De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

8 χαμαιλέων λευκός, ὃν ἔνιοι ἰξίαν καλοῦσι διὰ τὸ ἔν τισι τόποις ἰξὸν εὑρίσκεσθαι πρὸς ταῖς ῥίζαις αὐτοῦ, ᾧ καὶ ἀντὶ μαστίχης αὐτῷ αἱ γυναῖκες χρῶνται. ἔχει φύλλα ὅμοια σιλλύβῳ ἢ σκολύμῳ, τραχύτερα μέντοι καὶ ὀξύτερα καὶ ἰσχυρότερα [*](8 RV: χαμαιλέων λευκός· οἱ δὲ χρυσίσκηπτρον, οἱ δὲ ἰξίαν, Ῥωμαῖοι κάρδους οὐαριάνους, οἱ δὲ σπίνεα κάρδους, οἱ δὲ λάκτεα κάρδους, Αἰγύπτιοι φθήρ, οἱ δὲ ἐφεοσεχίν.) [*](7 SIM.: Theophr. h. pl. VI 4, 9. [Theophr.] IX 12, 1. Nic. Th. 661 (ex Apollod. — Diocle cf. Wellmann XII 21); Crat. (schol. Nic. Th. 656) Pl. XXII 45 sq. (e S. N. — Crat.).) [*](7 EXT.: Orib. XII s. v. χαμαιλέων — γλυκεῖαν) cf. Gal. XII 154 (unde Orib. II 700. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Pa. D. de h. fem. 6; cf. praet. Ps. Ap. 109 (unde Pa. Orib. I 90. A. Mai VII 454) Pa. Orib. V 75; Isid. XVII 9, 70; Hes. s. v. ἰξίας (e Diosc. gl.).) [*](11 SIM.: Ps. Ap. 109 (e Pamph.).) [*](1 ἑψομένας F: ἑψόμενα σκευάζεται ὡς om. N 2 ἤ] καὶ E συστρέφονται PFHDi 3 οὕτω HADi: οὕτως ὡς E καὶ ἡ om. NE ὀμφάκιον NPE: anfacium Dl: ὄμφαξ FDi (post ὄμφαξ del. ὅν ἔνιοι ἐξίαν καλοῦσι διὰ τὸ ἔν τισι τόποις ἰξὸν εὑρίσκεσθαι F): ὀμφάκη HA 4 χυλίζεται — τούτοις om. A καὶ (alt.) om. N 5 ὑποκυστίς F: ὑποκισθὶς Di τούτοις ὅμοια N συστρέφονται HADi ὅνπερ PN: ὡς E: ὅν reliqui) [*](7 num. cap. τκγ ODi: θ E tit. περὶ χαμαιλέοντος H: περὶ τοῦ λευκοῦ χαμαιλέοντος FDi. περὶ χαμαιλέοντος λευκοῦ A post λευκὸς syn. add. ADi (marg. H2) post syn. haec habent NDi ἰξίαν τοῦτον (om. N) ἐκάλεσαν διὰ τὸ κτλ. ἰξίαν] ἰξίνη Theophr. h. pl. VI 4, 9 ἐκάλεσαν NOrib.EDiDl 8 ἰξίον E πρὸς ταῖς ῥίζαις] πρὸς τὰς ῥ. E. aliter viscum gignit album sub alis foliorum Pl. l. s.: ixia vocatur, siquidem in ortu caniculae quibusdam locis secundum eius furcas album viscum reperiatur Ps. Ap. l. s. cf. Theophr. VI 4, 9 οὗτος δὲ (sc. ὁ σπερματικὸς ἄκανος) ἐπὶ τοῦ ἄκρου φέρει τὸ δάκρυον εὔστομον, καὶ τοῦτό ἐστιν ἡ ἀκανθικὴ μαστίχη 9 αὐτῷ om. NOrib.EHADi χρῶνται αἱ γυν. NOrib.Di φύλλα δὲ ἕχει N: ἔχει δὲ φύλλα E: ἔχει δὲ ὅμοια τὰ φύλλα Orib. 10 σιλλύβῳ NOrib.P: σιλύβῳ reliqui: σιλλύβῳ ἢ om. E (sed post ὅμοια S litt. eras. E2) παχύτερα NDi μέντοι] δὲ NOrib.ADi καὶ ἰσχυρότερα om. NOrib.Di at cf. Dl aspera et acuta et fortiora quam nigro) [*](11 N fol. 171: cap. om. C marg. add. N (man. rec.): cardus alba χρυσίσκηπτρον] χρυσίσκοπτρον A 12 ΟΥΑΡΙΝΟΓϹ (sic) NAHDi Ps. Ap. Latini carduum varium (Ack.): correxi. chamaeleon niger a Crat. ποικίλος vocatur (schol. Nic. Th. 656) πιάνεα A: πινεα reliqui: correxi οἱ δὲ λάκτεα κάρδους Om. HDi 18 ἐφθηρ N: ἐφήρ HADi ἐφεοσεχειν N: ἐφθόσεχιν ADi: ἐφθόσεφιν H)

15
τοῦ μέλανος· καυλὸν δʼ οὐκ ἔχει, ἀλλὰ ἀφίησιν ἐκ τοῦ μέσου ἄκανθαν ὁμοίαν ἐχίνῳ θαλασσίῳ ἢ κινάρᾳ, ἄνθη δὲ πορφυροειδῆ, ὥσπερ τρίχας ἐκπαππουμένας, καρπὸν δὲ κνήκῳ παραπλήσιον, ῥίζαν ἐν μὲν τοῖς εὐγείοις γεωλόφοις παχεῖαν, ἐν δὲ τοῖς ὀρεινοῖς ἰσχνο|τέραν, λευκὴν διὰ βάθους, ὑπαρωματίζουσαν, βαρύοσμον, γλυκεῖαν, ἥτις ποθεῖσα ἄγει ἕλμιν πλατεῖαν.

ὅσον 2 δὲ ὀξυβάφου πλῆθος λαμβάνεται ἐν οἴνῳ αὐστηρῷ μετὰ ὀριγάνου ἀποζέματος· καὶ ὑδρωπικοῖς δὲ ἐπιτηδείως δίδοται ὁλκὴ σὺν οἴνῳ ποθεῖσα — ἰσχναίνει γάρ αὐτούς — καὶ πρὸς δυσουρίαν τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πίνεται. ἔστι δὲ καὶ θηριακὴ σύν οἴνῳ ποθεῖσα, ἀποκτείνει καὶ κύνας καὶ ὗς καὶ μύας σὺν ἀλφίτῳ πεφυραμένη καὶ ὑδρελαίῳ διεθεῖσα.