De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

98 χαμαίρωψ ἢ χαμαίδρυς ἢ λινόδρυς· οἱ δὲ καὶ ταύτην Τεύκριον καλοῦσι διὰ τὸ σῴζειν ἐμφέρειαν ποσὴν πρὸς Τεύκριον φύεται ἐν τραχέσι καὶ πετρώδεσι χωρίοις. ἔστι δὲ θαμνίσκος σπιθαμιαῖος φύλλα ἔχων μικρά, τῷ σχήματι καὶ τῇ σχίσει δρυῒ ὅμοια, πικρά, ἄνθος ὑποπόρφυρον, μικρόν· συλλέγειν δὲ αὐτὴν δεῖ ἐγκύμονα τοῦ καρποῦ.

[*](98 RV: χαμαίδρυς μικρὸς ἢ χαμαίρωψ· οἱ δὲ δρυὸς κέγχρος, οἱ δὲ Τεύκριον, Ῥωμαῖοι τριξάγω μίνορ, οἱ δὲ κυερκίαμ, Γάλλοι ἔρινον.)[*](4 SIM.: Pl. XXVI 77 D. eup. II 61 (274) — eup. II 114 (315). SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 9, 5 Pl. XXIV 130 (e S. N.).)[*](7 EXC.: Orib. XII s. v. (χαμαίρωψ — καρποῦ); Gal. XII 153 (unde Aet. I s. v. aliis aliunde adscitis. Paul. Aeg. VII 3 s. v. χαμαίδρυς); Paul. Aeg. VII 3 s. v. χαμαίρωψ; Ps. D. de h. f. 8 (e D. lat); Isid. XVII 9, 47; Orib. de simpl. V 74 (e D. lat).)[*](13 SIM.: Ps. Ap. 25 (unde A. Mai VII 446).)[*](1 τὸ πέταλον ROrib.Di 2 πλεῖστον RDi: τὸ πλεῖστον E (corr. E2) Κιλικίᾳ] Λυκίᾳ Orib. τὴν om. ODi γεντίδα E: γετίδα Orib.: λεπίδα RA2: γεντιάδα reliqui: corr. Treu coll. Ptolem. Geogr. V 7, 2sq. κηπίδα Ο: κισσάδα RDi: marg. ins. A2: κιπί////////δα E (3 litt. eras. E2): κεντιάδα Orib.: corr. Spr. 4 προπινομένη E τήκει RE 5 σύκων RHADi: cum caricis elixa Dl 6 δίχα τοῦ σύκου P: δίχα τῶν σύκων E: χωρὶς τοῦ σύκου FHA: χωρὶς σύκων Di: om. R)[*](7 num. cap. υιβ Ο: υιδ Di: ρε E tit. περὶ χαμαίδροπος FHA: περὶ χαμαίδρυος Di χαμαίδρυς· οἱ δὲ χαμαίδρωψ Di (e R): χαμαίλωψ C: χαμαίδρωψ Orib.ODi: χαμαίρωψ NEPl.Dl. Ps. de h. f. Ps. Ap. Marc. Emp. XXX 43 (322H) Paul. Aeg.: χαμαίρωψ· ἢ χαμαίδρυς ἢ σέλινον δρυὸς ἢ λινόνευρος· οἱ δὲ καὶ ταύτην κτλ. E: χαμαίδρωψ· οἱ δὲ χαμαίδρυν, οἱ δὲ καὶ ταύτην τεύκρειον (verba διὰ — τεύκριον om.) Orib. 8 τὴν ἐμφέρειαν E: τινὰ ἐμφέρειαν Di ποσὴν om, FHADi ὥσπερ τεύκρον E (ὡς τὸ τεύκριον corr. E2) 9 τραχέσι τόποις C χωρίοις] τόποις Di ἔστι δὲ om, Orib. 10 περὶ σπιθαμὴν Orib. 11 σχίσει Orib.Di: σχέσει RP: θέσει FHAE cf. Pl. colore et divisura quercus: Ps. D. de h. f. foliis parvissimis et incisis πικρά] μικρά Orib.: πυρρά E ὑπόπυρον Orib.: πορφυροῦν ἢ ὑπόπυρρον E (ὑποπόρφυρον corr. E2) μωρὸν πικρόν E 12 αὐτὸ R ἔγκυμον PF)[*](13 C fol. 382v: N 5 χαμαίδρυς· οἱ δὲ χαμαίδρωψ, Ῥωμαῖοι τριψαγομίνωρ Di: syn. Rom. marg. add. H2 μικρὸς om. N χαμαίλωψ C· χαμαίρωψ N: camerops Ps. Ap. δρυισ κενχρος R: correxi: alii drys vocant, alii drisitis dicunt Ps. Ap. (VL1: om. L) 14 τριψαγω R: τριψαγομίνωρ DiHA: correxi cf. D. III 111 Ps. Ap. romani trisago minor: Pl. l. s. chamaedrys herba est quae Latine trixago vocatur ἔρινον C: ἔρεινον N)
111

δύναμιν δὲ ἔχει χλωρά τε καὶ ξηρὰ ἀφεψηθεῖσα σὺν ὕδατι καὶ ποτιζομένη βοηθεῖν σπάσμασι, βηχί, σπληνὶ ἐσκιρρωμένῳ,

δυσουροῦσιν, ὑδρωπικοῖς ἐν ἀρχαῖς· ἄγει καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα 2 σπλῆνά τε τήκει σὺν ὄξει ποθεῖσα· πρὸς δὲ τὰ θηρία σὺν οἴνῳ πινομένη καὶ καταπλασσομένη ποιεῖ. λεία δὲ δύναται καὶ εἰς καταπότια ἀναπλάσσεσθαι πρὸς τὰ εἰρημένα, καθαίρει καὶ ἕλκη παλαιὰ σὺν μέλιτι· αἴρει δὲ ἀχλῦς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς σὺν ἐλαίῳ λεία ἐγχριομένη· καὶ ἀλειφομένη δέ ἐστι θερμαντική.