De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

51 λιγυστικόν· φύεται μὲν πλεῖστον ἐν Λιγυρίᾳ, ὅθεν καὶ τὴν ὀνομασίαν ἔσχηκεν, ἐν τῳ καλουμένῳ Ἀπεννίνῳ· ὄρος δέ ἐστιν ὁμοροῦν ταῖς Ἀλπεσι. πάνακες δὲ αὐτὲ καλοῦσιν οἱ ἐπιχώριοι οὐκ ἀλόγως, ἐπεὶ ἡ ῥίζα [καὶ ὁ καυλὸς] ἔοικε τῇ τοῦ [*](51 RV: λιγουστικόν· οἱ δὲ πανάκειαν καλοῦσι, Ῥωμαῖοι πάνακες.) [*](8 SIN. [Theophr.] h. pl. IX 11, 1. Heracl. Crit (Geogr. Gr. M. I 106. 108) Nic. Th. 500 sq. (ex Apollod.) cf. schol. Nic. l. s. Pl. XXV 32 — [Theoph] l. s. Nic. Th. Pl. XXV 99 eup II 122 (321).) [*](8 EXC.: Orib. XII s. v. (πάνακες — δριμεῖαν); cf. Gal. XII 95.) [*](13 SIM. Pl. XIX 165 (ex Hyg) Pl. XX 168. 187.) [*](13 EXC.: Orib. XI s, v. (λιγυστικόν — Λιγυρίᾳ, πάνακες — καθέστηκε) Gal. ΚII 62 unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.). Isid. XVII 11, 5.) [*](2 μικρά] πικρά O at cf. Pl. XXV 32 radix parva post μικρά add. λεπτή Orib.EDiDl λευκὴ cod. Marc. cf. [Theophr.] τὸ δʼ ἀσκληπίειον τὴν ῥίζαν μῆκος μὲν ὡς σπιθαμήν, λευκὴν δὲ καὶ παχεῖαν σφόδρα 3 εὔθετον ἔχει E 4 φαγεδαινικὰ καὶ ἕρπιτας E cf. Gal. l. s. λεῖος HADi ἐπιτιθέμενος HADi 5 πινόμενος FHADi συναλειφόμενος FHADi σὺν ἐλαίῳ EDi 6 καλοῦσι δὲ EDi πάνακας FHA 7 ὀριγάνων Orib.E) [*](8 num. cap. τξδ ODi: νζ E tit. περὶ τοῦ αὐτοῦ FHADi χειρώνειον Orib.FDi τῷ om. E πυλίῳ V: πηλείῳ EFHADi 9 τῷ ἔρει Orib. ὀριγάνῳ ἢ ἀμαράκῳ E ἐμφερῆ ἀμαφάκῳ Orib. 10 δριμεῖα ἡ πόα Orib. 12 πρὸς om. Di) [*](13 num. cap. τξε ODi: νη E tit. περὶ λυγιστικοῦ ADi: περὶ λιγυσῖικοῦ FH post λιγυστικὸν syn. e R add. ADi: marg. H2 πολὺ 0rib. 14 προσωνυμίαν N (cap. om. C) EDi ἴρει (ει in ras.) ὁμοιοῦντι (ι pr. in ρ corr. E2) E 15 ὁμορροῦν VHADi: ὁμορροοῦν N πάνακας FH 16 ἐπειδὴ NH: om. 0rib. ἥ τε γὰρ Orib. (ἐπεὶ ἡ superacr. O1) ῥίζα πύτοῦ E καὶ ὁ καυλὸς om. ROrib.EDl: seclusi canliculum anetho similem esse dicit Diosc.) [*](17 N 109: cap. om. C πανακιαν N 18 cf. Pl. XIX 165 ligusticum silvestre est in Liguriae suae montibus . . . . vanacem aligui vocant (ex Hygino))

65
Ἡρακλεωτικοῦ πάνακος καὶ ἡ δύναμις ὁμοία καθέστηκε. φύεται δὲ ἐν τοῖς ὑψηλοτάτοις καὶ τραχυτέροις καὶ συσκίοις ὄρεσι, μάλιστα δὲ παρὰ τοῖς ῥύαξι.

καυλίον δὲ φέρει λεπτόν, ὅμοιον 2 ἀνήθῳ, γεγονατωμένον, περὶ ὃ τὰ φύλλα ἐοικότα τοῖς τοῦ μελιλώτου, τρυφερώτερα δὲ καὶ εὐώδη, ἰσχνότερα δὲ τὰ πρὸς ἄκρῳ τῷ καυλῷ καὶ μᾶλλον ἐπεσχισμένα· ἐπ ἄκρου δὲ σκιάδιον, ἐφ᾿ οὖ καὶ τὸ σπέρμα μέλαν, ναστόν, ὑπόμηκες, πρὸς τὸ τοῦ μαράθρου γευσαμένῳ δὲ δριμύ καὶ ἀρωματίζον, ῥίζα λευκή, ὁμοία τῇ τοῦ Ἡρακλεωτικοῦ πάνακος, εὐώδης.

δύναμις δὲ τοῦ σπέρματος καὶ τῆς ῥίζης θερμαντική, πεπτική, ἁρμόζουσα πρὸς τὰ ἐντὸς ἀλγήματα καὶ οἰδήματα καὶ ἐμπνευματώσεις καὶ μάλιστα τὰς περὶ στόμαχον καὶ θηρίων πληγάς.

ἄγει δὲ καὶ οὖρα καὶ | ἔμμηνα πινομένη· καὶ ἡ ῥίζα 3 δὲ προστιθεμένη τὸ αὐτὸ ποιεῖ, μείγνυται δὲ τὸ σπέρμα καὶ ἡ ῥίζα χρησίμως ταῖς ὀξυπόροις καὶ πεπτικαῖς δυνάμεσιν· ἱκανῶς δέ ἐστιν εὔστομον, ὅθεν καὶ ἀντὶ πεπέρεως αὐτῷ χρῶνται οἱ ἐπιχώριοι μίσγοντες τοῖς προσοψήμασι. δολοῦται δὲ σπέρματί τινι παρομοίῳ, ὃ διακρίνεις τῇ γεύσει· πικρὸν γάρ ἐστιν. ἔνιοι δὲ καὶ μαράθου ἢ σεσέλεως σπέρμα μίσγοντες δολοῦσιν.