De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

9 κοχλίας κερσαῖος εὐστόμαχος, δύσφθαρτος. ἄριστος δὲ ὅ τε ἐν Σαρδῶνι καὶ Λιβύῃ καὶ Ἀστυπαλαίᾳ καὶ Σικελίᾳ καὶ Χίῳ γεννώμενος καὶ ὁ ἐν ταῖς κτατὰ Λιγυρίαν Ἄλπεσι καλούμενος πωματίας. καὶ ὁ θαλάσσιος δὲ εὐστόμαχος καὶ εὐέκκριτος, ὁ δὲ ποτάμιος βρωμώδης, καὶ ὁ ταῖς ἀκάνθαις καὶ τοῖς θαμνίσκοις προσκεκολλημένος ἄγριος, ὅν τινες σέσιλον ἢ σεσέλιτα καλοῦσι, ταρακτικὸς κοιλίας καὶ στομάχου, ἐμετοποιός.

2 δύναται δὲ πάντων τὰ ὄστρακα κεκαυμένα θερμαίνειν καὶ καίειν, σμήχειν λέπρας, ἀλφοὑς, ἀδόντας. οὐλὰς δὲ τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ λευκώματα καὶ ἐφἡλεις καὶ ἀμβλυωπίας μετὰ τῆς σαρκὸς ὅλοι καέντες καὶ λειανθέντες καὶ ἐγχριόμενοι σὺν μέλιτι [*](3 SlΜ.. D. eup. II 88 (296); Pl. XXXII 134.) [*](3 EXC. Orib. V 77; Gal. XIII 320. Paul. Aeg. VII 3 s. v. ὄνυχες. πώματά εἰσι κογχυλίων Ἰνδρκῶν, οἳ θυμιαθέν τες ἐγείρουσι τάς τε ὐσερικῶς πνιγομένας καὶ ἐπιληπτικούς, ποθέιτες δὲ κοιλίαν μαλάσσουσιν ταράσσουσιν ed.).) [*](13 SIM. Pl. XXX 44 sq. cf. VIII 139: Xenocr. (Orib. I 143); Ath. II 33 c) — Pl. XXX 29 D. eup. I 128 (158) 131 (160) 119 (152) — eup. 1 76 (132) — Pl. XXIX 127: D. eup. I 41 (111).) [*](13 EXC. Gal. XII 322.) [*](20 SIM. D. eup. II 65 (280)— Pl. XXX 77 sq. — Pl. XXX 122 eup. I 167 (180) — Pl. XXX 126 — Pl. XXX 116 — PI. XXX 112 eup. I 210 (204) — PI. XXVIII 211 eup. II 9 (230) — eup. II 44 (257) — eup. I 53 (117) cf. Pl. XXX 136. XXIX 116.) [*](1 τὰς ὑστερνιὰς πνίγσς Paul. Aeg 2 τὰ om. Paul. Aeg.) [*](3 num. cap. ρλζ QDi tit. περὶ ὄνυχος QDi 5 τῆ νάρδα H 9 θυπιώμενοι δὲ Q) [*](13 num. cap. ρλη QDi 15 τοῖς F 16 πωματίας κπλούμενος Di) [*](17 βρομώδης H 18 προκεκολλημένος ΗDi 18 νέσλον] cf. Ath. II 63 c Hes. s. v. σέσηλοι ἢ σεσέλιτα om. Di: fort. glossema 19 τερμκτικός ἐστι Di)

125
ἀποκαθαίρουσιν. ὠμοὶ δὲ σὺν τοῖς κελύφεσι καταπλασθέντες ἐξικμάζουσι τὰ ὑδρωπικὰ οἰδήματα καὶ οὐκ ἀφί ἰστανται, πρὶν ἢ πᾶν ἀνικμασθῆναι τὸ ὑγρόν· καὶ ποδαγρικὰς δὲ φλεγμονὰς πραύνουσι, καὶ σκόλοπας ἕλκουσιν ὁμοίως καταπλασθέντες, καὶ ἔμμηνα ἄγουσι λεῖοι προστιθέμενοι.

αἱ δὲ σάρκες αὐτῶν λεῖαι 3 σὺν σμύρνῃ καὶ λιβανωτῷ καταπλασθεῖσαι τραύματα καὶ μάλιστα τὰ κατὰ τὰ νεῦρα κολλῶσι, καὶ τὰς ἐκ μυκτήρων αἱμορραγίας σὺν ὄξει λειανθέντες ἐπέχουσι. ζῶσα δὲ ἡ σὰρξ καταποθεῖσα, τοῦ Λιβυκοῦ μάλιστα, ἀλγηδόνας στομάχου παύει. μετὰ δὲ τοῦ ὀστράκου ὅλος τριβεὶς καὶ μετʼ οἴνου καὶ σμύρνης ὀλίγης ποθεὶς κολικοὺς θεραπεύει καὶ κύστεως ἀλγήματα. ἀνακολλᾷ δὲ καὶ τρίχας ὁ χερσαῖος, ἐάν τις βελόνην κατὰ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ φέρων τῷ προισταμένῳ γλοιώδει προσάπτηται τῆς τριχός.