De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

83

72 δαῦκος· ὁ μέν τις καλεῖται Κρητικός, μαράθῳ ὅμοια ἔχων τὰ φύλλα, μικρότερα δὲ καὶ λεπτότερα, καυλὸν δὲ σπιθαμιαῖον, σκιάδιον ὅμοιον κοριάνδρῳ, ἄνθη λευκά· ἐν δὲ τούτοις ὁ καρπὸς λευκός, δασύς, δριμὺς ἐν τῷ διαμασᾶσθαι, εὐώδης· ῥίζα δακτύλου τὸ πάχος, τὸ δὲ μῆκος σπιθαμῆς. γεννᾶται δὲ ἐν πετρώδεσι τόποις καὶ εὐηλίοις. ὁ δέ τις αὐτοῦ ἐστι σελίνῳ ἀγρίῳ παραπλήσιος, ἀρωματώδης καὶ εὐώδης, δριμὺς καὶ πυρώδης γευομένῳ· διαφέρει δὲ ὁ Κρητικός.

τὸ δὲ 2 τρίτον εἶδος κορίῳ τὰ φύλλα ἔοικε καὶ τὰ ἄνθη λευκά· κεφαλὴν δὲ ἔχει καὶ καρπὸν ὅμοια ἀνήθῳ, σκιάδιον δὲ σταφυλίνῳ ἐοικός, σπέρματος ἐπιμήκους πλῆρες ὡς κυμίνου, δριμέος.

πάντων δέ ἐστι τὸ σπέρμα θερμαντικόν· πινόμενον δὲ ἐμμήνων καὶ ἐμβρύων καὶ οὔρων ἀγωγὸν καὶ στρόφων ἀπαλλακτικὸν [*](72 RV: δαῦκος· οἱ δὲ δίρκαιον καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: Pl. XXV 110 (e S. N) cf. XIX 89. schol. Nic. Th. 94 (e Plut. — S. N. — Petronio, Diodoto) cf. Jahrb. f. Ph. CXXXVII 154. Ps. Orib. V 92. Sim. Seth. s. v. (35 L).) [*](1 EXC.: Orib. XI (δαῦκος — δριμέος) cf. Gal. XI 862. Hes. s. v. δαῦκος.) [*](12 SIM.: [Hipp.] γυν. I 78 (VIII 184) Zop. Orib. II 598) Pl. XXVI 157 schol. Nic. Th. 94 — Zop. (Orib. II 566) Pl. XXVI 83. 89 — Pl. XXVI 74 schol. Nic. Th. l. s.— Pl. XXVI 28 — Pl. XXV 134 cf. Nic. Th. 94. 858 (ex Apollod. cf. schol. Nic. Th. 858) Scrib. Larg. 177.) [*](1 num cap. τπς Ο: τπη Di: οθ E tit. περὶ δαύκου FHADi post δαῦκος syn. e R add. A Di: marg. H2 ὁ μέν τις — Κρητικός om. R καλεῖται] ἐστὶ FHADi at cf. Dl daucu, quem dicunt creticu μαράθῳ ἔχων φύλλα ἐμφερῆ N: μ. φύλλα ἔχων ὅμοια E: μ. ἔχων τὰ φύλλα ὅμοια FHADi 2 λευκότερα non recte coni. Marc. coll. Pl. candidioribus foliis et minoribus hirsutisque δὲ (aIt.) om NDi 3 κοριάννῳ Di ἔστι δὲ τούτου ὁ καρπὸς N 4 ὁ om. E λευκός δριμύς δασύς PVFE: δριμύς λευκός δασύς Orib.AHDi: δυς (i. e. δασύς) λευκὸς δριμὺς N: in quo et semen est albu, asperu et minutu(!) gustu viscidu et odoratu Dl: correxi μασᾶσθαι N 5 καὶ εὐώδης EHDi: εὐώδης om. N τὸ πάχος om, PV 6 ὁ δὲ τις — δριμέος om. N αὐτῶν Di 7 ἀρωματώδης καὶ om. EDiDl δριμὺς γευομένῳ καὶ πυρώδης E: δριμὺς καὶ εὐώδης γευομένῳ καὶ πυρώδης Di]: δριμὺς καὶ εὐώδης καὶ πυρώδης γευομένῳ Orib.Dl (ut videtur) 9 κόμην δὲ καὶ καρπὸν καὶ κεφαλὴν ὅμοια ἀνήθῳ ἔχει ἐφ᾿  ἧς (σ eras. E2) σκιάδιον σταφυλίνῳ ἐμφερές E 10 ἐφ᾿  ᾗ σκιάδιον ἐμφερὲς σταφυλινῳ Di: sed capitello et semine aneto similis est. sed semen ipsum oblongum est et grave sicut cuminu Dl 12 δύναμιν· δὲ ἔχει θερμαντικὴν N: τὸ δὲ σπέρμα πάντων δύναμιν ἔχει Di post πινόμενον interp. E δὲ addidi 13 ἐμμήνων ἀγωγὸν HA ἐμβρύων καὶ ἐμμήνων V καὶ ἐμβρύων om, N καὶ (pr.) om. Di ἀγωγὸν καὶ οὔρων E (corr. superscr. β et α pr. m.)) [*](14 N fol. 63: om. C διερκεον N: διίρκεον H: δίρκεον p: δόρκεον v: δαύκειον coni, Marc.)

84
βηχῶν τε χρονίων πραϋντικόν· ἀρήγει δὲ καὶ φαλαγγιοδήκτοις σὺν οἴνῳ ποθέν, διαφορεῖ δὲ καὶ οἰδήματα καταπλασθέν. ἡ δὲ χρῆσις τῶν μὲν ἄλλων τοῦ σπέρματος, τοῦ δὲ Κρητικοῦ καὶ τῆς ῥίζης, ἧτις μάλιστα πρὸς θηρία πίνεται μετ᾿  οἴνου.