De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

137 ἀνθεμίς· οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ ἠράνθεμον, ἐπεὶ [*](136 RV: ἀνθυλλίς· οἱ δὲ ἀνθυλλον, οἱ δὲ ἀνθεμίδα, οἱ δὲ ἱεράνθεμις, οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ ὡράνθεμις, οἱ δὲ ἄνθος πεδινὸν καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι σωλάστρουμ.) [*](6 SIM.: Pl. l. s. D. eup. II 109 (307) — Zop. (Orib. II 590) Pl. l. s. eup. II 71 (285).) [*](12 SIM.: Pl. XXII 53 sq. (e S. N.) XXVI 86 (unde?).) [*](12 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀνθεμίς — ἔαρος); Ps. D. de h. f. 19 (e D. lat. unde Isid. XVII 9, 46); Gal. XI 833 (cf. 562), unde Paul. Aeg. VII 3 s. v. χαμαί κηλον, Aet. I s. v. ἀνθεμὶς (aliis e Ps. Nechepso additis) cf. carm. de h. 1. Hes. e. v. ἀνθευίς.) [*](1 φύλλα καὶ 0rib. δὲ om. R0rib. μακρά R: radix minor et tenuis Dl ὑφάμμοις Οrib.: ὐφάλμοις R: ὑφαλπύροις ODi (ἐν ὑφάλμοις superscr. A2): sabulosis, apricis nascens Pl.: nascitur locis erbosis (arenosis) et solanis Dl 2 τόποις om. Orib.: τόποιε καὶ om. R γευσαυένῳ Οrib. ὑφα- λικός ROrib. (γ. ὕφαλμος del. A2) 3 καὶ τὰ φύλλα R τὰ φύλλα ἔοικεν δασύτερα καὶ τὰ κλωνία μέντοι δασύτερα καὶ τραχέα C μέντοι] δὲ Orib. καὶ βραχύτερα om, Orib.: breuior et hirsutior Pl.: sed asperiora et minora Dl βραχύτερα] τραχέα R: βραχύτερα καὶ τραχύτερα Di 4 τὸ δʼ om, Orib.: τὸ — πορφυροῦν om. P πορφυροειδές ROrib. δασύτερον βαρύοσμον RA2 (in mg.) 5 κιχορίου CODi: κιβωρίου N 6 δύναται sc. ἡ ῥίζα δὲ om. A ἰσχυρῶς om. RDl φρενητικοῖς C 7 γ D. εup. II 109 (357): Pl. l. s.: om. R ἐκμαλάσσει C: ἐκμαλάσσουσι reliqui φλέγ- κκτα ἐν ὐστέρᾳ FHADi 8 λεία F 10 ἐπιλημπτικοὺς μται RDi σὺν — πινομένη om. R) [*](12 num. cap. υνα 0: υνγ Di: cap. om. E tit περὶ ἀνθεμίδος FHADi ἢ pro οἱ δὲ (utrobique) Orib. δὲ (pr.)] μὲν H leucanthemida Pl. eran- themisε P1. ἐπε — ἀνθετ om. Orib.) [*](18 C fol. 48r: N 19 ἄνθυλλον] cf. Pl. XXI 175 herba anthyllium quam alii anthyllum uocant 14 ἱεράνθεμις om. NA : ἐράνθεμις H: hyeroan- temis Ps. Ap. 4 (L1 V) λευκάνθαμον N: λευκάνθιμον A (reliqua eyn. om.) σωρανθίς CH: σωράνθεμις N: correxi ἄνθοε om. N cf. D, III 138 15 σολάστρουμ (alt. σ postea add.) C)

146
ἔαρος ἀνθεῖ, οἱ δὲ χαμαίμηλον διὰ τὴν πρὸς τὰ μῆλα ὁμοιότητα τῆς ὀσμῆς, οἱ δὲ μηλάνθεμον, οἱ δὲ χρυσοκαλλίαν, οἱ δὲ καλλίαν καλοῦσι. ταύτης εἴδη τρία, ἄνθεσι μόνον διαφέροντα· κλῶνες σπιθαμιαῖοι, θαμνοειδεῖς, μασχάλας ἔχοντες πολλάς, φυλλάρια μικρά, λεπτά, κεφάλια περιφερῆ, ἔνδοθεν μὲν λευκὸν καὶ χρυσίζον ἀνθύλλιον ἔχοντα, ἔωθεν δὲ περίκειται κυκλοτερῶς λευκὰ ἢ μήλινα ἢ πορφυρᾶ φυλλάρια κατὰ μέγεθος πηγάνου. φύεται δὲ ἐν τόποις τραχέσι καὶ παρά τὰς ὁδούς, συλλέγεται δὲ ἔαρος.

2 δύναμιν δὲ ἔχουσιν αἱ ῥίζαι καὶ τὰ ἄνθη καὶ ἡ βοτάνη θερμαντικήν, λεπτυντικήν· πινόμεναι δὲ καὶ ἐγκαθιζόμεναι ἄγουσι καταμήνια καὶ ἔμβρυα καὶ λίθους καὶ οὖρα· ποτίζονται δὲ καὶ πρὸς ἐμπνευματώσεις καὶ εἰλεούς, καὶ ἴκτερον δὲ ἀποκαθαίρουσι καὶ ἡπατικοὺς ἰῶνται· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν εἰς πυρίας λαμβάνεται τάς πρὸς κύστιν. πρακτικώτερον δὲ τοῖς λιθιῶσι τὸ πορφνρανθές, ὅπερ τοῖς ὅλοις ἐστὶ μεῖζον, ἰδίως ἠράνθεμον καλούμενον τὸ λευκάνθεμον δὲ καλούμενον οὐρητικώτερον καὶ τὸ χρυσάνθεμον. θεραπεύουσι δὲ καὶ αἰγιλώχαμαίμηλον· [*](137 RV: . . . . . Ῥωμαῖοι μάλιουμ, Ἄφροι ἀστιρτιφρό.) [*](10 SIM.: Pl. XXII 54 D. eup. II 76 287) — Pl. XXVI 87 eup. II 111 (309) Ruf 25. 49 — Pl. XXII 54 eup. II 109 (307) — Pl. XXII 54 — Pl. 1. s. eup. II 56 (267) — Pl. l. s. eup. II 58 (270).) [*](1 διὰ — ὀδμῆε om. Orib. 2 μελάνθεμον FHADi: nelanthion Pl. χρνσοκπλαν F: χρνσοκόμην HADi (e R): crisocollean Dl 3 καλίαν FHADi: camean (═ καλλίαν) Dl post καλοῦσι syn. Rom. et Afr. add A: marg. H2 4 κλῶνες — λεπτά om. Orib. διοπιθαμιαῖοι coni. Marc. at cf. Pa. D. de h. f. uirgulta in longitudinem spithami havet ramosa 5 κλvνάρια φυλλάριμ PFHDi κλωνάρια pro φυλλ. A: folia minuta et tenera Dl: folia parua Ps. D. de h. f. τὰ γὰρ κεφάλια Orib. περιφερῆ ὄντα Orib. ἔνδοθεν ἐγχρυσίζοντα ἔχοντα ἄνθη Di λευκά Οrib.: λευκὸν καὶ del. H: om. Dl 6 περίκηται P: πνρίκεινται Orib. 7 φυλλάρια addidi coll. Dl sed a foris apposita folia alba aut melina aut purpurea cf. Pl. l. s. D, IV 119 κατὰ μέγεθος πηγάνου om. Orib. πη- γάνον φύλλον (φυλλων Di) NDi 8 φύεται — ὁδοός om. Orib. δὲ om. NDi 9 δὲ om. PF ἔαρι N 10 ἥ τε ῥίζα καὶ ἡ βοτάνη καὶ τὰ ἄνθη N 11 λεπτυντικήν om. N καταιμήνια ἄγουσι FAHDi 12 ποτίζεται ODi 13 ἴκτερόν τε N (om. καὶ — δὲ) 14 εἰς πυρίας om. N 15 τὰς om. N: τὰ P 16 πορφνροῦν ἄνθος N ὅλοις] ἰδιώταις NDi μετξόν ἐστιν FHA ἰδίως om. Di 17 ἐράνθεμον N τὸ δὲ ὑακίνθινον οὐρητικαότνρον N 18 καὶ αἰγιλώπια om. N) [*](19 N fol. 175 (charta laesa): cap. om. C ἀστρτιφρό H: ἀστιρτιφερό A: ἀστιρτιφφό Di cf. Löw l. s. 404 20 ἕτεροι δὲ χρυσοκόμην καλοῦσι add. Di)

147
πια καταπλασσόμεναι, διαμασώμεναι δὲ καὶ ἄχθος ἰῶνται.

χρῶνται δέ τινες καὶ συναλείμματι μετʼ ἐλαίου λειοτριβοῦντες 3 αὐτὴν πρὸς ἀνασκευὴν τῶν περιοδικῶν πυρετῶν. ἀποτίθεσθαι δὲ δεῖ τὰ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη, ἕκαστον αὐτῶν κόπτοντας ἰδίᾳ καὶ ἀναλαμβάνοντας εἰς τροχίσκους, τὴν δὲ ῥίζαν ξηραίνοντας· χρείας δὲ ἐπιγενομένης διδόναι ὁτὲ μὲν τοῦ ἄνθους τὸ διπλάσιον, ἓν δὲ τῆς βοτάνης ἢ τῆς ῥίζης, ὁτὲ δὲ τοὐναντίον τοῦ ἄνθους μέρος ἐν, τῆς δὲ βοτάνης δύο ἐναλλὰξ διπλασιάζοντας παῤ ἡμέραν πίνειν δὲ δεῖ ἐν οἰνομέλιτι κεκραμένῳ.