De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

28

22 ἀλόη· φύλλον ἔχει σκίλλη παραπλήσιον, λιπαρόν, ὑπόπλατυ, παχὺ ἐν τῷ περιφερεῖ. εἰς τοὐπίσω κλώμενον· παῤ ἑκάτερα δὲ τὰ φύλλα ἔχει ἐκ πλαγίων ἀκάνθια ἀραιῶς ἐξέχοντα, κολοβά. καυλὸν δὲ ἀνίησιν ἀνθερίκῷ ὅμοιον, ἄνθος δὲ λευκὸν καὶ καρπὸν ἀσφοδέλῳ ἐοικότα· βαρύοσμος δὲ ὅλη καὶ ἀπογευονένῳ πικροτάτη. ἐστι δὲ μονόρριζος ὥσπερ πάσσαλον ἔχουσα τὴν ῥίζαν. γίνεται δὲ ἐν τῇ Ἰνδίᾳ πλείστη, ἐξ ἧς καὶ τὸ ὄπισμα

2 κομίζεται· φύεται δὲ καὶ ἐν Ἀραβίᾳ καὶ Ἀσίᾳ καί τισι παραθαλασσίοις τόποις καὶ νήσοις ὡς ἐν Ἄνδρῳ, | οὐκ εὔχρηστος εἰς ὀπισμόν, πρὸς δὲ κόλλησιν τραυμάτων ἐπιτήδειος λεία καταπλασσομένη. δισσὸν δέ ἐστι τοῦ χυλίσματος τὸ εἶδος· τὸ μέν τι ψαμμῶδες, ὅπερ ὑποστάθμη τῆς καθαρωτάτης ἔοικεν εἶναι, τὸ δέ ἐστιν ἡπατίζον. ἐκ λέγου δὲ τὴν λιπαράν καὶ ἄλιθον, στίλβουσαν, ὑπόξανθον, εὔθρυπτον καὶ ἡπατίζουσαν, ῥᾳδίως [*](22 RV: ἀλόη· οἱ δὲ ἀμφίβιον, οἱ δὲ ἀρύγγιον, οἱ δὲ ἕρμ⟨α⟩ιον 15 οἱ δὲ τραγόκερως, Ῥωμαῖοι ἀλόαμ [παρὰ βαρβάροις ἀλοέ].) [*](1 SIM. PI. XXVII 14 sq. e S. N.) Ruf. Orib. II 15); Aet. II 24 (ex Antyllo); Paul. Aeg. VII 4, 259.) [*](1 EXC.: 0rib. XI s. v. (ἀλόη — μίσγουσιν); synops. II 56 (V 69 Dar.), unde Aet. I 196; de virt. med. cf. Gal. XI 821 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3); Ps. Orib. V 5; Isid. XVII s, 9; Hes. s. v. ἀλόη.) [*](13 SIM.: Pl. XXVII 16.) [*](1 num. cap. τλϚ ODi: κγ Ε tit. περὶ ἀλόδης FHADi post ἀλόη syn. add. Di παραπλήσιον σκίλλῃ Orib.E παχὺ λιπαρόν COrib.DiE (β et α superscr. E2) 2 ὑπόπλατυ om. C, del. A2 ἐν τῷ περιφερεῖ) περιφερές DiDl κλωνοόμενον F: κλονόμενον A: περικεκαμμένον Orib. 3 τὰ μέρη ἔχει τὰ φύλλα Orib.Di φύλλα] μέρη FHA (φύλλα superscr. A2) cf. Dl circa quibus foliis habet spinas raras ἔχει om. mg. add. E ἀραιὰ ἔχοντα 0rub. 4 δὲ (pr.) om. 0rib. 5 βαρύοδμος δέ ἐστιν ἀπογευομένῳ 0rib. 6 ἔστι δὲ] καὶ Corib.: δὲ καὶ E 7 γεννᾶται COrib.Di τῇ om. 0rib. ΙΝΔΙΛΙΠΑΡΟΙϹΕ??ΗϹ P: (unde) ἰνδίᾳ λιπαροῖς V: ἰνδίᾳ πλείστη λιπαροῖς F: πλείστη λιπαρά HA: in india plurimum nascens Dl 8 ἀραβίᾳ καὶ om. COrib.Dl (del. A2): ἀρεβίᾳ καὶ ἀσίᾳ καὶ om. mg. add. E2: aloe in India atque Arabia gignitur Isid. l. s. cf. Gal. l. s. κατὰ δὲ τὰς θερμοτέρας χώρας, ὧν ἐστιν . . . καὶ Ἀραβία, πολὺ βελτίων ἐστιν τῇ ἀσίᾳ COrib. ἔν τισι CDi 9 ἀν//τρον (c. 11 litt. eras. E2)(E εὔχρηστον C 10 ἐπιτηδεία Orib.E 11 τὸ εἶδος τοῦ χυλίσματος CDi τὸ (pr.) om. 0rib. 12 μέν τι] μέντοι OE (o eras. E2) οἷονπερ φαμμῶδες E (οἵονπερ del. E2) ὑποστάθμη ἔοικεν εἶναι C0rib. καθαρωτέρας C0rib. 13 ἐστιν om. COrib.EDi ἐκλέγου] mg. add. P (pr. m.) ἐκλογή λιπαράν καθαράν FHA (λιπαράν superscr. A2) ἄδολον Λλιθον HA (var. lect.) 14 καὶ (om. A) στίλβουσαν καὶ EA ὑπόξυστον C: superscr. A2 καὶ om. COrib.D ἡπατίζουσαν om. Dl: iocineris modo coacta Pl.) [*](15 C fol. 15v: cap. om. N ἔρμιον libri: correxi cf. D. III 21. 16 περὶ βφρβάροις ἀλσέ CDi: corr. Spr. seclusi)

29
ὑγραινομένην, ἐπιτεταμένην τῇ πικρίᾳ· τὴν μέντοι μέλαιναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου.

δολίζουσι δʼ αὐτὴν κόμμει, 3 ὅπερ ἐλέγχεται γεύσει καὶ πικρίᾳ καὶ ὀσμῆς ἐπιτάσει καὶ τῷ μὴ διαλύεσθαι μέχρι ἐλαχίστου ψήγματος θλιβόμενον ὑπὸ τῶν δακτύλων ἔνιοι δὲ καὶ ἀκακίαν μίσγουσι.

δύναμιν δʼ ἔχει στυπτικήν, ξηραντικήν, ὑπνωτικήν πυκνωτικὴν τῶν σωμάτων κοιλίας τε λυτικὴν καὶ στομάχου ἀποκαθαρτικὴν κοχλιαρίων δυεῖν πλῆθος μεθ᾿ ὕδατος ψυχροῦ ἢ γαλακτώδους πινομένη αἵματός τε ἀναγωγάς ἐπέχει καὶ ἴκτερον ἀποκαθαίρει μεθʼ ὕδατος τριωβόλου ἢ δραχμῆς μιᾶς ὁλκὴ ἐν

ποτῷ· καὶ μετὰ ῥητίνης δὲ καταπινόμενον ἢ ὕδατος ἢ μέλιτος 4 ἑφθοῦ ἀναληφθὲν κοιλίαν λύει, δραχμῶν δὲ τριῶν πλῆθος τελείως καθαίρει, μιγὲν δὲ τοῖς ἄλλοις καθαρτικοῖς ἧσσον αὐτὰ κακοστόμαχα ποιεῖ, ξηρὸν δὲ ἐπιπασθὲν τραύματα κολλᾷ καὶ ἀπουλοῖ ἕλκη καὶ καταστέλλει, αἰδοῖα δὲ ἡλκωμένα ἰδίως θεραπεύει καὶ ἐπαγώγια τὰ χειρισθέντα παρακολλᾷ. θεραπεύει δὲ καὶ κονδυλώματα καὶ ῥαγάδας κιρνάμενον σὺν γλυκεῖ οἴνῳ αἱμορραγίας τε ἵστησι τὰς ἐξ αἱμορροΐδων καὶ πτερύγια ἀπουλοῖ·

αἴρει καὶ πελιώματα καὶ ὑπώπια σὺν μέλιτι ψωροφθαλμίας 5 [*](6 SIM.: Zop. (Orib. II 586) — Pl. XXVII 16 — Pl. l. s. — Pl. l. s. eup. II 14 (232) — Cels. V 1 Pl. XXVII 18 eup. I 208 (202) — Pl. XXVII 20 eup. II 56 (266) — Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 115) — eup. I 162 (177) — Pl. l. s. 19 — Pl. l. s. eup. I 194 (195) — Pl. l. s. eup. I 217 (207) — Pl. l. s. eup. I 221 (209) — Pl. l. s. eup. I 212 (205) — Pl l. s. 20 eup. I 190 (193) — Pl. l. s. 18 — Pl. l. s. 17 eup. I 2 (95) — Pl. l. s. 17 eup. I 96 (141) — Pl. l. s. 18 eup. I 85 (136) — Pl. 18 eup. I 83 (135) — Pl. l. s. 20.) [*](2 δυσκατακ//////τον E (3 litt. eras. E2): δυσκατεκτον (τα superscr.) F: πάνυ σκληράν Aet. l. s. (glossema) καὶ δύσκαμπτον post δυσκάτακτον del. E2 δολίζουσι] marg. add. P (pr. m.) δόλος ἔλεγχος δολοῦται COrib. (superscr. A2): δολοῦσιν E 3 καὶ (alt.) om. CPVF (superscr. rec. man.): del. A τῷ] τὸFHDi 4 μέχρις Orib.Di ἑψήματος C θλιβομένην H 5 μίσγουσιν Orib. 6 ξηραντικήν om. V ὑπνωτικὴν post φηραντικήν add. PVF, post στυπτικήν HA (del. A2): seclusi (dittogr.) coll. Dl virtus est illi stiptica, exerantica et prignotica πυκνωτικήν om. V 7 καθαρτικήν E 8 τὸ κοχλιάριον ἔχει ⋖ α mg. add. E 9 ποθὲν C ἴκτερον] στόμαχον E, sed marg. add. καὶ ἴκτερον 10 μιᾶς om. C ὁλκῆς PVFC: om. E ἐν ποτῷ] πινόμενον C 11 καταπινομένη ODi: καταπότιον CE: correxi (mente suppleas τὸ χύλισμα, inconcinna dictio) ἢ ὕδατος post ἐφθοῦ transpos. CDl: fort. μετὰ μέλιτος 12 ἀναλυθέν V: ἀναληφθεῖσα FHADi 14 ἐπιπλασθὲν FHADiDl: καταπλασθὲν C 15 καὶ αἰδοῖα (om. δὲ) CE εἱλκωμένα PV: ἑλκωμένα E: ἑκωμένα E: ἑλκωθέντα C 16 ἐπαγώγια — 17 καὶ (pr.) om. C ἐπαγώγια παίδων EHADi τὲ χειρισθέντα ῥηχθέντα HADi: nulneribus post secturan(m) opitulatur Dl 17 κιρναμένη FHDlE: κυρναμένη A: om. C 18 τε om. C καὶ τὰ ἐξ αἱμορραίας C 19 αἴρει καὶ om. C desinit C in haec ψωροφθαλμίαις καὶ κανθῶν κνησμοῖς ἐστιν ἀντιφάρμακον)

30
τε καὶ κανθῶν κνησμοὺς παρηγορεῖ καὶ κεφαλαλγίαν μετʼ ὄξους καὶ ῥοδίνου μετώπου καὶ κροτάφων χριομένων· ἐπέχει καὶ ῥεούσας τρίχας σὺν οἴνῳ καὶ πρὸς παρίσθμια δὲ καὶ οὖλα καὶ πάντα τὰ ἐν στόματι ἁρμόζει σὺν μέλιτι ἢ οἴνῳ. φώγνυται δὲ καὶ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐπὶ καθαροῦ καὶ διαπύρου ὀστράκου, μεταβαλλόμενον μύστρῳ, μέχρι ἄν ὁμαλῶς πυρωθῇ· πλύνεται δὲ χωριζομένου τοῦ ψαμμώδους ὡς ἀχρήστου, λαμβανομένου δὲ τοῦ λιπαρωτάτου καὶ λείου.