De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

84 ἀμμωνιακόν· καὶ τοῦτο ὀπός ἐστι νάρθηκος γεννωμένου ἐν τῇ κατὰ Κυρήνην Λιβύῃ· καλεῖται δὲ αὐτοῦ ὅλος ὁ [*](1 SIM.: Pl. 21 D. eup. II 35 (248)— Pl. 21 eup. I 144 (166) — Pl. 21 eup. I 20 (105) — Pl. 21 eup. II 87. 88 (296) — Nic. Th. 52 Pl. XXIV 22. XII 126 eup. II 128. 130 (323) — Pl. XXIV 22 — Pl. 21 eup. I 1 (129) — Pl. 22.) [*](10 EXC.: Orib. XII s. v. (καθαίρειν—μενεῖ).) [*](18 SIM.: Pl. XII 107 (e S. N).) [*](18 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀμμωνιακόν — ὤν); Orib. V 69 D. (ἐγκριτέον — γεύσει), unde Aet. II 196. Gal. XI 828 (unde Aet. 1 s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 δὲ om. Di πρὸς δοθιῆνας EDi 2 ὑστερικὰς πνίγας EFHADi: ὑστερικοὺς V 3 θυμιωμένη διώκει Di 4 δὲ pm. E περιτεθεῖσα FHADi προστεθεῖσα E 5 τὰ om. EDi ὀδόντων τε πόνους E καὶ] ἢ Di καὶ ἐντεθεῖσα om. E 6 καὶ om. Di 7 μὲν om, E τὰ om. A: post τὰ 2 litt. eras. E2 8 ἢ (pr.) om. Ο cf. Dl cum amigdalis amaris et cum aqua aut cum suco rutae μέλιτι E ἢ ἄρτφ θερμῷ om. Dl post μηκωνίῳ add. καὶ FHA: ἢ Di μηκωνίῳ· ὑγρὰ χολῆ· χαλκῶ κεκαυμένω· κόλλα ὑγρά E 9 ἢ χολῇ ADi (ἢ superscr. H2) 10 ὕδωρ ζεστὸν Orib. 11 καὶ τακείσης αὐτῆς E: τακήσεις P χωρήσεις HA: χωρισθὲν Orib. 12 οὕτως om. Orib. E εἰς (pr.) om. E καθαρὸν om, Orib. δήσας Orib. 13 ἢ om. PV εἰς om, Orib.Di ὀστρακίνην (ἀγγεῖον om.) Di ἄγγος Orib. 14 τοῦ ἄγγους om. Orib. τὸν ἔνδεσμον om. E 15 γὰρ om, Orib. εἰς τὸ ἄγγος om. HADi ἀγγεῖον Orib. 16 ἀποσταγήσεται E) [*](18 num cap. τ𝒢η 0: Di: 𝒢α E tit. περὶ ἀμμωνιακοῦ FHDi: om. A post ἀμμωνιακόν syn. e R add. Di: mg. H2 γεννώμενος CE: γεννώμενον NA 19 ἐν τοῖς κατὰ κυρίνην καὶ λιβύην τόποις E καλεῖται — ἀγασυλλίς)

101
θάμνος σὺν τῇ ῥίζῃ ἀγασυλλίς. ἐγκριτέον δὲ αὐτοῦ τὸ εὔχρουν καὶ ἄλιθον καὶ ἄξυλον καὶ λιβανωτίζον τοῖς χόνδροις καὶ καθαρὸν καὶ πυκνόν, μηδεμίαν ἔχον ῥυπαρίαν, καστορίζον τῇ ὀσμῇ, πικρὸν δὲ τῇ γεύσει. καλεῖται δὲ τὸ τοιοῦτο θραῦσμα, τὸ δὲ γεῶδες ἢ λιθῶδες φύραμα· γεννᾶται δὲ ἐν Λιβύῃ τῇ κατ᾿  Ἄμμωνα, χυλὸς δένδρου ναρθηκοειδοῦς ὤν.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, μαλακτικήν, ἐπισπαστικήν, 2 διαλυτικὴν σκληρωμάτων τε καὶ φυμάτων, κοιλίαν τε ὑπάγει ποθὲν καὶ ἔμβρυα κατασπᾷ καὶ σπλῆνα τήκει μετ᾿  ὄξου δραχμὴ μία ποθεῖσα καὶ ἄρθρων καὶ ἰσχίων ἀλγήματα παραιτεῖται. βοηθεῖ δὲ καὶ ἀσθματικοῖς καὶ ἀρθοπνοϊκοῖς καὶ ἐπιλη| πτικοῖς, καὶ τοῖς ὑγρὰ ἐν θώρακι ἔχουσιν ἐκλειχόμενον μετὰ μέλιτος ἢ μετὰ πτισάνης ῥοφούμενον· ἄγει δὲ καὶ οὖρα αἱματώδη.

σμήχει δὲ τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς λευκώματα καὶ τραχύτητας βλεφάρων 3 τήκει· λυθὲν δὲ ὄξει καὶ ἐπιτεθὲν παύει τὰς περὶ σπλῆνα [*](84 RV: ἀμμωνιακή· οἱ δὲ ἀγάσυλλον· [πόα ἐστίν, ὅθεν τὸ ἀμμωνιακόν·] οἱ δὲ ἀμμωνιακὸν θυμίαμα· οἱ δὲ κριόθεος, οἱ δὲ Ἡλίου τρόφις, Ῥωμαῖοι γούττα ἀμμωνίακα.) [*](7 SIM.: Pl. XXIV 23 (e S. N.) Cels. V 5. 11 — Pl. l. s. D. eup. I 149 (170) — Pl. l. s. — eup. II 7 (288) — Pl. l. s. eup. II 61 (272) — Pl. l. s. eup. I 235 (215) 237 (219) — Pl. l. s. eup. II 39 (252) — eup. I 18 (103) — Pl. l. s. — Pl. l. s. eup. I 42 (113) — Pl. l. s. eup. II 59 (271) II 62 (274) — eup. I 236 (218) — Pl. l. s. eup. II 25 (237)— Pl. l. s. eup. I 237 (219) cf. Paul. Aeg. VII 4 (261, 18).) [*](1 σὺν τῇ ῥίζῃ om. PV: quae frutax cum radice sua appellatur gasillis Dl ἀγάσυλλος Orib.: ἀγάσυλλις F αὐτοῦ om. ROrib. 2 καὶ ἄλιθον om. ROrib.E: del. A2 ἄλιθες HA: ἄξυλον καὶ ἄλιθες Di ξύλον PV καὶ (tert.) om. REDi λιβανίζον ROrib.E καὶ addidi χόνδροις καθαροῖς Dl καθαίρων καὶ πυκνῶν R 3 καὶ om. Orib. καστορίζον] καὶ (om. N) τὸ ῥιζίον τῇ ὀσμῇ σφοδρόν R: mg. add. A2 4 τοιοῦτον NDi θραῦσμα] ἔρυμα RA2: thrauston Pl. 5 λιθῶδες ἢ γεῶδες R γεννᾶται] μίγνυται R τῇ Λιβύῃ RE τῇ om. FHADi 6 χυλὸς ὢν ROrib.E: fort. recte δένδρου χλωροῦ R 7 θερμαντικήν om. R, post ἐπισπαστικήν transpos. ODi: virtus est et termantica et malactica et epispastica Dl 8 διαλυτικὴν] διαφορητικὴν FHADi (corr. A2): διαχυτικὴν N τε καὶ φυμάτων om. R: del. A2 ὑπάγει] ἐκτινάσσει R: ταράσσει καὶ ὑπάγει E 9 καὶ ἔμβρυα — ποθεῖσα om. R: del. A2 καὶ addidi σπλῆνας E δραχμῆς μιᾶς ποθείσης V 10 πόθὲν FHADiE 11 ἀσθματικοῖς] ἀρθριτικοῖς E καὶ (alt. et tert.) om. Di, καὶ (tert.) E 12 καὶ τοῖς om. RE ὑγρασίαν HADi 13 μετὰ om. REDi ῥοφούμενον χυλῷ Di καὶ om. R 14 δὲ καὶ FHADi 15 λειωθὲν FHADi σὺν ὄξει EHADi ταῖς περὶ σπλῆνας σκληρίαις καὶ ἧπαρ παύει καὶ E (τὰς π. σπλῆνα σκλρίας corr. E2)) [*](16 C fol. 46r. N 18 πόα — ἀμμωνιακόν seclusi 18 ἡλίουστρος libri: ἡλίου στρόφος Salm.: correxi ἀμμωνίακα om. DiAH: mg. add. A2: ammoniaca qutta Scrib. L. 128. 201. mg. add. man. rec. Αντίνοι ἁρμωνία H)

102
καὶ ἧπαρ σκληρίας· λύει καὶ τοὺς περὶ τὰ ἄρθρα πώρους μετὰ μέλιτος καταπλασσόμενον ἢ καὶ πίσσῃ μιγέν· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς κόπους καὶ ἰσχιάδας συγχριόμενον, μιγὲν ὄξει καὶ νίτρῳ καὶ κυπρίνῳ ἐλαίῳ ἀντὶ ἀκόπου.