεσαν, προσεμφερὴς δαφνοειδεῖ, λευκὸς τὴν φύσιν, καὶ τὰ φύλλα ὅμοια ἔχει μυρσίνῃ, μείζω δὲ καὶ στερεά, ἐπʼ ἄκρου ἀξέα καὶ ἀκανθώδη· κλήματα δὲ ἀπὸ τῆς ῥίζης ὡς σπιθαμιαῖα ἀφίησι, τὸν [*](18 RV: τιθύμαλλος μυρτίτης, ὃν ἔνιοι καρυίτην καλοῦσιν.) [*](18 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 11, 9; caus. IV 6, 9. Crat. (schol. Nic. Th, 617); Pl. XXVI 66.) [*](1 δύο ἢ γ ἐνίοις (σ add. E2) δὲ καὶ δ ἢ ε E 3 δὲ om. RE 4 ἐκφθείρει EDi 5 δεῖ om. RE (superscr. E2) τοὺς ὀδόντας om. C: τοὺς ὀδόντας— λειχῆνας om. N ἐπιπλάττειν CDi: ἐπιφράττειν E 6 ἐκρεῦσαν E φάρυγγα ἢ addidi e C ef. Dl ne lingua aut fauces exasperet 7 ἀναρεῖ E 8 περιχριόμενος FH 9 καὶ φαγεδαίνας EFH καὶ γαγγραίνας καὶ E 10 φθινοπώρου E συναχθεὶς C ἐν ἡλίῳ om. FH 11 ἀποβρασθεὶς RDi: ἀποβραστεὶς V: ἀποβραχεὶς reliqui 12 ὅ τε καρπὸς E πλήθους VF ἥμισυ RE 13 ποτιζόμενον R αὐτό R: αὐτόν E 14 τυροκόπτῳ VFE: προκούρῳ C (om. N) 15 ἐπιπλασθεῖσα R post ἐπιπασθεῖσα c. 11 litt. del. E2 δραχμὴ — ποθεῖσα om. R σὺν ὑδρομέλιτι EFHDi (σὺν eras. E2) 16 τὰ κατὰ R σὺν ὄξει] em vino aut oleo Pl. 17 γομφαλγίαις R: κεφαλαλγίαις καὶ γομφαλγίαις E: ὀδονταλγίαις reliqui: correxi) [*](18 μυρσινίτην καλοῦσιν καὶ καρυίτην Orib.: μυρσινίτην ἢ om. R καλοῦσιν R 19 τῷ δαφνοειδεῖ Orib.HDi λευκὸς om. FH: del. E2: similis est lauro et albus Dl cf. [Theophr.] IX 11, 9 Ps. Ap. l. s. τῇ φύσει Orib.: τῇ γεύσει καὶ τῷ εἴδει C: τῇ φύσει καὶ εἴδει N καὶ om, R τὰ δὲ R 20 μείζονα R στενὰ καὶ στερεά Dl ἄκρῳ F δὲ ὀξέα Orib.E 21 σπιθαμῆς ROrib.E) [*](C fol. 346v: N 143 anabulla mg. add. N (m. rec.) μυρσητης N (ση in ras.))

312
δὲ καρπὸν φέρει παῤ ἐνιαυτὸν καρύῳ ὅμοιον, ἡσυχῆ δάκνοντα τὴν γλῶτταν· ἐν τραχέσι χωρίοις καὶ οὗτος φύεται.

6 δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ὀτὸς καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα ὁμοίαν τῳ πρὸ αὐτοῦ· ἐμετικώτερος μέντοι ἐκεῖνος τούτου ἐστίν.

ὁ δὲ παράλιος λεγόμενος τιθύμαλλος, ὃν ἔνιοι τιθυμαλλίδα ἢ μήκωνα ἐκάλεσαν φύεται μὲν ἐν παραθαλαττίοις τόποις· κλῶνας δὲ ἔχει σπιθαμιαίους, ὀρθούς, ὑπερύθρους, πέντε ἢ ἓξ ἀπὸ τῆς ῥίζης, περὶ οὓς τὰ φύλλα στοιχηδὸν μικρά, ὑπόστενα, προμήκη, ἐοικότα λίωῳ· κεφαλὴν δὲ ἐπʼ ἄκρῳ πυκνήν, περιφερῆ, ἐν ᾗ ὁ καρπὸς ὡς ὄροβος, ποικίλος, ἄνθη λευκά.

7 ὅλος δὲ ὁ θάμνος καὶ ἡ ῥίζα ὀποῦ λευκοῦ πολλοῦ μεστή· καὶ τούτου δὲ χρῆσις καὶ ἀπόθεσις ὁμοία ἐστὶ τοῖς προειρημένοις.

ὁ δὲ ἡλιοσκόπιος λεγόμενος ἀνδράχνη ὅμοια φύλλα ἔχει, λεπτότερα δὲ καὶ περιφερέστερα, κλῶνας δὲ ἀφίησιν ἀπὸ τῆς ῥίζης σπιθαμιαίους, τέσσαρας ἢ πέντε, λεπτούς, ἐρυθρούς, ὀποῦ λευκοῦ πολλοῦ μεστούς· κεφαλὴ δὲ ἀνηθοειδὴς καὶ ὁ καρπὸς [*](6 RV: τιθύμαλλος παράλιος· οἱ δὲ τιθυμαλλίδα, οἱ δὲ μηκώνιον.) [*](14 RV: τιθύμαλλος ἡλίοσκόπιος· οἱ δὲ τιθυμαλλίς Ῥωμαῖοι ἕρβα λακτια, οἱ δὲ λακτοῦκα καπρίνα, Ἄφροι νουκουβάτ.) [*](6 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 11. 7; Pl. XXVI 68 (e Th.) XX 209 (e S. N.).) [*](14 SIM.: Pl. XXVI 69 (e S. N.).) [*](1 κρίνῳ F: καρύῳ E (κορίῳ E2 in mg.) 2 φύεται καὶ οὗτος ἐν R 3 post ἔχει add. καὶ ἀπόθεσιν ROrib.E (post ἀπ. c. 11 litt. del. E2) ὁ ὀπὸς ὁμοίαν Orib.: ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ ὀπὸς R: ὁ ὀπὸς καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς E: semen et folia Dl 5 ἐστιν om. ROrib.E) [*](6 τιθύμαλλος om. Di ὃν om. E (add. E2) τιθυμαλίδα F 7 ἢ om. N μηκωνίδα E μὲν om. FHDi παραθαλασσίοις CHDi 8 τόποις om. Orib. ὀρθούς om. FH: ὀρθίους R ὑπερύθρους post ἕξ colloc. Orib. 9 ε ἢ ζ E: VI aut VII Dl αὐτῆς addidi: ex una radice Dl στοιχηδὸν τὶ φύλλα RE 10 λίνῳ ἐοικότα C κεφαλὴ Orib. ἐπʼ ἄκρου REDi: παῤ ἄκρῳ Orib. 11 πυκνή, περιφερής Orib. καρπὸς περιφερής D1 ὥσπερ ROrib.E ποικίκος] λευκός Theophr. l. s. Pl. l. s at cf. Ps. Ap. 12 πολλοῦ mg. add. O2: lacrimum album habet et infinitum Dl: om. reliqui 13 χρῆσε δὲ καὶ ἀπόθεσις καὶ (om. Orib.) τούτου ROrib.: ἡ δὲ χρῆσις καὶ ἡ ἀπόθεισις καὶ τούτου E δὲ om. HDi ἐστι om. ROrib.E) [*](14 ἔχει τὰ φύλλα ROrib.E 15 ἀνίησιν CD1 16 σπιθαμιαίους om. R post πέντε transpos. Di καὶ ἐρυθροὺς FH 17 πολλοῦ λευκοῦ E: πολλοῦ om. R κεφαλὴν δὲ ἀνηθοειδῆ Orib.) [*](18 C fol. 350v: N 143 anabulla paralios mg. add. N (m. rec.)) [*](20 C 349v: N 143 21 ad Afr. syn. cf. Löw l. s. 409)

313
δὲ ὥσπερ ἐν φύλλοις· συμπεριφέρεται δὲ τούτου ἡ κόμη τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει, ὅθεν καὶ ὠνόμασται ἡλιοσκόπιος ἐν ἐρειπίοις μάλιστα καὶ περὶ τὰς πόλεις φύεται.

συλλέγεται δὲ ὁ 8 ὀπὸς καὶ ὁ καρπὸς ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων, δύναμιν ἔχων τὴν αὐτήν, ἀλλʼ οὐχ οὕτως ἐπιτεταμένην.

ὁ δὲ κυπαρισσίας καυλὸν μὲν ἀνίησι σπιθαμιαῖον ἢ καὶ μείζονα, ὑπέρυθρον, ἐξ οὖ βεβλάστηκε τὰ φύλλα τοῖς τῆς πίτυος ὅμοια, τρυφερώτερα μέντοι καὶ λεπτότερα, καὶ καθόλου ἔοικε πίτυϊ ἀρτιφυεῖ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται. πεπλήρωται δὲ καὶ οὗτος ὀποῦ λευκοῦ. δύναμιν δὲ ἔχει ὁμοίαν τοῖς πρὸ αὐτοῦ.

ὁ δὲ ἐν ταῖς πέτραις φυόμενος, δενδροειδὴς δὲ 9 καλούμενος, ἀμφιλαφής ἄνωθεν καὶ πολύκομος, ὀποῦ μεστός, ὑπέρυθρος τοὺς κλάδους, περὶ οὓς τὰ φύλλα μυρσίνη λεπτῇ προσεοικότα καρπὸς δὲ ὅμοιος τῷ τοῦ χαρακίου. παραπλησίως δὲ καὶ οὖτος ἀποτίθεται καὶ ἐνεργεῖ ὁμοίως τοῖς προειρημένοις.

ὁ δὲ πλατύφυλλος φλόμῳ ἔοικεν, οὗ καὶ αὐτοῦ ἡ ῥίζα καὶ ὁ ὀπὸς καὶ τὰ φύλλα ἄγει ὑδατώδη κατὰ κοιλίαν ἀποκτείνει δὲ καὶ τούς ἰχθύας κοπεὶς καὶ διεθεὶς τῷ ὕδατι· καὶ οἱ προγεγραμμένοι δὲ τὸ αὐτὸ δρῶσιν.

[*](6 ΡV: τιθύμαλλος κυπαρισσίας· οἱ δὲ χαμαίπιτυν, οἱ δὴ τιθυμάλλιον, Ῥωμαῖοι μουλτιλάγω καπρίνα, οἱ δὲ καπράγινε, οἱ δὲ κυπαρισσίας.)[*](11 RV: τιθύμαλλος δενδρίτης.)[*](16 RV: τιθύμαλλος πλατύφυλλος.)[*](6 SIM.: Pl. XXVI 70.)[*](11 SIM. Pl. XXVI 71.)[*](16 SIM.: Pl. XXVI 70.)[*](1 δὲ (pr.) om. Orib. φύλλοις] φῖαλίοις 0rib.: κεφαλίοις FHDi, mg. add. E2 τούτοις καὶ ἡ κόμη E 2 ἡλίοσκόπιος om. ROrib.E φύεται ἐν N εὐρίποις ROrib. circa ripas Dl 3 τὰς om. COrib.E ὁ καρπὸς καὶ ὁ ὀπὸς REDlOrib. (καὶ ὀπὸς mg. add. O2) 5 post αὐτήν add. τοῖς προτέροις Di: superscr. H2 ἀλλʼ om. ROrib.E οὕτωε (οὔτω Orib.) μέντοι ROrib.E 6 κυπαρισσίας καλούμενος CDi καυλὸν post μείζονα transpos. C μὲν] om. NDi: μέλανα E ἢ om. C καὶ om. Orib.E 7 πιτυΐνης E 8 καὶ (alt.) om. R 9 ὠνομάσθη RE 12 ἄνωθεν] πάντοθεν Orib. καὶ ὀποῦ E 13 τοὺς καυλοὺς C: τοῖε κλάδοις Orib.E 14 χαρακίτου E 15 ὁμοίως] ὡσαύτως R: om. Orib. 16 τιθύμαλλος ante πλατύφυλλος add. R φλόωῳ — φύλλα ἄ. om. mg. add. Orib. οὗ om. FHDi αὐτοῦ δὲ Di 17 ἀποκτέννει ROrib. 18 καὶ (pr.) om. Dl τοῦς om. E ἰχθῦς Orib.E ἐνδιηθεὶς R: διηθεὶς Orib. προτεταγμένοι E 19 ποιοῦσιν ROrib.)[*](25 C fol. 348v: syn. om. N 21 τιουμάλλιον C ταπαγινε C: correxi coll. Ps. Ap. latine cicer columbinum et caprago dicitur)[*](23 C fol. 347r: N 144 24 C fol. 348r: N 144)
314

165 πιτύουσα· οἱ δὲ κλῆμα, οἱ δὲ κραμβίον, οἱ δὲ παράλιον, οἱ δὲ Κανωπικὸν καλοῦσιν. εἴδει οὐ δοκεῖ διαφέρειν τοῦ κυπαρισσίου τιθυμάλλου, ὅθεν καὶ εἶδος αὐτοῦ καταριθμεῖται· ἀνίησι δὲ καυλὸν πήχεως μείζονα, πολυγόνατον, φυλλαρίοις ἀξέσι καὶ λεπτοῖς κατειλημμένον, ἐμφερέσι τοῖς τῆς πίτυος, ἄνθη μικρά, ὡσεὶ πορφυρᾶ· καρπὸν δὲ πλατύν ὡς φακόν, ῥίζαν λευκήν, παχεῖαν, ἀποῦ μεστήν εὑρίσκεται δὲ κατὰ τόπους σφόδρα εὐμεγέθης ὁ θάμνος.

καθαίρει δὲ κάτω ἡ μὲν ῥίζα, δυεῖν δραχμῶν ὁλκή, σὺν μελικράτῳ, τοῦ δὲ καρποῦ δραχμή μία, τοῦ δὲ ὀποῦ ὅσον κοχλιάριον ἓν ἐν καταποτίῳ, ὡς εἴρηται, ἀλεύρῳ ἀναλημφθέν, τῶν δὲ φύλλων ὁλκαὶ τρεῖς.

166 λαθυρίς· καταριθμοῦνταί τινες καὶ ταύτην ἐν τοῖς [*](165 RV: πιτύουσα· οἱ δὲ κλῆμα, οἱ δὲ κραμβίον, οἱ δὲ παράλιον, οἱ δὲ Κανωπικὸν καλοῦσιν.) [*](166 RV: λαθυρίς· οἱ δὲ καὶ ταύτην τιθύμαλλον καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: Pl. XXIV 31 — Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 106. 111).) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. τιθυμάλλου (πιτύουσα — θάμνος); cf. Gal. XII 103 (= Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](13 SIM.: Pl. XXVII 95 (e S. N.).) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. λαθυρίς· ὅλος ὁ θάμνος ὀποῦ μεστός ἐστιν ὥσπερ τιθύμαλλος Gal. XII 56 (═ Aet Is. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. Ap. 111 (A. Mai l. s. VII 448) Paul. Aeg. VII 4 p. 260: λαθυρίδες καθαίρουσι χολήν, ὥσπερ ἐλλέβορος καὶ σκαμμωνία· δοτέον οὖν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καὶ μέχρι πεντεκαίδεκα, τοῖε μὲν εὐτόνοις καὶ πλείονος δεομένοις καθάρσεως διαμασὰσθαι προστάσσοντας, τοῖς ἀσθενεστέροις δὲ καὶ κακοστομάχοις ὁλοσχερεῖς αὐτὰς καταπίνειν (cf. Aet. II 42).) [*](1 num. cap. χλζ FH (deest P): χλη Di: ρξβ tit. περὶ πιτυούσης FHDi πιτύουσα ROrib.FHDiPaul. Aeg.: πιτυοῦσα Gal.: πιτυοῦσσα E Ruf. (Orib. II 106. 111): pytias Dl κραμβεῖον E παράλειον E 2 εἴδει om. Orib. (spario relicto) δὲ post εἴδει add. ROrib.E (eras. E2) Di οὐ addidi 3 ὅθεν καὶ ἐν αὐτοῖς καταριθμεῖται RE τὸ εἶδος Orib. αὐτοῦ] ἐν αὐτοῖς Orib.Di 5 καὶ om. ROrib.EDi: folia acuta et tenue ἐμφερὲς E: flores longes Dl: flore paruo Pl. 6 μικρά] μακρά Dl: μικρὰ λευκὰ E ὡς ROrib.E διαπόρφυρα E ὡς φακόν om. R 7 aliguibus in locis Dl 8 ὁ om. R: ὁ θάμνος om. Orib. 9 post κάτω transpos. μὲν E ὅσον ⋖⋖ β ὁλκὴ E: δραχμῶν δυεῖν ὁλκῆς R: β΄ ἀλκή δοθεῖσα Di 10 τοῦ (pr.) — δὲ (alt.) om. R τοῦ καρποῦ δὲ E τοῦ δὲ (alt.) om. E (τοῦ mg. add. E2): ὀποῦ δὲ ER 11 sucus eius obolo uno acceptus aut cocleariu i. omnia suprascripta facere potest D1 ἔν om. REDi προείρηται E ef D. IV 164 ἀλεύροις N καταληφθὲν FH: ἀναλημφθέντων τῶν φύλλων ὁλκαῖς τρισίν N cf. Ruf. (Orib. II 111) 13 γ ᾒ δ E) [*](13 num. cap. χλη FH deest P): χλζ Di: ρξγ E xit, περὶ λαθυρίδος Fi01 post λαθυρίς syn. e R add. Di καταριθμοῦντεσ (om. τινες) R) [*](14 C fol. 263v: N 128 ad κραμβίον cf. Erot. 89, 11 Hes. s. v. 15 κανωπικὰ R) [*](16 C fol. 218r: N 93.)

315
τιθυμάλλοις. καυλὸν δὲ ἀνίησι πήχεως τὸ ὕψος, κενόν, πάχος δακτύλου, ἐπʼ ἄκρου δὲ αὐτοῦ μασχάλαι· φύλλα δὲ τὰ μὲν ἐπὶ τοῦ καυλοῦ ἐπιμήκη, ὅμοια τοῖς τῆς ἀμυγδαλῆς, πλατύτερα δὲ καὶ λειότερα, τὰ δὲ ἐπʼ ἄκρων τῶν κλωνίων μικρότερα ὥσπερ τῆς ἐπιμήκους ἀριστολοχείας ἢ κισσοῦ.

καρπὸν δὲ ἐχει ἐπʼ ἄκρων 2 τῶν κλάδων τρίχωρον, περιφερῆ, ὥσπερ κάππαριν, ἐν ᾧ τρία σπερμάτια διειργόμενα ἐλύτροις ἀπʼ ἀλλήλων, περιφερῆ, μείζονα ὀρόβων, λεπισθέντα δὲ λευκὰ καὶ γλυκέα ἐν τῇ γεύσει· ῥίζα λεπτή, ἄχρηστος. ὅλος δὲ ὁ θάμνος ἀποῦ μεστὸς ὥσπερ τιθύμαλλος.

δύναμιν δὲ ἔχει καθαρτικὴν κοιλίας τὰ σπέρματα ὅσον ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ τὸν ἀριθμὸν λαμβανόμενα ἐν καταποτίῳ ἢ ἐσθιόμενα καὶ πινόμενα ὕδατος ἐπιρροφουμένου ψυχροῦ· ἄγει δὲ φλέγμα, χολήν, ὕδωρ. καὶ ὁ ὀπὸς δὲ ἀναλημφθεὶς ὥσπερ ὁ τοῦ τιθυμάλλου τὸ αὐτὸ ποιεῖ· συνέψεται δὲ καὶ ὄρνιθι ἢ λαχάνοις τὰ φύλλα πρὸς τὴν αὐτὴν ἐνέργειαν.

167 πέπλος· οἱ δὲ συκῆν, οἱ δὲ μήκωνα ἀφρώδη καλοῦσι. θαμνίσκος ἐστὶν ὀποῦ λευκοῦ μεστός, ἔχων φύλλον μικρόν, ὅμοιον πηγάνῳ, πλατύτερον δέ· ἡ δὲ σύμπασα κόμη ὡς σπιθαμῆς, περιφερής, ἐκκεχυμένη ἐπὶ γῆς, καὶ ὑπὸ τοῖς φύλλοις καρπὸς μικρός, στρογγύλος, ἥττων τῆς λευκῆς μήκωνος. [*](11 SIM.: Pl. l. s. Ruf. Orib. II 106. 120).) [*](17 SIM.: Pl. XXVII 119; Ruf. (Orib. II 106): Erot. s. v. πέπλος — Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 114) D. eup. II 63 (276).) [*](17 EXC.: Orib, XII s. v. (πέπλος — ἀποτίθεται); cf. Gal. XII 96 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 δὲ om. NDi, eras. E2 2 μασχάλαι] furcae Ps. Ap. 4 καὶ — δὲ om. R λειότερα καὶ λεπτότερα E: sed oblongiora et latiora et lenia Dl μακρότερα RH (corr. H2): μικρότερα FE ὥσπερ ἀριστολοχίας REDi: ὡσπερεὶ ἡ ἀριστολοχίας FH: correxi ἢ κισσοῦ τοῦ ἐπιμήκους libri: correxi Serap. duce ἔχει om. FH ἄκρω R 6 τριχλώρων C: τρίγωνον N 7 σπέρματα R ἐλύτροις om. N: ἐρυθρά C 8 καὶ om. R 9 ῥίζα δὲ λαπτὴ καὶ λευκή E 10 τιθυμάλλου C 11 τὸ (ο in ras.) σπέρμα E2 12 λαμβανόμενα καὶ πινόμενα E ἢ om. R 13 καταπινόμενα REDi: πινόμενα μετὰ ἰσχάδων ἢ φοινίκων Di ὕδατος ψυχροῦ CDi: ὥδατι ψυχρῷ ἐπιρροφούμενα N post δὲ del. καὶ E2 φλέγμα καὶ χολὴν καὶ ὕδωρ REDi 14 δὲ om. Di ὁ τοῦ om. R 15 τὰ αὐτὰ R καὶ om. R) [*](17 num. cap. χλθ FH: χμ Dl. ρξδ E: deest P peplis Pl. cf. Erot. s. v. πέπλος· βοτάνης εἶδος, ἢν ἔνιοι πέπλιον ὀνομάζουσιν, οἱ δὲ σύμφυτον (!) 18 ποῦ μεστὸς λευκοῦ Orib.E 19 ὥσπερ E 20 τῆς γῆς Orib.F ὑπὸ] ἐπὶ Orib.E at cf. Pl. semine sub foliis rotundo: Dl sub quibus foliis semen est minore et rotundu 21 ὁ καρπὸς Orib. E ἥττων — πόα om. Orib.)

316
πολύκαρπος δὲ ἡ πόα, ῥίζαν ἔχουσα μίαν ἄχρηστον, ἀφʼ ἦς ὅλος ὁ θάμνος πέφυκε. γεννᾶται δὲ ἐν κήποις καὶ ἀμπελῶσι. συνάγεται δὲ ἐν πυραμητῷ ξηραινόμενος ἐν σκιᾷ καὶ συνεχῶς στρεφόμενος· κοπεὶς δὲ ὁ καρπὸς καὶ ἀποβραχεὶς ἀποτίθεται.

ἄγει δὲ φλέγμα καὶ χολὴν ὀξυβάφου πλῆθος μετὰ ὑδρομέλιτος κοτύλης πινόμενος καὶ προσοψήμασι δὲ μειγνύμενος ταράσσει κοιλίαν. ταριχεύεται δὲ εἰς ἁλμαίας.

168 πεπλίς· οἱ δὲ ἀνδράχνην ἀγρίαν, Ἱπποκράτης (VII 184 L.) δὲ πέπλιον καλεῖ· φύεται μάλιστα ἐν παραθαλασσίοις τόποις θάμνος ἀμφιλαφής, ὀποῦ μεστὸς λευκοῦ, φύλλα ἔχων ὅμοια τῇ κηπαίᾳ ἀνδράχνῃ, περιφερῆ δὲ καὶ ἐκ τῶν κάτωθεν [*](168 RV: πέπλιον· οἱ δὲ πεπλίδα, οἱ δὲ ἴαχος, οἱ δὲ πολύγαλον, οἱ δὲ φέρομβρον, οἱ δὲ ἀνδράχνην θαλασσίαν ἢ ἀγρίαν, οἱ δὲ γαλοῦμβρον, οἱ δὲ πέπων, οἱ δὲ συκῆν, οἱ δὲ μηκώνιον, οἱ δὲ Ἡράκλειον, οἱ δὲ μήκων ἀφρώδης, Ῥωμαῖοι προρτούλακα μίνορ, οἱ δὲ λάκτια.) [*](8 SIM.. Pl. XX 210 Ruf. (Orib. II 106) — Ruf. (Orib. II 114).) [*](8 EXC.: Orib. XII s. v. (πεπλίς — αὐτήν); cf. Gal. XII 97 (═ Paul. Aeg. VII e. 3 s.) Aet. I s. v. πέπλιον· τούτου τὸ σπέρμα χρήσιμον· σῦν γὰρ τῷ φλέγματι καὶ χολὴν ἄγει καὶ φυσῶν ἐστι καταρρηκτικόν, ὡς καὶ Ἱπποκράτης γράφει. cf Aet. III 26 Paul. Aeg. VII 4 p. 260.) [*](1 πολύχρηστος ὁ καρπὸς καὶ ἡ πόα E at cf. Dl multum semen habet ἔχει Orib. μικρὰν post ἔχουσα add. E ἀφʼ ἧς — πέφυκε om. Orib. 2 δὲ om. Orib. καὶ om. Orib. συνάγεται — ἁλμαίας habet Ra. v. πέπλιον cf. D. IV 168 3 δὲ om. Orib.Di ξηραινόμενος F: ξηραινομένη reliqui στρεφόμενος F: στρεφομένη reliqui cf. Pl. inter vitis fere colligitur messibus siccaturque cum fructu suo 4 ἀποτίθεται δὲ αὐτῆς ὁ καρπὸς ἀποβρασθεὶς ROrib.E: ἀποτίθεται δὲ ὁ καρπὸς κοπεὶς καὶ ἀποβρασθείς Di 6 κυάθου FH: κοτύλης R. κυάθου ἢ καὶ κοτύλης E (κ. ἢ καὶ del. E2) cf. Dl oxibafus unus cum mulsa acceptus cotila una iuscellis miscetur cf. Pl. l. s. ἐν προσοψήμασι EDi: ἑψέμασιν N: ἐπεψέμασιν C: ὀψήμασιν E δὲ om. R ταράττει REDi 7 τὴν κοιλίαν REDi δὲ καὶ N: καὶ ταριχεύεται δὲ C δὲ om. F) [*](8 num. cap. χμ FH: χμα Di: ρξε E: deest P tit. περὶ πεπλίδος FHDi πέπλις E cf. Gal. XIX 129: πέπλων RGal. Aet. Paul. Aeg.: πέπλος Orib. Dl 10 φύλλων C: φύλλον Orib. E ὅμοιον Orib.E 11 περιφερὲς RE δὲ om. F cf. Dl folia habet similia agresti andragne et obrotunda, quae deorsum obrufa sunt καὶ om. Orib. κάτω ἔχοντα ἐνερευθές FH: κάτοθεν ἐρευθές R: κάτωθεν ἐνερευθές Orib.E) [*](12 C fol. 275v: N 122 ὃ ἔνιοι πεπλίδα N 13 φέρουβρον C: φερουμβρον N cf. D. IV 150 14 γαλουμβρον R μηκώνιον] cf. Gal. XIX 129 πέπλος· τὸ αὐτὸ καὶ χαμαισύκη καὶ μήκων ἀφρώδης καὶ μηκώνιον 15 ἡράκλιον R πορτούλακα R cf. Pl. XX 210 est et porcillaca, quam peplin vocant)

317
ἐνερευθῆ καὶ ὁ καρπὸς δὲ στρογγύλος, ὑποκάτω τῶν φύλλων ὥσπερ τοῦ πέπλου, πυρώδης τῇ γεύσει, ῥίζα λεπτή, μία, ἄχρηστος. συλλέγεται δὲ καὶ ἀποτίθεται καὶ δίδοται ὥσπερ ὁ πέπλος καὶ ταριχεύεται.

δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτήν.

169 χαμαισύκη, οἱ δὲ συκῆν· κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύλους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους περιφερῶς, ἀποῦ μεστούς, φύλλα φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· καρπὸς δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις στρογγύλος, ὡς πέπλου· οὔτε δὲ ἄνθος οὔτε καυλὸν ἔχει, ῥίζαν δὲ λεπτήν, αχρξστον.

δύναμιν δὲ ἔχουσιν οἱ κλῶνες, λεανθέντες σὺν οἴνῳ τὰς περὶ μήτραν ὀδύνας παύειν ἀντὶ πεσσοῦ προστεθέντες, καταπλασσόμνοι δὲ οἰδήματα καὶ ἀκροχορδόνας καὶ μυρμηκίας αἴρουσιν, ἑφθοὶ δὲ ἐσθιόμενοι κοιλίαν ἐκλύουσι. καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν δὲ ὀπὸς τὰ αὐτὰ δρᾷ, καὶ καταχριόμενος σκορπιοπλήκτοις βοηθεῖ, ἁρμόζει δὲ καὶ πρὸς ἀμβλυωπίας καὶ ἀχλῦς καὶ ἀρχομένας ὑποχύσεις, οὐλάς, νεφέλια σὺν μέλιτι ἐγχριόμενος. φύεται ἐν πετρώδεσι καὶ αὐχμηροῖς τόποις.

[*](169 RV: χαμαισύκη· οἱ δὲ συκῆν, οἱ δὲ μήκωνα ἀφρώδη καλοῦσιν.)[*](6 SIM.: Pl. XXIV 134 (e S. N.) — Pl. l. s. D. eup. I 176 (186).)[*](6 EXC.: Orib. XII s. v. (χαμαισύκη — ἄχρηστον, φύεται — τόποις); de virt. med. cf. Gal. XII 155 (= Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](1 ὑποκάτωθεν N 2 πυρώδης μὲν C: πυρώδης ἐν E ῥίζα δὲ RE μία om. Orib.Dl post ἄχρηστος add. R quae D. IV 167 de peplo tradit (316, 2) 3 καὶ ταριχεύεται post ἀποτίθεται transpos. Orib.E 5 δύναμιν ἔχων τὴν αὐτήν Orib.)[*](6 num. cap. χμα FH: χμβ Di: ρξϚ E tit. περὶ χαμαισύκης FHDi χαμαισύκη ἢ συκῆ Orib. post συκῆν syn. e R add. Di, mg. H2 τετραδακτυλιέους R 7 περιφερῶς RVF: περιφερεῖς Orib. EDi 8 μικρά] μακρά C 9 ab ὑπὸ incip. fol. 134 cod. P πέπλου REDi: πεπλίου Orib.: πέπλος O ἄνθος δὲ οὐκ ἔχει N 10 οὔτε καυλὸν om. R φέρει Orib. ῥίζα λεπτὴ ἄχρηστος R δʼ ἔχει Orib. καὶ post λεπτήν add. HDi 11 ἐν ρἴνῳ R 12 προστιθέντες FR 15 τὸ αὐτὸ R καὶ om, H καταχριόμενος δὲ H σκορπίου πληγῇ REDi 16 δὲ om. REDi καὶ (pr.) om. O ἀμβλυωπίαν CDl καὶ ἀχλῦς om. R: ἀχλύν EDi πρὸς ἀρχομένας R 17 σὐλὰς δὲ καὶ E ἐπιχριόμενος R φύεται δὲ RE)[*](19 C 379r: N 170)
318

170 σκαμμωνία· κλῶνας ἀνίησι πολλοὺς ἀπὸ μιᾶς ῥίζης, τριπήχεις, λιπαρούς, ἐμφαίνοντάς τι δασύτητος, καὶ τὰ φύλλα δὲ δασέα, ὅμοια ἑλξίνῃ ἢ κισσῷ, μαλακώτερα μέντοι καὶ τριγωνοειδῆ, ἄνθη λευκά, περιφερῆ, κοῖλα ὡς κάλαθοι. βαρύοσμα· ῥίζα δὲ εὐμήκης, παχεῖα ὅσον βραχίων, λευκή, βαρύοσμος, ὀποῦ μεστή. συλλέγεται δὲ ὁ ὀπὸς τῆς κεφαλῆς ἀπὸ τῆς ῥίζης ἀφαιρουμένης καὶ θολοειδῶς ἐκρομβιζομένης εἰς κοιλότητα· συρρεῖ γὰρ εἰς αὐτὴν ὁ ὀπὸς καὶ οὕτως ἀναλαμβάνεται εἰς μύακας.

2 ἔνιοι δὲ τὴν γῆν ὀρύξαντες ὁλμοειδῶς καὶ καρύας φύλλα ὑποθέντες καταχέουσι τὸν ὀπὸν καὶ οὕτως ξηρανθέντα ἀναιροῦνται. ἐστι δὲ καλὸς ὁ διαυγὴς καὶ κοῦφος, ἀραιός, ταυροκολλώδης τὴν χρόαν, σήραγγας ἔχων λεπτάς, σπογγώδης· τοιοῦτος δʼ ἐστὶν ὁ ἐκ Μυσίας τῆς κατὰ τὴν Ἀσίαν κομιζόμενος. μὴ προσέχειν δὲ δεῖ μόνῳ τῳ λευκαίνεσθαι αὐτὸν [*](170 RV: σκαμμωνία· οἱ δὲ σκαμμωνίας ῥίζα, οἱ δὲ Κολοφωνία, οἱ δὲ δακρύδιον, Ῥωμαῖοι κολοφώνιομ, προφῆται ἀπὸ πλεύμονος, Αἰγύπτιοι σανελούμ.) [*](1 SIM.: Theophr. IV 5, l. IX 1. 3. 4. [Theophr.] IX 20, 5 Pl. XXVI 59 sq. — Pl. l. s. 60) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (σκαμμωνία — μιγέντος); de virt. med. cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v. cf. VII 4 p. 260, 2. Aet III 25. Isid. XVII 9, 64 (e D. lat) Hes. s. v. σκαμωνία.) [*](1 num. cap. χμβ 0: χμγ Di: ρξζ E σκαμωνία E initio syn. e R add. Di, mg. H2 κλωνίας P 2 ἢ τετραπήχεις add. ROrib. τι] τε R τῆς δασύτητος ROrib.E (τῆς del. E2): παχύτητος FH 3 δὲ om. R τῇ ἑλξίνῃ Orib.E κιττῷ NOrib.EDi 4 καὶ κοῖλα Orib. κάλαθοι] καλάμινθοι C 5 δὲ om. ROrib.E ἐπιμήκης Orib. 6 δὲ om. O 7 ἀφαιρουμένης] om. F: ἀποτμηθείσης E θολερῶς N: θορερῶς C ἐκρομβιζομένη P: ἐκθρομβιαζομένης Orib.: ἐκθρομβιζομένης EH: τομβιζομένης R: τεμνομένης Di (superscr. H2) κοιλότητας E 8 εἰς αὐτὴν post ὀπὸς colloc. Orib. ἐπʼ αὐτὴν R ἀπολαμβάνεται R 9 post ὀρύξαντες add. καὶ τὴν ῥίζαν κόπτοντες E ὁλμοειδῶς Orib.: θολοειδῶς reliqui καὶ addidi e ROrib. καρύων Orib.: ῥόας R 10 ὑποτιθέντες Orib.E: ἐπιτιθέντες C: ἐπιθέντες N post ὑποθ. iaec habet Orib. καταξύουσιν καὶ ἀποτίθενται τὸν ὀπὸν σὕτω HDi 11 ὁ διαυγὴς marg add. E2 12 ταυροκόλλης E χροιὰν Orib. σήραγγας] σύραγγας (υ corr. in η) Orib.: σύριγγας (υ et ι in ras.) E2: ξηρὰς ἔχων λεπίδας R σπογγώδης E: σφογγώδης P: σφογγώδεις FH: σπογγώδεις ROrib.Dl: fungosum tenuissimis fistulis (sc. scam. optimum) Pl. 13 ὁ ἐν Μυσίᾳ τῆ . . γεννώμενος Orib. 14 δεῖ addidi: post μόνῳ transpos. Di μόνῳ Orib.PE: μόνον reliqui λευκαίνεσθαι] γεύεσθαι E (corr. E2)) [*](15 C fol. 331v·: N 155 16 δακρύδιον N: δακτύλιον CHDi cf. Alex. Trall. I 381 (P.): δάκρυ κάμωνος Nic. Al. 484: σκαμωνία· τὸ δάκρυον Boiss. An. gr. II 405)

319
κατὰ τὴν τῆς γλώσσης θίξιν — τοῦτο γὰρ γίνεται καὶ παραμιγέντος αὐτῷ ὀποῦ τιθυμάλλου — μᾶλλον δὲ τοῖς προειρημένοις καὶ τῷ μὴ λίαν πυροῦν τὴν γλῶσσαν, ὅπερ γίνεται τιθυμάλλου μιγέντος.

ὁ δὲ Συριακὸς καὶ ὁ ἐν Ἰουδαίᾳ γεννώμενος χείριστοι, βαρεῖς, 3 πυκνοί, δολούμενοι τιθυμάλλῳ καὶ ἀλεύρῳ μεμειγμένοις αὐτοῖς. δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ὀπὸς λημφθεὶς σὺν μελικράτῳ ἢ ὕδατι δραχμῆς μιᾶς πλῆθος ἢ τριώβολον καθαίρειν κάτω φλέγμα καὶ χολήν. εἰς δὲ τὸ λῦσαι τὴν κοιλίαν ἀρκέσουσιν ὀβολοὶ δύο μετὰ σησάμου ἤ τινος ἄλλου σπέρματος λαμβανόμενοι· δίδοται καὶ πρὸς ἐνεργεστέραν κάθαρσιν τοῦ μὲν ὀποῦ τετρώβολον, ἐλλεβόρου δὲ μέλανος ὀβολοι δύο, ἀλόης δὲ καὶ ἁλὸς δραχμῆς μιᾶς πλῆθος.

σκευάζονται δὲ καὶ ἅλες καθαρτικοὶ πρὸς κυάθους 4 ἓξ τῶν ἀλῶν ὁλκῶν εἴκοσι τῆς σκαμμωνίας τοῦ ὀποῦ μειγνυμένων λαμβάνεται δὲ πρὸς δύναμιν τὸ μὲν τέλειον τρία κοχλιάρια, μέσον δὲ δύο, τὸ δὲ ἐλάχιστον ἔν. καθαίρει δὲ καὶ τῆς ῥίζης δραχμὴ μία ἢ δραχμαὶ δύο σὺν οἷς εἴρηται, ἕνιοι δὲ ἀφέψοντες αὐτὴν πίνουσι. συνεψηθεῖσα δὲ ὄξει καὶ λεανθεῖσα μετʼ ἀλεύρου κριθίνου ἰσχιαδικῶν ἐστι κατάπλασμα. ὁ δὲ ὀπὸς προστιθέμενος ἐν ἐρίῳ τῇ μήτρᾳ ἔμβρυα φθείρει, διαφορεῖ δὲ καὶ φύματα σὺν μέλιτι ἢ ἐλαίῳ ἐπιχριόμενος ἑψηθεὶς δὲ σὺν ὄξει καὶ καταχρισθεὶς λέπρας ἐξάγει, κεφαλαλγίας τε χρονίας ἐστὶν ἐπίβρεγμα σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ.

[*](7 SIM.: Pl. l. s. 61. Ruf. (Orib. II 107. 123 cf. Aet III 25) — Pl. XXVI 90. 114 D. eup. I 240 (221) — Pl. XXVI 157 eup. II 78 (292) — Pl. l. s. 93 eup. I 149 (170) —Pl. l. s. 61 eup. I 129 (159)— Pl. l. s. 61 eup I 2 (94) Ruf. (Orib. II 123).)[*](1 γλώττης Orib.Di ἕξιν R 3 τῷ] τὸ OE (corr. E2) γλῶτταν Orib.E παραγιγνυμένου αὐτῷ Orib. 4 γενόμενος FH 5 καὶ ὀροβίνῳ ἀλεύρῳ REDi: ἀλεύροις H μεμειγμένοις αὐτοῖς om. R: μεμιγυένος P 7 πλῆθος δραχμῆς R: πλῆθος Di: πλῆθος ⋖ α E τετραβόλου R: τετραώβολον E: τετρωβόλου Di κάτω om. R χολὴν καὶ φλέγμα FHDi 8 μετὰ σησάμης ἤ τινος λαμβανόμενος E: μετὰ πτισάνης ἢ σησάμου ἢ τήλεως σπέρματος λαμβανόμενοι E 9 δὲ καὶ N 10 τετρώβολον RDl Paul. Aeg.: τριώβολον reliqui: correxi coll. Pl. XXVI 61 11 ἀλόης δὲ addidi: ἀλόης α (om.  καὶ ἁλὸς) R: καὶ ἁλὸς P: καὶ ἀλο F: καὶ ἀλόης EHDi cf. Dl aloen. ζ. i. dabis et purgas suprascripta, cui et sale admisces cf. Pl. l. s. Ruf. (0rib. II 123) δραχμῆς μιᾶς PF: δραχμὴ μία N: α CHDi 12 πλῆθος addidi καθαρτικοὶ πρὸς κάθαρσιν E 13 τῶν ἄλλων P: τῶν δὲ ἄλλων N κ ὁλκῶν C: εἴκοσι ὁλκῶν NE (in ras.) τῆς καλαμωνίτου ὀποῦ R: τοῦ ὀποῦ τῆς σκαμμωνίας E 14 γ ἢ δ κοχλιάρια E 15 ἐλάχιστον δὲ (om. τὸ) RE ἔν] κοχλιάριον E (ἕν mg. add. E2) 16 ῥίζης ⋖⋖ β πλῆθος E: καὶ δυιν πλῆθος C: δραχμὴ καὶ δυεῖν πλῆθος N 17 καθεψηθεῖσα δὲ ἐν (σὺν E) ἴξει RE 20 καὶ om. RE ἢ ἐλαίῳ om. RE ἐπιχριόμενος P: ἐπιτιθέμενος RE: καταχριόμενος FHDi verba ἑψηθεὶς — ἐξάγει om. superscr. H2 21 ἐν ὄξει RD)
320

171 χαμελαία· οἱ δὲ πυρὸς ἄχνην ἢ ἄκνηστον ἢ κόκκον Κνίδιον· κλῶνας μὲν ἔχει σπιθαμιαίους, ὁ δὲ θάμνος φρυγανώδης, φύλλα ἐλαίᾳ παραπλήσια, λεπτότερα δὲ καὶ πικρά, πυκνά, δάκνοντα τὴν γεῦσιν καὶ τὴν ἀρτηρίαν χαράττοντα.

ταύτης τά φύλλα κάτω καθαίρει φλέγμα καὶ χολήν, μάλιστα δὲ ἐν καταποτίῳ λαμβανόμενα, μειγνυμένου διπλασίονος ἀψινθίου πρὸς ἓν μέρος τῆς χαμελαίας· ἀναλαμβανέσθω δὲ ὕδατι ἢ μέλιτι εἰς καταπότια. ἐστι δὲ ἄτηκτα διαχωρεῖται γὰρ ὅσα λαμβάνεται. ἀναλαμβανόμενα δὲ λεῖα τὰ φύλλα μετὰ μέλιτος ἀνακαθαίρει τά ῥυπαρὰ ἕλκη καὶ ἠσχαρωμένα.

172 θυμελαία ἢ χαμελαία· οἱ δὲ πυρὸς ἄχνην ἢ [*](171 RV: χαμελαία· οἱ δὲ χαμελαία μέλαινα, οἱ δὲ Ἡράκλειον, οἱ δὲ βδελυρά, οἱ δὲ κόκκος Κνίδιος, Ῥωμαῖοι κιτοκάκιου, οἱ δὲ ὀλεάγω, οἱ δὲ ὀλεαστέλλουμ.) [*](1 SIM.: Pl. XXIV 133 (e S. N.) cf. Pl. XV 24 — Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 106. 120 cf. Paul. Aeg. VII 4 p. 260).) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (χαμελαίια — καράττοντα); de virt. med. cf. Gal. XII 154 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. D. de h. f. 38 (e D. lat. unde) Isid. XVII 7, 56 s. turbiscus cf. A. Mai l. s. VII 453. Isid. XVII 9, 65.) [*](11 [Theophr.] h. pl. IX 20, 2 schol. Nic. Th. 52. Ruf. (Orib. II 110 cf. Aet III 39) Pl. XIII 114 (e S. N.) Pl. XXVII 70 (e Ps. Theophr.).) [*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (θυμελαία — λευκόν); de virt med. cf. Gal. XII 32 s. v. κόκκος Κνίδιος (unde Aet. I s. v.); Paul. Aeg. VII 3 s. v. κόκκος Κνίδιος· καρπός ἐστι τῆς θυμελαίας, οὐχ ὁ τῆς χαμελαίας, ῶς τινες ᾠήθησαν, δριμείας μὲν ὢν καὶ καυστικῆς δυνάμεως· καθαίρει δὲ κάτω ποθεὶς ὕδωρ. cf. Paul. Aeg. VII 4 p. 261, 13 sq. Hes. s. v. κνῆστρον et κνέωρον. Gal. XIX 112.) [*](1 num. cap. χμγ O: χμδ Di: ρξη E tit. περὶ χαμελαίας FHDi χαμαιλέα EF Aet. Paul. Aeg. post χαμ. syn. e R add. Di, mg. H2 οἱ δὲ πύτος (τ in ras.)· οἱ δὲ ἀχμήν· οἱ δὲ ἀχμήσυρον ἢ κόκον κνίδιον (post ἀχμ. et κνίδιον 7 litt. del.) E2: syn. om. Orib. κνίδειον FH 2 μὲν om. E 3 φύλλα δὲ Orib.E: φύλλα ἔχε: NDi (cap. om. C) πικρά, πυκνὰ PF: κυκνὰ καὶ πικρὰ EHDi: πικρά om. ROrib.: πυκνά om. N: sed tenuiora et spissa Dl: teneriora sane et crebrata Ps. D. 4 χαράττοντα τὴν ἀρτ. NDi: ταράσσοντα E 5 κάτω addidi (e RE 6 δὲ om. NDi 7 τῆς om. FH χαμαιλέας NEF: χαμαλέας P ὑδρομέλιτι N 8 καταπότιον HDi καὶ ἔστιν ἄδηκτα N: ἄτηκτα E2 (τη in ras.) διαχωρεῖ NE (corr. E2 in mg.) ὅσα] ὡς N: οἷα E2 in mg. (verba ὅσα λαμβ. ἀναλαμβ. om. E, marg. add. E2) 9 ἀναλαμβανόμενα δὲ om. N λεῖα δὲ NE (corr. E2) 10 καὶ om. N ἠσχαρωμένα P: ἐσχαρωμένα rellqui) [*](11 num. cap. χμδ D: χμε Di: ρξθ E tit. περὶ θυμελαίας FHDi οἱ χαμαιλέα F) [*](12 N fol. 5: om. C χαμαιλαια N χαμαιλαία μέλαινα N: χαμαιλά μ. Di 13 βδελληρα N: βδελυρά EDi κιτοκακίου NHDi: citocatia Isid.L itali vocant citocacim Ps. Ap. ἀλεάγβ N: ἀλαιαγώ HDl: corr. nescio quis 14 ὀλοαστέλλουμ Di: ὀλοαστέλουμ H cf. Cass. Fel. ind. V. Rose 208)

321
κνῆστρον ἢ κνέωρον καλοῦσιν· ἐκ ταύτης ὁ Κνίδιος κόκκος, καρπὸς ὢν αὐτῆς, συλλέγεται, ὃν Εὐβοεῖς μὲν ἀπόλινον καλοῦσιν, οἱ δὲ λίνον διὰ τὸ εἶναι τῷ σπαρτῷ λίνῳ τὸν θάμνον τῇ φύσει παρόμοιον. ῥάβδους δὲ ἀνίησι πολλὰς καὶ καλάς, ὅσον διπήχεις· τὰ δὲ φύλλα χαμελαίᾳ ὅμοια, πλὴν στενότερα καὶ λιπαρώτερα, ὑπόγλισχρα ἐν τῳ διαμασᾶσθαι καὶ κολλώδη, ἄνθη λευκά, καὶ μεταξὺ αὐτῶν ὁ καρπός, ὡς μύρτων, μικρός, στρογγυλώτερος, ἐν ἀρχῇ μὲν χλωρός, αὖθις δὲ ἐρυθρός.

τὸ δὲ περικάρπιον σκληρὸν 2 καὶ μέλαν, τὸ δʼ ἐντὸς λευκόν, ὅπερ καθαίρει κάτω ὕδωρ καὶ χολήν καὶ φλέγμα ὅσον εἴκοσι κόκκων τὸ ἐντὸς ποθέν καίει δὲ τὴν φάρυγγα, διὸ μετὰ ἀλεύρου ἢ μετὰ ἀλφίτου δοτέον ἢ ἐν ῥαγὶ σταφυλῆς ἢ μέλιτι ἑφθῷ περιειλημμένον καταπιεῖν, συγχρίειν δὲ καὶ τούς δυσίδρους ἐλαίῳ μετὰ νίτρου καὶ ὄξους. τὰ δὲ φύλλα, ἅπερ ἰδίως κνέωρον καλεῖται, συλλέγειν δεῖ περὶ τὸν πυραμητὸν καὶ ἀποτίθεσθαι ξηράναντας ἐν σκιᾷ· διδόντας δὲ δεῖ κόπτειν καὶ ἀφαιρεῖν τὰς ἐν αὐτοῖς ἶνας.

καθαίρει δὲ ἐπιπαττόμενον ὅσον ὀξυβάφου πλῆθος μετὰ 3 κράματος, ἄγον ὑδατῶδες· μετριωτέραν δὲ ποιεῖται τὴν κάθαρσιν μειχθὲν ἑφθῇ φακῇ ἢ λαχάνοις τριπτοῖς. ἀποτίθεται δὲ λεῖα [*](172 RV: θυμελαία· οἱ δὲ πυρὸς ἄχνην καλοῦσιν.) [*](9 SIM.: Ruf. (Orib. II 110), unde Aet. III 39 cf. Zop. (Orib. II 597).) [*](1 κνῆστρον] κέστρον EDi at cf. Pl. XIII 114 schol. Nic. Th. 52. Ruf. (Orib. II 110) οἱ δὲ κνίον ἢ κνέωρον E ταύτης] της P post κόκκος add. γίνεται R 2 αὐτῆς om. FHDi καὶ συλλέγεται R Εὐβοεῖς] σύροι C: ἐνιοι N: σύριοι Di: eubois Dl ἀπόλινον REDi: αἰτώλιον RFHE2 3 σπαρτολίνῳ Salm. l. s. 263: τῷ λίνῳ τῷ σπαρτῷ E (ante τῷ pr. c. 5 litt. del. E2) τὸν om. HDi παρόμοιον τῇ φύσει R 4 λεπτὰς καὶ καλάς N: καλὰς καὶ λεπτάς C: καλὰς καὶ πολλὰς λεπτάς Di 5 χαμαμήλῳ F: χαμαιλαία CE: χαμαιλέα N 6 ἄνθη δὲ E 7 ὁ om. R ὥσπερ FH μύρτων E: μύρτον PFH: μύρτου RDi στρογγύλος Di καὶ ἐν ἀρχῇ E 8 περίκαρπον C: περὶ τὸν καρπὸν N 9 ὕδωρ καὶ om. R: ὑδατώδη E 10 ὅσον] ὡς R κόκκους F ante ποθέν c. 8 litt. ersa. E2 ποθὲν corr. E2: τριφθέν R 11 τὴν] τὸν RE μετὰ (alt.) om. REFHDi ad rem cf. [Theophr.] IX 20, 2 12 ἢ ῥωγὶ C: ἢ ῥωγὸς N ἐν μέλιτι E καταπίνειν R: καταπίνην E 13 ἐλαίῳ] λεῖον HEDi: λείους PFE: τρίψας R: correxi cell. Dl non facile sudantibus oleo et nitro triti recte perungues 14 post φύλλα inser. καὶ τὰ κλαδία E ἅπερ] εἴπερ C: om. N καλεῖται κνέωρον HDi δεῖ] χρὴ E: δὲ χρὴ R 15 ξηράναντες CDi 16 σκοπεῖν R ἀναιρεῖν R 17 ἐπιπαττόμενον P: ἐπιπλαττόμενον RE (c. 12 litt. eras. ante ἐπιπλ. E2): ἐπιπλασσόμενον reliqui 18 ποιεῖται PE: ποιεῖ reliqui 19 τριπτός C: τριπτοῖς corr. E2 ἀποτίθενται R: ἀνατίθενται Di λεῖα om. R) [*](20 C fol. 134v; N fol. 38)

322
ἀναλημφθέντα ὄμφακος χυλῷ εἰς ἀρτίσκους. ἐστι δὲ κακοστόμαχος· προστεθεὶς δὲ ἔμβρυα κτείνει. φύεται ἐν ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι τόποις. πλανῶνται δὲ οἱ νομίζοντες τὸν Κνίδιον κόκκον τῆς χαμελαίας εἶναι τὸν καρπόν, ἀπατώμενοι διὰ τὸ τῶν φύλλων ὁμοειδές.

173 ἀκτῆ· δισσή· ἡ μὲν γάρ τίς ἐστι δενδρώδης, κλάδους καλαμοειδεῖς ἔχουσα, στρογγύλους, ὑπολεύκους, εὐμήκεις· τὰ δὲ φύλλα τρία ἢ τέσσαρα ἐκ διαστημάτων περὶ τὴν ῥάβδον, καρύᾳ βασιλικῇ ὅμοια, βαρύοσμα δὲ καὶ μικρότερα, ἐπʼ ἄκρων δὲ τῶν κλάδων σκιάδια περιφερῆ, ἔχοντα ἄνθη λευκά, καρπὸν δὲ ἐοικότα τερεβίνθῳ, ἐν τῷ μέλανι ὑποπόρφυρον, βοτρυώδη, πολύχυλον, οἰνώδη.

[*](173 RV: ἀκτῆ· οἱ δὲ δένδρον ἄρκτου, οἱ δὲ ἥμερον, Ῥωμαῖοι σαμβούκουμ, Γάλλοι σκοβιήμ, Δάκοι σέβα.)[*](χαμαιάκτη· οἱ δὲ ἕλειος ἀκτῆ, οἱ δὲ ἀγρία ἀκτῆ, οἱ δὲ Εὐβοῖκή, Ῥωμαῖοι ἔβουλουμ, Γάλλοι δουκωνέ, Δάκοι ὄλμα.)[*](6 SIM.: Theophr. h. pl. III 13, 4 sq. Pl. XXVI 120 XXIV 51 sq. (e S. N.) Ruf. 0rib. II 111).)[*](6 EXC. Orib. XI s. v. (ἀκτῆ — πάχος); de virt med. cf. Gal. XI 820 (═ Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3) Ps. Ap. 91 (Ps. Orib. I 78. A. Mai l. s. VII 416) Isid. XVII 7, 59.)[*](1 post κακοστόμαχος add. ἡ βοτάνη DiH2 2 προστεθεῖσα Di: corr. H2 φθείρει RE φύεται δὲ E 3 οἱ om. RDi 4 τὸν P: om. reliqui)[*](5 num. cap. χμε O: χκς Di: ρο E tit. περὶ ἀκτῆς FHDi post ἀκτῇ syn. e R add. Di, mg. H2 δισσή ἐστιν Di: δισσὴ μέν ἐστιν E γάρ τίς ἐστι om. E: γάρ τίς om. Orib.: τίς om. R κλάδους post ἔχουσα transpos. Di)[*](6 ἔχουσα καλαμοειδεῖς R ὑπολεύκους] ὑποποικίλους R: ὑποκοίλους E: ὑποκοίλους ὑπολεύκους Di εὐμήκεις κοίλους Orib. δὲ om. HDi 7 τρία ἢ τέσσαρα O: γ ἢ δ ἢ E: δʼ ἢ ε΄ Orib.DiDl: τέσσερα ἢ πέντε ἢ ἑπτὰ C: πέντε ἢ ἔξ N τὰς ῥάβδους N 8 δὲ (pr.)] τε FHDi post δὲ (pr.) c. 11 litt. eras. E2 μικρότερα PR: μακρότερα Orib.Dl: πικρότερα E: τμητικώτερα FH 9 καυλῶν Orib. κλάδων ἢ τῶν καυλῶν Di 10 τερμίνθῳ ROrib.HDi: τερμήνθω E: τερεμίνθῳ F ἐν om, Orib. post ὑποπόρφυρον c. 9 litt. eras. E2 βοτρυοειδῆ ROrib.)[*](12 C fol. 73r: N 20 effig. herb. pict. (fol. 73v) add. C (m. rec) ἰδιῶται λιβούρην, διʼ σὗ καὶ τὸν οἷνόν τινες βάπτουσι 13 σαβουκουμ CHDi cf. Ps, Orib. V 108 ebulum et sambucus videntur quasi magnitudine differre ϹKOΒΗΗΜ R: σκοβιήμ reliqui σέβα] cf. Tomaschek l. s. 34 14 C fol. 381v: N 172 ἕλιος libri: correxi 15 αἰβουλουμ R cf. Pl. XXVI 120 Ps. Ap. Itali ebulum dicunt δουκωνέ libri: corruptum cf. Marc. Emp. VII 13 (54, 1 H) herba, quae graece chamaeaste, Latine ebulum, Gallice odocos dicitur Ps. Ap. Galli ebucone (LL1 V): fort. ὀδουκῶνεμ ὄλμα] cf. Ps. Ap. Daci olma vocant. cf. Tomachek l. s.)
323

τὸ δʼ ἔτερον αὐτῆς χαμαιάκτη καλεῖται, ὑφ’ ὧν δὲ ἕλειος 2 ἀκτῆ ἐλάττων δὲ καὶ βοτανωδεστέρα, καυλὸν ἔχουσα τετράγωνον, πολυγόνατον· τὰ δὲ φύλλα ἐκ διαστημάτων περὶ ἕκαστον γόνυ τεταρσωμένα, ὅμοια ἀμυγδαλῇ, κεχαραγμένα δὲ κύκλῳ καὶ μακρότερα, βαρύοσμα σκιάδιον δὲ ἐπʼ ἄκρου ὄμοιον τῇ πρὸ αὐτῆς καὶ ἄνθος καὶ καρπός· ῥίζα δʼ ὕπεστι μακρά, δακτύλου τὸ πάχος.

δύναμις δὲ ἡ αὐτὴ ἀμφοτέρων καὶ χρῆσις, ψυκτική, ὑδραγωγός, κακοστόμαχος μέντοι. ἑψόμενα δὲ τὰ φύλλα ὡς λάχανα καθαίρει φλέγμα καὶ χολήν, καὶ οἱ καυλοὶ δὲ ἀπαλοὶ ἐν λοπάδι λημφθέντες τὰ αὐτὰ ποιοῦσι.

καὶ ἡ ῥίζα δὲ αὐτῆς ἑψηθεῖσα 3 σύν οἴνῳ καὶ διδομένη παρά τὴν δίαιταν ὑδρωπικοὺς ὠφελεῖ, βοηθεῖ δὲ καὶ ἐχιδνοδήκτοις ὁμοίως πινομένη ἀφεψηθεῖσα δὲ μεθʼ ὕδατος εἰς ἐγκάθισμα ὑστέραν μαλάσσει καὶ ἀναστομοῖ καὶ διορθοῦται τὰς περὶ αὐτὴν διαθέσεις. καὶ ὁ καρπὸς δὲ σὺν οἴνῳ ποθεὶς τὰ αὐτὰ ποιεῖ, μελαίνει δὲ καὶ τρίχας ἐγχριόμενος. τὰ δὲ φύλλα πρόσφατα καὶ ἁπαλὰ φλεγμονὰς πραΰνει σὺν ἀλφίτῳ καὶ κατακαύμασιν ἁρμόζει καὶ κυνοδήκτοις [*](1 SIM.: Pl. XXIV 51 sq. Ruf. (Orib. II 111).) [*](12 SIM.: Pl. XXIV 52. XXVI 119 D.eup. II 63 (276) — Nic. Th. 615 (ex Apollod.) Pl. l. s. 52 — Zop. (Orib. II 597) Pl. 52 eup. I 80 (293) — Pl. l. s. 52 — Pl. 51 — Pl. l. s. eup. I 178 (186) — Pl. 51 eup. II 113 (34) — Scrib. L. 160 Pl. 52 eup. I 235 (215).) [*](1 nov. cap. incip. Di cum tit. περὶ χαμαιάκτης (om. num. cap.) τὸ δʼ ἕτερον — βοτανωδεστέρα om. R ἔτερον (εἶδος superscr. m. rec.) V χαμαιακτή F post καλεῖται syn. add. Di, marg. H2 αὕτη χαμαιπετὴς οὖσα ἐλάσσων ἐστὶ κτλ. Di ἐφ᾿ ὧν E ἀκτὴ (add. E2) ἕλειος E 2 δὲ om, Orib.E ἔχουσα] ἀνίησι R 3 καὶ πολυγόνατον HDi 4 τεταρσωμένον R μυγαλῆς R ἐν κύκλῳ Orib. 5 δὲ om. NOrib. ἐπʼ ἄκρον C: ἐπʼ ἄκρῳ N τῇ πρὸ αὐτῆς] ἀκτῆ R 6 ἔχοντα καὶ ἄνθος καὶ καρπόν orib.EFHDi: καὶ τῷ ἄνθει καὶ τῷ καρπῷ R: in quibus hastis et capitella sunt similia suprascripta et semen et flore Dl μικρά R 8 δύναμις δὲ αὐτῆς καὶ χρῆσις R ἀμφοτέροις H: ἀμφοτέραις Di ἡ χρῆσις E ψυκτική stiptica Dl: ξηραντική Di: superscr. H2 9 μέλιτι δὲ διεψόμενα (ἑψόμενα N)R (μέντοι om.) post λάχανα inser. καὶ ἐσθιόμενα E 10 καὶ οἱ om. R οἱ ἀπαλοὶ E 11 ἑφθοὶ λημφθέντες E τὸ αὐτὸ R καὶ om. Di ἀφεψηθεῖσα RDi 12 ὑδρωπικοὺς ὠφελεῖ om. R 13 βοηθεῖ] ἀρήγει R δὲ om. REDi ἐχιδνοδήκτοις PR: ἐχεοδήκτοις E: ἐχιοδήκτοις reliqui 14 εἰς ἐγκάθισμα om. R: εἰς add. E2 μαλάσσει ὑστέραν FHDi ὑστέρας R 15 ἀνορθοῦται E τὰ περὶ τὴν διάθεσιν R 16 τὸ αὐτὸ E 17 συγχριόμενος N: καταχριόμενος E φλεγμονὰς] φρένας R 18 σὺν ἀλφίτῳ] μετὰ ἀλφίτων καταπλαττόμενα Di: σὺν ἀλφίτῳ post κατακαύμασιν transpos. FH)

324
καταπλασσόμενα· κολλᾷ δὲ καὶ ὑποφοράς, καὶ ποδαγρικοῖς βοηθεῖ μετὰ στέατος ταυρείου ἢ τραγείου καταπλασσόμενα.

174 πυκνόκομον· φύλλα ἔχει ὅμοια εὐζώμῳ τραχέα δὲ καὶ δριμέα καὶ παχύτερα, καυλὸν τετράγωνον ἄνθος δὲ τῳ τοῦ ὠκίμου ἐμφερές, καρπὸν δὲ ὡς πράσου, ῥίζαν μέλαιναν, στρογγύλην, ὠχράν, ὡς μικρὸν μῆλον, γεῶδες ὄζουσαν· φύεται ἐν πετρώδεσι τόποις.

δύναμιν δʼ ἔχει ὁ μὲν καρπὸς ποθεὶς ὅσον δραχμή μία ταραχώδη καὶ πολλὰ ἐνύπνια ποιεῖν, οἰδήματά τε διαφορεῖ ἐπιπλαττόμενος σὺν ἀλφίτῳ καὶ ἀκίδας καὶ σκόλοπας ἐξάγει· καὶ τὰ φύλλα δὲ καταπλαττόμενα φύματα καὶ δοθιῆνας διαφορεῖ. ἡ δὲ ῥίζα αὐτῆς λυτικὴ κοιλίας καὶ κινητικὴ χολῆς· δίδου δὲ δραχμάς δύο ἐν μελικράτῳ.

175 ἄπιος· οἱ δὲ ἰσχάδα, οἱ δὲ χαμαιβάλανον, οἱ δὲ ῥάφανον [*](174 RV: πυκνόκομον.) [*](175 RV: ῥάφανος ἀγρία· οἱ δὲ ῥάφανος ὀρεινή, οἱ δὲ ἄπιος, οἱ δὲ ἰσχάδα, οἱ δὲ χαμαιβάλανον, οἱ δὲ λινόζωστιν, Ῥωμαῖοι ῥάδιξ σιλβέστρις, Ἄφροι θορφαθσαδοί.) [*](3 SIM.: Pl. XXVI 57 (e S. N.) — Pl. XXVI 5 D. eup. 26 (106) — Pl. XXVI 128 — Pl. XXVI 145 eup. I 157 (180) — Pl. XXVI 125 eup. I 144 (166) — Pl. XXVI 57 Ruf. (Orib. II 117).) [*](3 EXC.: Orib. XII s. v. (πυκνόκομον — τόποις); de virt. med. cf. Gal. XII 110 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](14 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 9, 6 (e Diocle) Pl. XXVI 72 (e S. N.) — [Theophr.] IX 9, 5. Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 108).) [*](14 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄπιος — λευκή); Hes. s v. ἄπιος cf. Paul. Aeg. VII 4 (261, 6): ἀπίου τὸ ἥμισυ τὸ πρὸς τῇ ῥίζῃ ἐσθιόμενον (sc. φλέγμα κενοῖ), ὅ τινες χαμαιράφανον καλοῦσιν.) [*](1 κατάπλασμε R καὶ addidi e R 2 ταυρείου ἢ om. RE καταπλασσόμενα E (α ult. in ras.)) [*](3 num. cap. χμϚ O: χμζ Di: ροα E tit. περὶ πυκνοκόμου AHDi εὐζώμῳ ὅμοια RE post εὐζώμῳ add. μικρότερα δὲ καὶ (om. δὲ post τραχέα) E καὶ παχέα καὶ δριμύτερα FHDi 5 καπτὸν] καυλὸν R ὥσπερ E πρασίου RHDi: πράσσου ἢ τράγου E (ἢ τρ. del. E2) 6 ὠχράν om. Dl 8 μὲν om. RDi δραμχῆς πλῆθος R: α πλῆθος EDi 9 πολλὰ] δεινὰ FHDi ποιεῖ P διαφορεῖ δὲ καὶ REDi τε] δὲ O: correxi 11 τὰ δὲ φύλλα (om. καὶ) R 12 λυτικὴ om, RE κολίας κινητική χολώδους R: κοιλίας κινητικὴ ⋖⋖ β διδομένη ἐν μελικράτῳ E διδονται δραχμαὶ Di δὲ (alt.) om. H) [*](14 num. cap. χμζ O: χμη Di: ροβ E tit. περὶ ἀπίου HDi ἰσχιάδα COrib.PFEDi, at cf. [Theophr.] l. s. Pl. l. s. οἱ δὲ ῥάφανον om. Orib.) [*](15 C fol. 264v: N 128) [*](16 C fol. 285v: N 131 mg. add. N (m. rec.) radix palustri 17 ἰσχιάδα CD1 χαμαιβάλανον ἀγρίαν N: χαμαιβάλανος Di λινόζωστιν ὀνομάζουσιν C)

325
ἀγρίαν, οἱ δὲ λινόζωστιν καλοῦσι. κλωνία δύο ἢ τρία ἀπὸ γῆς σχοινώδη, λεπτά, ἐρυθρά, μικρὸν ὑπὲρ τῆς γῆς αἴροντα· φύλλα πηγάνῳ ἐοικότα, ἐπιμηκέστερα δέ, χλωρά· καρπὸς μικρός, ῥίζα ἀσφοδέλῳ παραπλησία, στρογγυλωτέρα δὲ καὶ πρὸς τὸ τοῦ ἀπίου σχῆμα, μεστὴ ἀποῦ, φλοιὸν ἔχουσα ἔξωθεν μέλανα, ἔνδοθεν δὲ λευκή.

ταύτης τὸ μὲν ἄνωθεν μέρος τῆς ῥίζης λημφθὲν διʼ ἐμέτων ἄγει χολὴν καὶ φλέγμα, τὸ δὲ πρὸς τῇ ῥίζῃ κάτω καθαίρει, ὅλη δὲ λημφθεῖσα ἀμφοτέρας τὰς καθάρσεις κινεῖ. ὀπίσαι δὲ βουληθεὶς κόπτε τὰς ῥίζας καὶ βαλών εἰς κρατηρίαν ὕδατος συντάραττε καὶ τὸν ἐφιστάμενον ἐπὸν πτερῷ ἀναλέγων ξήραινε· τούτου τρία ἡμιωβόλια ποθέντα ἄνω καὶ κάτω καθαίρει.

176 κολόκυνθα ἀγρία· οἱ δὲ σικύαν πικράν, οἱ δὲ κολοκυνθίδα καλοῦσι. κλημάτια ἀνίησι καὶ φύλλα ἐστρωμένα ἐπὶ γῆς, ὅμοια τοῖς τοῦ ἡμέρου σικύου, ἐπεσχισμένα· καρπὸν δὲ περιφερῆ, [*](13 SIM.: Pl. XX 14 sq. (e S. N. et I. B.) cf. XIX 70 sq.) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (κολόκυνθα — ὠχρότερον); Ps. D. de h. f. 46 (e D. lat, unde Isid. XVII 9, 32) Ps. Orib. II 33 (cf. A. Mai l. s. VII 452); de virt. med. cf. Gal. XII 34 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v. κοκοκυνθίς, Aet. I s. v. aliis aliunde adscitis).) [*](13 TEST: Gal. XIX 69: ἀγρίη κολοκύνθη· ἡ κολοκυνθίς, ὡς καὶ Κρατεύας καὶ Διοσκουρίδης καὶ Πάμφιλος.) [*](1 λινόζωστον P: λινοζόστην FH ὀνομάζουσιν C κλωνία δὲ R 2 ἀπὸ γῆς om. R σχοιώδη—γῆς (aIt.) om. Orib. ἀνίησι post γῆς add. FHDi σχοινώδη ἔχει R ἢ λεπτὰ FH μωρὸν — αἴροντα om. RDl 3 πηγάνῳ ἀγρίῳ R ἐπιμηκέστερα μέντοι καὶ στενώτερα RDi: superecr. H2 χλωρά om. RDi 4 μικρότερος E ἀσφοδέλῳ] σφονδύλῳ R. σπονδύλῳ Di: radix cepae, sed amplior Pl παραπλήσιος R στρογγυλωτέρα δὲ post σχῆμα transpos. FHDi 5 τῆς ἀπόου RDi ἔξωθεν ἔχουσα Di: ἔξωθεν — δὲ om. R 6 μέλαν FH λευκόν R Orib.EHDi: intus habet mammam candidam, extra cprtoces nigros Pl. 7 ἄνωθεν PC: ἄνω E: ἔνδοθεν reliqui: aiunt superiroem partem eius vomitione biles extrahere Pl. δι///// (c. 5 litt. eras. E2) ἐμετον H (ω corr. E2), mg. add. διʼ ἐμέτων ἐν ἄλλῳ E2 8 ὅλη δὲ αὐτὴ E 9 ἀμφοτέρων τὴν κάθαρσιν E εἰ δὲ βούλει ὀπίσαι N 10 κρατηρίαν P: κρατήριον R: κρατῆρα reliqui 11 ἐν πτερῷ E ἀνελὼν R ξήρανε E: ξαῖνε R) [*](13 num. cap. χκη O: χμθ Di: ρογ E titt περὶ κολοκυνθίδος HDi κολοπυνθίς ROrib.DlPs.D.Paul. Aeg.: κολοκύνθη Gal. Aet.: κολοκυνθίς· οἱ δὲ κολόκυνθαν ἀγρίαν (αἰγὸς Di) HDi mitio cap. syn. e R add. Di, mg. H2 σικύαν ἀγρίαν πικράν E: σικύαν ἀγρίαν H: σκυον πικράν P κοκοκυνθίδα ἀγρίαν E 14 κλήματα E ἀνίησι post γῆς tanspos. RDi 15 τῆς γῆς Di σίκυος R post ἐπεσχισμένα inser. πικρὸν τῇ γεύσει Dl καρπὸν δὲ φέρει ROrib. περιφερῆ om. R)

326
ὅμοιον σφαίρᾳ μέσῃ, πικρὸν ἰσχυρῶς, ὃν δεῖ συλλέγειν ἀρχόμενον μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ ὠχρότερον.

δύναμιν δὲ ἔχει ἡ μὲν ἐντεριώνη τοῦ καρποῦ καθαρτικὴν τετρωβόλου πλῆθος μετὰ ὑδρομέλιτος ἀνα λαμβανομένη νίτρῳ καὶ σμύρνη καὶ μέλιτι ἑφθῷ εἰς καταπότια.

2 αὗται δὲ αἱ σφαῖραι ξηραὶ λεῖαι ὠφελίμως μείγνυνται κλυσμοῖς ἐπὶ ἰσχιαδικῶν καὶ παραλυτικῶν καὶ κωλικῶν, ἄγουσαι φλέγμα καὶ χολὴν καὶ ξύσμα, ἔσθ᾿ ὅτε δὲ καὶ αἱματῶδες, ἔμβρυά τε φθείρουσι προστιθέμεναι, ὀδονταλγίας τε διάκλυσμα, ἐάν τις ἐκκαθάρας αὐτὴν καὶ περιπλάσας πηλῷ ἐναποζέσας τε ὄξος δῷ διακλύζεσθαι· εἰ δέ τις ἐναφεψήσας μελίκρατον ἢ καὶ γλυκύ καὶ ἐξαιθριάσας δώσει πιεῖν, καθαίρει πάχος καὶ ξύσμα· ἐστι δὲ κακοστόμαχος λίαν. προστίθεται δὲ καὶ βαλάνια ἐξ αὐτῆς πρὸς ἐκκομιδὴν τῶν περιττωμάτων καὶ χλωρᾶς δὲ αὐτῆς ὁ χυλὸς ἐπὶ ἰσχιαδικῶν ἀνατριβόμενος ἁρμόζει.

177 ἐπίθυμον· ἄνθος ἐστὶ θύμου τοῦ σκληροτέρου καὶ [*](176 RV: κολοκυνθίς· οἱ δὲ σικύαν πικράν, οἱ δὲ κολόκυνθος ἄγριος, οἱ δὲ κολόκυνθος Ἀλεξανδρῖνος, Ζωροάστρης θύμβρη ἢ ὀστοῦν αὐτογενές, Ῥωμαῖοι κουκούρβιτα σιλβάτικα, Δάκοι τρουτράστρα.) [*](3 SIM.: Pl. l. s. Aet III 34 Paul. Aeg VII 4 (260, 6). — Pl. l. s. D. eup. I 238 (219) II 45 (257) — eup. II 78 (292) — Pl. l. s. 15 eup. I 69 (128) — eup. I 240 (220) Pl. l. s.) [*](16 SIM.: Pl. XXVI 55. 56 (e S. N. et I. B.) — Pl. l. s. eup. II 2 (227) Ruf. (Orib. I 106. 107 V 26), unde Aet. III 29. cf. Paul. Aeg. VII 4 (260, 39).) [*](16 EXC.: Orib. XI (ἐπίθυμον — τρίχας); Isid XVII 9, 13 (e D. lat); de virt. med. cf. Gal. XI 875.) [*](1 μέσον R: μεστή E πικρὸν ἰσχυρῶς om. Dl ἰσχυρόν FN συνάγειν RDi 3 δύναμιν δὲ ἔχει om. R καθαρτικὴ R 4 συναναλαμβανομένη R: λαμβανομένη reliqui: correxi σὺν νίτρῳ FHDi 5 εἰς καταπότια om. R: καταπότιον Di 6 κλύσμασιν FHDi 7 καὶ παραλυτικῶν om. RE (mg. add. E2) καὶ κωλικῶν om. EDl: κοιλιακῶν R Pa. D. l. s. 8 ξύσματα E 9 ὀδονταλγίαις E καθάρας R 10 παραπλάσας R κηρῷ E τε] τὸ PF δὲ N ἐν ὄξει CE: ὄξει N: ἐν ὄξει καὶ νίτρῳ Di 11 ἐὰν R: εἰ reliqui καὶ (pr.) om. R γλυκὺν E 13 δῷ libri: correxi πίνειν C ξύσματα E ἔστι δὲ καὶ (dittogr.) FH 13 κομιδὴν RDi 14 καὶ om. O 15 ἀνταριβόμενος om. R) [*](16 num. cap. χν 0Di: ροδ E tit. περὶ ἐπιθύμου HADi post ἐπίθυμον syn. e R add. Di, mg. H2 θύμου ἐστὶν ἄνθος FHDi σκληροῦ R) [*](17 C fol. 191r: N N7 κολόκυνθες αἰγός C: κολόκυνθος αἰγός N: κολόκυνθα αἰγός Di: correxi 18 κολόκυνθα ἀλεξανδρίνη HDi ζωροάστης R: ζωρόαστρις Di: ζωρόαστις H 19 ὀστααυτογενές RHDi: Ὀσθάνης vulgo: correxi κουκούμβριτα H: cucurbita silvestris, quam κολοκυνθίδα appellant Scrib. L 106 δανκυ C 20 τουτράστρα Di cf. Tomaschek l. s. 34)

327
θύμβρᾳ ἐοικότος· ἐστι δὲ κεφάλια λεπτά, κοῦφα, οὐραχοὺς ἔχοντα ὡς τρίχας.

καθαίρει δὲ πινόμενον κάτω φλέγμα καὶ χολὴν μέλαιναν, ἰδίως ἁρμόζον ἐπὶ μελαγχολικῶν καὶ ἐμπνευματουμένων ἀξυβάφου πλῆθος πρὸς ὁλκὴν δραχμῶν τεσσάρων σὺν μέλιτι καὶ ἁλσὶ καὶ ὀλίγῳ ὄξει. γεννᾶται δὲ πλεῖστον ἐν Παμφυλίᾳ καὶ Καππαδοκίᾳ.

178 ἄλυπον· φρυγανώδης ἐστὶ πόα, ὑπέρυθρος, λεπτόκαρφος καὶ λεπτόφυλλος, ἄνθος μαλακόν, κοῦφον· ῥίζα ὡς τεύτλου, μεστὴ ἀποῦ δριμέος, σπέρμα ὡς ἐπιθύμου. γεννᾶται δὲ ἐν τόποις παραθαλασσίοις, μάλιστα τοῖς τῆς Λιβύης τόποις καὶ ἐν ἄλλοις δὲ χωρίοις πλεῖστον.

καθαίρει δὲ τὸ σπέρμα μέλαιναν χολὴν κάτω λαμβανόμενον [*](177 RV: ἐπίθυμον· οἱ δὲ κέδρωστις, Ῥωμαῖοι ἰνουολούκρουμ.) [*](4 TEST.: Adamantius (Orib. V 85): ὅτι δὲ τὸ ὀξύβαφον ἐν μέτρῳ κατὰ σταθμὸν ἔχει γρα. ιβ, ὃ ἐστι γοε΄΄, ὁ Διοσκουρίδης δηλοῖ ἐν τῷ τετάρτῳ λέγων κατὰ τὸ ρογ (γ𝒢γ΄ libri) οὕεως· τοῦ ἐπιθύμου δοτέον ὀξυβάφου πλῆθος πρὸς ὁλκὴν τεσσάρων δραχμῶν.᾿ δῆλον γὰρ ὡς ἡ δραχμὴ ἔχει γράμματα γ΄.) [*](8 SIM.: Pl. XXVII 22 (e S. N. — Crat.).) [*](8 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄλυπον — πλεῖστον); cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](13 TEST.: Paul. Aeg. VII 4 (260, 43 Bas.): ἄλυπον· εἴρηται καθαίρειν κάτω τὸ σπέρμα αὐτοῦ μέλαιναν χολὴν πλῆθος ἴσον ἐπιθύμῳ μεθ’ ἀλῶν καὶ ὄξους, τὰ δʼ ἔντερα, ὥς φησι Διοσκουρίδης, ἐλαφρῶς ἑλκοῖ. ἔστι δὲ οἷμαι ἡ νῦν ἀλυπίας καλουμένη· δοτέον 〈δὲ〉 ἐν μελικράτῳ.) [*](1 θύμβρας R ἔστι] ἔχει Orib.Di κοῦφα] rotunda Dl οὐρακοὺς R: οὐραγούς H 3 πινόμενον δὲ σὺν μέλιτι καθαίρει Di: σῦν μέλιτι superscr, H2 κάτω om. HDi 4 καὶ om. R ἐπὶ ἐμπν. E 5 πρὸς om. PF ὁλκὴν δὲ δραχμῶν τεσσάρων (δυοῖν F) PF: /////// (πρὸς eras. E2) ἀλκὴ δὲ (in ras.) τεσσάρων ⋖⋖ E2: ἀλκήν δὲ τεσσάρων N τεσσάρων δραχμῶν R Adam. ἐν μέλιτι R ἁλὶ O 6 πλεῖστον δὲ ἐν παμφυλία καὶ ἐν καππαδοκία γεννᾶται E ἐν καππαδοκίᾳ καὶ παμφυλίᾳ Di καὶ Καππαδοκίᾳ om. R) [*](8 num. cap. χν O: χνα Di: ροε E tit. περὶ ἀλόπυυ HDi λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος Orib.Dl 9 ἄνθους μαλακοῦ καὶ κούφου μεστή ὡς ῥίζα τεύτλου μεστή (λεπτή superscr. H2) ὀποῦ δριμέος H μαλακὸν καὶ Orib.EDl ὡς τεύτλου om. Orib.: radix est ei longa et grossa Dl 10 σεύτλου P δριμέος ὀποῦ μεστή (in ras.) E2 σπέρμα om, Orib.Dl 11 τοῖς παραθαλαττίδις τόποις Orib. μάλιστα δὲ EDi τοῖς om. 0rib. πόποις om, Orib. post τόποις transp. πλεῖστον OE (om. καὶ — χωρίοις E) 12 πλείστοις Orib. 13 μέλανα P) [*](14 C fol. 108r: N 75 ΚΕΔΟΙϹ REDi: correxi)

328
τὸ ἴσον πλῆθος τῷ ἐπιθύμῳ μεθ’ ἀλῶν καὶ ὄξους· τὰ δὲ ἔντερα ἐλαφρῶς ἑλκοῖ.

179 ἔμπετρον· οἱ δὲ φακοειδές. ἐν ὀρεινοῖς καὶ παραλίοις πέτραις φύεται, ἁλυκὸν ὄν ἐν τῇ γεύσει, τὸ δὲ προσγειότερον πικρότερον. διδόμενον δὲ ἐν ζωμῷ ἢ ὑδρομέλιτι καθαίρει φλέγμα καὶ χολὴν καὶ ὑδατώδη.|

180 κληματίς· κλῆμα ἀνίησιν ὑπέρυθρον λυγῶδες, φύλλον δριμὺ λίαν γευομένῳ καὶ ἑλκωτικόν. περιελίττεται δὲ τοῖς δένδρεσιν ὡς μῖλαξ.

ταύτης ὁ καρπὸς λεῖος μεθʼ ὕδατος ἢ ὑδρομέλιτος ποθεὶς ἄγει κάτω φλέγμα καὶ χολήν. τὰ δὲ φύλλα καταπλασθέντα λέπρας ἀφίστησι· καὶ ταριχεύεται δὲ μετὰ λεπιδίου εἰς βρῶσιν.

181 ἄμπελος ἀγρία· κλήματα ἀνίησι μακρὰ ὡς ἀμπέλου [*](180 RV: κληματῖτις· οἱ δὲ ἡπατῖτις, Αἰγύπτιοι φιλάκουον, Ῥωμαῖοι ὀμβούξου οἱ δὲ ολούκρουμ κακτούκις.) [*](181 RV: ἄμπελος ἀγρία.) [*](3 SIH.: Pl. XXVII 75 (e S. N. — Crat.); Ruf. (Orib. II 106. 114).) [*](3 EXC.: de virt. med. cf. Gal. XI 875 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](7 SIM.: Pl. XXIV 84 — P1. l. s. D. eup. I 128 (158) Ruf. (Orib. II 106).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (κληματίς — μῖλαξ); Gal. XII 31; Paul. Aeg. VII 3 s. v. κληματῖτις ἑτέρα.) [*](7 TEST.: Gal. XII 31: Διοσκουρίδης δʼ ἀμροῖν sc. κληματίδων) ἐν τῷ τετάρτῳ μέμνηται, τοῦ μὲν ἁπλῶς ὀνομαζομένου κληματοειδοῦς ἐπὶ τῇ τελευτῇ τοῦ βιβλίου, θατέρου δὲ κατὰ τὴν ἀρχήν.) [*](13 SIM.: Pl. XXIII 19 sq. XXVII 14 — Ruf. (Orib. II 117) — Pl. l. s. D. eup. II 63 (276) — Pl. l. s. eup. I 120 (153).) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄμπελος — κόκκων); med. Gal. XI 826 (═ Paul. Aeg. VI 3 s. v.).) [*](1 τῷ ἐπιθύμῳ (τοῦ ἐπιθύμου F) post ἁλῶν transpos. FHDi) [*](3 num. cap. χνα O: χνβ Di: ροϚ E φακοειδές] πρασοειδές Gal.: φακοειδές Ruf. (0rib. II 106) ἐν παραλίοις καὶ ὀρεινοῖς τόποις (om. Di) FHDi 4 τόποις καὶ τέτραις E ὂν add. Breul ἐν P: om. FHDi: del. E2 6 post ὑδατώδη ext. fol. 138v vocab. periit fol. cod. P) [*](7 num. cap. χνβ O: χνγ Di (cap. bis habet cf. D. IV 7): ροζ E κληματῖτις R Paul. Aeg. l. s. 8 γευσαμένῳ RE 9 δένδροις H Paul. Aeg. σμίλαξ libri: correxi 12 ἐφίστησιν E (corr. E2) καὶ om. R, eras. E2 τοῦ λεπιδίου RE) [*](13 num. cap. χνγ FH: χνδ Di: ροζ E xit περὶ ἀγρίας ἀμπέλου HA: ἄμπελος F) [*](14 C fol. 196r: N 89: syn. mg. add. H2 ἡπατῖτις scripsi: ἐπηιπτης C: ἐπηγητης N: ἐπιγῆτις H: correxi coll. D. IV 14 φιλάκουον suspectum 15 ΑΜΒΟΥΞΟΥ RH: suspectum: fort. ἀμφλέξουμ ολουκρουμλακτουκις C: ολουκρουμλακτουλακτουκης N: om. H: corruptum) [*](16 N fol. 26: om. C)

329
οἰνοφόρου, ξυλώδη, τραχέα, φλοιορραγοῦντα, φύλλα δὲ ὅμοια στρύχνῳ κηπαίῳ, πλατύτερα δὲ καὶ μικρότερα, ἄνθος ὡς τρίχας, βρυῶδες, καρπὸν δὲ βοτρυδίοις μικροῖς ὅμοιον, πεπαινόμενον ἐρυθρόν περιφερὲς δέ ἐστι τὸ σχῆμα τῶν κόκκων.

ταύτης ἡ ῥίζα ἀποζεσθεῖσα ἐν ὕδατι καὶ μετʼ οἴνου πινομένη τεθαλασσωμένου κυάθων δύο ὑδατῶδς καθαίρει· δίδοται δὲ ὑδρωπικοῖς. οἱ δὲ βότρυες ἐφήλεις ἀποκαθαίρουσι καὶ πάντα σπίλον· ταριχεύονται δὲ καὶ ταύτης οἱ ἀκρεμόνες ἀρτιξυεῖς εἰς βρῶσιν.

182 ἄμπελος λευκή· οἱ δὲ βρυωνίαν, οἱ δὲ ὀφιοστάφυλον, οἱ δὲ χελιδόνιον, οἱ δὲ μάδον ἢ μήλωθρον ἢ ψίλωθρον [*](182 RV: βρυωνία λευκή· οἱ δὲ μάδον. οἱ δὲ ἄμπελος λευκή, οἱ δὲ ψίλωθρον, οἱ δὲ μήλωθρον, οἱ δὲ ὄφιος σταφυλή, οἱ δὲ ἀρχέζωστιν, οἱ δὲ κέδρωστιν, Αἰγύπτιοι χαλαλαμόν, Ῥωμαῖοι νότιαμ, οἱ δὲ ἕρβα κοριάρια, οἱ δὲ κουκούρβιτα ἠρράτικα, Δάκοι κινούβοιλα, Σύροι λαλλαβιάρια.) [*](10 SIM. [Theophr.] h. p. IX 20, 3. Crat. (schol. Nic. Th. 858) Pl. XXIII 21 (e S. N.)) [*](10 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄμπελος — κινοῦντες); cf. Gal. XI 826 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); sid. XVII 9, 90. Ps. Ap. 66 Cyran. anon. I, 1 (Mély, les lapidaires de I'antiquité II 9 sq.)) [*](1 οἰνοφόρου om. FHADi: similes viti nostrae Dl ξυλωειδῆ E post τραχέα c. 6 litt. eras. E2 φλοιορροοῦντα N: om. Orib. Dl: rimoso cortice Pl. τὰ ante φύλλα del. E2 2 μακρότερα Orib.HADi: μακρότερα ἢ καὶ μικρότερ E (ἢ καὶ μικρ. del. E2): minora Dl 3 βρυῶδεσ FH (βρυώδους corr. H2): βροιώδεις N: βρυώδεις Di: βρυώδης A: βοτρυοειδεῖς Orib. (βρυώδεις superscr. O2): βοτρυῶδες E: flores habet sicut capillos Dl ὅμοιον μικροῖς 0rib. 4 ἐστι om. Orib. σχῆμα] κλῆμα N 5 post ῥίζα c. 6 llit. del. E2 ἐκζεσθεῖσα E ἐν οἴνῳ καὶ μεθʼ ὕδατος πινομένη τεθαλασσωμένου δή,: ἐν ὕδατι καὶ πινομένη μετʼ οἴνου τεθ. NEDi: radix eius elixa in aqua et bibita mixto vino maritimo Dl cf. Pl. XXVII 44 D. eup. I 63 (276) 6 κυάθων δύο FH: κυάθων ἢ κοτυλῶν β E: κυ. γ D. eup. l. s. 7 post δὲ (pr.) add. καὶ Di ἐφήλεις τε E 8 ταριχεύονται] ἀποκαθαίροται N καὶ om. Di αὐτῆς E: οἱ ταύτης ἀκρεμόνες Di 10 num. cap. χνδ FH: χνγ A: χνε Di: ροθ E tit. λευκή F: πρὶ ἀμπέλου κευκῆς HADi βρυονίαν E: βρυωννίαν F ὀφιλοστάφυλον Orib.: ofiistafilon Dl: staphylen Pl. 11 χελιδόνα Orib.E Cyr.: candon Dl μάδον ἢ addidi ex E cf. Pl. l. s. κύλωθρον V: μύλιθρον Cyr.: meletron Dl: μήλωθρον ἢ om. Orib. ad ψίλωθρον cf. [Theophr.] l. s. Heracl. Tar. (Gal. XIV 186) Ruf. (Orib. II 132)) [*](12 N fol. 30: om. C μάδον] alii madon appelant Pl. l. s. cf. Heracl. Tar. (Gal. XIV 186) Zop. (orib. II 588) 14 κέδρωσιν N: vorrexi χαλαλαμον N: corcadana Ps. Ap. (L) 15 νοτιαμ N cf. Pl. XXIV 175 notia herba coriariorum officinis familiaris est alis alisve nominibus κοραρια N: correxi Daci aurumetti vocant . . . bessi dinupula dicunt Ps. Ap. cf. Tomachek l. s. 34 16 λαλλαβιαρια N: clicii galliadiana Ps. Ap. (L))

330
ἢ ἀρχέζωστιν ἢ ἄγρωστιν ἢ κέδρωστιν καλοῦσι. ταύτης τὰ κλήματα καὶ τὰ φύλλα καὶ αἱ ἕλικες ὅμοια τῇ ἡμέρῳ ἀμπέλῳ, δασύτερα δὲ πάντα· καὶ ἐμπλέκεται τοῖς παρακειμένοις θάμνοις ἐλλαμβανομένη ταῖς ἕλιξι· καρπὸν δὲ ἔχει βοτρυώδη, πυρρόν, ᾧ ψιλοῦται τὰ δέρματα. ταύτης οἱ ἀσπάραγοι κατά τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν ἑφθοὶ ἐσθίονται, οὔρησιν καὶ κοιλίαν κινοῦντες.

2 δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ἡ ῥίζα δριμεῖαν, ὅθεν ἐπὶ τῶν Χειρωνείων καὶ γαγγραινικῶν καὶ φαγεδαινικῶν καὶ σαπροκνήμων ἐλκῶν μεθʼ ἁλὸς καταπλασσόμενα ποιεῖ, ἡ δὲ ῥίζα ῥύπτει χρῶτα καὶ τετανοῖ καὶ ἔφηλιν ἀποκαθαίρει, ἰόνθους, φακούς, οὐλὰς μελαίνας σὺν ὀρόβῳ καὶ τῄλει· καθεψηθεῖσα δὲ μετʼ ἐλαίου, μέχρι τακερωθῇ, πρὸς τὰ αὐτὰ ἁρμόζει. αἴρει δὲ καὶ ὑπώπια καὶ πτερύγια τὰ ἐν δακτύλοις στέλλει σὺν οἴνῳ καταπλασσομένη, διαφορεῖ καὶ φλεγμονὰς καὶ ῥήττει ἀποστήματα, ἀνάγει καὶ ὀστᾶ λεία καταπλασσομένη σηπταῖς τε μείγνυται ἐπιτηδείως.

3 πίνεται δὲ καὶ πρὸς ἐπιλημψίας ὁλκὴ μία καθʼ ἡμέραν πρὸς ἐνιαυτόν, ὠφελεῖ καὶ ἀποπλήκτους καὶ σκοτωματικοὺς ὁμοίως λαμβανομένη. [*](9 SIM.: [Theophr.] l. s. Pl. l. s. — Pl. XXIII 22 D. eup. I 203 (198) 204 (199) — Pl. l. s. 23 eup. I 109 (148) — [Theophr.] l. s. Nic. Th. 858 sq. (ex Apollod.) Pl. l. s. eup. I 120 (153) — Pl. l. s. eup. I 118 (152) — eup. I 114 (150) — Pl. l. s. eup. I 56 (119) — Pl. l. s. 25 — Pl. l. s. 24 eup. I 166 (179). — Pl. XXIII 23 D. eup. I 18 (103) — Pl. l. s.) [*](1 ἢ ἀρχέζωστιν — καλοῦσι om. Orib. ἀρχεζώστην E: ἀρχέζωστριν Zop. (Orib. I 588): archezostim Pl. cf. Salm. de hom. h. iatr. 76 ἢ ἄγρωστιν om. R Cyr. Pl.: aut grestin Dl: ἢ κεδρώτιν ἢ ἄγρωστην E: ἐχέτρωσιν coni. Sar. coll. Gal. XX 101 κέδρωσιν N: κέχεδρον Cyr.: cedrostin Pl.: οἱ δὲ κ. om. Dl ταύτης] ἧς Orib.E τὰ κλήματα καὶ om. Orib. 2 οἱ NEFHA ὅμοιαι Orib. 3 δασύτεροι δὲ πάντες Orib.E ἐμπλέκονται Orib.E 4 ἐλλαμβανομένη om. Orib.: ἐπιλαμβανομένη Cyr. βοτρυοειδῆ Di πυρρόν om. N 5 κατὰ — ἐκβλάστησιν om, Orib. 6 ἐσθιόμενοι οὗρά τε καὶ κοιλίαν κινοῦσιν NCyr. 8 καὶ ὁ καυλὸς addidi ex E: virtus est foliis et hastis ipsius et radici viscida Dl cf. Pl. XXIII 22. D. eup. I 204 (199) 9 γαγγραινῶν N 11 τετανοῖ χρῶτα καὶ ῥύπτει E: χρῶτα ῥύπτει καὶ τετανοῖ FHADi 12 καὶ ἰόνθους καὶ φακοὺς E: ἰόνθους τε καὶ φακοὺς N καὶ οὐλὰς N 13 τήλει] γῇ χίᾳ N: γῇ χίᾳ καὶ τήλει Di καθεψηθεῖσα δὲ καὶ καταπλασθεἴσα N τακῇ N 14 ὑπώπια δὲ (om. αἴρει δὲ καὶ) N δακτυλίοις N 15 συστέλλει Di σὺν δὲ οἴνῳ (cum insequ. coni) DiDl καὶ om. NDi φύματα καὶ φλεγμονὰς E 16 καὶ (pr.) del. E2 ῥήττει καὶ ἀποστήματα E: καὶ ἀποστήματα ῥήσσει NDi ἀπόστημα VF ἀνάγει δὲ NDi 17 ἐπιτηδείως om. N 18 ἐπιλημψίαν N ὁλκὴ ⋖ α E 19 καὶ (pr.) om. VFHADi: δὲ καὶ Cyr. ἀποπληκτικοὺς Cyr)

331
δυεῖν δὲ δραχμῶν ὁλκὴ ποθεῖσα ἐχιοδήκτοις βοηθεῖ καὶ ἔμβρυα φθείρει· ὑποταράττει δὲ ἐνίοτε τὴν διάνοιαν καὶ προστεθεῖσα δὲ ὑστέρᾳ ἔμβρυα καὶ δεύτερα ἐπισπᾶται. κινεῖ καὶ οὖρα πινομένη, καὶ ἔκλειγμα δὲ διʼ αὐτῆς μετὰ μέλιτος τοῖς πνιγομένοις καὶ δυσπνοοῦσι καὶ βήσσουσι πλευράν τε ἀλγοῦσι καὶ ῥήγμασι, σπάσμασι δίδοται, καὶ σπλῆνας τήκει τριωβόλου

ὁλκὴ ποθεῖσα σὺν ὄξει ἐπὶ ἡμέρας τριάκοντα· καὶ καταπλάσσεται 4 δὲ μετὰ σύκου πρὸς τὰ αὐτὰ χρησίμως. ἀφέψεται δὲ καὶ εἰς ἐγκάθισμα, καθαρτικὸν ὑστέρας ὂν καὶ ἐκβόλιον. χυλίζεται δὲ ἡ ῥίζα αὐτῆς ἔαρος· πίνεται δὲ ὁ χυλὸς σὺν μελικράτῳ πρὸς τὰ αὐτά, ἄγων φλέγμα. ὁ δὲ καρπὸς ποιεῖ πρὸς ψώρας καὶ λέπρας συγχριόμενος καὶ καταπλασσόμενος· κατασπᾷ δὲ καὶ γάλα ὁ καρπὸς μὐτῆς χυλισθεὶς καὶ μετὰ πυρῶν ἡψημένων ῥοφηθείς.

183 ἄμπελος μέλαινα, ἣν ἰδίως βρυωνίαν ὀνομάζουσί [*](183 RV: βρυωνία μέλαινα· οἱ δὲ ἄμπελος μέλαινα, οἱ δὲ Χειρωνία, οἱ δὲ βουκράνιον, Ῥωμαῖοι ὄβα ταμίνια, οἱ δὲ ὄβα) [*](2 SIM.: Nic. Th. 858. 939 (ex Apollod.) Pl. 23. 26. D.eup. I 115 (315) — Zop. (Orib. II 597) Pl. l. s. 24 eup. II 77 (288) 78 (291) — Zop. (Orib. II 567) Pl. l s. 21. 24 eup. II 112 (310) — Pl. l. s. 25 eup. II 31 (243) II 34 (246) 35 (247) 39 (252) — Zop. (Orib. II 566) Pl. l. s. 25 eup. II 61 (272) — Pl. l. s. 25 — Pl. l. s. 22 eup. I 128 (157) — Pl. l. s. 22.) [*](15 SIM.: Pl. XXIII 27 sq. (e S. N.) cf. Zop. (Orib. II 588).) [*](15 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄμπελος — πυξοειδής); Gal. XI 827 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. D. de h. f. 26 (e D. lat., ex quo sua habet Isid. XVII 9, 91. 92); Ps. Ap. 66: Cyran. auctor I 1 l. s.) [*](1 δὲ om. NE (inser. E2) 2 ὑποταράσσει FHACyr. 3 δὲ om. VFHADi καὶ δεύτερα mg. add. E2 κινεῖ δὲ καὶ E οὔρησιν NGal. 4 ἐκλεκτὸν HADi διʼ om. N: διʼ αὐτῆς post μέλιτος transpos. Di πνιγομένοις τε HA 5 καὶ δυσπνοοῦσι om. VFHA at cf. Dl melle addito μὲ electurarium disnoicis et offocationibus opitulatur πλευράς E καὶ δήγμασι καὶ σπάσμασι EHDi: καὶ δήγμασιν ἢ σπάσμασι A: ἢ δήγμασιν ἢ σπάσμασιν P: ἢ δήγμασιν σπάσμασι V: ῥήγμασιν σπάσμασιν N 6 καὶ om. N σπλῆνας VFGal.: σπλῆνα reliqui 7 ὁλκὴ ἢ ⋖⋖ γ E νῦν] ἐν N 9 ἐγκαθίσματα E ὂν om. VFHA: del. E2 10 πίνεταί τε E 11 φλέγματα V 12 καὶ καταπλασσόμενος om. E 13 καρπὸς HA: καυλὸς EVF: χυλὸς Di 14 καταροφούμενος E in fine add. ψυκτικὴν δὲ ἔχει δύναμιν καὶ χρῶνται αὐτῷ ἐπὶ τῶν καυσωδῶς πυρεττόντων H2) [*](15 num. cap. χνε FHA: χνϚ Di: ρπ E tit. μέλαινα F: περὶ ἀμπέλου μελαίνης HADi οἱ δὲ βρυωνίαν μέλαιναν Di syn. e R mg. add. H2 post ἄμπελον Di καλοῦσι Orib.) [*](16 C 81v: N 31 (mg. add. brionia melena mora man. rec.) 17 χειρωμα R: correxi coll. Pl. l. s. ὀβλαμινια R: ὀβλαμηνία HADi: abutamnia Ps. Ap. (L): correxi coll. Pl. XXIII 17 Cela. III 21 (107, 12 D.) βατανούτα RHADi: correxi)

332
τινες, οἱ δὲ Χειρώνιον ἄμπελον· φύλλα ἐστὶ κισσῷ ὅμοια, μᾶλλον δὲ πρὸς τὶ τῆς μίλακος, καὶ οἱ καυλοὶ δέ· μείζονα δὲ ταῦτα. ἐλλαμβάνεται δὲ καὶ αὕτη τῶν δένδρων ταῖς ἔλιξι· καρπὸς δὲ βοτρυώδης, χλωρὸς κατʼ ἀρχήν, πεπανθεὶς δὲ μέλας γίνεται· ῥίζα μέλαινα ἔξωθεν, ἔνδοδεν δὲ πυξοειδής.

2 καὶ ταύτης οἱ καυλοὶ κατὰ τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν λαχανεύονται· εἰσὶ δὲ διουρητικοί, καταμηνίων κινητικοί, τηκτικοὶ σπλημνός, ἐπιλημαπτικοῖς τε καὶ παραλυτικοῖς καὶ σκοτωματικοῖς ἁρμόζουσιν. ἡ δὲ ῥίζα δύναμιν ὁμοίαν τῇ λευκῇ κέκτηται, πρὸς τὰ αὐτὰ ἁρμόζουσαν, ἦττον μέντοι ἐνεργεῖ, ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς τοὺς τῶν ὑποζυγίων λόφους, ἐπειδὰν ἑλκωθῶσι, τὰ φύλλα σὺν οἴνῳ καταπλασσόμενα καὶ πρὸς στρέμματα ὁμοίως ἐπιτίθεται.

184 πτέρις, ἣν ἔνιοι βλῆχρον, οἱ δὲ πολύρριζον καλοῦσι· [*](ταμνούτα, οἱ δὲ βίτις ἄλβα, Δάκοι πριάδιλα, οἱ δὲ πατρίνα, Ἄφροι λαουωθέν.) [*](184 RV: πτέρις· οἱ δὲ πτέριον, οἱ δὲ πτέρινον, οἱ δὲ δασύκλωνον, οἱ δὲ ἀνάσφορον, οἱ δὲ βλῆχρον, οἱ δὲ πολύρριζον,) [*](7 SIM.: Pl. XXIII 27 sq. D. eup. II 112 (311).) [*](13 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 20, 5; Pl. XXVII 78 (e S. N. — Crat); schol. Nic. Th. 39 (ex Antig. — Dionys.); schol. Theocr. III 14.) [*](13 EXC.: Orib. XII s. v. (πτέρις — τόποις); cf. Gal. XII 109 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 9, 105 (e D. lat.); Hes. s. v. βλῆχρον.) [*](16 SIM.: Ps. Ap. 76 (unde Ps. Orib. I 63).) [*](1 οἱ om. E χειρώνειον FHOrib. ἄμπελον καλοῦσιν Orib. ἐστὶ] ἔχει Orib.VFHDi: om. RE: correxi 2 ὁ καυλὸς Orib. σμίλακος libri: correxi δὲ addidi ex Orib. cf. IV 102 ταῦτα] πάντα Orib.: πάντων R 3 δὲ (alt.) om. Di 4 γίνεται om. ROrib.E 5 ῥίζα δὲ E ἔσωθεν Orib.: ἐντὸς E 7 καὶ οὐρητικοί VFHADi καὶ καταμηνίων EHA Di: καταμηνίων — τηκτικοὶ om. R κινητικοί] ἀγωγοί HADi 8 ἐπιλήμπτοις R τε om. Di καὶ σκοτωματικοῖς om. VFHA: superam. H: post τε transpos. DiA (del. A2): epilepticis et paraliticis et scomaticis medetur Dl. cf. Ps. D. de h. f. l. s. 9 ἡ δὲ ῥίζα om. V: ἡ ῥίζα δὲ EA: ἔχει δὲ ἡ ῥίζα Di τῇ πρὸ αὐτῆς R 10 ἁρμόζουσα R ἐνεργεῖ om. R: ἐνεργῆ coni. Sarac. δὲ om. HA: καὶ om. Di 11 τὰ δὲ φύλλα C: τὰ φύλλα δὲ N: τὰ φύλλα cum insequ. coniungit Dl 12 ab οἴνῳ incip. fol. 139 cod. P καὶ om. C τὰ ατρέμματα E ἐπιτίθενται HADi: ἐπιτίθεται καὶ καταπλάσσεται E (?)) [*](13 num. cap. χνϚ O: χνζ Di: ρπα E xit. περὶ πτερίδος FHA post πτέρις syn. e R add. Di, mg. H2 ἢ ἔνιοι] οἱ δὲ orib. βλῆχνον HADi: βλάχνον Pl. schol. Nic. Th. 39 Phanias (Ath. II 61 f.): βλῆτρον Nic. Th. 39) [*](14 βετισάλκα Di: βιτισάλκα HA (corr. A2): vitis alba Ps. Ap. (L) πριαδήλα HDi: πριαδίλλα A πεγρίαν NHDi 16 λαυωθέν C (mg. add. A2): λαουοθέν HDi) [*](16 N fol. 101: om. C πτερινεον NHDi: pterigion Ps. Ap.: pterineon Ps. Orib.: correxi 17 βλῆχνον Di πολύρριζον καλοῦσι Di (οἱ δὲ β. οἱ δὲ πολ. om. A2))

333
φύλλα ἐστιν ἄκαυλα καὶ ἀνανθῆ καὶ ἄκαρπα ἐξ ἑνὸς μόσχου, περὶ πῆχυν τὸ μέγεθος, ἐντετμημένα καὶ ἀνηπλωμένα ὡς πτέρυξ, ὑποδυσώδη· ῥίζαν δὲ ἔχει ἐπιπόλαιον, μέλαιναν, ὑπομήκη, ἐκφύσεις ἔχουσαν πολλάς, ὑποστύφουσαν ἐν τῇ γεύσει. φύεται δὲ ἐν ὀρεινοῖς καὶ ἐν πετρώδεσι τόποις.

ταύτης ἡ ῥίζα ἕλμιν πλατεῖαν ἐκτινάσσει δραχμῶν τεσσάρων ὁλκὴ μετὰ μελικράτου λαμβανομένη βέλτιον δέ, εἰ μετὰ σκαμμωνίας ἢ ἐλλεβόρου μέλανος ἀβολῶν δυεῖν δοίη τις· δεῖ δὲ προσκορδοφαγεῖν τοὺς λαμβάνοντας.

185 θηλυπτερίς· οἱ δὲ νυμφαίαν πτέριν ὀνομάζουσι. τὰ μὲν φύλλα πτέριδι ὅμοια, οὐ μονόμοσχα δὲ ὡς τὰ ἐκείνης, [*](προφῆται Ἑρμοῦ βάσιν, Ῥωμαῖοι φίλις ῥανάρια, οἱ δὲ λακουλάτα, οἱ δὲ φίλικεμ, Αἰγύπτιοι αἷμα ὄνου.) [*](185 RV: θηλυπτερίς· οἱ δὲ νυμφαίαν πτέριν ὀνομάζουσιν, Ῥωμαῖοι λίγγουα κερβίνα.) [*](πτέρις ἑτέρα· οἱ δὲ νυμφαίαν πτέριν, οἱ δὲ καὶ ταύτην θηλυπτερίδα ὀνομάζουσιν.) [*](6 [Theophr.] l. s. Scrib. L. 140; schol. Nic. Th. l. s. Pl. XXVII 79 eup. II 66 (281).) [*](10 SIM. [Theophr.] h. pl. IX 18, 8; Pl. XXVII 78 (e S. N.)) [*](10 EXC.: Orib. XII s. v. (θηλυπτερίς — ἐρυθραί); Paul. Aeg. VII 3 s. v., cf. Gal. XI 109.) [*](1 φύλλα δὲ N καὶ (alt.) om. Orib.E ἐξ om. N μίσχου E 2 τὸ περὶ πῆχυν μέγεθος R ὥσπερ Orib. 3 ὑπομήκη καὶ (dittogr.) Orib.E 4 ἐμφύσεις Orib. ὑποστύφουσα H. ὑποστυφσύσας ODi cf. [Theophr.] l. s. ἐν om. FHADi 5 δὲ om. Orib. NDi ἐν (alt.) om. Orib.ENDi: fort. recte 6 τεσσάρων δραχμῶν N: δ ⋖⋖ ὁλκὴ E 8 ἢ καὶ E ὀβολῶν τεττάρων HDi: ὀβολῶν β ἢ ⋖⋖ E cf. D. eup. l. s. πτέριδος δʼ σὺν σκαμμωνίας ὀβολοῖς δυσὶ καὶ ἁλσί· προσκορδοφαγείτω δὲ ὁ μέλλων πίνειν 9 in fine e Ps. Ap. 76 add. Di (mg. H2) ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ἀποκατάστασιν σπληνιῶσι, καὶ μετὰ ἀξουγγίου δὲ ἡ ῥίζα ποθεῖσα (κοπεῖσα H2) καὶ καταπλασθεῖσα ποιεῖ πρὸς τοὺς ὑπὸ καλάμου πληγέντας. ἡ δὲ δοκιμὴ τοιαύτη· ἔνθα ἐστὶ πολὺς κάλαμος καὶ πολὺ βλάχνον στεγέντας. (spat. c. 20 litt. relicto) ἀφανίζεται τὸ βλάχνον) [*](10 num. cap. χνξ O: χνη Di: ρπβ E tit. περὶ θηλυπτέριδος FHADi θηλύπτερον· οἱ δὲ θηλυγαιρίαν E ἢ πτέριν Dl Paul. Aeg. l. s. at cf. Pl. l. s. alii ngmphaeam pterim πτερίδα FH: πτέρινον Di 11 φύλλα ἔχει C οὐ — ἀλλὰ om, RDl: non recte secl. Spr. nam filix femina non unum habet pediculum sicut mas, sed plures ex uno cauliculo enati (unde φύλλον μονόκλωνον [Theophr.], singularis Pl.), in quibus folia, contra mari cauliculus nullus, sed unus pediculus cf. Hallier Flora von Deutschland I 59 τὰ om. E) [*](12 βαίν HDi φανάρια libri: correxi λακουλλα NDi: κακούλα H: correxi) [*](14 cap. bis habet R (C 141v: N 39 s. v. θηλύπτερις et C 256v: N 101 s. v. πτέρις ἑτέρα))

334
ἀλλὰ πολλὰς ἔχοντα ἀποφύσεις καὶ ὑψηλοτέρας· ῥίζαι δʼ ὕπεισι πλάγιαι, μακραί, πλείους ὑπόξανθοι ἐν τῷ μέλανι, τινὲς δʼ ῤυθραί.

καὶ αὖται δὲ σὺν μέλιτι ἐν ἐκλεικτῷ πλατεῖαν ἕλμιν ἐξάγουσι, σὺν οἴνῳ δὲ πινόμεναι δραχμῶν τριῶν πλῆθος στρογγύλην ἐκτινάσσουσιν ἕλμιν· γυναιξὶ δὲ δοθεῖσαι ἀσυλλημψίαν ποιοῦσι, κἂν ἔγκυος δὲ λάβη, ἐκτιτρώσκει. ξηραὶ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν δυσαλθῶν καὶ καθύγρων ἑλκῶν ἐπιπάσσονται, λόφους τε ὑποζυγίων ἰῶνται. τὰ δὲ φύλλα αὐτῆς ἀρτίβλαστα λαχανευθέντα ἑφθὰ καὶ βρωθέντα κοιλίαν μαλάσσει.

186 πολυπόδιον· φύεται ἐν πέτραις βρύα ἐχούσαις καὶ ἐν τοῖς γερανδρύοις πρέμνοις ἐπὶ τῶν βρύων, σπιθαμῆς ἔχον ὕψος, ὅμοιον πτέριδι, ὐπόδασυ, ἐντετμημένον, οὐ μὴν οὕτως γε λεπτοσχιδῶς. ῥίζα δʼ ὕπεστι δασεῖα, πλεκτάνας ὥσπερ πολύπους ἔχουσα, πάχος μικροῦ δακτύλου, ξυσθεῖσα δὲ ἔνδοθεν [*](186 RV: πολυπόδιον· οἱ δὲ σκολοπένδριον, οἱ δὲ πτέρις, οἱ δὲ πολύρριζον, Ῥωμαῖοι φιλίκουλα λουκιτάλις.) [*](4 SIM.: [Theophr.] l. s. Pl. l. s. 79. 80 D. eup. II 95 (299) — eup. I 183 (191) — Pl. l. s. 80, 79.) [*](11 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 13, 6. 20, 4 caus. pl. II 17, 4; Pl. XXVI 58 (e S. N.) — Pl. l. s. Ruf. (orib. II 112).) [*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (πολυπόδιον — ὑπόγλυκυς); cf. Gal. XII 107 (═ Aet I s. v.); Paul. Aeg. VII 3 s. v.; Isid. XVII 9, 62.) [*](1 ἔχουσα R ἀποφύσεις καὶ ἀστέρας E: ἐκφύσεις Di καὶ ὑψηλοτέρας om. R: ὑψηλότερα PE: ὑψηλοτέρας reliqui post ὕπεισι c. 5 litt. eras. E2 2 πλαγειαι P: πλατεῖαι RE (post πλ. c. 8 litt. eras. E2) FHADi cf. Pl. radices utriusque longae in oblicum μακραὶ πλάγιαι orib.FHADi πλείους om. R: post πλείους c. 12 litt. eras. E2 τινὲς δὲ om. E 4 αἵτινες ἐν μέλιτι ἐκλεικτῷ λαμβανόμεναι R: αἵτινες δοθεῖσαι λεῖται μέλιτι E: λαμβανόμεναι add. Di ἐκβάλλουσιν RDi 5 ἐν οἴνῳ E τριῶν δραχμῶν R: δύο ἢ γ ⋖⋖ πλῆθος E 6 ἐκβάλλουσιν R δυσσυλλημψίαν E 7 κἂν] καὶ P ἔγκυμος λάβῃ] διαβῇ ODi: γυναικὶ δʼ ἐὰν μὲν δοθῇ ἐγκύμονι ἐκβάλλειν φασίν [Theophr.] l. s. cf. Pl. l. s. καὶ om RDi 8 ἐπιπλάσσονται ODiDl: ἐπιπάσσοντας R 9 τὰ δὲ — μαλάσσει om. R (s. v. θηλυπτερίς ἀρτιβλαστῆ E λαχανεύεται ἑφθά τε βρωθέντα FHA: ἑφθὰ post καὶ transpos. R (s. v. πτέρις ἑτέρα)) [*](11 num. cap. χνη O: χνθ Di: ρπγ E post πολυπόδιον syn. e R add. ADi: mg. H2 12 ἐπὶ τοῖς γεράνοις κρημνοῖς N (chart. laes. C): ἐν ἄντροις ἢ πρέμνοις Orib.: ἐν τοῖς ἀγρίοις πρέμνοις τοῖς H2ADi: ἐν τοῖς ἀγρίοις E (mg. add. γερανδρύοις πρέμνοις E2): parietibus umectis et ripis umectis Dl: in petris nascens aut sub arboribus vetustis Pl. βρυῶν] δρυῶν Orib.HADi ἔχουσα HADi 13 τὸ ὕψος Di τῇ πτέριδι RDi τετμημένον Di 14 γε F: om. reliqui λεπτοσχιδῶν HA: λεπτόν R ὡσπερεὶ Di 15 πουλύπου R: πόλυπος Orib.) [*](16 C 266v: N 101 σκολόπενδρον DiHA 17 πολύριζον R λικουτάλις HADi)

335
χλωρά, στρυφνὴ κατὰ τὴν γεῦσιν καὶ ὑπόγλυκυς δύναμιν ἔχουσα καθαρτικήν. δίδοται δὲ συγκαθεψομένη ὄρνιθι ἢ ἰχθύσιν τεύτλῳ ἢ μολόχῃ. ξηρὰ δὲ ἐπιπασσομένη μελικράτῳ ἄγει φλέγμα καὶ χολήν. ποιεῖ καὶ πρὸς στρέμματα ἡ ῥίζα λεία καταπλασθεῖσα καὶ πρὸς ῥαγάδας τὰς ἐν μεσοδακτύλοις.

187 δρυοπτερίς· φύεται κατὰ τὰ βρυώδη μέρη τῶν παλαιῶν δρυῶν, ὁμοία πτέριδι, ἐλάττων δὲ πολλῷ καὶ τῇ σχίσει λεπτή· ῥίζας δʼ ἔχει κατʼ ἐπιπλοκὴν δασείας, στρυφνάς κατά τὴν γεῦσιν ἐν τῳ γλυκεῖ.

τοῦτο ἐπιπασθὲν λεῖον σὺν ταῖς ῥίζαις τρίχας ψιλοῖ· δεῖ δὲ ἀποψᾶν τὸ πρῶτον μετὰ τὸ ἰκμάσαι τὸν χρῶτα καὶ νεαρὸν ἐπιπάττειν.

188 κνῆκος· φύλλα ἔχει ἐπιμήκη, ἐντετμημένα, τραχέα, ἀκανθώδη, καυλούς διπήχεις, ἐφʼ ὧν κεφάλια κατὰ μέγεθος [*](187 RV: δρυοπτερίς· οἱ δὲ πτέριον, οἱ δὲ νυμφαία πτέρις, Ῥωμαῖοι φιλίκλαμ.) [*](188 RV: κνῆκος.) [*](6 SIM.: Pl. XXVII 72 (e S. N.) — Pl. l. s. D. eup. I 103 (145).) [*](6 EXC.: cf. Gal. XI 865 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII s. v.); Hes. s. v. δρυπτερίς.) [*](13 SIM.: cf. Pl XXI 90 (e Theophr. h. pl. VI 4, 5).) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (κνῆκος — γεγωνιωμένον); cf. Gal. XII 32 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. κνῆκος.) [*](1 τῇ δὲ γεύσει ὑπόγλυκυς R 2 ἐνκαθεψομένη C ἰχθύι FHA 3 σευτλίῳ R μαλάχῃ πρὸς κάθαρσιν RHADi ἐπιπασσομένη] καθεψηθεῖσα E ἐν μελικράτῳ REDi σὺν μελικράτῶ FHA cf. Ruf. l. s. 4 ἡ δὲ ῥίζα FHA 5 καταπλασσομένη REDi καὶ] ποιεῖ FHA τὰς ῥαγάδας E μεσοδακτυλίοις καὶ ἐν δακτυλίοις ποδῶν τε καὶ χερῶν E) [*](6 num. cap. χνθ O: χξ Di: ρπδ E tit, περὶ δρυοπτερίδος FHADi syn. e R add. Di: mg. H2 τὰ om. FHADi 7 δρυῶν] βρυῶν F καὶ om. RHADi σχέσει RHADi (corr. H2) 8 λεπτή addidi coll. Pl. tenui folicorum subdulcium incisura 9 κατὰ δὲ τὴν γεῦσιν γλυκείας N: τὴν om. C post γλυκεῖ add. ῥέτουσα DiA (del. A2): superscr. H2 10 τοῦτο R0 (inconcinne dictum): αὕτη ἐπιπλασθεῖσα λεί Di ἐπιμασθὲν P: ἐπιπλασθὲν reliqui 11 ἀποσπᾶν RE 13 ἐπιπάττειν P: ἐπιπλάσσειν FHADi: ἐπιπλάττειν RE) [*](13 num. cap. χξ O: χξα Di: ρπε D tit. περὶ κνίκου FHADi κνῆκος RPE: κνίκος reliqui 14 δὲ πηχυαίους DiA (δίπηχυς ἀκαθώδεις A2): διπηχυαίους FH post διπήχεις add. ἀκανθώδεις RE) [*](15 C fol. 100v: N 64 δρυοπετρις C effig. herb. pict. (101r) add. C (m. rec.) οἱ δὲ σπληνοδάπανον πέτριον C 17 Ῥωμαῖοι φιλίκλαμ om, Di) [*](17 C 199r: N 107)

336
ἐλαίας, ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον, σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν, ἐπίμηκες, γεγωνιωμένον. τούτου τῳ ἄνθει χρῶνται εἰς τὰ προσοψήματα.

τὸ δὲ σπέρμα κοπτόμενον καὶ χυλιζόμενον σὺν ὑδρομέλιτι 2 ἢ ζωμῷ ὄρνιθος κοιλίαν καθαίρει· κακοστόμαχον δέ ἐστι. γίνεται δὲ καὶ κοπτάρια κοιλίας μαλακτικὰ διʼ αὐτοῦ πτισθέντος καὶ μιγέντος ἀμυγδάλοις καὶ νίτρῳ καὶ ἀνήσσῳ καὶ μέλιτι ἑφθῷ· δεῖ δὲ πρὸ δείπνου λαμβάνειν εἰς τέσσαρα διελόντας ὡς βασιλικοῦ καρύου μέγεθος δύο ἢ τρία. σκευάζειν δὲ δεῖ τὸν τρόπον τοῦτον· κνήκου λευκοῦ ξέστην ἕνα, Θασίων πεφωγμένων καὶ λελεπισμένων κυάθους τρεῖς, ἀνήσσου δραχμήν μίαν, ἀφρονίτρου δραχμήν μίαν, μέλιτος τὸ ἀρκοῦν ἰσχάδων τῆς σαρκὸς ἀριθμῷ τριάκοντα. πήττει δὲ καὶ γάλα ὁ χυλὸς τοῦ σπέρματος καὶ λυτικώτερον ποιεῖ.

189 λινόζωστις· οἱ δὲ παρθένιον, οἱ δὲ Ἑρμοῦ βοτάνιον καλοῦσιν. ἔχει τὸ φύλλον ὅμοιον ὠκίμῳ πρὸς τὸ τῆς ἑλξίνης, ἔλαττον δέ, κλωνία διγόνατα, μασχάλας πολλάς, πυκνὰς ἔχοντα· τὸν δὲ καρπὸν ἡ μὲν θήλεια βοτρυοειδῆ καὶ πολὺν ἡ δὲ ἄρρην [*](3 SIM.: [Hipp.] περὶ δ. II 54 (VI 562); Diocl. (M. G. F. I frg. 140; Ruf (Orib. II 122. 278), unde Aet. III 41.) [*](14 SIM.: Pl. XXV 38 (e S. N. allis aliunde adscitis).) [*](14 EXC.: Orib. XI s. v. (λινόζωστις — μείζων); cf. Gal. XII 63 (═ Aet. l s. v. aliis aliunde additis, unde Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 22; Ps. Ap. 82 (= Pa. Orib. I 69).) [*](1 ἐλαίας Orib.: θαλλίας reliqui: frustra def. Salm. l. s. 170 coll. Hes. s. v. θαλλία, θαλλίς post λευκὸν c. 7 litt. eras. E2 πυρρὸν] πικρόν coni. Marc. 2 τούτῳ Di 3 δὲ om. Di καὶ χυλιζόμενον om. R 4 δὲ ἐστὶ] om. R: ὂν E 5 δὲ om. R κοπτάρια] κοπέντα R ad rem cf. Orib. II 841 Dar. μαλακτικὰ καὶ R: μαλακτικὰ καὶ καθαρτικά E δι᾿ αὐτοῦ] τοῦ ὀποῦ αὐτοῦ HADi πτισθέντος καὶ om. HADi 6 καὶ μιγέντος om. F: μιγέντος μέλιτος (μέλιτι corr. E2) καὶ ἀμυγδάλοις καὶ νίτρω (7 litt. eras. E2) E ἀμυγδάλω RDi ad rem. cf. Ruf. l. s. 7 διελόντας E: διελόντα reliqui 8 μεγλέθει C: μεγέθη N δὶς ἢ τρίς PF: τρί ἢ δύο N: δώσεις δὲ πρὸ δείπνου διελὼν ὡς βασιλικοῦ καρύου μέγεθος β΄ ἢ γ΄ Ruf. (Orib. II 278) δεῖ om. R: post τοῦτον transpos. Di 9 τοῦτον τὸν τρόπον FHA ξ. α C: ἐξΓ΄ α΄ Di Θασίων i. e. ἀμυγδάλων 10 καὶ om. E: καὶ λελεπισμένων om. R δραχμὴν μίαν] ξ. α C: ξέστην ἔνα Dl: λίτρα μία N 11 μέλιτος τὸ ἀρκοῦν addidi e Dl afonitri ζ. i. mel quod sufficit: μέλιτος κύαθοι γ Ruf. l. s. ἰσχάδος E τὰς σάρκας R 12 ἔ E (deinde c. 12 litt. eras. E2) 13 ἁλυκότερον R) [*](14 num. cap. χξα O: χξβ Di: ρπϚ E tit. περὶ λινοζώστεως FHADi λινόζωστις ἄρρην RDi syn. e R add. Di: post καλοῦσιν A: mg. H2 οἱ δὲ — ἔχοντα om. Orib. βοτάνην E: Hermu poan Pl. 15 ἔχει δὲ R τὰ φύλλα ὅμοια RHDi ocimo angustioribus foliis Pl. τὸ (alt.) E: τὰ reliqui 16 δίγωνα E: διαγόνατα HA: ramos habet cum angulis duobus Ps. D. de h. f. post μασχάλας del. δὲ E2 πυκνὰς πολλάς E 17 ἡ (alt.)] ὁ 0E (in ras.) Di)

337
πρὸς τοῖς πετάλοις μικρόν, στρογγύλον, ὥσπερ ὀρχίδια κατὰ δύο προσκείμενα· ὅλος δὲ ὁ θαμνίσκος σπιθαμιαῖος ἢ καὶ μείζων.

κινοῦσι δʼ ἀμφότεραι κοιλίαν λαχανευόμεναι καὶ ἐσθιόμεναι· 2 μεναι· καθεψόμεναι δὲ ἐν ὕδατι πινομένου τοῦ ὕδατος ἄγουσι χολὴν καὶ ὑδατῶδες. δοκεῖ δὲ τὰ μὲν τῆς θηλείας φύλλα λεῖα πινόμενα καὶ προστιθέμενα μετὰ τὴν κάθαρσιν τοῖς αἰδοίοις σύλλημψιν θήλεως ποιεῖσθαι, τὰ δὲ τῆς ἄρρενος ὁμοίως ἐπιτηδευθέντα ἀρρενογόνα γίνεσθαι.

190 RV: κυνέα ἢ κυνοκράμβη· οἱ δὲ λινόζωστις ἀγρία ἄρρην, Ἄφροι ἁρμάς, οἱ δὲ ἀσουμέσλαβον. καυλὸν ἀνίησι δισπιθαμιαῖον, τρυφερόν, ὑπόλευκον, φύλλα ἐμφερῆ λινοζώστει ἢ κισσῷ, ὑπόλευκα ἐκ διαστημάτων, τὸν δὲ καρπὸν πρὸς τοῖς πετάλοις [*](189 RV: λινόζωστις ἄρρην· οἱ δὲ ἄργυρος, οἱ δὲ ἀργυρῖτις, οἱ δὲ παρθένιον, οἱ δὲ χρυσῖτις, Αἰγύπτιοι ἀφλοφώ, οἱ δὲ Ἑρμοῦ βασίλειον, Ῥωμαῖοι ἕρβα μερκουριάλις μάσκλα, οἱ δὲ τεστικουλάτα, Ἄφροι ἀσουμές.) [*](λινόζωστις θήλεια· οἱ δὲ θηλύγονον, οἱ δὲ παρθένιον, οἱ δὲ Ἑρμοῦ βοτάνιον, οἱ δὲ ἄργυρον, οἱ δὲ χρυσῖτις, Αἰγύπτιοι ἀφλοφώ, Ῥωμαῖοι ἕρβα μερκουριάλις, οἱ δὲ μερκουριάλις φήμινα, Ἄφροι ἀσουμές.) [*](4 [Hipp.] περὶ δ. 54 (VI 562); Diocl. (F. M. Gr. I frg. 140); Scrib. L. 135; Pl. l. s. 41 Ruf. Orib. II 112) — Pl. l. s. 39 Ruf. l. s. D. eup. II 92 (297).) [*](14 SIM.: Ps. Ap. 82.) [*](2 δὲ om. Orib. θάμνος E ἢ om. ROrib.E 4 καὶ ἐσθιόμεναι om. R 5 σὺν ὕδατι E καὶ πινόμεναι μεθʼ ὕδατος R: καὶ πινομένου Di 6 ὑδατώδη RDi λεῖα om, R 7 πινόμενα ἢ καὶ προστιθέμενα E: προστιθέμενα (τιθέμενα C) καὶ πινόμενα OC: τιθέμενα τοῖς αἰδοίοις καὶ πινόμενα N cf, D. eup. II 92 (297) 8 θηλειῶν R ποιεῖν R τὰ — ἄρρενος om. R τοῦ Di ἐπιτηδευθέντα om. E 9 γίνεται RDi) [*](10 cap. χξγ΄ e R (C fol. 159r: N 51) add. Di: om. reliqui κυναία R: κυνία Di 11 καυλίον Di 12 λινοζώστιδι Di 13 πετάλοις προσκείμενον Di) [*](14 C 202r: N 108 mg. add. mercurialis mascla N (m. rec.) ἄργυρος] argurnus Ps. Ap. (gurnus L: argyros Ack): fort. ἀγρύρεος ΑΠΙΤΡΙΛΙϹ R: ἀριτριλίς AHDi: correxi coll. Ps. Ap. argiritis 15 ἀφλοφο RHADi: Aegyrtii aphlopho Ps. Ap. (Ack) 16 βασίλιον N: hermuliasilios Pa. Ap. (L) ἑρμαβερκουρίαλις Di: ἔρβα μερκουρίαλι μάσκλα A: Itali mercurialis Ps. Ap. (L) cf. Cat. de agric. 158, 1 17 ΤΕϹϹΕΚΟΥΛΑΤΑ R: τεσεκουλάτα DiHA. (τεσουκουλάτα A2): correxi (propter fructum testiculis similem)) [*](18 C fol. 201v: N 108: mg. add. H2 mercurialis femina mg. add. N (m. rec) οἱ δὲ θηλύγονον post βοτάνιον transpos. N 19 ἄργυρον] ΑΡΓΙΟΝ libri: correxi 20 ἀλλοφώ R: ἀλλοφή H: correxi)

338
μικρόν, στρογγύλον προσκείμενον. δύναμιν δὲ ἔχει ὅ τε καυλὸς καὶ τὰ φύλλα πινόμενα κοιλίας κινητικὴν λαχανευόμενα, καθεψομένων τε τὸ ὕδωρ ἄγει χολὴν καὶ ὑδατώδη.

190 ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, ὃ ἔνιοι σκορπίουρον ἀπὸ τοῦ περὶ τὸ ἄνθος σχήματος ἐκάλεσαν, ἡλιοτρόπιον δὲ ἐκ τοῦ συμπεριτρέπεσθαι τὰ φύλλα τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει· ἔχει τὰ φύλλα ὠκίμῳ παραπλήσια, δασύτερα δὲ καὶ μελάντερα, κλωνία ἀπὸ τῆς ῥίζης τρία ἢ τέσσαρα καὶ ἐκ τούτων μασχάλας πλείους· ἐπʼ ἄκρων δὲ ἄνθος λευκόν, ὑποπόρφυρον, ἐπικαμπὲς καθάπερ σκορπίου οὐρά· ῥίζα δὲ λεπτή, ἄχρηστος. φύεται δὲ ἐν τραχέσι τόποις.

2 τούτου ὅσον δέσμη ἀφεψηθεῖσα μεθʼ ὕδατος καὶ ποθεῖσα ἄγει φλέγμα καὶ χολὴν κατὰ κοιλίαν. ἁρμόζει δὲ καὶ σκορπιοπλήκτοις μετʼ οἴνου πινομένη καὶ καταπλασσομένη· ἔνιοι δὲ [*](190 RV: σκορπίουρον· οἱ δὲ ἡλιοτρόπιον οἱ δὲ ἡλιότροπος, οἱ δὲ ἀδιάλυτον, οἱ δὲ ἡλιόπουν, οἱ δὲ σκορπιοκτόνον, οἱ δὲ σήσαμον ἄγριον, οἱ δὲ σκορπίου οὐράν καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: Pl. XXII 57 sq. (ex I. B.); schol. Nic. Th. 677.) [*](1 EXC.: Orib. s. v. (ἡλιοτρόπιον — τόποις); cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v. Ps. D. de h. f. 34;  Ps. Ap. 50 (═ Ps. Orib. I 36); Isid. XVII 9, 37.) [*](8 SIM.: Pl. XXII 58 Ruf. (Orib. II 119) — Nic. Th. 678 (ex Apollod.) Pl. l. s. 59 D. eup. II 122 (320) — eup. II 132 (324) — Pl l. s. 60 eup. II 20. 21 (234) — Pl. l. s. 59 eup I 176 (185) — Pl. l. s. 59 eup. I 235 (217) — eup. I 226 (210) — Pl. l. s. 59 eup. I 9 (98) — eup. II 78 (290).) [*](1 τε om. N 2 καὶ καθεψόμενον (om. τε) C: καθεψόμενον N 3 τε] δὲ Di) [*](4 num. cap. χξβ O: χξδ Dl: ρπζ E tit. περὶ ἡλιοτροπίου FHA: περὶ ἡλ. τοῦ μεγάλου Di post μέγα syn. e R add. Di: post κλίσει A: mg. H2 ὃ ἔνιοι om. RDi σκορπίουρον λέγεται Di 5 περὶ] περ P: om. A τοῦ ἄνθους FHA ἐκ] ἀπὸ REDi 6 συμπεριφέρεσθαι E ἔχει δὲ REDi τὰ om. E 7 παραπλήσια ὠκίμῳ FHA δὲ] μέντοι E καὶ μείζονα καὶ λευκότερα RDi καὶ μελάντερα καὶ μείζονα Orib.E: paulo maioribus atque succulentis et nigrioribus et asperis Ps. Ap. κλωνία δὲ C 8 ὅσον τρία RDi: γ΄ ἢ δʼ ἢ Orib.HADi: V aut sex Dl: quatuor aut quinque Ps. Ap. 9 ἄκρω NOE λευκὸν ἢ R ὑπόπυρρον Orib ODi: ὑποπόρφυρον REDl Ps. Ap 10 καὶ ἄχρηστος REDi δὲ (alt.) om. RFHA Di 12 τούτου om. PF δέσμη] δραχμὴ R at cf. Ruf. l. s. 14 ἔνιοι — ἀπονίαν] καὶ πρὸς ἀτονίαν περιάπτουσιν C: καὶ πρὸς ἀτοκίαν δὲ περιάπτεται N: πρὸς ἀτόκων δὲ περιάπτεται Di: περιάπτουσι δὲ (δὲ superacr. H2) πρὸς ἀτόκιον (τονίαν superscr. H2) HA at cf. Dl multi etiam radicem eius collo suspendunt contra vim scorpionum) [*](15 C 292r: N 135 ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα· οἱ δὲ σκορπίουρον, οἱ δὲ ἡλιότροπος Di 16 διαλιον libri: dialiton (dialithon VL1) Ps. Ap.: corr. Koebert ἡλιούπουμ CH: ἡλιούπουν NDi: elioron Ps. Ap.: correxi 17 οἱ δὲ — καλοῦσιν om. ADi)

339
τὴν ῥίζαν τοῖς σκορπιοπλήκτοις περιάπτουσι πρὸς ἀπονίαν. φασὶ δὲ πρὸ μιᾶς ὥρας τῆς λήμψεως τοῦ καρποῦ τέσσαρας κόκκους μετʼ οἴνου ποθέντας τεταρταίους ἀπαλλάσσειν, τριταίους δὲ τρεῖς. καταπλασσόμενος δὲ ὁ καρπὸς μυρμηκίας καὶ ἀκροχορδόνας καὶ θύμια καὶ ἐπινυκτίδας ξηραίνει, τὰ δὲ φύλλα ποδάγραις καὶ στρέμμασι καὶ σειριῶσι παιδίοις ἐπιπλάττεται ὠφελίμως· κινεῖ δὲ καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα λεῖα προστεθέντα.

191 ἡλιοτρόπιον τὸ μικρόν φύεται ἐν τόποις τελματώδεσι καὶ παρά λίμναις, ἔχον φύλλα παραπλήσια τῳ προειρημένῳ στρογγυλώτερα δέ, καρπὸν στρογγύλον, ἀποκρεμάμενον ὡς ἀκροχορδόνας.

δύναται δὲ ἡ πόα μετὰ τοῦ καρποῦ πινομένη σὺν νίτρῳ καὶ ὑσσώπῳ καὶ καρδάμῳ καὶ ὕδατι ἕλμινθα πλατεῖαν καὶ | στρογγύλην ἐκτινάσσειν· αἴρει δὲ καὶ ἀκροχορδόνας σὺν ἁλσὶ καταπλασσομένη.

192 σκορπιοειδές· βοτάνιον φύλλα ἔχον ὀλίγα καὶ σπέρματα οὐραῖς σκορπίου ἐμφερῆ. βοηθεῖ δὲ καταπλασσόμενα σκορπιοπλήκτοις.

[*](191 RV: ἡλιοτρόπιον τὸ μικρόν· οἱ δὲ καὶ τοῦτο σκορπίουρον ἐκάλεσαν ἑτέρα δὲ σκορπίουρος.)[*](192 RV: σκορπιοειδές.)[*](8 SIM.: Pl. XXI 57 sq. — Pl. l. s. 59 Ruf. (Orib. II 129) D. eup. lI 66 (281) — Pl. l. s. 59.)[*](8 EXC.: Orib. XI s. v. (ἡλιοτρόπιον — ἀκροχορδόνας); Paul. Aeg VII 3 s. v. Ps. Ap. 50.)[*](16 SIM.: Pl. ΧXII 39 (e S. N.) D. eup. II 121 (319).)[*](16 EXC.: cf. Gal. XII 126 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](1 ἀτονίαν F 2 πρὸ] πρὸς P ὥρας τῆς om. FHA (in mg. corr. A2) λήμψεως] ἐπισημασίας Di 3 ἀπαλλάσσειν] καταπαύειν RDi 4 ἐπιπλαττόμενος RA2 (in mg.) 5 θύμους NEHADi ποδάγραις] τῆς βοτάνης E 6 καταπλάττεται HA: ἐπιπάττεται E 7 ἔμβρυα καὶ ἔμμηνα E: ἔμβρυα ἄγει Di λεῖα om. E)[*](8 num. cap. χξγ O: χξε Di: ρπη E tit. τὸ μικρόν F: περὶ ἡλιοτροπίου τοῦ μικροῦ AHDi post μικρόν e R add. οἱ δὲ σκορπίουρον Di: mg. οἱ δὲ σκορπίουρον τὸ μικρόν H2 τόποις addidi: τελματώδεσι τόποις EDi 9 τῶν προειρημένων (vitio sollemni) PF 10 καὶ καρπὸν (dittogr.) R 11 ἀκροχορδόνες Di 13 καρδαμώμῳ NE Paul. Aeg. l. s. ἕλμιν RADi 14 ἀλοὶ καὶ ὕδατι E in fine add. maxime si ipsa herba fuerit elixa imposita Dl)[*](16 num. cap. χξδ O: χξϚ Di: ρπθ E tit, περὶ σκορπιοειδοῦς FHADi σκορπιειδές PF· βοτάνιόν ἐστιν N τὰ σπέρματα N 17 σκορπιοπλήκτοις ἄκρως NADi 18 subscr. διοσκουρίδου περὶ ὕλης βιβλίον τέταρτον E: ΠΕΔΑΝΙΟΥ ΔΙΟϹΚΟΥΡΙΔΟΥ ΑΝΑζΑΡΒΕωϹ ΠΕΡΙ ΥΛΗϹ ΙΑΤΡΙΚΗϹ ΛΟΓΟϹ ΤΕΤΑΡΤΟϹ PF)[*](19 C fol. 130v: N 81 effig. herb. pict. add κοινῶς ἡλιόδρομος C (m. rec.))[*](21 N fol. 135: om. C)