De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

67

53 σέσελι· τὸ μὲν Μασσαλιωτικὸν φύλλα ἔχει μαράθῳ ἐοικότα, παχύτερα δὲ καὶ τὸν καυλὸν εὐερνέστερον ἔχει, σκιάδιον δὲ ἀνήθῳ ὅμοιον, ἐφʼ οὗ ὁ καρπὸς ὑπομήκης, γεγωνιωμένος, δριμύς, βιβρωσκόμενος ἡδέως, ῥίζα μακρά, εὐώδης.

δύναμιν δὲ ἔχει ὁ καρπὸς καὶ ἡ ῥίζα θερμαντικήν. πινόμενα δὲ στραγγουρίαν ἰᾶται καὶ ὀρθόπνοιαν· ὠφελεῖ δὲ καὶ ὑστερικὰς πνίγας καὶ ἐπιληπτικούς, ἔμμηνά τε ἄγει καὶ ἔμβρυα καὶ πρὸς τὰ ἐντὸς πάντα ποιεῖ καὶ βῆχας ἰᾶται παλαιάς, πινόμενός τε μετὰ οἴνου ὁ καρπὸς πεπτικός ἐστι καὶ στρόφων λυτικὸς ἠπιάλοις τε χρήσιμος καὶ πρὸς τοὺς ἐν ὁδοῖς κρυμοὺς σὺν πεπέρει καὶ οἴνῳ πίνεται· δίδοται δὲ καὶ αἰξὶ καὶ τοῖς λοιποῖς κτήνεσι ποτὸν πρὸς εὐτοκίαν.

τὸ δὲ Αἰθιοπικὸν λεγόμενον σέσελι | φύλλα μὲν ἔχει ὡς 2 κισσοῦ, ἐλάσσονα δὲ καὶ ἐπιμήκη πρὸς τὰ τοῦ περικλυμένου· [*](53 RV: σέσελι Μασσαλιωτικόν· οἱ δὲ σφάγνον. σέσελι Αἰθιοπικόν· Αἰγύπτιοι κυονονφρικί. σέσελι Πελοποννησιακόν.) [*](1 SIM.. Pl. XX 36 (e S. N.) cf. XXVl 42 — Pl. XX 36 eup. II 109 (306) — Pl. 36 eap. II 34 (246) — Zop. (Orib. II 598) eup. II 76 (287) — Pl. 36 eup. II 31 (243) — Pl. 37 eup. II 14 (232) — Pl. 36 eup. II 40 (254) — eup. II 22 (236) — [Arist.] h. an. IX 5, 33 Pl. VIII 112 XX 37 Ael. v. h. XIII 35.) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (σέσελι — εὐώδης) cf. Gal. XII 120 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Gal. (Orib. II 504. 564) Hes. s. v. σέσελι Boiss. Anecd. II 406.) [*](13 SIM.: Pl. XX 36.) [*](13 EXC.: Orib. XII (τὸ δὲ — τὰ αὐτά).) [*](1 num. cap. τξζ ODi: ξ E tit. περὶ σεσέλεως FHADi σέσελι (τὸ add. Di) μασσαλεωτικόν (μασσαλιωτικόν E) ROrib.EDi ἔχει om. Orib.E ἐοικότα μαράθῳ RDi 2 ἐοικότα] ὅμοια Orib. τὸν om. Orib. καρπὸν Di ἐνεργέστερον RA ἔχει δὲ (om. N) σκιάδιον RDi 3 δὲ om. Orib.: δισσόν R ἶσον ἀνήθῳ ὅμοιον E ὅμοιον] παραπλήσιον R ἐπιμήκης Orib. 4 τραχύς δριμύς E: ταχύς δριμύς Dl ἡδέως om. RDi: ταχέως reliqui. libenter (ἡδέως) comeditur Dl: correxi 5 ἡ ῥίζα καὶ ὁ καρπὸς FHA πινόμενος HA: πινόμενον C 6 ὀρθόπνοιαν δὲ E δὲ (alt.) om. REA 7 ἐπιλήμπτους E 8 βῆχας παλαιὰς πινόμενον μετʼ οἴνου ἰᾶται πεπτικός τέ ἐστιν E: πινόμενον μετʼ οἴνου πεπτικόν τέ ἐστι R 9 λυτικὸν RE 10 ἡπιάλοις P (superscr. man. rec. πυρετὸς ἔξω δίψης) τε] δὲ O χρήσιμον RE 12 ποτὸν om. R: post εὐτοκίαν transpos. Di ἐκτόκιον R: εὐτονίαν FHA (ἐκτοτόκιον superscr. A2) 13 marg. add. αἰθιοπικὸν σέσελι P λεγόμενον om. Orib. post σέσελι e R add. ὃ Αἰγύπτιοι κύονον φρίκην καλοῦσι Di ὡς om. Orib.: ὅμοια κισσῷ CDi 14 ἐλάσσω Orib.: ἐλάττονα R) [*](15 C fol. 329r: N 154 σφάγνον vulgo ἐλελίσφακος vocatur cf. D. III 33 16 C fol. 330 r: N 155 κύονον φρίκην Di 17 C fol. 331r·: N 155.)

68
θάμνος δὲ μέγας κλήμασιν ὡς διπήχεσιν, ἐφʼ οὖ κλάδοι σπιθαμιαῖοι, κεφάλια δὲ ὡς ἀνήθου, σπέρμα δὲ μέλαν, πυκνὸν ὡς πυρός, δριμύτερον δὲ καὶ εὐωδέστερον τοῦ Μασσαλιωτικοῦ, ἡδὺ ἰσχυρῶς· δύναται δὲ τὰ αὐτά.

3 τὸ δὲ ἐν Πελοποννήσῳ γινόμενον φύλλα ἔχει κωνείῳ παραπλήσια, τραχύτερα δὲ καὶ παχύτερα, καυλὸν μείζονα τοῦ Μασσαλιωτικοῦ, ναρθηκοειδῆ, ἐπʼ ἄκρου δὲ σκιάδιον πλατύ· ἐν δὲ τούτῳ καρπὸς πλατύτερος καὶ σαρκωδέστερος καὶ εὐωδέστερος. δύναμιν δὲ τὴν αὐτὴν ἔχει. φύεται δὲ ἐν τραχέσι τόποις καὶ ἐφύδροις καὶ γεωλόφοις· γεννᾶται δὲ καὶ ἐν τῇ Ἴδῃ.