De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

23

17 ἄκανθος· οἱ δὲ μελάμφυλλον, οἱ δὲ παιδέρωτα καλοῦσι. φύεται ἐν παραδείσοις καὶ ἐν πετρώδεσι καὶ ἐνύδροις χωρίοις. ἔχει δὲ φύλλα πολλῷ πλατύτερα καὶ μακρότερα θρίδακος, ἐσχισμένα ὡς τὰ τοῦ εὐζώμου, λιπαρά, λεῖα, μέλανα, καυλὸν δὲ δίπηχυν, λεῖον, πάχος δακτύλου, ἐκ διαστημάτων πρὸς τῇ κορυφῇ φυλλαρίοις περιειλημμένον καί τισιν | οἱονεὶ κιτταρίοις ὑπομήκεσιν, ὑακινθώδεσιν, ἐξ ὧν τὸ ἄνθος λευκόν· σπέρμα ὑπομηκες, μήλινον,  θυρσοειδὴς δὲ ἡ κεφαλή.

ῥίζαι δ᾿ ὕπεισι γλίσχραι, 2 μυξώδεις, ἔμπυρροι, μακραί, αἵτινες πυρικαύστοις καὶ στρέμμασιν [*](17 RV: ἄκανθα· οἱ δὲ ἑρπάκανθα, οἱ δὲ μελάμφυλλον, οἱ δὲ παιδέρωτα, Ῥωμαῖοι ἄκανθους τοπιάρια, οἱ δὲ μαρμοράρια, οἱ δὲ κρεπ⟨ίδ⟩ουλα.) [*](1 SIM.: Pl. XXII 76.) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. ἄκανθος — μακραί, γίνεται — παραδείσοις). cf. praet. Gal. XI 818 (unde Orib. II 558. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v). Ps. D. de h. f. 3 (e D. lat.); Hes. s. v. ἄκανθοι et ἄκανθος.) [*](8 SIM.: Pl. XXII 76 eup. I 226 (210). II 112 (310). II 47 (258). II 38 (251) — II 34 (246) Pl. XXVI 137.) [*](1 num. cap. τλᾱ ODi: ιη E tit. περὶ ἀκάνθου FH: περὶ ἀκάνθης ADi ἄκανθα RDiAet. syn. (ἄκανθα — κρεπίδουλα) e R add. Di: post παιδέρωτα A: marg. H2 μελάμφυλλος ἢ παιδέρως Orib. 2 ἐν (alt.) om. REDi παρύδροις R (marg. add. A2): παρύγροις EDi 3 χωρίοις om. O πλατύτερα φύλλα πολλῷ (om. R) RDi: πολλῷ πλατύτερα τὰ φύλλα Orib.: πλατύτερα πολλῷ E καὶ μακρότερα om. ROribDi. at cf. Ps. D. folia habet lata paulo maiora lactucae: Dl. folia maiora et latiora habet a lactuca 4 ἐπεσχισμένα R ὑπομέλανα λιπαρὰ λίαν (λεῖα Di) RDi: μέλανα λιπαρὰ λεῖα Orib.: μέλανα καὶ λιπαρὰ λίαν E (λεῖα corr. E2) EDl: viriditate subnigra Ps. D. 5 καυλοὺς λείους διπήχεις R: καυλὸν λεῖον δίπηχυν Orib.EDiPs.D. διαστήματος (ut videtur) P (charta laesa) 6 περιειλημμένον φυλλαρίοις Di καὶ om. ODi: eras. E2 ad κιτταρίοις schol. Paris. Orib. (Orib. II 743) bis marg. add. ἀντὶ τοῦ πίλοις· κίταρις γὰρ ὁ βασιλικὸς πῖλος ὡς τρίτῳ περσικῶν. ad rem cf. Ps. D. ad summum caput habet folia minuta, sublonga, inter quae nascuntur semina in modum psittaciorum, ex quibus flores subalbidi emergunt οἷον R 7 ὑακινθώδεσιν] ἀκανθώδεσιν male coni. Marc. cf. Pl, l. s. D. IV 63 post ἄνθος inser. προΐεται NHADi: post λευκόν C 8 μήλινον λεῖον R (λεῖον superscr. A2) ῥιζα P γλισχρώδεις (om. μυξώδεις) Orib. 9 μακραὶ καὶ ὑπόλευκοι C: superscr. A2 αἵτινες καταπλασσόμεναι N) [*](10 C fol. 27r: N fol. 23 οἱ δὲ (pr.)] ἢ NDi: οἱ μὲν HA ἑρβάκανθα C οἱ δὲ μελ. — παιδέρωτα om. H2A μελανφυλλον R 11 Ῥωμαῖοι παιδέρωτα Di ἀκανθις τοπια R: ἀκάνθης τόπια (ποπια A) H2ADi: correxi coll. Pl. XXII 76 acanthi topiariae . . . duo genera sunt ΜΑΜΟΛΑΡΙΑ NHADi (mamolaria in N marg. add. m. rec.): μαμουλαρια C: corr. Sarac. 12 ΚΡΕΠΟΥΛΑ RHADi (κρέπτουλα superscr. A2): correxi (crepida coni. Marc. coll. Pl. XXI 99))

24
ἁρμόζουσι καταπλασσόμεναι· πινόμεναι δὲ οὖρα ἄγουσι καὶ κοιλίαν ἱστᾶσι φθισικοῖς τε καὶ σπάσμασιν ὠφέλιμοι καὶ δήγμασι.

γίνεται δὲ καὶ ἀγρία ἄκανθος, ὁμοία σκολύμῳ, ἀκανθώδης, βραχυτέρα τῆς ἐν παραδείσοις καὶ ἡμέρου. δύναται δὲ καὶ ἡ ταύτης ῥίζα, ὅσα καὶ ἡ πρὸ αὐτῆς.