De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

179

105 κύαμος Ἑλλην ικὸς πνευματωτικός, φυσώδης, δύσπεπτος, δυσόνειρος, βηχὶ δὲ σύμφορος καὶ σαρκῶν γεννητικός, ψηθείς τε ἐν ἀξυκράτῳ καὶ σὺν τῳ λέπει ἐσθιόμενος δυσεντερίας καὶ κοιλιακάς ῥύσεις ἐπέχει, καὶ πρὸς ἐμέτους δὲ εὔθετος βρωθείς γίνεται δὲ ἀφυσότερος τοῦ πρώτου ὕδατος κατὰ τὴν ἕψησιν ἀποχεομένου. ὁ δὲ χλωρὸς κακοστομαχώτερος καὶ φυσωδέστερος. τὸ δὲ ἄλευρον τοῦ κυάμου καταπλασθὲν καθ᾿  ἑαυτό τε καὶ σὺν ἀλφίτῳ τὰς ἐκ πληγῆς φλεγμονάς πραύνει καὶ οὐλάς ὁμοχρόους ποιεῖ καὶ μαστούς χονδριῶντας καὶ φλεγμαίνοντας ὠφελεῖ γάλα τε σβεννύει.

σύν μέλιτι δὲ καὶ τηλίνῳ 2 ἀλεύρῳ δοθιῆνας καὶ παρωτίδας καὶ ὑπώπια διαφορεῖ, σὺν ῥόδοις δὲ καὶ λιβάνῳ καὶ τῷ τοῦ ᾠοῦ λευκῷ ὀφθαλμῶν προπτώσεις καὶ σταφυλώματα στέλλει. φυραθὲν δὲ σὺν οἴνῳ συγχύσεις καὶ πληγὰς ἀφθαλμῶν καθίστησιν, εἴς τε ἀνακόλλημα ῥεύματος χωρὶς τοῦ λέπους μασηθεὶς ἐπιτίθεται ἐπὶ τοῦ μετώπου, καὶ διδύμων δὲ φλεγμονὰς ἑψηθεὶς ἐν οἴνῳ θεραπεύει· καὶ τοῖς ἐφηβαίοις δὲ τῶν παίδων καταπλασσόμενος ἀνήβους ἐπὶ [*](105 RV: κύαμος· Ῥωμαῖοι φάβα.) [*](1 SIM. Pl. XXII 140 e S. N. aliis e Varrone adscitis), cf. XVIII 117;[ Hipp.] περὶ διαίτης ΙΙ 45 (VI 542); Sim. S. 113, 13 — Pl. XVIII 118 — Pl. XXII 140 — D. eup. II 49 (262) — eup. I 136 (162)—eup. I 135 (161) — Pl. XXII 140 — eup. I 148 (169) — D. eup. I 30 (108) 39 (111) — Pl. 140 eup. I 141 (164) — eup. I 104 (145) — eup. I 119 (152) — eup. I 103 (145) — eup. I 154 (173). 1 EXC. Gal. XII 49 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII s s. v). 1 num. cap. σλδ ODi: ριβ E Ἑλληνκὸς— ἀποχεομένυυ (v. 6) om. R κὑαμος ὁ ἑλληνικὸς E πνευματικός H: πνευματώδης Di φυσσώδης HDi 2 post γεννητικός add. μέσος θερμοῦ καὶ ψυχροῦ (e Paul. Aeg.?) HDi 3 τε] δὲ HDi ἐν] σὺν EHDi 5 ἀφυσώτερος Ο κατὰ] μετὰ P 6 χλωρὸς κύαμος R κακοστομαχωδέστερος RE: κακοστόμεχος 7 post ἄλευρον extremum pag. 95 vocabulum aliquot cod. P folia perierunt 8 τε] δὲ R: om. E καὶ (alt.)—ποιεἴ om, REDl: καὶ — καὶ (pr. vers. 9) om. VF 9 post χονδριῶντας transpos. ὠφελεῖ E φλεγμονῶντας V: φλεγμονὰς N (καὶ φλ. om. C) 10 ὠφελεῖ] ὠφε- λίμωε C: πραύνει ὠφελίμως N καὶ γάλα N τε] δὲ F σθέννυσι RHDi 11 δοθιῆνας καὶ om. RHDiDl, cf. Pl. XXII 140 12 ὁόδῳ Di: ῥοδίνῳ R: cum rosa et ture Dl δὲ] τε E καὶ (pr.)] ἤ C καὶ (alt.)] ἢ N καὶ ὠοῦ τοῦ λευκοῦ R: καὶ ὠοῦ τῷ λευκῷ E post προπτώσεις add. καὶ οἰδήματα H, post σταφυλώματα Di 13 σὺν om, E 14 πληγὰς] φλεγμονὰς V, fort. recte ἀφθαλμῶν om, R: ὀφθαλμῶν — εἴς τε om. V εἰς ἀνακόλλημα δὲ Di κόλ- λυμα V, ad rem cf. D. eup. I 28 (107) 15 ἐπὶ] κατὰ REDi 16 δὲ addidi e CΕ 17 παιδίων RE καταπλαττόμενος RE πρὸς πολὺ RE 18 C fol. 190r: N 86 (faba mg. add. m. rec))

180
πολὺ τηρεῖ, σμήχει δὲ καὶ ἀλφούς.

3 τὰ δὲ λέπη καταπλασσόμενα τὰς ἐκτιλθείσας τρίχας ἀτρόφους καὶ ἰσχνὰς κατασκευάζει, μετὰ δὲ ἀλφίτου καὶ σχιστῆς καὶ ἐλαίου παλαιοῦ καταπλασθέντα χοιράδας διαφορεῖ, καὶ ἔρια βάπτει τὸ ἀφέψημα αὐτῶν. ἐπιτίθεται δὲ καὶ πρὸς τὰς ἀπὸ βδελλῶν αἱμορραγίας λελεπισμένος εἰς δύο διαιρεθεὶς καθʼ ἃ προσπέφυκεν καὶ ἐπέχει προστυπούμενος κατὰ τὸ ἡμιτόμιον.

106 ὁ δὲ Αἰγύπτιος κύαμος, ὅν ἐνιοι Ποντικὸν καλοῦσι, πλεῖστος ἐν Αἰγύπτῳ γεννᾶται, καὶ ἐν Ἀσίᾳ δὲ καὶ ἐν Κιλικίᾳ. ἐν ταῖς λίμναις εὑρίσκεται. ἔχει δὲ φύλλον μέγα ὡς πέτασον, καυλὸν δὲ πηχυαῖον, δακτύλου πάχος, ἄνθος δὲ ῥοδόχρουν, διπλάσιον μήκωνος, ὅπερ ἐξανθῆσαν φέρει σφηκιᾷ παραπλήσιον θυλακίσκον, ἐν ᾧ κύαμος μικρὸν ὑπεραίρων τὸ πῶμα ὡς πομφόλυξ. καλεῖται δὲ κιβώριον ἢ κιβώτιον διὰ τὸ τὴν φυτείαν τούτου γίνεσθαι ἐν ἰκμοβώλῳ ἐντιθεμένου οὕτω τε εἰς τὸ ὕδωρ ἀφιεμένου.

2 ῥίζα δὲ ὕπεστι παχυτέρα καλάμου, βιβρωσκομένη ἑφθή τε καὶ ὠμή, κολοκάσιον καλουμένη. ὁ δὲ κύαμος βιβρώσκεται μὲν καὶ χλωρός, ξηρανθεὶς δὲ γίνεται μέλας καὶ μείζων τοῦ Ἑλληνικοῦ, ἔχων δύναμιν στυπτικὴν καὶ εὐστόμαχον. ἁρμόζει δὲ κοιλιακοῖς καὶ δυσεντερικοῖς τὸ ἐξ αὐτῶν ἄλευρον ἐπιπασσόμενον ἀντὶ ἀλφίτου τῷ ποτῷ, καὶ πολτοποιούμενον δὲ [*](7 SM. Herod. ΙI 92; Theophr h. pl. IV 8,7 (unde Ath. II 72 c. Pl. XVIII 122);  Diphil. (Ath. III 73a), Strab. 823: Diod. I 34.) [*](7 EXC. cf. Gal VI 532.) [*](1 καταπλαττόμενα CΕ 2 ἐκταλείσας VF: ἐκτειλίσας E: ἐκτιλόσας R ἰσχνὰς] λεπτὰς RΕ: καὶ ἰσχνὰς post κατασκενάζει colloc. Q 3 παλαιοῦ post καταπλ. transpos. QDi 5 πρὸς om. V ἀπὸ om. R τῶν βδελλῶν HDi ὁ δὲ λελεπισμένος R 6 καὶ inser. E2: om. Di προστυπούμενος om. R 7 κατὰ τὸ E2 (in ras ) τὸ om. VR ἡμιτόμιον corr. E2) [*](8 num. cap. σλε QDi: ριγ E 9 πλετοτος μὴν γεννᾶται (γίνεται Di) EDi κιλικίᾳ πλεῖστος H 10 ὣσπερ E 11 φέρει δὲ καυλὸν Q (δὲ mg. add. alieno loco inductum interpol. ansam dedit) διεηχυαῖον E (corr. E2) περὶ δακτύλου EDi δὲ (alt.) om. E (in confinio pag.) δτπλάσιον ἢ μ. Theophr. 12 ἐξαν- θῆσαν FΕ2: ἀπανθῆσαν reliqui φυσκία HDi: σφίκια P: σφήκια Ε (σφηκία corr. E2): σφηκίῳ Theophr. l. s. παραπλήσια θυλακίκῳ ἐν ᾧ Q: παρα- πλήσια θυλακίσκοις ἒν οἳς Di 13 μικρὸς E (at ς in ras. E2) Di, cf. Theophr. 1. s. 14 δὲ καὶ E κηβώριον ἢ κηβώλιον (λ in ras.) E τὴν om. 15 τούτου] τοῦ κυάμου DiE (corr. E2) ἐντιθεμένου αὐτοῦ ἐν ἰγωβώλω (ἰκμοβ. Di) EDi οὓτως E 16 ἕντιθεμένου H ῥίζα τε E (ε del. E2) 17 κολλο- κασία H, cf. Diphil. (Ath. l. s.) ὁίζα ἥτις λέγεται κολοκάσιον 18 καὶ (pr.) om. ΗΕ 19 στ. καὶ ἐκπεπικὴν καὶ εὐστόμαχον Ε: uirtus est ei stiptica, eustyo- maca Dl 20 δὲ] οὖν Di δυσεντερικοῖς καὶ κοιλιακοῖς Di αὐτῶν libri 21 τῷ ποτῷ om. HDi δὲ addidi ex E)

181
δίδοται. τὰ δὲ λέπη μᾶλλον ποιεῖ ἑψόμενα ἐν οἰνομέλιτι καὶ ποτιζόμενα πλῆθος κυάθων τριῶν· καὶ πρὸς ὠταλγίαν δὲ ποιεῖ τὸ ἐν μέσῳ χλωρὸν αὐτῶν, πικρὸν δὲ κατὰ τὴν γεῦσιν, λεῖον σύν ῥοδίνῳ ἐνσταζόμενον.

107 φακὸς βιβρωσκόμενος συνεχῶς ἀμβλυωπός, δύσπεπτος, κακοστόμαχος, πνευματωτικὸς στομάχου καὶ ἐντέρων, κοιλίας τε σταλτικὸς σύν τῷ λέπει ἑψόμενος· διαφέρει δὲ αὐτοῦ ὁ ἑψανὸς καὶ μηδὲν ἀνιεὶς ἐν τῇ βροχῇ μέλαν. δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ὅθεν κοιλίαν ἵστησι προαπολεπισθεὶς καὶ ἑψηθεὶς ἐπιμελῶς, τοῦ πρώτου ἐν τῳ ἀφέψεσθαι ὕδατος ἀποχεομένου· λυτικὸν γὰρ κοιλίας τὸ ἀφέψημα αὐτοῦ. ἐστι δὲ δυσόνειρος, ἄθετος πρὸς τὰ νευρώδη καὶ πνεύμονα καὶ κεφαλήν.

βέλτιον δὲ τὸ ἴδιον 2 ἔργον ἀποτελεῖ πρὸς τὰ ῥεύματα τῆς κοιλίας, μιγείσης αὐτῷ σέριδος ἢ κιχορίου ἢ ἀρνογλώσσου ἢ ἀνδράχνης ἢ σεύτλου μέλανος ἢ μύρτων ἢ σιδίων ἢ οὔων ξηρῶν ἢ μεσπίλων ἢ κυδωνίων ἢ ἀπίων ἢ φοινίκων Θηβαικῶν ἢ κηκίδων ὁλοκλήρων, αἵτινες μετὰ τὴν ἓψησιν ῥίπτονται, ἢ ῥοὸς τοῦ ἐπὶ τὰ ὄψα· δεῖ δὲ τὸ ὄξος ἐπιμελῶς συγκαθεψεῖν αὐτῷ, εἰ δὲ μή γε, ταράττει τὴν κοιλίαν καὶ ἀνατροπὴν δὲ στομάχου περιπτισθέντες τριάκοντα [*](107 RV: φακός· Ῥωμαῖοι λέντεμ, οἱ δὲ λεντίκλαμ.) [*](2 SΙM. D. eup. I 57 (121).) [*](5 SIM. Pl. XXII 142 (e S. N.) D. eup. I 43 (114) II 49 (261. 262) II 10 (231) I 154 (173) I 200 (197) I 169) (181) I 181 (190) I 134 (161).) [*](5 EXC. Gal. XII 149 (═ Aet. I s. v Paul. Aeg. VII s s. v.).) [*](1 λέπυρα E: καὶ τὰ λέπη H 2 δὲ om. H 4 συνεψόμενόν τε καὶ ἐν- σταζόμενον Di) [*](5 num. cap. σλq FDi. σλζ H: ριδ E φακὸς ἐσθιόμενος· Ῥωμαῖοι λεντέμ, οἱ δὲ λεντικλάμ. φακὸς βιβρωσκόμενος (e R) Di συνεχῶς ἐσθιόμενος R: συνεχῶς βιβρωσκόμενος E ἀμβλυωπής REDi 6 πνευματικὸς R κοιλίας τε καὶ ἐνιέρου E (κοιλίας τε del. E2) τε] δὲ RDi 7 μαλακτικὸς REDi ἐσθιό μενος Di δὲ καὶ E 8 ἀνεὶς FE βροχῇ αὐτοῦ H: διαβροχῇ αὐτοῦ Di 9 ἀφεψηθεὶς RDi 10 ἐν τῷ ἀφέψεσθαι om. Q: mutabis aqua in coctura Dl 11 κὐτοῦ om. RE 13 αὐτῷ μετʼ ὄξους HDi 14 σέρεως REDi ἢ κιχορίου ἢ ἀρνογλώσσου om. VQDi: seris aut cicorium aut plantaginem Dl: φακὸς μετὰ ἀρνογλώσσου ἢ ἀνδράχνης ἢ σέριδος, ἢ κιχορίων D. eup. II 49 (262), cf. Pl. XXII 144 15 ἢ ὠῶν ξηρῶν R: ἢ ὄνων ξηρῶν ἢ ῥόδων ξηρῶν E (ἢ ὄνων ξ. del. E2): ἢ ῥόδων ξηρῶν VQ: ἢ οὔων ξηρῶν Di: om. Dl, cf. D. eup. l. s. οὖα ξηρὰ ἀποζεννύμενα (i. e. coeliacis utiliter adhibentur) μήλων κυδωνίων E 16 ἢ ἀπίων ἢ θηβαικῶν E: ἢ ἀπίων θηβαϊκῶν relqui, correxi Saraceno duce coll. D. eup. l. s. ἢ (tert.) om. E: ἢ κηκίδων ὁλοκλήρων om. Di 17 τοῦ] τῆς E 18 ἔπιμελῶς post αὐτῷ colloc. RE συνκαθηψῆσθαι E μή γε V: μήτε Q: μὴ reliqui 19 περιπυσθέντες V: περιλεπισθέντες Spr.) [*](20 C fol. 365v: N 164 (lenticula mg. add. m. rec.))

182
φακοὶ καὶ καταποθέντες ὠφελοῦσι. παρηγορεῖ δὲ καὶ ποδάγρας σύν ἀλφίτῳ ἑφθὸς καταπλασθείς, μετὰ μέλιτος δὲ κόλπους κολλᾷ, ἐσχάρας περιρρήττει, ἕλκη τε ἀνακαθαίρει, σὺν ὄξει δὲ ἑψηθεὶς σκληρώματα καὶ χοιράδας διαχεῖ.

3 σύν μελιλώτῳ δὲ ἢ κυδωνίῳ ὀφθαλμῶν φλεγμονάς καὶ δακτυλίου θεραπεύει ῥοδίνου μειγνυμένου, ἐπὶ δὲ τῶν μειζόνων περὶ δακτύλιον φλεγμονῶν καὶ κόλπων μεγάλων σύν σιδίοις ἢ ῥόδοις ξηροῖς ἡψημένοις μειγνυμένου καὶ μέλιτος, πρὸς νομὰς δὲ γαγγραινικάς ὁμοίως ἢ καὶ θαλάσσης μειγνυμένης, πρὸς δὲ φλυκταίνας καὶ ἕρπητας καὶ ἐρυσιπέλατα καὶ χιμέτλας, ὡς προείρηται, πρὸς δὲ χονδριῶντας μαστοὺς καὶ σπαργήσεις ἑψόμενος ἐν θαλάσσῃ ἁρμόζει καταπλασθείς.

108 ὄροβός ἐστι θαμνίσκος στενόφυλλος, λεπτός, ἔχων σπερμάτιον ἐν λοβοῖς, ἐξ οὖ γίνεται τὸ καλούμενον ὀρόβινον. ἄλευρον, ὅ καὶ πρὸς τὴν ἰατρικὴν ἁρμόζει χρῆσιν. ἐστι δὲ καρηβαρικός, κοιλίας ταρακτικός, εἰ βρωθείη, αἷμά τε διʼ οὔρων ἄγει. βοῦς δὲ λιπαίνει ἑφθὸς παρατιθέμενος.

[*](108 RV: ὄροβος· Ῥωμαῖοι ἔρβουμ.)[*](13 SIM. Pl. XXII 151, cf. XVIII 139. Dieuch. (0rib. I 295) — Pl. XXII 153 cf. Cels. V 5. D. eup. I 25 (106).)[*](13 EXC. Orib. XII s. v. ὀρόβινον ἄλευρον (σκευάζεται — ἀπόθου); cf. Gal. XII 91. VI 546.)[*](1 καὶ (pr ) om. V ποδάγραν QDi 2 ἑφθὸς] ἐπτῶ V καθεψηθείς F: ἑψηθείς H: καθεψηθεὶς καὶ καταπλασθείς Di μετὰ δὲ μέλιτος RDi 3 καὶ ἕλκη Di: τε om. CE δὲ] τε VFE: om. H 4 ἑψηθεῖσα E χοιράδας καὶ σκληρώματα V: duritias et scrofas Dl post χοιράδας add. καὶ ῥαγάδας E διαχεῖ] διαφορεῖ RHDi. διαχεῖ καὶ διεφορεῖ E ἢ] καὶ E 5 δακτυλιων R 6 ἐν δακτυλίῳ Di 7 ἢ] καὶ C: δὲ ἢ Ν ξηροῖς om. R ἑψόμενος R: ἀφεψόμενος E2QDi: ἑψημένοις VE: correxi 8 τε R: δὲ reliqui τὰς ante γαγγραινικὰς add. E, fort. νομάς τε καὶ γαγγραίνας coll. Dl 9 προσμιγνυμένης N: προσμιγνυμένον C καὶ πρὸς φλυκταίνας Ε φλυκτίδας R 10 χίμετλα EDi 11 σπαργανώσεις H 12 cap. περὶ φασιούλου add. Di (post c. 106 add. Η) φασίολος φυσσώδης, πνευμάτων γεννητικός, δύσπεπτος, ἑψηθεὶς δὲ χλωρὸς . καὶ ἐσθιόμενος κοιλίας μαλακτικός. πρὸς δὲ ἐμέτους εὔθετος.)[*](13 num. cap. σλζ FDi: σλη H: ριε E ὄροβος· ῥωμαῖοι ὄρβου· γνώριμος e R interpol. Di: ὄροβος γιγνώσκεται E: ὄροβός ἐστι γνώριμος H 14 τὸ σπερ- μάτιον RDi σπερμάτιον] κεράτιον V ὡς λοβούς V ἐξ ὧν RDi ὀρόβειον E (corr. E2) 15 ὅ om. R καὶ om. QDi: καρπὸς (pro καὶ πρὸς) V χρῆσιν ἁρμόζει EDi δὲ καὶ H 16 κοιλίας στατικὸς C: κ. σταλτικὸς N τε] δὲ R: τι V 17 βῶας R: βόας E πιαίνει R παραβαλλόμενος R, fort. recte: non recte verba εἰ βρωθείη et ἑφθὸς παρατιθέμενος transpos. Spr. Serapione duce, cf. Dl eliœus et datus bobes pinguescere facit, aliter Gal. VI 546)[*](18 C fol. 250v: N 98 ἐρβου R: ὄρβου reliqui)
183

σκευάζεται δὲ τὸ ἐξ αὐτοῦ ἀρόβινον οὕτως· ἐκλέξας τοὺς εὐτρόφους καὶ λευκοὺς ῥαῖνε ὕδατι ἀναφυρῶν, ἐάσας τε ἐφ᾿  ἱκανὸν συμπιεῖν φρῦγε, ἄχρι οὗ ἂν περιρραγῇ ὁ φλοιός, εἶτα ἀλέσας καὶ διασήσας κοσκίνῳ λεπτῷ ἀπόθου.

ἐστι δὲ εὐκοίλιον, οὐρητικόν, 2 εὐχροίας ποιητικόν, πλεονασθὲν δὲ ἐν βρωτῷ ἢ ἐν ποτῷ μετὰ στρόφων αἶμα ἄγει διὰ κοιλίας καὶ κύστεως. καθαίρει δὲ ἕλκη σὺν μέλιτι καὶ φακοὺς καὶ σπίλους καὶ ἐφήλεις καὶ τὸ λοιπὸν σῶμα, νομάς τε ἵστησι καὶ σκληρώματαs καὶ γαγγραίνας, καὶ σκληρίας τὰς ἐν μαστοῖς μαλάσσει καὶ θηριώδη καὶ ἄνθρακας καὶ κηρία περιρρήττει. φυραθεὶς δὲ σὺν οἴνῳ κυνόδηκτα καὶ ἐχεόδηκτα καὶ ἀνθρωπόδηκτα θεραπεύει καταπλασσόμενος, σὺν ὄξει δὲ δυσουρίας καὶ στρόφους καὶ τεινεσμούς παύει· ἁρμόζει δὲ καὶ ἀτρόφοις ὅσον καρύου μέγεθος φρυκτὸν λημφθὲν σὺν μέλιτι. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτοῦ καταντλούμενον χιμέτλας καὶ κνησμοὺς τοὺς ἐν σώματι θεραπεύει.

109 θέρμος ὁ ἥμερος γνώριμος, οὖ τὸ ἄλευρον σὺν μέλιτι [*](4 SIM. Pl. l. s. 152]  D.eup. II 109 (308)—[Hipp] περὶ δ. II 45 (VI  544)Dieuch. (Orib. I 295) Cels. V 8. Pl. 153 eup. I 108 (148)— Pl. 151 eup. I 121 (154) — eup. I201 (198)— Pl. 151 — Pl. 152 eup. I 199 (196) — eup. IV 113 (314) — Pl. 151 eup. II 117 (318)— Pl. 152 —eup. II 43 (256) Pl. 152 — Pl. 152— eup. I 179 (189).) [*](16 SIM. Pl. XXII 154 e S. N);  Diph. (Ath. II 55 f);  Hipp.] περὶ διαίτης ΙI 45 (VI 544)— Pl. 155 D. eup. II 67: (282);  Ruf. (Orib. II 217) Geop. II 39, 8 — Pl. 157 eup. II 61 (273) — Pl. 156 eup. I 201 (198) — eup. I 203 (199) — Pl. 155 — eup. I 105 (146) — Pl. 156 eup. II 78 (290) — Pl. 155 eup. I 108 (148) I 56 (119) I 145 (167).) [*](16 EXC.Gal. XI 885 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VIl 3 s. v), cf. Ps. Ap. 110.) [*](1 οὕτω HDi τοὺς ἀρόβους τοὺς λευκοὺς Di, ὀρόβους post λευκοὺε cogi- tando facile suppleas 2 λευκοὺς καὶ εὐτρόφους R ἐν ὅδατι (om. ἀναφυρῶν) E ἀναποιῶν R0rib. 3 ἄχρι ἂν οὗ E: ἄχρις ἂν οὗ Orib.: ἄχρις ἂν HDi 4 κοσκίνῳ λεπιῷ om. R ἀπόθες Di: ἀπόθει Q 5 περιποιητικόν H: εὐχρ. ποιητ. om. mg. add. E2 δὲ om. E ἐν (utrobique) om. R: ἐπὶ βρωτῶν ἢ πότων E (ἐν βρωτῶ ἢ ποτῷ Ε2 in mg.) 6 δὲ καὶ E 7 καὶ ἐφήλεις καὶ σπίλους RDi 8 τε om. R καὶ σκληρώματα VQ: om. reliqui: καὶ καρ- κινώματα coni. Lac.: delevi σκληρίας μαλάσσει QDi 9 καὶ θηριώδη om. VQ: τὰ θηριώδη NE, cf. Dl maligna unlnera et carbunculos imposita curat 10 κηρία] σκληρίας E περιρήσσει E: ῥήττει C φυραθεὶς libri. φυραθὲν coni. Sarac.: non recte (inconcinna dictio ut saepius;  ὄροβος suppl.), cf. Pl. 151 contra serpentium ictus eœ aceto, ad crocodilorum hominumque morsum (sc. er- vum datur) 11 καὶ ἀνθρωπόδηκτα om. REDiDl, at cf. Pl. 1. s. καταπλασ- σόμενα (. . ος E) δὲ σὺν ὄξει REDiDl καταπλασσόμενον H 12 δυσουρίαν R τηνεσμὸν RE 13 στρόφοις FE2: τοῖ ἀτροφοῦσι HDi 14 αὐτῶν RE 15 τῷ σώματι RE παύει R) [*](16 num. cap σλθ H: σλη FDi: ριq E post θέρμος add. τὸ λεγόενον λουππινάρ V: κοινῶς λουμπηναρία effigiei herb. pict. add. C (fol. 134r): mg. λου- πινναρία add. Di ὁ om. RVDi post ἥμερος syn. e R add. Di)

184
ἐκλειχόμενον ἢ μετὰ ἄξους πινόμενον ἔλμινθας φθείρει. καὶ αὐτοὶ δὲ ἀποβραχέντες καὶ ἔμπικροι ἐσθιόμενοι τὸ αὐτὸ δρῶσι, καὶ τὸ ἀφέψημα ⟨δὲ〉 αὐτῶν τὸ αὐτὸ ποιεῖ μετὰ πηγάνου ποθὲν καὶ πεπέρεως, καὶ σπληνικούς ὠφελεῖ, ἐπάντλημά τε γαγγραίνης, θηριωμάτων, ψώρας ἀρχομένης, ἀλφῶν, σπίλων, ἐξανθημάτων, ἀχώρων· τὸ δʼ αὐτὸ καὶ καταμηνίων καὶ ἐμβρύων ἐπισπαστικὸν μετὰ θμύρνης καὶ μέλιτος ἐν προσθέτῳ. καθαίρει δὲ τὸ ἄλευρον χρῶτα καὶ πελιώματα, καὶ φλεγμονὰς πραύνει σὺν ὕδατι καὶ ἀλφίτῳ, σὺν ὄξει δὲ ἰσχιάδας παρηγορεῖ καὶ φύματα.

2 χοιράδας δὲ μεταβάλλει ἑψηθεὶς ἐν ὄξει καὶ καταπλασθεὶς καὶ ἄνθρακας περιρρήσσει. μεθʼ ὕδατος δὲ ὀμβρίου ἑψηθέντες οἱ θέρμοι ἄχρι χυλώσεως πρόσωπον σμήχουσι, μετὰ δὲ χαμαιλέοντος ῥίζης τοῦ μέλανος ἑψηθέντες προβάτων ψώρας ἰῶνται ἐκλελουμένων τῳ ἀφεψήματι χλιαρῷ. ἡ δὲ ῥίζα ἑψηθεῖσα σὺν ὕδατι καὶ ποθεῖσα οὔρησιν κινεῖ, οἱ δὲ ἀπογλυκανθέντες λεῖοι σὺν ὄξει ποθέντες στομάχου ἄσην πραύνουσι καὶ ἀνορεξίαν ἰῶνται.

γίνεται δὲ καὶ ἄγριος θέρμος, ἐμφερὴς τῷ ἡμέρῳ κατὰ πάντα, μικρότερος δέ, ποιῶν ὅσα καὶ ὁ ἥμερος.

[*](109 RV : θέρμος ἥμερος· Ῥωμαῖοι λουππίνουμ, Ἀἰγύπτιοι βρεχού.)[*](RV: θέρμος ἄγριος· Ῥωμαῖοι λουππίνουμ ἀγρέστεμ.)[*](9 SIM. Pl. l. s. 156 D. eup. I 240 (211) — Pl. 156 eup. I 149 (170) — Pl. 156 eup. I 154 (173) — Pl. 156 eup. I 198 (195) — Pl. 157 — Pl. l. s. eup. II 112 (312) — eup. II 9 (230) — Pl. 155.)[*](1 ἢ — πινόμενον om. H φθείρει] ἐκτινάσσει καὶ κτνεῖ (κεινεῖ N) R: ἐκ- τινάσσει καὶ κτείνει Di 2 τὰ αὐτὰ RDi 3 δὲ addidi ex E τὰ κὐτὰ RDi ποθὲν post πεπέρεως transpos. REDi: ὅθεν (pro ποθὲν) N: ποθὲν ὅθεν Di μετὰ πηγάνου κτλ. ad insequ. trah. Dl, at cf. D. eup II 67 (282) 4 γαγγραί- νης ἐστι χρήσιμον καὶ Di 5 σπίλων] σπληνὸς R 6 δὲ om. V: τὸ αὐτὸ δὲ Q (δὲ om. alieno loco in text. rec.) καὶ (alt.) om. V 8 δὲ καὶ E χρόαν F καὶ (pr.) om. VFE σὺν ἀλφίτφ καὶ ὅδατι: REDi 9 μετ’ ὄξους RE δὲ καὶ R: δὲ om. E 10 καὶ χοιράδας δὲ E: χοιράδας τε N σὺν ὄξει R 11 περιρ- ρήττει RE 12 χνμώσεως N: μεθύσεως C σμήχουσι πρόσωπον REDi 13 τοῦ μέλανος ῥίζης R 14 ἐνλουόμενον C: ἐνλουωμένων Ε: ἐνλουόμενοι N χλιερῷ RE 15 οὔρα E λεῖοι] λύει V 16 καὶ ποθέντες E 18 θέρμος ἄγριος· ῥωμαῖοι λουπινοὺμ ἀγρεστέμ καὶ ὁ ἄγριος θέρμος γίνεται Di (e N) ὁ ἄγριος E ἐμφερὴς δὲ C 19 πάντα δὲ (om. δὲ post μικρότερος) REDi (corr. E2) μικρὸς E (corr. E2) ποιῶν δὲ E (corr. Ε2))[*](20 C fol. 133v : N 36 (luinus add. m. rec.) λουπινοόμ Di)[*](22 C fol. 135r: N 36 λουπινούμ Di)
185

110 γογγύλης ἡ ῥίζα ἑφθὴ τρόφιμος, πνευματωτική. σαρκὸς πλαδαρᾶς γεννητική, ἀφροδισίων παρορμητική. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῆς ποδάγρας καὶ χιμέτλης ἐστὶ κατάντλημα, καὶ αὐτὴ δὲ λεία καταπλασσομένη ὠφελεῖ, εἰ δέ τις ἐγγλύψας τὴν ῥίζαν κηρωτὴν ῥοδίνην ἐν αὐτῇ ἐπὶ θερμοσποδιᾶς τήξει, ποιεῖ πρὸς τὰς εἱλκωμένας χιμέτλας. ὁ δὲ ἐξ αὐτῆς ἀσπάραγος βιβρώσκεται ἑφθός· ἐστι δὲ οὐρητικός. τὸ δὲ σπέρμα εἰς ἀντιδότους καὶ θηριακάς ἀνωδύνους εὔθετον, βοηθεῖ δὲ καὶ τοῖς θανασίμοις· ποθὲν δὲ παρορμᾷ καὶ πρὸς ἀφροδίσια. ἁλμευθεῖσα δὲ ἀτροφωτέρα γίνεται βιβρωσκομένη τὰς μέντοι ὀρέξεις ἀναλαμβάνει.

ἡ δὲ ἀγρία γογγύλη φύεται ἐν ἀρούραις, θάμνος πηχυαῖος 2 τὸ ὕψος, πολύκλαδος, ἐξ ἄκρου λεῖος, φύλλα ἔχων λεῖα, ῥίζαν μεγάλου δακτύλου τὸ πάχος ἢ καὶ μείζονα, καρπὸν δὲ [*](110 RV: γογγύλη· οἱ δὲ γογγυλίδα, οἱ δὲ γορσόσιον, Ῥωμαῖοι ῥάπαμ.) [*](1 SIM. Pl. XX 18sq. (unde Garg. Mart. 35, 178 aliis aliunde adscitis): cf. Pl. XIX 129sq.;  [ Hipp.] περὶ διείτης II 54 (VI 560): Diph. (Ath. IX 369 de) Sim. Seth. s. v. (32)— Pl. XX 19 (e Ps. Democr. ) — Pl. 1. s. (e Diocle) — Pl. 18 D. eup. I 139 (215) — Pl. 18 eup. I 179 (189) — eup. I 181 (189)— Pl. l. s. 18 — eup. I 108 (148).) [*](1 EXC. Orib. XI s. v. (γογγύλη — παρορμητική, ὁ δὲ ἐξ — εὔθετον); Gal. XI 861 (═ Aet. Paul. et Aeg. l. s.), cf. Gal. VI 648.) [*](12 SΙM. Pl. XX 20 (e S. N.).) [*](12 EXC. Orib. XI s. v. γογγύλη (ἡ δὲ — ἔνδοθεν).) [*](1 num. cap. σμ H: σλθ FDi: ριζ E γογγύλη ἥμερος· οἱ δὲ γογγυλίδα, οἱ δὲ γοργόσιον, ῾ Ρωμαῖοι ῥαπά· γογγύλης (ταύτης R) ἡ ῥίζα e R add. Di ἡ om. E πνευματική R 3 ποδάγραν καὶ χεμέθλας ἰᾶται P χεμέτλας R: χιμέτλας E: χέλετλα V: correxi, cf. D. ΙV 105 καὶ (alt.) om. RDiE (mg. add. E2) αὐτὴ πελία (═ αὐτή τε λεῖα) N: αὐτὴ προσπελία C: αὐτή τε Di 4 γλύψας R: ἐκλέψας E (in mg. corr. E2) 5 ἐν αὐτῇ ῥόδινον (om. κηρωτὴν) R κηρωτάρεον ῤόδινον E (corr. E2) θερμοσποδιᾷ REDi (corr. E2) τήξας C: τήξη N 6 τὰ ἡλικομένα χύμεθλα Di] 7 διουρητικός Di ἀντιδότους εὔθετον καὶ θηριακαῖς ἀνωδύνοις R 9 δὲ (pr.) om. REDi, at cf. Dl bibitum nenerem sti mulat παρορμᾷ — ἀχροδίσια om. N δὲ (alt.) om. H 10 ἐμβιβρωσκο- πένη E ἀντιλαμβάνει Q 12 nov. cap. (ριη) incip. EDl γογγύλη ἀγρία φύεται E θάμνος πηχιαῖος corr. E2 13 ὕψος] μῆκος H λεῖος om. QDl ἔχουσα HDi 14 ῥίζαν addidi Saraceno duce μεγάλου om. HDi πάχος] πλάτος Di: πάχος ἢ τὸ πλάτος E (ἢ τὸ πλάτος del. E2): folia levia et qrossa in modum digiti et satis lata Dl) [*](15 C fol. 88v, N 60 (rapa mg. add. m. rec) γογγύλη ὁμοίως C: γον- γύλη N: γογγύλη ἥμερος Di γοργόσιον Di: γορσόσιον R: corruptum, fort. ὀρθώσιον, cf. Hes. s. v. ὀρθέσιον)

186
ἐν λοβοῖς καλυκώδεσιν· ἀνοιχθέντων δὲ τῶν περικαρπίων ἔσωθεν ἄλλος κεφαλοειδής ἐστι λοβός, ἐν ᾧ σπερμάτια μέλανα, θλασθέντα δὲ λευκὰ ἔνδοθεν. μείγνυται δὲ σμήγμασι προσώπου καὶ τοῦ ἄλλου χρωτός, ὅσα διʼ ἀλεύρων γίνεται θερμίνων ἢ πυρίνων ἢ ἐρεγμίνων ἢ ἀροβίνων.

111 βουνιάς καὶ ταύτης ἡ ῥίζα ἑφθὴ φυσώδης ἐστίν, ἦττον δὲ τρόφιμος. ποιεῖ δὲ τὸ σπέρμα αὐτῆς ἀνενεργῆ τὰ θανάσιμα προπινόμενον, μείγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις. ἁλμεύεται δὲ καὶ ταύτης ἡ ῥίζα.

112 ῥαφανὶς καὶ αὐτὴ πνευμάτων γεννητική, εὔστομος, οὐκ εὐστόμαχος, ἐρευκτική. οὐρητικὴ δέ ἐστι καὶ θερμαντική, εὐκοίλιος δέ, εἰ τις αὐτὴν ἐπιλαμβάνει μᾶλλον συνεργοῦσαν τῇ ἀναδόσει, προεσθιομένη δὲ μετεωρίζει τὴν τροφήν ἁρμόζει δὲ [*](112 RV: ῥάφανος κηπαία· οἱ δὲ πολύειδος ἠρυγγίου, Ῥωμαῖοι ῥάδιξ νόστρα, Ἄφροι θορφάθ.) [*](6 SIM. Pl. XX 21 (e S. N.);  Diph. (Ath. IX 369d), cf. Gal. VI 622.) [*](10 SIM. Pl. XX 23sq. (e S.. N.), cf. XIX 80 sq. (unde Garg. Mart. 1, 133 R ~ A. Mai. VII 427. Pa. Orib. simpl. I 122); Geop. XII 22 (e Pl. aliis aliunde additis);  Sim. Seth. s. v. 90;  Isid. XVII 10, 10 (e G. M. ut videtur); Ruf. (Orib. III 93, cf. Ruf. ed. Ruelle 9. 546)—[Hipp ] περὶ διαίτ. II 54 (VI 558)— Cels. II 32 Pl. XX 23 D. eup. II 112 (312) Ruf. 9. 546 — Cels. II 29 Plistonic. (Pl. 26) — Ruf. (Orib. II 107) Archig (Orib. II 149. 152) Pl. 28.) [*](10 EXC. cf. Gal. XII 111 (~ Aet. I s. v. aliis in fine additis, Paul. Aeg. VI 3 s. v) .) [*](1 ἀνυχθέντων E δὲ om, H τούτων τῶν Di 2 φακοειδής coni. Scaliger σπέρματα E 3 θλασθέντα δὲ om. H: θραυσθέντα EDi 4 ἀλεύ- ρου γίν. θερμίνου κτλ. E 5 ἐρεγμίνων] αἰρίνων QDi ἢ ἀροβίνων om. E.) [*](6 num. cap. σμ FDi: αμα H: ριθ E 7 ἦττον δὲ τρόφιμος] cf. Diph. l. s. δὲ (alt)] γὰρ Di 8 προπινομένη Ε: πινόμενον Di 9 δὲ om. HDi) [*](10 num. cap. σμα FDi: σμβ H: ρκ E ῥάφανος RDiDl: ῥέφανος E post ῥαφανὶς syn. e R add. Dl δὲ καὶ E αὑτὴ F : αὕτη Di post γεννητική transpos καὶ θερμαντκή CDi εὔστομος— ἐρευκτίκή om. post βοηθεῖ (S. 187, 7) transpos. Q: εὔστομος οὐκ om. Dl: ante et post εὔστομος 3 litt. del. et οὐκ inser. Ε2 11 post εὐστόμαχος add. ἕνιοι δὲ τὰ ἐναντία ἔγραψαν E (var. lectio) ῥευτική V ) ἐρευκτικὴ δέ ἐστιν καὶ (οὐκ add. C0 οὐρητική REDi 12 δὲ εἴ τις κτλ.] δεῖ δὲ αὐτὴν ἐπιλαμβάνειν (λαμβάνειν R) RDi: εἴ τις in ras. E2 13 προσθειομένη V: προσεσθιομένη E (corr. E2) δὲ pr] γὰρ REDi) [*](14 C 283v N 131 (radiœ domestica add. m. rec) 15 νοστρατα (τα dit. togr) ibri, cf. Col XI 3, 18. Isid. XVII 10, 10 θορφαθ NDi: θορφαθε C. cf. D. IV 175, Löw l. s. 407)

187
καὶ τοῖς ἐμεῖν μέλλουσι προεσθιομένη, ἀκριβοῖ δὲ καὶ τὰς αἰσθήσεις. ἑφθὴ δὲ ποιεῖ λαμβανομένη βήσσουσι χρονίως καὶ τοῖς πάχος γεννῶσιν ἐν θώρακι. ὁ δὲ φλοιὸς αὐτῆς μετʼ ὁξυμέλιτος λαμβανόμενος ἐμετικώτερος, ἁρμόζων ὑδρωπικοῖς, καταπλασθεὶς δὲ εὐθετεῖ καὶ σπληνικοῖς· σὺν μέλιτι δὲ ἔτι νομὰς ἐφίστησι καὶ ὑπώπια αἴρει καὶ ἐχεοδήκτοις βοηθεῖ ἀλωπεκίας τε δασύνει, φακοὺς δὲ ἀποσμήχει σὺν αἰρίνῳ ἀλεύρῳ· βοηθεῖ δὲ καὶ τοῖς ὑπὸ μυκήτων πνιγομένοις, ἔμμηνά τε ἄγει.

τὸ δὲ 2 σπέρμα αὐτῆς ἐμετικόν, οὐρητικόν, σπληνὸς καθαιρετικὸν πινόμενον μετʼ ὄξους, συναγχικοῖς τε βοηθεῖ ἀφεψηθὲν σὺν ὀξυμέλιτι θερμῷ εἰς ἀναγαργάρισμα, καὶ πρὸς κεράστου δῆγμα σὺν οἴνῳ πινόμενον βοηθεῖ, ἐπιπλασθὲν δὲ μετ᾿  ὄξους γαγγραίνας εὐτόνως περιχαράσσει.

ἡ δὲ ἀγρία ῥαφανίς, ἣν Ῥωμαῖοι ἀρμοράκιον καλοῦσι, φύλλα ἔχει ὅμοια τῇ ἡμέρῳ πρὸς τὰ τῆς λαμψάνης μᾶλλον, δίζα δὲ ἰσχνή. μακρά, ὑπόδριμυς. λαχανεύεται δὲ ἡ ῥίζα καὶ τὰ φύλλα εἰς βρῶσιν ἑφθά. ἐστι δὲ θερμαντική, οὐρητική. καυματώδης.

[*](1 TEST. Sim. Seth. 91, 16: ὁ δὲ Διοσκουρίδης φησί, ὅτι τὰς αἰσθή- σεις ἀκριβοῦσιν.)[*](2 SIM. Zop. (0rib. II 568) Pl. l. s. 24—Pl. 25— D. eup. I 200 (197)— Pl. 24 Apollon. (Gal. XII 815) eup. I 56 (119) — Pl. 27 eup. I 95 (141) — eup. I 121 (154) — Pl. 25 eup. II 160 (336) Ruf. (Οrib. ΙΙ 216) — Pl. 26 eup. II 5 (287) — eup. II 112 (312) —eup. I 87 (137) — Pl. 25 eup. II 117 (318) — eup. I 201 (197) — Pl. XX 22.)[*](1 προσεσθιομένη R 2 λαμβανομένη ποιεῖ N χρονίως om. RE 5 δὲ (pr.) om. RHDi εὐθετεῖ δὲ (δὲ om. NDi) καὶ REDi, at cf. Dl cataplasmis adibitus cum melle rascentia vulnera curat σὺν δὲ μέλιτι καὶ (om. N) νομὰς (καὶ νομὰς om. Di) REDi δʼ ἔτς V: δὲ ἔτι Q: ἔτι delevi 6 ἐφίστησι om. R βοηθεῖ καὶ ἐχιοδήκτοις Di 7 τε R: om. EDi: δὲ reliqui δὲ addidi ex E 8 δὲ (pr) om, RDi καὶ om. E post πνιγομένοις add. βιβρωσκόμενος καὶ (ἢ Di) πινόμενος EDi καὶ ἔμμηνω EDi: ἔμμηνά τε RH: τε om. FV καὶ τὸ σπέρμα δὲ RE 10 post ὄξους transpos. γαγγραίνας εὐτόνως περιχαράσσει RDi ἐπιπλαθὲν δὲ γσγγρ. περιχ. EDl συνάγχαις CDi τε] δὲ C: om. NDi σννεψηθὲν E μετʼ ὀξυμέλιτος θερμοῦ E 14 nov. cap. (ρκα) incip. E s. v. ῥάφανος ἀγρία habet R (C fol. 285v: N 131) cap. Diosc. de apio (TV 175), quod hoc loco interpol. Di, deinde perg. ἐν ἄλλῳ· ῥάφανος ἀγρία ἣν ῥωμαῖοι ἀρμοράκιον καλοῦσι κτλ. ῥάφανος ἀγρία E: ἡ δὲ ἀγριοράφανος F ἀμαρά- κινον E: emoracium Dl: armoraciam Pl. 15 ἔχει μὲν οἷα Q: ἔχει ὅμοια EDi: ἐχομένη ὅμοια V λαψάνης E 16 ὁίζαν ἰσχνήν· μακράν· ὑπόδριμυς (sic) E μακρά] μαλακή HDi τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα E 17 ἑφθή E θερμαντκή om. E διουρητική E)
188

113 σίσαρον γνώριμον, οὗ ἡ ῥίζα ἑφθὴ εὔστομος εὐστόμαχος, οὐρητική, ὀρέξεως προκλητική.

114 λάπαθον τὸ μέν τι αὐτοῦ ὀξυλάπαθον λέγεται, φυόμενον ἐν ἕλεσι, σκληρόν, κατὰ τὰ ἄκρα ἅποξυ, τὸ δέ τι κηπευτόν, οὐκ ἀνόμοιον τῷ πρώτῳ. τρίτον δέ ἐστιν ἄγριον, μικρόν, παρόμοιον ἀρνογλώσσῳ, μαλακόν, ταπεινόν. ἔστι δὲ [*](114 RV: λάπαθον, ῾ Ρωμαῖοι δούμηξ, προφῆται αἷμα Τυφῶνος, Αἰγύπτιοι ἐπτίς· γνώριμον, κοιλίας μαλακτικὸν ἑψηθέν. ὠμὸν δὲ καταπλασσόμενον μελικηρίδας σύν χρόνῳ διαφορεῖ.) [*](ὀξυλάπαθον τὸ μέγα· οἱ δὲ σύμφυτον, οἱ δὲ φλόμος Ἰουδαία, οἱ δὲ σατύριον, ῾ Ρωμαῖοι ῥουμίκουλα, οἱ δὲ ῥούμηξ ἄκιδους, οἱ δὲ ῥούμηξ κανθηρίνους, Αἰγύπτιοι σεμίθ, Ἄφροι ἀμουτίμ.) [*](ὀξυλάπαθον τὸ μικρόν οἱ δὲ ὀξαλίδα, Ῥωμαῖοι ῥουμιγάστρουμ, Ἄφροι ἀμουζεγαράφ. τὸ δὲ ἀξυλάπαθον, φυόμενον ἐν ἕλεσι, σκληρόν, ἄποξυ κτλ.) [*](1 SIM. Pl. XX 34 (e S. N. et I. B.);  Diocl. frg. 122. 157.) [*](1 EXC. Gal. XII 124 (unde Paul. Aeg. 3 s. v. aliis additis).) [*](3 SIM. Pl. XX 231 sq. (e S. N), cf. XIX 123, schol. Nic. Th. 838.) [*](3 EXC. Orib. XI s. v. (λάπαθον — παραφυάὅων); Ps. D. de h. f. 48 (~ A. Mai. VII 430. Ps. 0rib. III 39);  Garg. Mart 8 (e Pl. et Dl); Gal. XII 56 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v. aliis in fine additis); Aet. I s. v.; Geop. XII 38 cf. Ps. Ap. 13 (Ps. Orib. I 6). 34.) [*](1 num. cap. ρμβ FDi: σμγ H: ρκβ E οὗ ἡ ῥίζα γνώριμον γάρ, ἑφθὴ H ἔχθη καὶ ὠμὴ E εὔστομος om. EDl: delevi (var. lect.) coll. Paul. Aeg. l. s. σισάρου ἡ ῥιζα ἑφθὴ εὐστόμαχός τί ἐστι καὶ οὐρητική, cf. Gal. l. s. 2 προσ- κλητική Η) [*](3 num. cap. τμδ Η: ρμγ FDi: — E μέντοι τι om. Di 4 ἐλεσιν τόποις Ε, corr. E2: ἑλώδεσι N κατὰ τὰ ἄκρκ om. R: καὶ τὰ ἄκρα Orib.: καὶ κατὰ ἄκρον Ε: κατὰ ἄκρα Di τι om, ΗΕ κηπευόμενον R 5 οὐ κατὰ πᾶν ὅμοιον 0rib.: οὐχ ὅμοιον VQDi: ἀνόμοιον (om. οὐκ) R: οὐκ ἀνόμοιον E, cf. Pl, 1. s. est alterum qenus — fere pœylapathum yocant — satiuo id similius τὸ δὲ τρίτον μικρὸν (om. C) παρόμοιον ἀρνογλ. R: τρίτον δὲ τὸ ἄγριον 0rib.Ε 6 μαλακόν] μικρόν R: post μαλακόν del. μικρόν Orib.) [*](7 N fol. 110:  cap. om. C νυμφῶνος N : correxi coll. Ps. Ap. l. s pro. phetae ematyfonos 8 αἰπτις N: etitus Ps. Ap. l. s.) [*](10 fol. 243v: N 115 (lapatium marinum add. m. rec.) σύνφυτον R φλόμμος ἰουδέα R 11 ὁομικουλα N itali lapatium acutum Ps. Ap. 34 12 nostri vero rumicem, alii lapathum canterinum Pl, l. s.: alii rumeœ cantaritis Ps. Ap. σνμίθ] egypti seme vocant Ps. Ap. 14 τὸ μικρόν om. C ὀξα ειδα C: οἱ δὲ ὀξαλίδα om. N: correxi 15 Ἄφροι] cf. Löw a. a. 0. 402)

189
καὶ τέταρτον εἶδος αὐτοῦ, ὅ ἔνιοι ἀξαλίδα ἢ ἀναξυρίδα ἢ λάπαθον ἄγριον καλοῦσιν, οὗ τὰ φύλλα ὅμοια τῷ ἀγρίῳ καὶ μικρῷ λαπάθῳ, καυλὸς δὲ οὐ μέγας, ἄποξυς, καρπὸς δὲ ἐρυθρός, δριμὺς ἐπὶ τοῦ καυλοῦ ἐπὶ παραφυάδων.

πάντων δὲ τὸ λάχανον μαλάσσει κοιλίαν ἑψηθέν. αὐτὸ δὲ 2 ὠμὸν καταπλασσόμενον μελικηρίδας σὺν ῥοδίνῳ ἡ κρόκῳ διαφορεῖ. τὸ δὲ σπέρμα τοῦ ἀγρίου καὶ τοῦ ἀξυλαπάθου καὶ τῆς ὀξαλίδος πίνεται ὠφελίμως μεθʼ ὕδατος ἢ οἴνου πρὸς δυσεντερίαν καὶ κοιλιακὴν διάθεσιν καὶ ἄσην στομάχου καὶ πρὸς σκορπίου πληγήν καὶ εἰ προπίοι δέ τις, οὐδὲν πείσεται πληγείς. αἱ δὲ ῥίζαι αὐτῶν, ἑφθαί τε καὶ ὠμαὶ σὺν ὄξει καταπλασθεῖσαι, θεραπεύουσι λέπρας, λειχῆνας, ὄνυχας λεπρούς· δεῖ δὲ προανατρίβειν τὸν τόπον ἐν ἡλίῳ νίτρῳ καὶ ὄξει· πραύνει δὲ καὶ κνησμοὺς τὸ ἀφέψημα αὐτῶν περιαντλούμενον ἢ τῷ λουτρῷ μειγνύμενον.

παρηγοροῦσι δὲ καὶ ὀδονταλγίας ἑψόμεναι 3 ἐν οἴνῳ καὶ διακλυζόμεναι, διαφοροῦσι καὶ χοιράδας καὶ παρωτίδας ἑφθαὶ ἐν οἴνῳ καταπλασθεῖσαι, σπλῆνα δὲ σὺν ὄξει τήκει. καὶ ἐνδέσματι δέ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ ἱστᾶσι καὶ ῥοῦν γυναικεῖον προστεθεῖσαι [*](6 SIM. Pl. XX 231 sq. D. eup. I 156 (175) II 48 (260) II 9 230) II 121 (319) 132 (324) I 129 (158) I 130 (160) I 154 (173) I 148 (169) II 62 (275) I 155 (175) II 56 (268) II 77 (290).) [*](1 εῖδος] γένος H εῖδος αὐτοῦ om. R αὐτοῦ om. Orib. ὀξαλλίδα 0rib. VQE: ξαλίδα R ἢ ἀνεξυρίδα addidi e R0rib. EDl, cf. schol. Nic. Th. 838 2 οὗ om. Orib. τὰ addidi φύλλα ἔχει Orib. ἀγρίῳ καὶ om. R καὶ μικρῷ om. E 3 δὲ (pr) om RDi ἄποξυς post καρπὸς colloc. (om. δὲ) Di δὲ) (alt.) om. REDi ἐρυθρότερος E 4 καὶ ἐπὶ παραφυάδων Di: εἰσὶ παρα- φυάδες H 5 quae sequuntur bis habet R (s. v. ὀξυλάπαθον et ἱππολάπα- θον) τὴν κοιλίαν E 6 ὠμὸν δὲ (om. αὐτὸ) REQDi καὶ κατα- πλασσόμενον V σὺν χρόνῳ διαφορεῖ RE (ῥοδίνῳ corr. E2): ἐν χρόνῳ διαφορεῖ Di 7 ἀγριολαπάθου καὶ τῆς ὀξαλλίδος E 8 ὠφελιμως om. V δυσεντερίας καὶ κοιλιακὰς διαθέσεις QDi 9 ἄλσην C πρὸς om. RE 10 προπίει H: προπίη FDi βλαβήσεται R 11 δὲ] τε R ἑχθαὶ σὺν ὄξει καὶ ὠμαὶ C: ἑφθαί τε σὺν ὄξει καὶ ὠμαὶ E τε addidi 12 τεπροὺς V (λε superscr.) 13 νίτρῳ τὸν τόπον καὶ ὄξει C: νίτρῳ καὶ ὄξει τὸν τόπον N πραύνει] παύει E 14 ἐπαντλούμενυν E ἢ τῷ λουτρῷ μειγνύμενον addidi ex EDl coll. D. eup. I 123 λαπάθου ἀγρίου τὸ ἀφέψημα τῆς ῥίζης τῷ λουτρῷ μενγνυμένης, cf. Pl. XX 234: ἢ λούτρῳ ἀνατριβόμενον Di 15 δὲ om. V καὶ om. Di ὠταλ- γίαν EH: ὀδονταλγίαν F: ὠταλγίαν καὶ ὀδονταλγίαν Di 16 ἐν οἴνῳ ἑψηθεῖσαι RE διαφοροῦσι δὲ καὶ RΕ 17 σὺν ρἴνῳ REDi καὶ κμταπλασθεῖσαι R σπλῆνας RE τήκει addidi 18 τῇ ῥίζῃ R 19 καὶ περιάπτουσι R δὲ καὶ H)

190
θεῖσαι λεῖαι. ἑψηθεῖσαι δὲ ἐν οἴνῳ καὶ πινόμεναι ἰκτερικοὺς ἀποθεραπεύουσι καὶ λίθους τοὺς ἐν κύστει θρύπτουσιν ἔμμηνά τε ἄγουσι σκορπιοπλήκτοις τε βοηθοῦσιν.

115 ἱππολάπαθον λάπαθόν ἐστι μέγα, ἐν ἕλεσι γεννώμενον. δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτὴν τοῖς προειρημένοις.

116 λαμψάνη λάχανόν ἐστιν ἄγριον, τροφιμὼτερον καὶ [*](115 RV: ἱππολάπαθον· οἱ δὲ λάπαθον ἄγριον, Ῥωμαῖοι ῥούμηξ ῥούστικα λάπαθόν ἐστι μέγα ἐν ἕλεσι γεννώμενον καὶ κατὰ πάντα ὅμοιον καὶ τῇ δυνάμει τῷ μικρῷ λαπάθῳ. ἑψηθὲν δὲ καὶ βρωθὲν κοιλίαν μαλάσσει, ὁμὸν δὲ καταπλασσόμενον μελικηρίδας σύν χρόνῳ διαφορεῖ αἱ δὲ ῥίζαι αὐτῶν ἐχθοὶ σὺν ὄξει καὶ ὠμαὶ καταπλασθεῖσαι θεραπεύουσι λέπρας, λειχῆνας, ὄνυχας λεπρούς· δεῖ δὲ προανατρίβειν τὸν τόπον ὄξει. πραύνει δὲ καὶ κνησμούς τὸ ἀφέψημα αὐτῶν περιαντλούμενον. παρηγοροῦσι δὲ καὶ ὀδονταλγίας ἐν οἴνῳ ἑψηθεῖσαι καὶ διακλυζόμεναι. διαφοροῦσι δὲ καὶ χοιράδας καὶ παρωτίδας ἑφθαὶ σὺν οἴνῳ ταπλασθεῖσαι, σπλῆνας δὲ σὺν ὄξει. καὶ ἐνδέσματι δέ τινες χρῶνται τῇ δίζῃ πρὸς χοιράδας καὶ περιάπτουσι τῷ τραχήλῳ. ἱστᾶσι δὲ καὶ ῥοῦν γυναικεῖον λεῖαι προστεθεῖσαι, ἀφεψηθεῖσαι δὲ ἐν οἴνῳ καὶ πινόμεναι ἰκτέρους ἀποκαθαίρουσιν καὶ λίθους τοὺς ἐν κύστει θρύπτουσιν ἔμμηνά τε ἄγουσι καὶ σκορπιοπλήκτοις βοηθοῦσιν.) [*](116 RV: λαμψάνη· Ῥωμαῖοι ναπίκιουμ, Αἰγύπτιοι εὐθμοί.) [*](4 SIM. Pl. XX 231 sq. (e S. N.).) [*](4 EXC. 0rib. XI s. v. λάπαθον (ἱππολάπαθον — προειρημένοις), cf. Gal. III 56 a. v. λάπαθον; Paul. Aeg. VII 3 s. v. ἱππολάπαθον) [*](6 SIM. Pl. ΧΧ 96 (e S. N.).) [*](6 EXC. cf. Gal. XII 56.) [*](1 λεῖαι προστεθεῖσαι Q ἀφεψηθεῖσαι RDi σὺν οἴνῳ Di ἰκτέπους RE 2 καὶ ἔμμηνα E 3 καὶ σκορπ. (om. τε) REDi] σκορπιοδήκτοις R) [*](4 num. cap. σμδ FDi: σμε H: ρκδ E τὸ δὲ ἱππολάπαθον Orib. λά- πμθον] λἀχανον QDi: λάπαθον (κανον superscr. O2) (Orib.: ippolaparu qenus est lapati mairois Dl μέγα om. H γινόμενον H 5 δύναμιν ἔχον Orib.E προγεγραμμένοις Orib.E) [*](6 num. cap. σμε FDi: σμq H: ρκε E λκψάνη δὲ E post λαμψάνη syn. e R add. Di γνώριμον post ἐστὶν add. R: post ἄγριον E τρόφιμον E) [*](7 C fol, 142v: N 40 (rumeœ rustica add. m. rec.) 8 ῥούμιξ R: correxi quae de virtute medica profert R, ex cap. 114 desumpta sunt ἐστὶν C καὶ om. N 11 δὲ] τε R ἑφθαὶ καὶ ὠμαὶ N 16 διαφοροῦσιν καὶ C 17 ἐν- δέματι R δὲ (alt.) om. C 19 ἵστησιν R δὲ om. N πρνοστεθεῖσαι δὲ C) [*](23 C fol. 219r· N 92 (napicium mg. add. m. rec) ναπικουλουμ C: να- πικιουμ N: ναπιούμ Di εὖθμοι Di)

191
εὐστομαχώτερον τοῦ λαπάθου, οὗ τὰ φύλλα καὶ ὁ καυλὸς ἐσθίεται ἑφθά.

117 βλίτον λαχανεύεται καὶ τοῦτο. ἔστι δὲ εὐκοίλιον, οὐδεμίαν ἔχον φαρμακώδη δύναμιν.

118 μολόζη· ἐδωδιμωτέρα ἡ κηπευτὴ μᾶλλον τῆς χερσαίας, κακοστόμαχος δὲ καὶ εὐκοίλιος, καὶ μᾶλλον οἱ καυλοί, ἐντέροις δὲ καὶ κύστει ὠφέλιμος.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα ὠμὰ μασηθέντα καὶ ἐπιπλασθέντα [*](117 RV: βλίτον· Αἰγύπτιοι ἐχλωτοριπλάμ, οἱ δὲ ῥιπλάν, Ῥωμαῖοι βλίτουμ, Δάκοι βλίς.) [*](118 RV: μαλάχη κηπαία· Ῥωμαῖοι μάλβα ὁρτένσε, Πυθαγόρας ἀνάθεμα, Ζωροάστρης διάδεσμα, Αἰγύπτιοι χωκόρτην, προφῆται αἰγὸς σπλήν, οἱ δὲ οὐρὰ μυός.) [*](μαλάχη ἀγρία χερσαία· οἱ δὲ στρεμφύλλιον, Ῥωμαῖοι μάλβα ῥούστικα, Ἀφροι βοιββά.) [*](3 SIΜ. Theophr h. pl. I 14, 2, Pl. XX 252, inde Garg. M. 9 (═ A. Mai VII 411); cf. Pl. XIX 123; Isid. XVII 10, 15; Hes. s. v. βλίτον.) [*](5 SIM. Diphil. (Ath. II 58e), Pl. XX 222sq. e S. N.); Ruf. ed. Ruelle 485. 445; Garg. M. 5 (e Pl. Gal. Diosc. ) Ps. Orib. I 25 (═ A. Mai VII 410), unde Isid. XVII 10, 5; Ps. Ap. 41 (═ Ps. Orib. I 26), Geop. XII 12 (e Gal. Pl.); Sim. S. s. v. (e Gal. Diosc. aliis).) [*](5 EXC. Ps. Orib. I 27 (═ A. Mai VII 449); cf. Gal. XII 66. VI 629.) [*](6 TEST. Garg. M. 5: Sextius Niger et Dioscorides stomacho nutiles arbi- trantur. Dioscorides et Galenus (VI 629) criminantur in malvis quod corpus minime alant sed citato Iapsu per meatum ventris erumpant.) [*](1 καὶ τὰ N post καυλὸς add. ἢ ὁ καρπὸς (var. lect.) E 2 ἑφθὰ (λεπτὰ C) ἐσθίςτας RE sequitur in Di cap. περὶ βουνείου (cf. D, IV 123); marg. add. περισσόν P) [*](3 num. cap. σμq FDi: σμζ Η: ρκq E βλῆτον QEDi: βλίτον R Theophr. Gal. post βλίτον syn. e R add. HDi δὲ ἐστιν C 4 μηδεμίαν R) [*](5 aum. cap. σμζ FDi: σμη H: ρκζ HE μολόχη F: μαλὰχη reliqui: μαλάχη κηπευτή Di initio syn. e R add. HDi μᾶλλον ἡ κηπευτὴ REDi 8 φύλλα αὐτῶν R μασηθέντα καὶ om, R: καταπλασθέντα καὶ μασηθέντα E (corr, E2 superscr. β et α) ἐπιπλασθέντα VQ: καταπλασθέντα reliqui, cf. D. eup. I 54 (117)) [*](9 C fol. 77r: N fol. 32 ἐχλωτορειπλαμ C: ἐχλωτωριπλαμ N: ἐχλωτορι- πλάμ Di: ἐχλατορίπλαμ H οἱ δὲ ῥιπλάν om. N: ῥιμπλάν H 10 βλητούμ H Δάκοι βλίς om. HDi, cf. Tomaschek die alten Thraker II 24) [*](11 C fol. 228r: N 94 ὀρτῆνσε NDi 12 ἄνθαιμ CDi: ἄνθεμα N: anyloa Ps. Ap. (L): correxi Ζωροάστης R: ζωρόαστρις Di: ζωρόαστις H zoroastris diadema Ps. Ap. (L): fort. διὰδημα χοκορτήν H: egypti locortes Ps. Ap. 13 prophetae uramoys Ps. Ap.) [*](14 C fol. 229r: N 94 οἱ δὲ χερσέαν add. N στρεμφύλλιον] suspectum)

192
σθέντα μετʼ ὀλίγων ἁλῶν αἰγιλώπια ἀνασκευάζειν· πρὸς μέντοι τὴν ἀπούλωσιν δίχα τῶν ἁλῶν χρηστέον αὐτῇ. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς σφηκῶν καὶ μελισσῶν πληγὰς καταπλασσομένη· κἂν περιχρίσηται δέ τις αὐτοῖς ὠμοῖς λείοις σὺν ἐλαίῳ, ἄπληκτος διαμένει· μετὰ δὲ οὔρου καταπλασθέντα ἀχῶρας καὶ πίτυρα ἰᾶται.

2 ἑφθὰ δὲ λεῖα τὰ φύλλα σὺν ἐλαίῳ ἐπιτιθέμενα πυρίκαυτα καὶ ἐρυσιπέλατα ὠφελεῖ τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῆς μαλακτικὸν ἐγκάθισμα ὑστέρας, εἴς τε ἐνέματα πρὸς δηγμοὺς ἐντέρων καὶ μήτρας καὶ δακτυλίου ἁρμόδιον. ὁ δὲ ζωμὸς σὺν ταῖς ῥίζαις βοηθεῖ ἑψόμενος πᾶσι τοῖς θανασίμοις· ἐξερᾶν δὲ δεῖ συνεχῶς πίνοντας. ὠφελεῖ δὲ καὶ φαλαγγιοδήκτους καὶ γάλα κατασπᾷ. ὁ δὲ καρπὸς μιγέντος αὐτῷ λωτοῦ ἀγρίου σπέρματος πινόμενος μετʼ οἴνου τὰ περὶ κύστιν ἀλγήματα παύει.

119 ἀνδράφαξυς λάχανον γνώριμον· διττόν, τὸ μὲν ἄγριον τὸ δὲ κηπευτόν, λαχανεύεται δὲ ἑχθόν. ἔστι δὲ κοιλίας μαλακτικόν, καταπλασσόμενον δὲ ὠμόν τε καὶ ἑφθὸν φύγεθλα διαφορεῖ, ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς πινόμενος μετὰ μελικράτου ἴκτερον θεραπεύει.

[*](119 RV : ἀνδράφαξις· οἱ δὲ ἀνδραφάξ. οἱ δὲ χρυσολάχανον Ῥωμαῖοι ἀτρίπλικεμ, Αἰγύπτιοι ὠχεί.)[*](1 SIM. Sext N. (Pl. XX 226) — Cels. II 29 — Pl. XX 228 D. eup. II 107 305) — eup. I 54 (117) — Pl. 223 eup. 122 (321) — Pl. 224 eup. I 105 (146) Apollon. (Gal. XII 478) — Pl. 228 eup. I 178 (187) — Pl. 228 eup. I 169 (181) — Pl. 228 eup II 71 (285) — Pl. 228 eup. II 42 (256) eup. I 215 (206) Ruf. (Orib. II 210) — Nic. Al. 487. eup. II 156. 163. Pl. 223 —eup. II 121 (320) — eup. I 138 (163).)[*](14 SΙΜ. Pl. XX 219sq., unde Garg. Μ c. 7 (aliis e Gal. additis) cf. schol Arist. Eq. 630.)[*](14 EXC. Gal. XI 843 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII s s. v.).)[*](1 αἰλίλωτα RΕ σὺν μέλιτι add. ante ἀνασκευάζειν H: post ἀνασκ. REDi: om, reliqui et D. eup. l. s. 2 τὴν ἀπούλωσιν E: τῇ ἀπουλώσει reliqui αὐτοῖς Η δὲ om, REDi 3 μελισσῶν καὶ σφηκῶν REDi καταπλασσό- μενα R 4 αὐτὴν λείαν R: αὐτὴν λεῖα Ε λείοις om, V 5 μετʼ ἔλαίου δὲ) E καταπλασθέντα VQC: καταπλασθεῖσα reliqui 6 τὰ φύλλα λεῖα RE 8 δηγμὸν R 9 ἑψηθεὶς βοηθεῖ πινόμενος RE, fort. recte 10 ξερᾶν HDiE (at ξερ in ras.) πίνοντα V 12 καὶ πινόμενος RE 13 πραύνει HDi)[*](14 num. cap. σμη FDi: ρκη E tit. περὶ ἀνδραφάξεως F: περὶ ἀνδρα- φάξυος Di ἀτράφαξις H: ἀν τράφαξυς Di post ἀνδρ. syn. e R add. Di, post κηπευτόν Η 15 κηπευόμενον R λαχανεύεται· ἔστι δὲ ἑφθὸν κ. R: eliœi si comedantur, ventrem molliunt Dl δὲ (alt.)] καὶ F)[*](19 C fol. 51r: N 20 uulg. ἀτράφαξις mg. add. C (m. rec.): atripleœ mg. add. N (m. rec.) οὶ δὲ ἀνδραφαξʼ (sic C): om. HDi 20 ἀτριπληκεμ R ὠχί H)
193

120 κράμβη ἥμερος εὐκοίλιος ἀκρόζεστος ἐσθιομένη, ἡ δὲ καθεψηθεῖσα κοιλίαν ἵστησι καὶ μᾶλλον ἡ δίεφθος καὶ ἐν κονίᾳ ἑψηθεῖσα· κακοστόμαχος δὲ καὶ μᾶλλον δριμυτέρα ἡ θερινή, ἡ δὲ ἐν Αἰγύπτῳ διὰ πικρίαν ἄβρωτος. ἀμβλυωποῦσι δὲ βοηθεῖ καὶ τρομώδεσιν ἐσθιομένη, καὶ τάς ἐκ κραιπάλης δὲ καὶ οἴνων κακίας σβέννυσιν ἐπιλαμβανομένη. τὸ δὲ ἀπʼ αὐτῆς κύημα εὐστομαχώτερον καὶ οὐρητικώτερον, ταριχευθὲν δὲ κακοστόμαχον καὶ κοιλίας ταρακτικόν.

ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς ὠμῆς μετὰ 2 ἴριδος καὶ νίτρου καταπινόμενος κοιλίαν μαλάττει, μετʼ οἴνου δὲ ποθεὶς ἐχεοδήκτοις βοηθεῖ, σὺν τηλίνῳ δὲ ἀλεύρῳ καὶ ὄξει ποδαγρικοῖς καὶ ἀρθριτικοῖς, ἕλκεσί τε ῥυπαροῖς καὶ παλαιοῖς ἐπιπλαττόμενος ἁρμόζει, ἐγχεόμενός τε καθʼ ἑαυτὸν ταῖς ῥισὶ κεφαλὴν καθαίρει· μετὰ δὲ αἰρίνου ἀλεύρου προστεθεὶς καταμήνια ἄγει. τὰ δὲ φύλλα λεῖα καταπλασσόμενα καθʼ ἑαυτὰ ἢ μετὰ ἀλφίτων ποιεῖ πρὸς πᾶσαν φλεγμονὴν καὶ οἰδήματα, καὶ ἐρυσιπέλατα καὶ ἐπινυκτίδας καὶ λέπρας ἰᾶται. μεθʼ ἁλῶν [*](120 RV: κράμβη ἥμερος· οἱ δὲ κράμβη κηπαία, Ῥωμαῖοι βράσσικα.) [*](1 SIM. [Hipp] π. δ. II 54 (VI 560): Theophr h. pl. IV 16, 6; Diph. (Ath. IX 369f.);  Pl. XX 84 sq. (e S. N.); Garg. M. 30 (e Pl. D. Gal.); Geop. XII 17;  Sim. S. s. v. (e Gal. D.) — Pl. XX 84 D. eup. II 49 (263) Mnesith. (Orib. I 279) — Diph. (Ath. l. s) Pl. 91—Mnesith.(0rib. [278) Pl. 85 eup. I 43 (113)—Pl. 85 (ex Erasistr.) eup. I 231 (213) — Pl. 84 eup. I 24 (105) — Pl. 90 — Pl. 88 eup. II 15 (317) — Pl. 87. 88 eup. I 235 (217) Mnesith. (Orib. I 279) — Pl. 88 — Pl. 85 eup. I 3 (96) — eup. I 145 (167) — Pl. 88 — eup. I 199 (196) — Pl. 88 — Mnesith. l. s. Pl. 87 eup. II 61 (273)— eup. I 9l (138) —eup. II 78 (291) —eup. II 67 (282) — eup. I 121 (154) — Pl. 90 eup. II 35 (248).) [*](1 EXC. Gal. XII 42, cf. VI 630. Aet. I s. v Paul. Aeg. VII 3 s. v. (e Gal.).) [*](8 TEST. Garg. M. 30: Dioscorides sucum eius viridem cum iri et nitro ad molliendum alvum dari censet. podagricis et arthriticis cum aceto et feni graeci farina utiliter inponitur.) [*](1 num. cap. σμθ FDi: σν H: ρκθ E post ἥμερος syn. e R add. Di εὐστόμαχος πινομένη καθεψηθεῖσα· κακοστόμαχος R ἡ δὲ καθεψηθεῖσα VQE: καθεψηθεῖσα δὲ Di 2 ἡ —μᾶλλον om. H: διεψηθεῖσα (om. εφθος καὶ ἐν κονίᾳ) V : δὶς ἑφηθεῖσα F, at cf. Dl si maœime in cinere calido ⟨coctus〉 fuerit διςεφθὴ E: δίσεφθος Di: correxi 3 μᾶλλον om. REDi 5 δὲ (alt) om. RHEDi 6 οἴνου Di ἐξ αὐτῆς RDi 7 κλῆμα R: κύκμα H. cerna Dl, cf. Spr. comm. in D. II 464, Nic. ed. Schneider 117 sq. εὐστομαχώτερον μέν, δριμύτερον δὲ καὶ οὐρ, REDi: eustomaca est et diuretica Dl 8 ὠμῆς QE: ὠμὸς reliqui 11 ἕλκεσιν παλαιοῖς καὶ ῥυπαροῖς E 12 ἐγχριόμενος δὲ R 14 λεῖα addidi e R, post καταπλασσόμενα colloc. E, post ἀλφίτων Di 15 ἢ καὶ RE ἀλφίτου RE 16 ἐρυσιπέλατα δὲ Di) [*](16 C fol. 183r: N 83)

194
δὲ ἄνθρακας περιρρήττει· ἴσχει δὲ καὶ ῥύσιν τῶν ἐν κεφαλῇ τριχῶν.

3 ὠμὰ δὲ ἐσθιόμενα μετʼ ὄξους σπληνικούς ὠφελεῖ, διαμασώμενα δὲ φωνῆς ἀποκοπὴν καθίστησι τοῦ χυλοῦ καταπινομένου, καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῆς κοιλίαν καὶ ἔμμηνα κινεῖ πινόμενον. τὸ δὲ ἄνθος ἀτόκιον μετὰ τὴν ἀποκύησιν προστεθὲν ἐν πεσσῷ. τὸ δὲ σπέρμα μάλιστα τῆς ἐν Αἰγύπτῳ γεννωμένης πινόμενον ἕλμινθας ἐκτινάσσει· μίσγεται δὲ καὶ εἰς ἀντιδότους θηριακάς, πρόσωπόν τε ἀποκαθαίρει καὶ φακούς. οἱ δὲ καυλοὶ χλωροὶ κατακαέντες σύν ταῖς ῥίζαις καὶ ἀναλημφθέντες στέατι χοιρείῳ παλαιῷ πλευράς χρόνια ἀλγήματα ἐπιτεθέντες παύουσιν.

121 κράμβη ἀγρία φύεται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν παραθαλασσίοις τόποις καὶ κρημνώδεσιν, ἐοικυῖα τῇ ἡμέρῳ, λευκοτέρα δέ ἐστι καὶ δασυτέρα καὶ πικρά. τὸ δὲ κύημα αὐτῆς ἐν κονίᾳ ἑψηθὲν οὐκ ἄστομον.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα καταπλασσόμενα κολλητικὴν τραυμάτων καὶ διαφορητικὴν οἰδημάτων καὶ φλεγμονῶν.

122 ἡ δὲ θαλα σσία λεγομένη κράμβη ἐξήλλακται τῷ [*](121 RV: κράμβη ἀγρία· Ῥωμαῖοι βράσσικα ῥούστικα.) [*](122 RV: κράμβη θαλασσία· οἱ δὲ θαλασσοκράμβην καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι κολίκλουμ μαρίνουμ.) [*](12 SIM. Pl. XX 92;  Ps. Ap 127 (═ A Mai l. s. VII 445).) [*](12 EXC. Orib. XI s. v. (κράμβη — πικρά); Gal. XII 43 ( ═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](18 SIM. Pl. ΧΧ 96 (e S. N.).) [*](18 EXC. Gal. XII 43.) [*](1 ἴσχει] ἐπέχει R 2 post τριχῶν add. ἑψόμενα δὲ καὶ μιγνύμενα μέλιτι πρὸς νομὰς γαγγραινῶν ποιοῦσιν NHDi post σπληνικοὺς c. 9 litt. del. E2 3 καὶ τοῦ ξύλου πινομένου C: μετὰ καὶ τοῦ χυλοῦ πινομένου Ν 5 ἀτόκιόν ἐστιν E τὴν χρῆσιν R 6 γενομένης E 7 ἕλμης E σμίγεται H: μίγνυ- ται E ἀντιδότους καὶ εἰς κοιλιακάς RE: ἀντιδότους κοιλιακάς HDi. antidotis quiliacis miscetur Dl 9 καέντες HDi ἐναλιφθέντες R 10 χηνείφ Q: ἀξουγγίῳ παλαιῷ D. eup. II 35 (248): absungia procina Dl, cf. D. IV 41 ἐπιτιθέμενα παύει N) [*](12 num. cap. σν FDi: σνα H: ρλ E post ἀγρία e R add ἥν ῥωμαῖοι βρασοκαρουστίκα Di ἐπὶ om. Orib.E πλεῖστον RDi 13 τόποις post κρημνώδεσιν transpos. REDi ἐοικοῦσα R 14 κλῆμα RDi (κύημ superscr. u) ἐνκονίζει ὅθεν R 17 διαφορητικὴν — καὶ (alt.) om. V τε καὶ RDi) [*](18 num. cap. σνα FDi: om. E θκλασσοκράμβη R ἔξεστιν ἐχουσα C: ἔστιν ἔχουσα N τῷ παντὶ] πάντη H) [*](19 C fol. 184r: N 84 cauliculus silvester mg. add. N (m rec.).) [*](20 C fol. 185r: N 84 cauliculus marinus apud montem pessidanum vocatur baretus mg. add. N (m. rec. ))

195
παντὶ τῆς ἡμέρου, ἔχουσα φύλλα μακρὰ τῇ στρογγύλη ἀριστολοχείᾳ ὅμοία. ἐκπέφυκε δὲ ἕκαστον αὐτῶν ἀπὸ κλωνίων ὑπερύθρων ἐξ ἑνὸς μόσχου ὥσπερ κισσός· ἔχει δὲ καὶ ὀπὸν λευκόν, οὐ πολύν. ἐστι δὲ τῇ γεύσει ὑφάλμυρος καὶ ποσῶς ἔμπικρος κατὰ τὴν γεῦσιν.

ὅλη δὲ ἡ πόα λυτικωτάτη κοιλίας ἑφθὴ βρωθεῖσα. συνέψουσι δὲ αὐτῇ ἔνιοι διὰ τὴν δριμύτητα τὰ λιπαρὰ τῶν κρεῶν.

123 σεῦτλον διττόν ἐστιν, οὗ τὸ μὲν μέλαν σταλτικώτερον κοιλίας σύν φακῇ ἑψηθέν, καὶ μᾶλλον ἡ ῥίζα, τὸ δὲ λευκὸν εὐκοίλιον. κακόχυμα δὲ ἀμφότερα διὰ τὸ ἐν αὐτοῖς νιτρῶδες, ὅθεν ὁ χυλὸς αὐτῶν καθαίρει κεφαλὴν ῥινὶ ἐγχεόμενος μετὰ μέλιτος καὶ ὠταλγίας ὠφελεῖ, τὸ δὲ τῶν ῥιζῶν καὶ τῶν φύλλων ἀφέψημα πιτύρων καὶ κονίδων σμηκτικὸν καὶ χιμέτλης πραυντικὸν καταντλούμενον. ὠμοῖς δὲ τοῖς φύλλοις καταπλάσσειν δεῖ ἀλφοὺς προεκνιτρωθέντας καὶ ἀλωπεκίας προκατασεῦτλον [*](123 RV: μέλαν ἄγριον· Ῥωμαῖοι βῆτα σιλβάτικα.) [*](8 SIM. (Hipp] π. δ. ΙΙ 54 (VI 560); Theophr. h. pl. VII 4, 4 (unde Ath. ΙX 371a); Diphil. (Ath. l. s.); Pl. XX 69 (e S. N.): Geop. XII 15; Sim. S. s. v. (e Gal. aliis additis) — [ Hipp] l. s. Diph. l. s Pl. XX 71 — Pl. 69 eup. I 3 (96) — Pl. 69 — eup. I 105 (146) — Pl, 70 — eup. I 118 (151) — Pl. 71 eup. I 95 (141) — Pl, 71 eup. I 200 (197) — eup. I 106 (147) — Pl. 70 eup. I 178 (187)— Pl. 70 eup. I 169 (181).) [*](8 EXC. Gal. XII 138, cf. VI 629; Garg. M. 10 (e Gal. D. alio), cf. A. Mai. VII 409 (═ Ps. Orib. I 14).) [*](1 φύλλα πολλὰ (π. post λεπτὰ colloc. N) εὐμήκη λεπτά R: φύλλα εὐμήκη λεπτά Di: folia habens longa et rotunda, similia aristolocis Dl μακρὰ om. E τῇ — ὅμοια om, R 2 πέφυκεν R ἐπὶ R 3 κισσοί E καὶ ὀπὸν] καρ- πὸν R λευκὸν ὀπόν H 4 ποσῶς ἐν τῇ αὐτῇ ἐστιν συνστάσει R ἔμπίκρος παρὰ τὴν σύστασιν Ε: ἔμπικρος λιπαρὰ τὴν σύστασιν Di: salsum est et amarum Dl 6 post πόα add. κακοστόμαχος, δριμεῖα Di κοιλίας λυτικωτάτη REDi 7 αὐτῇ om. E: αὐτὴν F διὰ τὴν δριμύτητα om. REFDl, at cf. Pl. 1. s. coqui tur propter acrimoniam cum pingui carne μετὰ (e δρμύτητα matum) τῶν λιπαρωτάτων κρεῶν F : τῶν λιπαρωτάτων κρεῶν Η) [*](8 num. cap. σνβ QDi: ρλα E σεῦτλον F: τεῦτλον reliqui τεῦτλος πέγα· ῥωμαῖοι βιταλσιλβατικὰ Di ἐστιν οὗ om. R (οὗ add. C m. rec.) ὧν Di στατικότερον E 9 post ἐψηθὲν add. ἐσθιόμενον C 10 ἀμφότερα δὲ κακόχυμ REDi 11 κεφαλῆς [ς add. m. rec.) ῥοῦν C ῥινεγχυτούμενος RE (at εγ E2 in ras.) 12 ὠταλγίαν E τῶν (alt) om. E 13 ἕφημα E σμηκτικὸν] ἐφκτικὸν F, cf. D. eup. I 105 (146) χεμέθλων N 15 δεῖ om. RE καὶ — προκατακνισθείσας om. E κατακνισ θείσας RDi) [*](18 C fol. 301v·: N 159)

196
κνισθείσας καὶ τὰ νεμόμενα ἕλκη. ἑφθὴ δὲ ἐξανθήματα καὶ πυρίκαυτα καὶ ἐρυσιπέλατα ἰᾶται.

124 ἀνδράχνη δύναμιν ἔχει στυπτικήν, ψυκτικήν. καταπλασσομένη δὲ μετʼ ἀλφίτου βοηθεῖ κεφαλῆς ἀλγήμασι καὶ ὀφθαλμῶν φλεγμοναῖς καὶ ταῖς ἄλλαις καὶ στομάχου πυρώσει καὶ ἐρυσιπέλατι καὶ κύστεως ἀλγήματι. βρωθεῖσα δὲ αἱμωδίαν καὶ στομάχου καὶ ἐντέρων πύρωσιν καὶ ῥευματισμὸν πραύνει, νεφρούς τε δακνομένους καὶ κύστιν εὖ διατίθησι καὶ τὰς πρὸς συνουσίαν ὁρμὰς ἐκλύει.

2 παραπλησίως δὲ καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς ἐνεργεῖ πινόμενος καὶ ἐν πυρετοῖς ποιῶν, καὶ πρὸς ἕλμεις στρογγύλας καὶ αἵματος πτύσιν καὶ δυσενἀνδράχνη [*](124 RV: ἀγρία· οἱ δὲ ἀείζων ἄγριον, οἱ δὲ τηλέφιον, Ῥωμαῖοι ἐλέκεβραμ, οἱ δὲ πορτούλακαμ, Ἄφροι μοιμμοίμ, Δάκοι λάξ, Αἰγύπτιοι μοχμουτίμ. ἔχει δὲ αὕτη πλατύτερα τὰ φυλλάρια πρὸς τὰ τῆς ἀνδράχνης καὶ δασέα· φύεται ἐν πετρώδεσι τόποις. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, δριμεῖαν, ἑλκωτικήν, χοιράδων διαφορητικὴν σὺν ὀξυγγίῳ καταπλαττομένη.) [*](3 SIM. Pl. XXV 162 sq. cf. XIII 120: Ps Ap. 103 (cf. Pa. Orib. V 33)— Pl. XXV 162 Cels. II 33 — Pl. 168 D. eup. I 1 194) — Pl. 163 eup. I 29 (107) 32 (109) — eup. II 1 (226) — eup. I 168 (180) — eup. II 105 (305) — eup. I 75 (131) — eup. II 107 (305) — eup. II 97 (301) II 67 (282 II 29 (239) II 49 (263) II 118 (318) II 74 (286) I 105 (146).) [*](3 EXC. Gal. XI 830; Garg. M. 89 (117 R ═ A. Mai VII 413).) [*](2 ἔρυσιπέλατα καὶ πυρίκαυτα H) [*](3 num. cap. σνγ QDi: ρλβ E ἀνδράχνη ἀγρία Di initio syn. e R add. HDi post syn. e R interpol. Di (aliis additis) ἔχει αὕτη πλατύτερα φυλλάρια πρὸς τὰ τῆς ἀνδράχνης καὶ δασέα. φύεται ἐν πετρώδεσι τόποις, ἔστιν ὅτε καὶ ἐν κήποις. φύλλα ἔχει ὅμοια ἐλαίᾳ, μικρότερα δὲ πολλῷ, πλείονα δὲ καὶ ἁπαλά· καυλία ἐρυθρὰ ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πολλά, ἐπὶ γῆν κεκλιμένα, μασώμενα δὲ εὔχυλα καὶ γλίσχρα καὶ ὑφαλμυρά. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, δριμεῖαν, ἑλκω- τικήν, χοιράδων διαφορητικὴν σὺν ἀξουγγίῳ καταπλαττομένη, τοῦ ἀναζαπ βέως· ἀνδράχνη δύναμιν ἔχει κτλ. ψυκτικήν addidi Spr. duce, cf. Pl. 1. s. Gal. l. s. 4 δὲ om. F: μετὰ δὲ ἀλφίτου καταπλ. H ἀλφίτων Di βοηθεῖ post ἀλγήματι (v. 6) colloc. Di 5 καὶ ταῖς ἄλλαις om. E 6 πυρώσεσι QDi ἐρυσιπέλασι QDi ἀλγήματι FE: ἀλγήμασι reliqui 9 ἐκβάλλει ἢ ἐκλύει E (corr. E2) 11 στρογγύλας ἕλμις E ἕλμιν θας HDi αἵματός τε (om. καὶ) Di πτύσεις HE καὶ δυσεντερίαν om. F, at cf. Dl δυσεντερίας EDi) [*](12 C fol. 38r: om. N, cf. D. II 186. IV 90 eff. h. pict (37v) add. m. rec. δτῶται γλυστρίδα ἀείξωον HDi τελέφιον CDi: τέλφιον H 13 ἐλεκεβράμ libri προτουλακάμ HDi μοίμοιμ Di: μοίββαμ H 14 Daci laœ dicunt Ps. Apul, cf. Tomaschek l. s. 24 μουρχμουτιμ H verba ἔχει — κεταπλατ- τομένη e D. IV 90 huc translata sunt)

197
τερίαν καὶ πρὸς αἱμορροίδα καὶ πρὸς σηπὸς δήγματα. καὶ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ δὲ χρησίμως μείγνυται, ἔγκλυσμά τέ ἐστιν ἐντέρων ῥευματιζομένων καὶ ὀδαξωμένης μήτρας, καὶ πρὸς τὰς ἐξ ἐγκαύσεως κεφαλαλγίας σὺν ῥοδίνῳ ἐλαίῳ ἔμβρεγμα, πρός τε τὰ ἐν κεφαλῇ ἐξανθήματα σὺν οἴνῳ σμῆγμα, πρὸς τραύματα δὲ σφακελίζοντα σὺν ἀλφίτοις καταπλασσόμενος.

125 ἀσπάραγος πετραῖος ἢ μυάκανθος, οἱ δὲ ὅρμινον καλοῦσιν, οὗ τὸ καυλίον ἑψηθὲν καὶ βρωθὲν κοιλίαν μαλάσσει καὶ οὖρα κινεῖ, τῶν δὲ ῥιζῶν τὸ ἀφέψημα πινόμενον βοηθεῖ δυσουροῦσιν, ἰκτερικοῖς, ἰσχιαδικοῖς, φαλαγγιοδήκτοις δὲ μετʼ οἴνου ἀφηψημένον, καὶ ὀδονταλγοῦσι δὲ κρατουμένου τοῦ ἀφεψήματος ἐπὶ τῷ πονοῦντι ὀδόντι. ποιεῖ δὲ πρὸς τὰ αὐτὰ καὶ τὸ σπέρμα πινόμενον. φασὶ δὲ καὶ τούς κύνας πιόντας τὸ [*](125 RV: μύαγρον ἢ ἀσπάραγον ἄγριον, οἱ δὲ πετραῖον, οἱ δὲ μελάμπυρον, οἱ δὲ μυόθηρον, οἱ δὲ μυάγραν, Ῥωμαῖοι σπάραγουμ.) [*](7 SIM. [Hipp] π. δ. II 54 (VI 558): Pl. XX 108 sq. XIX 151; Garg. M. 31 (e Pl. ~ A. Mai. VII 429); Ath. lI 62e, Ps. Ap. 84 (═ A. Mai. VII 417); Geop. XII 18; Sim. S. s. v. — Pl. XX 108 — D. eup. II 112 (311) 109 (306) Pl. 109. 111 — Pl. 110 eup. II 56 (267) — eup. I 237 (219) — Pl. 110 — Pl. 111 eup. I 69 (128) — Pl. 111 — Pl. XIX 151 Geop. XII 18.) [*](7 EXC. Gal. XI 841 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VlI 3 s. v).) [*](1 μἱμόρρουν E: αἰμορροίδα reliqui, cf. D. eup. II 118 (318) post αἱμορ- ροίδα add. καὶ αἱμορραγίας πολύεφθος γενομένη Di 2 τὰ om. E 3 καὶ (pr) E: ἢ reliqui ὀδαξουμένης (ης in ras) E: ὀδαξομένης Di 4 ἢ ἐλαίῳ Di 5 πρὸς δὲ τραύματα E 6 ἀλφίτῳ EDi καταπλασσόμενον E: καταπλασσομένη Di in fine add. H quae Di initio interpolavit περὶ ἀνδράχνης ἀγρίας· ἀν- δράχνη ἀγρία λεγομένη καὶ ἐν ἄλλοις ὡς ἄνωθεν εἴρηται· ἔχει φύλλα κτλ.) [*](7 num. cap. σνδ QDi: ρλγ E μυάκινθος H: μυάκαν θα Di post μυάκανθος add. Ῥωμαῖοι σπαραγγούμ H ὅρμινον scripsi: μύιον F: μύινον E: μύρον H: μύον Di: mion Dl, cf. Pl. XIX 151 Poll. VI 54 init. sic habet R ὁ μὲν πετραῖος ἀσπάραγος ἡ μέν τι (sic) ἑφθός· ἔστι δὲ μύαγρον γιγνωσκόμενον τῶν καυλῶν ἑψηθέντων ἐπʼ ὀλίγον καὶ βρωθέντων 8 καλοῦσιν om. E ante οὗ add. γνώριμος Di: γινοσκώμενον E ἐπʼ ὀλίγον ἑψηθὲν E 10 ἰσχιαδικοῖς, ἐκτερικοτε RE post ἰκτερικοῖς add. νεφριτικοῖς Di 11 ἀφηψημένον — κρα- τουμένου om. R ἂφεψόμενον Di: ἀφεψημένον reliqui: correxi δὲ om. E 12 δὲ om. E 13 πινόμενον om. R τοὺς κύνας om. R πίνοντας RQ: πιόν- τας reliqui πιόντας post αὐτοῦ colloc. R) [*](14 C fol. 227r: N 91 sparagus agrestis mg. add. N (m. rec) ἢ ἀσπά- ραγον ἂγριον om. C)

198
ἀφέψημα αὐτοῦ θνήσκειν. ἔνιοι δὲ ἰστορήκασιν ὅτι, ἐάν τις κριοῦ κέρατα συγκόψας κατορύξῃ, φύεται ἀσπάραγος.

126 ἀρνόγλωσσον, οἱ δὲ ἑπτάπλευρον, οἱ δὲ πολύπλευρον· διττόν ἐστι, τὸ μὲν μικρὸν τὸ δὲ μεῖζον. ἔχει δὲ τὸ μὲν μικρὸν φύλλα στενότερα καὶ μικρότερα καὶ λειότερα, καυλὸν γωνιοειδῆ, καὶ κεκλιμένον ὡς ἐπὶ τὴν γῆν, ἄνθη ὠχρά, τὸ δὲ σπέρμα ἐπʼ ἄκρῳ τῷ καυλῷ. τὸ δὲ μεῖζον εὐερνέστερον, πλατύφυλλον, λαχανῶδες· καυλὸς δὲ καὶ ἐπὶ τούτῳ γωνιοειδής, [*](126 RV : ἀρνόγλωσσον· οἱ δὲ ἂρνειον, οἱ δὲ προβάτειον, οἱ δὲ κυνόγλωσσον, οἱ δὲ ἑπτάπλευρον, οἱ δὲ πολύνευρον, προ- φῆται οὐρὰ ἰχνεύμονας, Αἰγύπτιοι ἀσοήθ, Ῥωμαῖοι πλαντάγω μίνορ, Γάλλοι ταρβηλοθάδιον Σπάνοι θισάρικαμ, Ἄφροι ἀστιρκόκ.) [*](3 SIM. Pl. XXV 80 (e S. N.).) [*](3 EXC. Οrib. XI s. v (ἀρνόγλωσσον — δακτύλου); Ps. D de h. f. 50 (cf. Isid. XVII 9, 50). Gal. XI 838 (unde Aet. I s. v. Paul Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 2 (unde Ps. Orib. IIl 53); Hes. s. v.) [*](1 ἀποθνήσκειν E ἱστόρησαν REDi ὅτι om. Q 2 συγκόψας om. R in fine add. ἐμοὶ δὲ ἀπίθανον. ὁ μέντοι ἀσπάραγος οὗτος θάμνος ἐστὶ πολύ- κλαδος, φύλλα ἔχων πολλά, μακρά, ὅμοια μαράθρῳ· ῥίζα στρογγύλη, μεγάλη, ἔχουσα κόνδυλον οὗτινος τὸ καυλίον λειούμενον μετ’ οἴνου λευκοῦ παύει φρεν ίτιδας, ἑφθὸς δὲ ἢ ὀπτὸς λαμβανόμενος παύει στραγγουρίας καὶ δυσουρίας καὶ δυσενν- τερίας. ἡ δὲ ῥίζα αὐτοῦ ἐψηθεῖσα ἐν ὄξει ἢ οἴνῳ παύει στρέμματα, ἑρθὴ δὲ μετὰ σύκων καὶ ἐρεβίνθων λαμβανομένη ἰᾶται ἴκτερον καὶ παύει ἰσχιάδα καὶ στγγουρίαν. περιαπτομένη δὲ καὶ τὸ ἀπόζεμα αὐτῆς πινόμενον ποιεῖ ἀτόκιον καὶ ἄγονον HDi (unde ? )) [*](3 num. cap. σνε QDi: ρλδ Ε initio syn. e R add. Di ἑπτάνευρον Orib.: heptapleuron Pl. πολύνευρον Οrib.E, fort. recte 4 ἐστι om. C ἐστι μικρὸν καὶ μέγα 0rib, ἔχει — μικρὸν om, C 5 μακρότερα (at α corr. O2) καί στενότερα 0rib. καὶ μικρότερα καὶ λειότερα om. C: καὶ λειότερα om. VE καὶ μικροτερα καὶ λειότερα καὶ λεπτότερα Q: καὶ μικρότερα καὶ μαλακώτερα καὶ λειότερα καὶ λεπτότερα Di: minuta folia et angusta et levia Dl: correxi καυλί δὲ γωνιοειδῆ CDi 6 γονατώδη E καὶ om. C0rib.EDi, delevi κεκλιμένα CDi ὡς om. E ἄνθη λευκὰ ὠχρά E 7 δὲ (pr.) om. Οrib. ἄκρων τῶν καυλῶν COrib.Di τὸ δὲ — δακτύλου om. C 8 καὶ om. QDi τούτου EHDi: τοῦτο Orib.) [*](9 C fol. 30r: om. N effig. h. p. (fol. 29v·) mg. add. κοινῶς πεντάνευρον C (m. rec.) ἄρνιον CDi: arnion Ps. Ap.: correxi προβάτιον C: tusci dicunt probation Ps. Ap.: correxi 10 cynoglossa Ps. Ap., cf. D. IV 100 corinthi eptapleuron Ps. Ap. siculi dicunt polireunon tursion Ps. Ap. 11 ο (ε Di) ὐρεχνευμονος CDi: uraecneumonos Pa. Ap.: correxi ἀσοηθ C: ἀσύνθ Di: asaer Ps. Ap. 12 γάλλοι] οἱ δὲ Di ταρβηλοδάθιον Di: tarpi dopium Ps. Ap. ἱσπανοὶ Di θησαρικάμ Di: thicaricam Ps. Ap. 13 ἀτι. ειρκοκ C: ἀτίειρκόν Di: atiercon Ps. Ap.: correxi coll. D. IV 100)

199
ὑπέρυθρος, ὕψος πήχεως, ἐκ μέσου μέχρι κορυφῆς στέρματι περιεχόμενος λεπτῷ. ῥίζαι δὲ ὕπεισιν ἁπαλαί, δασεῖαι, λευκαί, πάχος δακτύλου. γεννᾶται δὲ πρὸς τοῖς τέλμασι καὶ φραγμοῖς καὶ ἐν ἐνίκμοις τόποις· εὐχρηστότερον δὲ τὸ μέγα.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα στυπτικήν ξηραντικήν ὅθεν 2 καταπλασσόμενα πρὸς πάντα τὰ κακοήθη καὶ ἐλεφαντιῶντας καὶ ῥευματικὰ καὶ ἀκάθαρτα ἕλκη ἁρμόζει. ἐπέχει δὲ καὶ αἱμορραγίας, νομάς, ἄνθρακας, ἕρπητας, ἐπινυκτίδας· ἀπουλοῖ καὶ χρόνια ἕλκη καὶ ἀνώμαλα καὶ τὰ χειρώνια ἰᾶται καὶ κόλπους παρακολλᾷ, καὶ κυνόδηκτα καὶ πυρίκαυτα, φλεγμονάς, παρωτίδας, φύγεθλα, χοιράδας καὶ αἰγίλωπας σὺν ἁλσὶν ἐπιπλασσόμενα ὠφελεῖ. ἑφθὸν δὲ τὸ λάχανον μεθ᾿  ἁλῶν καὶ ὄξους λαμβανόμενον δυσεντερικοῖς καὶ κοιλιακοῖς ἁρμόζει· δίδοται δὲ καὶ μετὰ φακῆς ἀντὶ σεύτλου συνεψόμενον, καὶ πρὸς λευκοφλεγματίας μετὰ τὸ ξηροφαγῆσαι μέση δίδοται ἡ πόα ἑφθή· ποιεῖ δὲ καὶ ἐπιλημπτικοῖς καὶ ἀσθματικοῖς διδομένη.

ὁ δὲ χυλὸς τῶν φύλλων τὰς ἐν στόματι νομὰς ἀνακαθαίρει 3 [*](5 SIM. Pl. XXV 80 — D. eup I 205 (200) — Pl. XXV 80 — Pl. XXVI 141 — eup. I 208 (202)— eup. I 200 (197) — Pl. XXVI 118 eup. I 178 (195)— eup. I 171 (183)— Pl. XXV 125 eup. II 114 (314) — Pl. XXVI 129 eup. I 178 (187) — eup. I 145 (167) — Pl. XXV 164 eup. I 148 (169) — Pl. XXVI 92 — Pl. XXVI 24 eup. I 154 (172)— eup. I 54 (117)— Pl. XXVI 44 eup. II 47 (258) 49 (261) — Pl. XXVI 119. 120 eup. II 63 276) — Pl. XVI 113 eup. I 18 (103) — eup. I 39 (252)— Pl. XXV 174 eup I 79 (133)— Pl. XXVI 121 eup. I 168 (180) — Pl. XXVI 126 — Pl. XXV 164 eup. I 58 (122) — eup. I 29 (107) — Pl. XXV 165 — Pl. XXVI 136 eup. II 29 (238) — eup. II 61 264)— Pl. XXVI 110 eup. II 38 (251)— Pl. XXVI 153 eup. II 71 (285) eup. II 86 (295) —eup. I 69 (127)— Pl. XXVI 88. 78 — Pl. XXVI 115 eup. II 20. 21 (234)— eup. I 155 (174).) [*](2 αἱ ῥίζαι ἁπαλαὶ E: ῥίζαι ἁπαλαὶ ὔπεισιν 0rib. ἔπεισιν V ἁπαλαί] πολλαὶ Orib. δασεῖαι om. Ps. D. de h. f. 3 φύεται H: εὑρίσκεται F δὲ om. E 4 ἐν addidi ἐνύδροις E μεῖζον CDi 5 ξηραντικήν, στυπτικήν CEDiDIPs. D. de h. f. 6 καὶ καταπλασσόμενα HDi (dittogr.) ἐλεφαντιῶσι καὶ ῥευματιζομένοις καὶ ἀκαθάρτοις ἕλκεσιν Η ἐλεφαντιῶντα CDi 7 ῥευμα τικὰ CEDi: ῥευματακακὰ ἀκάθαρτα V: ῥεύματα F : reumatica Dl ἴσχει CEDi αἱμορραγίαν CQDi 8 νομὰς καὶ ἄνθρακας VQE 9 δὲ καὶ C ἕλκη χρόνι ια CEDi ἀνώμαλα] νομὰς VQ χείρώνια] χρόνια E ἰᾶται om. C 10 τὰ κυνόδηκτα EDi τὰ πυρίκαυτα E 11 χοιράδας δὲ Di καὶ om. E αἰγιλώπια RDi ἐπιπλασσόμενον VQ 13 κοιλιακοῖς καὶ δυσεντερικοῖς C καὶ om. VQ 14 δίδοται— 16 διδομένη om. C καὶ (pr) om. H τεύτλου E: σεύτλων Di 15 λευκοφλεγματίας VE: λευκοφλεγματίαν reliqui μέση] cf. D. eup. II 63 (276) 16 ἄσθμασιν E 17 τὰς ἔν στόματι ἀνακαθαίρει VE (τὰ corr.E2): τὰ ἐν στόματι C: τὰ ἐν στ. ἕλκη reliqui: correxi coll. D. eup. I 82 (135) ἀποκαθαίρει H)

200
θαίρει συνεχῶς διακλυζόμενος, σὺν δὲ κιμωλίᾳ ἢ ψιμυθίῳ ἐρυσιπέλατα ἰᾶται, σύριγγάς τε ἐγκλυζόμενος ὠφελεῖ, καὶ πρὸς ὠταλγίας καὶ ὀφθαλμίας ἐνσταζόμενος ὁ χυλὸς καὶ κολλυρίοις μισγόμενος, καὶ πρὸς οὖλα αἱμασσόμενα καὶ πρὸς αἷμα ἀνάγοντας πινόμενος, καὶ πρὸς φθισικοὺς καὶ ἐπὶ δυσεντερικῶν ἐγκλυζόμενος πίνεται δὲ καὶ πρὸς φθίσιν, καὶ πρὸς ὑστερικὰς πνίγας προστίθεται ἐν ἐρίῳ καὶ ὑστέρᾳ ῥευματιζομένῃ.

4 καὶ ὁ καρπὸς δὲ πινόμενος μετʼ οἴνου τοὺς τῆς κοιλίας ῥευματισμοὺς καὶ πτύσεις αἵματος ἐπέχει. ἡ δὲ ῥίζα ἀφεψηθεῖσα καὶ διακλυζομένη ἢ αὐτὴ διαμασωμένη ὀδονταλγίας παύει. πρὸς δὲ τὰ ἐν κύστει ἕλκη καὶ νεφροῖς δίδοται καὶ τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα μετά γλυκέος. φασὶ δὲ ῥίζας ἁδρὰς τρεῖς ποθείσας μετʼ οἴνου κυάθων τριῶν καὶ ὕδατος ἴσου τριταίῳ βοηθεῖν, τεταρταίῳ δὲ τέσσαρας ῥίζας. ἔνιοι δὲ καὶ ἐνδέσματι χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας διαφορούσαις.

127 σίον φύεται ἐν τοῖς ὕδασι. θαμνίον λιπαρόν, ὀρθόν, [*](127 RV: σίον τὸ ἐν ὕδασιν· οἱ δὲ ἀναγαλλὶς ἔνυδρος, οἱ δὲ σχοῖνος ἀρωματική, οἱ δὲ δωρώνιον, Ῥωμαῖοι λάουερεμ.) [*](16 SIM. Speusipp. (Ath. II 51 c) Pl. XXII 84, cf. XXVI 50. 88; schol. Theocr. V 125; Hes. s. v.) [*](16 EXC. Orib. XII s. v. (σίον — εὐζώμῳ): Gal. XII 123; Paul. Aeg. VII 3 s. V.) [*](1 σὺν δὲ — 6 ἐγκλυζόμενος om. C 2 ἰᾶται τὰ ἐρυσ. Di: ἰᾶτας ἐρ. τάς τε σύριγγας E ὠφελεῖ om. E 3 ὠταλγίαν EQ πρὸς ἀφθαλμίαν E 4 μιγνύμενος E ἄγοντας V 5 καὶ πρὸς φθισικοὺς om. EDi καὶ πρὸς δυσεντερικοὺς HDi: ἐπὶ δὲ δυσεντερικῶν E 6 καὶ ἐνκλυζόμενος Ε δὲ om. E φθίσεις CE πρὸς om. V 7 προστίθεται — ῥευματιζομένῃ om. C καὶ κολλυρίοις δὲ υἰγνυται ὁ χυλός· ὁ δὲ καρπὸς C 9 δὲ — παύει om. C ἐψηθεῖσα Q 10 ἢ αὐτὴ] καὶ Di δὲ] τε C 11 τὰς E ἕλκη addidi e Di καὶ (del. E2) ῥίζα καὶ τὰ χύλλα CEFDi 12 τὰς ῥίζας CE ἁδρὰς scripsi: ὅλας E, post ποθείσας colloc. C: om. reliqui, cf. D. eup. II 20 (234) 13 τριῶν om. V : δύο C: δυεῖν E ἴσων E τριταίοις E 15 τῇ ῥίζη CEDi ὡς (superscr. E2) πρὸς χ. διαφορούση E καὶ διαφοροῦσι CEDi in fine add, Di οἱ δὲ σύροι τὸν τούτου ζωμὸι καὶ τῆς καλαμίνθης σὺν μέλιτί φασι τοὺς πυρετοὺς θεραπεύειν, διδόμενον δευτέρᾳ, τετράδι καὶ παρασκευῇ, τοῦτο ὡς μν- ντήριόν τι δέχου. ἔστι γὰρ ἀληθέστατον καὶ διὰ πείρας.) [*](16 num. cap. σνq FDi: σνζ H: ρλε E σίον τὸ ἐν ὅδασιν RDi initio syn. e R add. Di, post ἀρθόν H φὑεται] εὑρίσκεται Di ὀρθὸν λικαρόν 0rib . EDi λιπαρόν om. R ὄρθιον Q) [*](17 C fol. 304v: N fol. 361 18 σχῖνος Di ἀρωματικός H ὁωρωνιον C: δωρωνον N: δάρην ἴον HDi: corruptum, fort. ἀρωμάτιον λαουβιρδε C: λαου· οἱ δὲ λαουβιρδε N: λαουβέρδε Di: λάουερ ἕρβα coni Spr.: correxi coll. Pl. XXVI 50)

201
φύλλα ἔχον ἱπποσελίνῳ ἐοικότα, μικρότερα δὲ καὶ ἀρωματίζοντα, ἅπερ ἐσθιόμενα ἑφθά τε καὶ ὠμὰ λίθους θρύπτει καὶ ἐκκρίνει, οὖρά τε κινεῖ καὶ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἔμβρυα, δυσεντερικοῖς τε χρήσιμα βρωθέντα. Κρατεύας δὲ ἱστορεῖται περὶ αὐτοῦ οὕτως· πόα θαμνοειδής, ὀλίγη, ἔχουσα πολλὰ φύλλα περιφερῆ, μείζονα ἡδυόσμου, μέλανα, λεῖα, παρεγγίζοντα εὐζώμῳ.

128 σισύμβριον· οἱ δὲ καρδαμίνην, οἱ δὲ καὶ τοῦτο σίον καλοῦσιν. ἔνυδρός ἐστι πόα, κατὰ τὰ αὐτὰ τῷ σίῳ γεννωμένη. καρδαμίνην δʼ ἔνιοι λέγουσι διὰ τὸ ἐοικέναι καρδάμῳ κατὰ τὴν γεῦσιν. φύλλα δὲ ἔχει τὰ μὲν πρῶτα περιφερῆ, αὐξανόμενα δὲ σχίζεται ὡς τὰ τοῦ εὐζώμου. ἐστι δὲ θερμαντικά, διουρητικά· βιβρώσκεται δὲ καὶ ὠμά. ἀποκαθαίρει δὲ καὶ φακοὺς καὶ ἔφηλιν καταπλασθέντα διʼ ὅλης τῆς νυκτός, ἕωθεν δὲ ἀποκλυσθέντα.

129 κρῆθμον θαμνῶδές ἐστι βοτάνιον, ἀμφιλαφές, περὶ [*](128 RV: σισύμβριον ἕτερον· οἱ δὲ καρδαμίνην, οἱ δὲ καὶ τοῦτο σίον καλοῦσιν.) [*](8 SIM. Pl. XX 247 (e S. N.).) [*](8 EXC. Orib. XII s. v. (σισύμβριον — εὐζώμου); Gal. XII 124 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](16 SIM. Pl. XXV182 sq.(e S. N.); schol. Nic. Th.909 (ex Antigono); Hes. s. v.) [*](16 EKC. Οrib. XI s. v. (κρῆθμον — ἡδείας); Gall XIΙ 44 (═ Aet. I s. v. Paul Aeg. VII 8 s. v.).) [*](1 post φύλλα add. πλατὲα RE: φύλλα ἔχον πλατέα Di ἔχον om. N0rib. E: γεννῶν C post ἀρωματίζοντα e Gal. add. θερμότητος δὲ εἰς τοσοῦτον μετεί- ληφεν ὡς ἐσθ. Η 2 ὠμά τε καὶ ἑψθὰ Ε 3 τὰ ἔμμηνα R ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα ἄγει E: ἔμβρυα καὶ ἔμμηνἄνελ Di: καὶ ἔμβρυα om. R 4 ἱστορεῖται VF : ἱστορεῖ reliqui: post αὐτοῦ coll. Orib. E 5 αὐτοὺς F οὕτως om. R ὀλίγη Q: ἀλίγην V: ὀλίγα φύλλα ἔχουσα R0rib.EDi 6 λεῖα om. HDiDl: λίαν λεπαρά R: λιπαρά E0rib. ἐγγίζοντα R0rib.: ἔγγιστα E: παρεγγύζοντα reliqui: correxi cap. περὶ σισυβρίου III 41) add. Di) [*](7 num. cap. σνζ FDi: σνη H: ρλq E σισύμβριον ἕτερον Di οἱ δὲ (alt.)] ἔνιοι δὲ E 8 ἔστιν ἡ πό R0rib. 9 ἣν καρδαμίνην ἔνιοι λέγουσι Οrib. ἔνιοι om. H καρδαμώμῳ C κατὰ om. R0rib.EDi 10 φύλλον Orib.EDi δὲ om. CDi post ἔχει add. κατὰ τὴν γεῦσιν F τὸ μὲν πρῶτον R0rib .EDi περιφυές R: περιφερές 0rib EDi αὐξόμενον R0rib. Di: αὐξα////// (c. 4 litt. del. E2) νόμενον E 11 τὰ] τὸ R0rib.EDi θερμαντικόν, διουρητικόν EF : θερ- μαντικόν, οὐρητικόν RDi 12 καὶ (pr.) om. R ὠμόν REDi 13 καταπλα- σθὲν RE: καταπλασθέντα VQDi ἀποκλυσθέν REDi: ἀποπλυθέντα F: ἀπο- κυλισθέν τα V) [*](15 num. cap. σνη FDi: σνθ Η: ρλζ E κρίθμον (κρηθμόν ind.) Q: κρίθ- μον, οἱ δὲ κρίταμον Di: crethmos Pl. XXVI 158) [*](16 C fol. 324r): N 160)

202
πῆχυν τὸ ὕψος, φυόμενον ἐν πετρώδεσι καὶ παραθαλασσίοις τόποις, φύλλοις περίπλεον λιπαροῖς καὶ ὑπολεύκοις, τοῖς τῆς ἀνδράχνης παρεοικόσι, πλατυτέροις μέντοι καὶ ἐπιμηκεστέροις, ἁλμυρίζουσι δὲ πρὸς τὴν γεῦσιν· ἄνθη λευκά, τὸν δὲ καρπὸν ὥσπερ λιβανωτίδος, μαλακόν, εὐώδη, στρογγύλον, ὅς ξηρανθεὶς διίσταται καὶ ἔνδον ὡς πυρὸν ἔχει τὸ σπέρμα, ῥίζας δὲ δακτύλου τὸ πάχος τρεῖς ἢ τέσσαρας, εὐώδεις, ἡδείας.

δύναται δὲ ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα ἐναφεψηθέντα οἴνῳ καὶ πινόμενα βοηθεῖν δυσουροῦσι καὶ ἰκτερικοῖς· κινεῖ καὶ καταμήνια, καὶ λαχανεύεται ἑφθόν τε καὶ ὠμὸν ἐσθιόμενον. καὶ ταριχεύεται δὲ ἐν ἅλμῃ.

130 κορωνόποὗς πρόμηκές ἐστι βοτάνιον, κατὰ τοῦ ἐδάφους κατεστρωμένον, κατεσχισμένον τὰ φύλλα· λαχανεύεται δὲ καὶ τοῦτο ἑφθόν.

τούτου ποιεῖ ἡ ῥίζα πρὸς κοιλιακοὺς ἐσθιομένη.

[*](130 RV: κορωνόπους· οἱ δὲ Ἄμμωνος ⟨κέρας), οἱ δὲ ἀστ ⟨έ⟩ριον, Ἀφροι ἀτιρσιττή, Ῥωμαῖοι, κα⟨λ⟩κιάτρικεμ, οἱ δὲ τιλλάγω, οἱ δὲ σαγγουινάριαμ.)[*](8 SIM. [ Hipp] περὶ ΙΙ 54 VI 562); Pl. l. s. D eup. II 112 (311) . [Hipp.] π. ν. φ. 32 (VII 353); Ζop.(Οrib. II 597); D.eup. II 77 (: 289):Pl. XΧVI 158.)[*](12 SIM. Theophr. h. pl. VII 8, 3 (═ Pl. XXI 99); Pl. XXII 48 (e S. N.): Hes. s. v. — D. eup. II 49 (262) Pl. l. s.)[*](12 EXC. Orib. XI s. v. (κορωνόπους — λαχανεύεται); Gal. XII 40 (═ Paul. Aeg. VII s s. v.).)[*](1 παραθαλαττίοις Οrib.EDi 2 φύλλοις δὲ H, fort. recte περίκλεων Di παρεμέρουσιν ἀνδράχνῃ Orib. E 3 παχυτέροις coni Lac.: latiora Dl 4 καὶ ἁλμυρίζουσι (om. δὲ) Οrib.E μήλινα λευκά 0rib.: florem habens album Dl post καρπὸν add. λευκὸν 0rib.: semen habens libanotidis Dl: fort. καρπὸν ἔχει 5 στρογγύλον om. Orib. 6 πυρρὸν Orib.Di: πυρὸν reliqui: habet intus nucleum (ευρῆνα) candidum Pl. δὲ ἔχει E 8 καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καρπὸς καὶ τὰ φὑλλα H: ὁ καρπὸς καὶ ἡ ῥίζα καὶ τὰ φύλλα Di: folia et semen eius et radices Dl ἐνεψηθέντα Ε 9 δυσουριῶσιν καὶ ἰκτέροις Ε 10 κινεῖν καταμήνια E καὶ (alt.) om. EDi λαχανεύεται δὲ E ὠμὸν καὶ ἑφθὸν E 11 δὲ om. Di)[*](12 num. cap. ρνθ FDi: ρξ H: ρλη E κορονόπους FE post κορωνό- πους syn. e R add. D, post ἑφθόν H ἐστι om. RDi 15 ἐστρωμένον R0rib. EDi τὰ om. Orib. post φύλλα add. ῥίζαν λεπτὴν ἔχον στυπτικήν Di)[*](15 ἡ ῥίζα αὐτοῦ ποιεῖ R: οὗ ἡ ῥίζα ποιεῖ Ε ἐσθιομένην πρὸς κοιλιακοὺς ποι. οῦσαν Di ἐψομένη καὶ ἐσθιομένη E in fine add. e Ps. Ap. c. 45 (ut videtur) γίνεται δὲ (om. H) ἐν χέρσοις τόποις καὶ ἐν δώμασι (sic) καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ΗDi)[*](16 C fol. 179r: N 83 eruilia mg. add. N (m. rec.) κέρας addidi (propter fructum sic appellatur) 17 ἄστριον libri: correxi κακκιατρικεμ R κακιατρικέμ HDi: correxi 18 στιλλαγω N: στιλααγω C: στιλάγω Di: στιλματώ H: suspectum σανγουιναριεμ C: σανγυναριαμ N: σαγγουρναριάμ Di)
203

131 σόγχου δύο ἐστὶν εἴδη· τὸ μὲν γάρ ἐστιν ἀγριώτερον καὶ ἀκανθωδέστερον τὸ δὲ τρυφερώτερον καὶ ἐδωδιμώτερον· καυλὸς δὲ γωνιοειδής, ὑπέρυθρος, κενός· φύλλα δὲ ἔχει ἐκ διαστημάτων ἐσχισμένα τὴν περιφέρειαν.

δύναμις δὲ αὐτῶν ἐστι ψυκτική, μετρίως ὑποστύφουσα, ὅθεν στομάχῳ καυσουμένῳ καὶ φλεγμοναῖς καταπλασσόμενα ἁρμόζουσιν· ὁ δὲ χυλὸς καταρροφούμενος δηγμοὺς στομάχου παύει καὶ γάλα κατασπᾷ, προστεθεὶς δὲ ἐν ἐρίῳ δακτυλίου καὶ μήτρας φλεγμοναῖς βοηθεῖ. ἡ δὲ πόα καὶ ἡ ῥίζα καταπλασθεῖσα σκορπιοπλήκτοις ἀρήγει.

132 σέρις ἀγρία καὶ ἥμερος, ὧν ἡ μὲν ἀγρία πικρὶς ἢ [*](131 RR: σόγκος τραχύς· οἱ δὲ κικώριον ἄρρεν, Ῥωμαῖοι κικίρβιτα ἄσπρα, Ἄφροι γαθουονίμ.) [*](σόγκος τρυφερός· οἱ δὲ κικώριον θῆλυ, Ῥωμαῖοι κικίρκιχόριον βιταμ μόλλεμ, Ἀφροι γαθουονίμ. 1 SΙM. Theophr. h. pl. VI 4, 3. 8. VII 8, 3. Pl. XXII 88. Hes. s. v. D. eup. II 1 (226) — eup. I 145 (167) — Pl. XXII 89 eup. II 6 229)— Pl. XXII 89. XXVI 163 eup. I 138 (163) — Pl. XXII 89 eup. I 215 (206) — eup. II 71 (285) — Pl. XXII 90 eup. II 122 (321). 1 EXC. Orib. XII s. v. (σόγχου — περιφέρειαν), Gal. XII 128. 11 SIM. Pl. XX 76 (e S. N.), unde Garg. M. 12 (initio aliis e D. additis). Geop. XII 28; Sim. S. s. v. ἴντυβον, Hes. s. v. κιχόριον.) [*](11 EXC. Οrib. XII s. ν. (σέρις — ἔμπικρος); Gal. XII 119 (═ Paul. Aeg. VII 8 s. V.).) [*](1 num. cap. σξ FDi: σξα Η: ρλθ E σόγκου E: σόκχου H: σόκχος τρα- χύς (e R) Di initio syn. sonchi asperi add. Di, post ἐδωδιμώτερον H τού- του δύο εἴδη RDi ἐστὶν (pr.) om. Orib.H, post εἴδη colloc. E γάρ om. H: γάρ ἐστιν om. Οrib.: γὰρ αὐτοῦ ἐστιν E ἐγριωδέστερον RDiE (corr. E2) 2 ἐδώδιμον R0rib.Di 3 δὲ (pr.) om. CΟrib. ὑπόκενος καὶ ὑπέρυθρος C: ὑπόκενος, ἐνίοτε καὶ ὑπέρυθρος Ν: ἐνίοτε καὶ ὑπέρυθρος (om. ὑπόκενος) Di δὲ (aIt.) om. NHDi: δὲ ἔχει om. 0rib. ἔχων H 5 δύναμιν δὲ ἔχει κτλ. E ἐστι om. Q 6 φλεγμαίνοντι N καταπλασσόμενοι RHDi 7 δηγμὸν REDi: δῆγμα H 8 παύει Q: πραΰνει RE: καταπραῦνει Di ἐνεργῶς RE: ἐν om. Q, cf. D, eup. I 215 (206) καὶ δακτυλίου E: δακτυλίων H: δακτυλ΄ F 9 μητρῶν E 10 σκορπιοδήκτοις C post ἀρήγει add. ὁ δὲ ἕτερος σόκχος ὁ καὶ τρυφερὸς ἐενδρώδης ἐστὶ καὶ πλατύφυλλος, τὰ δὲ φύλλα διεῖλς τὸν καυλόν, κλάδους ἔχοντα· καὶ οὗτος δὲ (εἰς pro δὲ Di) τὰ αὐτὰ ποιεῖ HDi) [*](11 num. cap. σξα FDi: σξβ H: ρμ E σέρις ἥμερος· οἱ δὲ πικρίδα, Αἰ. γύπτιοι ἄγον, Ῥωμαῖοι ἰντύβου ἄγρεστε· δισσή, ὧν (e R) Di σέρις δισσή, ἀγ- ρία καὶ ἥμερος, ὧν ἡ μὲν ἀγρία πικρὶς . . . ἡ δὲ κηπευτὴ καὶ πλατυφυλλοτέρα coni. Sar. ἡ ἥμερος F (dittogr.) πικρὰ F : πικροὺς H: picris Dl ἡ καὶ NDi) [*](12 C fol. 315r: N 154 κιχώριον HDi ἄρρεν addidi 13 γαθουοννιμ N: γαθουόνημ Di 14 C fol. 315v: N 154: om. HDi σόνκος C θῆλυ om. Ν 15 γαοονινιμ C: γαοονιμ N: correxi)

204
καλεῖται, ἥτις ἐστὶ καὶ πλατυφυλλοτέρα καὶ εὐστομαχμωτέρα τῆς κηπευτῆς. καὶ τῆς κηπευτῆς δὲ διττὸν εῖδος· ἡ μὲν γάρ τίς ἐστι θριδακωδεστέρα καὶ πλατύφυλλος ἡ δὲ στενόφυλλος καὶ ἔμπικρος.

2 πᾶσαι δὲ στυπτικαὶ καὶ ψυκτικαὶ καὶ εὐστόμαχοι. ἱστᾶσι δὲ καὶ κοιλίαν ἑφθαὶ μετ᾿  ὄξους λαμβανόμεναι, καὶ μάλιστα αἱ ἄγριαι εὐστομαχώτεραι· βρωθεῖσαι γὰρ ἀτονοῦντα στόμαχον παρηγοροῦσι καὶ καυσούμενον καὶ καταπλασσόμεναι σὺν ἀλφίτῳ καὶ καθʼ ἑαυτάς, καὶ καρδιακοῖς εἰσι κατάπλασμα χρήσιμοι δὲ καὶ ποδάγραις καὶ ὀχθαλμῶν φλεγμοναῖς βοηθοῦσιν. ἡ δὲ πόα καὶ ἡ ῥίζα καταπλασθεῖσα σκορπιοπλήκτοις ἀρήγει καὶ ἐρυσιπέλασι σὺν ἀλφίτῳ. σὺν ψιμυθίῳ δὲ καὶ ὄξει ὁ χυλὸς αὐτῶν ἐπίχριστος τῶν ψύξεως δεομένων.

133 χονδρίλη· τὰ μὲν φύλλα καὶ τὸν καυλὸν καὶ τὰ ἄνθη [*](132 RV: σέρις ἥμερος· οἱ δὲ πικρίδιον, Αἰγύπτιοι ἄγον, Ῥωμαῖοι ἴντουβουμ ἀγρέστε, οἱ δὲ κικίρβιτα ἄλβα, οἱ δὲ ἀμαριτούδω.) [*](σέρις ἀγρία· οἱ δὲ κικώριον, οἱ δὲ πικρίδα ἀγρίαν, Αἰγύπτιοι ἀγονουχί, Ῥωμαῖοι κικίρβιταμ ἀγρέστεμ.) [*](5 SIM. [ Hipp.] π. δ. II 54 (VI 562) Pl. ΧΧ 76 — Pl. 1. s. D. eup. II 8 (229) — Pl. 75 eup. II 49 (262) — eup. II 1 (226) — Pl. 77 eup. II 28 (288)— Pl. 77 eup. I 235 (216) — eup. I 29 (l07) — eup. I 168 (180) — Pl. l. s 76.) [*](14 SIM. Pl. XXII 91 (e S. N.); cf. Theophr. h. pl. VII 7, 1. 1, 4 cf. Pl. XXI 105);  Hes. s. v.) [*](14 EXC. Orib. ΧII s. v. (χονδυη — κυαμιαῖα ἔστι δὲ — μεστήν); Gal ΧII 156 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 κικώρμιον N: κιχώριον QEDi: κιχόριον 0rib. καλουμένη NDi ἥτις] ἡ δὲ τις NDi καὶ (pr.) om. E πλαύφυλλος E καὶ εὐστομαχωτέρα om. N εὐστομω τέρα Orib.EDi 2 τῆς δὲ κηπευτῆς (om. καὶ) Οrib.: ταύτης NEDi 3 τίς om. Οrib. πλατύφυλλος καὶ ἔμπικρος Orib.E 4 ὑπόπικρος 0rib. 5 πᾶσαι] ἀμφότεραι EDi καὶ ψυκτ. καὶ om. N καὶ (pr) om. HDi ἵστησιν καὶ N 7 εὐστοματχώτεραι om N γὰρ διορθοῦνται στόμαχον καὶ παρη- γοροῦσιν μάλιστα N 8 καὶ (alt.) addidi, cf. D. eup. II 1 (226): καταπλασσό- μεναι δὲ Di μετʼ ἀλφίτου N 9 καὶ (alt.) om, NHDi καρδιακῶν NE εἰσὶν χρήσιμοι (om. κατάπλασμα) NDi καταπλάσματα Ε χρήσιμος E 10 δὲ καὶ om. N: δὲ om. Di ποδάγραις τε N: καὶ ποδάγραις δὲ Di: ποδαγρικοῖς E 11 καὶ σκορπιοπλήκτοισ Ε 12 ἔρυσιπέλατα σὺν ἀλφίῳ ἰἅται NDi καὶ σὺν μηθίω καὶ E ἐστὶν ὁ χυλὸς Di 13 ἐπιχρισθεὶς E) [*](14 num. cap. σξβ FDi: σξγ H: ρμα E χονδρίλη FR0rib. E: χονδρίλλη reliqui: χόνδρυλλα Theophr initio syn. e R add HDi φύλλα ἔχει E: ἔχει om. R) [*](15 N fol. 153: om. C πικρίδιον N: πικρίδα HDi 16 ἔντυβου HDi οἱ δὲ κικίρβιτα — 19 ἀγρέστε om. HDi)

205
ἔχει κιχορίῳ ὅμοια, ὅθεν καὶ εἶδος σέριδος ἀγρίας αὐτό τινες εἶπον, λεπτότερον δὲ τὸ ὅλον. περὶ δὲ τῷ κλωναρίῳ αὐτῆς εὑρίσκεται κόμμι ὅμοια μαστίχῃ μεγέθει κυαμιαῖα, ἅ τινα προστεθέντα λεῖα μετὰ σμύρνης ἐν ὀθονίῳ μέγεθος ἐλαίας ἔμμηνα ἄγει. ἡ δὲ πόα σὺν τῇ ῥίζῃ κοπεῖσα εἰς τροχίσκους ἀναπλάσσεται μειγνυμένου μέλιτος, οἵτινες διεθέντες καὶ νίτρῳ μιγέντες ἀλφούς ἀποσμήχουσιν· ἀνακολλᾷ δὲ καὶ τρίχας τὸ κόμμι.

καὶ ἡ ῥίζα δὲ πρόσφατος ποιεῖ εἰς τὰ αὐτά, βαπτομένης 2 εἰς αὐτὴν βελόνης καὶ προσαγομένης ταῖς θριξίν· ἁρμόζει δὲ καὶ πρὸς ἔχεις σὺν οἴνῳ πινομένη, καὶ κοιλίαν ἵστησιν ὁ χυλὸς αὐτῆς ἑψηθεὶς σὺν οἴνῳ καὶ ποθείς, καὶ καθʼ ἑαυτόν. ἐστι δὲ καὶ ἕτερον εἶδος χονδρίλης, φύλλον δὲ ἔχει περιβεβρωμένον, πρόμηκες, ἐπὶ γῆς ἐστρωμένον καυλὸν δὲ ὀποῦ μεστόν, ῥίζαν δὲ λεπτήν, ἔπακμον, κούφην, στρογγύλην, ὑπόξανθον, ὀποῦ μεστήν.

δύναμιν δʼ ἔχει ὁ καυλὸς καὶ τὰ φύλλα πεπτικήν. ὁ δὲ ὀπὸς τριχῶν τῶν ἐν βλεφάροις ἀνακολληνικός. φύεται δὲ ἐν γεώδεσι καὶ ἐργασίμοις χωρίοις.

134 κολόκυνθα ἐδώδιμος ὠμὴ καταπλασθεῖσα λεία [*](133 RV: χονδρίλη· οἱ δὲ καὶ τοῦτο κικώριον ἢ σερίδα καλοῦσιν.) [*](5 SIM. Pl. XXII 91 D. eup. II 78 (292)— eup. I 119 (153)— Pl. 91 eup. I 53 (117) — Pl. 1. s. — Pl. l. s. eup. II 48 (260).) [*](19 SIM. [ Hipp.] π. δ. ΙΙ 54 (VI 560); Mnesith., Diphil. (Αth. II 59 b); Pl. XX 16 (e S. N.); Ruf. ed. R. 542 (ex Hipp.);  Garg. M. 6 (e Gal. Pl. D) ~ Ps. Orib. I 117 (═ A. Mai l s. I 27); Sim. S. s. v. (e Ruf. Gal. aliis): Geop. XII 19, 8 — Pl. l. s. 16 — D. eup. I 9 (98) Pl. 17 — eup. I 29 (107) Pl. 16 — eup. I 235 (217) Pl. 17 — eup. I 57 (120) Pl. 16 — eup. II 2 (227) Pl. 17.) [*](19 EXC. Gal. XII 35(═ Aet. s. v. v Paul. Aeg. VII 3 v.), cf VI 561 sq.) [*](1 κορίω ἢ κιχορίω E (corr. E2) ὅθεν δὲ καὶ τὸ εἶδος· τινὲς δʼ αὐτὸ σερίδα ἀγρίαν R post εἶδος colloc. αὐτό τινες E: τινὲς αὐτὸ 0rib.: τινὲς αὐτὸ εἶπον Di 2 τὸ om. R τῶν κλοναρίων E (corr. E2): τοῖς κλωναρίοις RDi μὐτοῖς R 3 ὅμοια R: ὅμοιον reliqui: ὅμοια coni. Sarac. τῷ μεγέθει R (post κυαμιαῖα colloc. C): μεγέθη E 4 λεῖα om. R: post σμύρνης colloc. EDi ὀθω(ν  superscr.) F 5 ἄγει ἔμμηνα R: ἄγει καὶ ἔμμηνα (καὶ del. E2) 6 διειθέν- τες F: ἀνεθέντες Di: διητηθέντες R 7 τὰς τρίχας H 8 τὸ αὐτὸ ποιεῖ RE 11 ἐν οἴνῳ R καὶ (alt.) om. R: καὶ καθʼ ἑαυτὸν om. E 12 verba ἔστι- χωρίοις om. R φύλλον ἔχον Orib.E 14 δὲ om. Orib. 14 post δὲ add. ἔχει μεστήν E ἐπʼ ἄκρου κορυφὴν ἔχουσαν (ν add. E2) στρογγύλην 0rib. E (δὲ λεπτὴν ἔπακμον κούφην mg. add. E2): ad finem rotunda Dl 16 τὰ φύλλα καὶ ὁ καυλὸς E 18 χωρίοις FDi: τόποις H: χωρίοις καὶ τόποις E (καὶ τόποις del. E2)) [*](19 num. cap. σξγ FDi: σξδ H: ρμβ E ἐδώδιμος om. HDl) [*](20 C fol. 378r: N 167 κιχώριον HDi)

206
οἰδήματα καὶ ἀποστήματα πραύνει. τὸ δὲ ξύσμα αὐτῆς παιδίοις σειριῶσιν ὠφελίμως κατὰ τοῦ βρέγματος καταπλάσσεται, καὶ πρὸς ῤφθαλμοῦ φλεγμονάς καὶ ποδαγρικὰς ὁμοίως. ὁ δὲ χυλὸς τῶν ξυσμάτων ὠταλγίας καθʼ ἑαυτὸν καὶ μετὰ ῥοδίνου ἐγχυματιζόμενος ὠφελεῖ, καὶ πρὸς καυσουμένην ἐπιφάνειαν ἐγχριόμενος ὠφελεῖ. ὅλης δὲ αὐτῆς ἀποζεσθείσης καὶ ἐκθλίβεί. σης ὁ χυλὸς πινόμενος, μετὰ μέλιτος βραχέος καὶ νίτρου κοιλίαν λύει κούφως. καὶ εἴ τις κοιλάνας αὐτὴν ὠμὴν ἐγχέας τε οἶνον καὶ ἐξαιθριάσας κεράσας τε δοίη πιεῖν, μαλάσσει κοιλίαν κούφως.

135 σίκυς ἥμερος εὐκοίλιος, εὐστόμαχος, ψυκτικός, οὐ φθειρόμενος, κύστει ἁρμόδιος, ἀνακτητικὸς λειποθυμιῶν ὀσφραινόμενος. καὶ τὸ σπέρμα δὲ αὐτοῦ μετρίως οὐρητικόν, ἁρμόζον σὺν γάλακτι ἢ γλυκεῖ πρὸς τὰς ἐν κύστει ἑλκώσεις. τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ σὺν οἴνῳ καταπλασθέντα κυνόδηκτα ἰᾶται, σὺν μέλιτι δὲ καὶ ἐπινυκτίδας.

ἡ δὲ τοῦ πέπονος σὰρξ καὶ αὐτὴ πεπτική, οὐρητικὴ [*](1 ΤESΤ. Garg. M. 6: Dioscorides ramenta corticis viridis in cucurbita lau- dat, eorum effectus sic tradit: siriasim infantium capiti inposita depellunt, cum polenta podagrae aestuanti et ignibus sacris cum pane subveniunt.) [*](11 SIM. [ Hipp.] π. δ. II 55 (VI 564); Diocles frg. 120. 421); Diphil. (Ath. III 74c); Pl. XX 10 sq.; Geop. XII 19, 8 — D. eup. II 109 (306) II 113 (314) I 171 (183).) [*](11 EXC. Gal. XII 121; Garg. H. 16 (aliis e Pl. additis) ~  A. Mai l. s. VII 415. Ps. 0rib. I 118.) [*](17 SIM. [ Hipp.] π. δ. IΙ 55 (VI 654)), Diocles frg. 120. 121. Diphil. (Ath. III 68 f.); Pl. XX 11 (e S. N.), unde Garg. M. 15 (aliis aliunde additis) ~ A. Mai l. s. VII 415. Ps. 0rib. I 119; Ruf. ed. Ruelle 542; Geop. XII 9, 8; Sim. S. s. v. ἀγγούρια — Pl. 1. s. D. eup. I 29 (107) 30 (108); l 9 (98); I 108 (148)— Diocl. frg. 139. Ruf. (0rib. II 107). Pl. l. s. — eup. I 172 (183) Pl. l. s.) [*](17 EXC. Gal. XII 121, cf. VI 564. Paul. Aeg. VII s s. v.) [*](1 καὶ ἀποστήματα om. Q, post πραύνει colloc. E: apostematicis prodest Dl, cf, Pl, l. s. post πραύνει add. ἔστι δὲ ἐδώδιμος H ξέσμα Di 2 σειρι- ῶσιν κατὰ τοῦ βρέγματος ὠφέλιμον (ν in ras.)· καταπλάττεται δὲ καὶ Ε 3 ὀφ- θαλμῶν E ποδάγρας E 4 post ξυσμάτοιν add. θλιβέντων Di πρὸς ὠταλγίας EHDi: ὀδονταλγίας F : dolores aurium tollit Dl, cf. Gal. l. s. αὑτὸν E 5 καὶ πρὸς — ὠφελεῖ om. FEDl, at cf. D. eup. II 2 (227) ἐγχεόμενος H 7"βραχέος om. H 8 ἐκχέας E τε om. E 9 δὸς F: δώη EDi: πίνῃ νῆστις H κοιλίαν μαλάσσει E: κοιλίαν λύει H) [*](11 num. cap. σξδ FDi: σξε H: ρμγ E σικυὸς E: σίκους Gal. D. eup. 1. s. ὁ ἥμερος H 12 ἀγακλητικὸς δὲ λειποθυμίας E 13 δὲ addidi 14 ἢ om. E: σὺν γάλακτι ἢ γλυκεῖ D. eup. II 109 (306) γλυκεῖ corr. E2 (γλυ///κεῖ//////// c. 8 litt. eras.) 16 καὶ om. EDi 17 nov. cap (ρμδ) inc. E: σξδ· περὶ πέπονος Di πεπτίκή om. EDiDl, post οὐρητικὴ colloc. H)

207
ἐσθιομένη, καταπλασθεῖσα δὲ ὀφθαλμοῦ φλεγμονὰς πραύνει.

τὸ δὲ δέρμα αὐτοῦ σειριῶσι παιδίοις ἐπιτίθεται ἐπὶ τοῦ βρέγματος, 2 καὶ ῥαυματιζομένοις ὀφθαλμοῖς ἀντὶ ἀνακολλήματος κατὰ τοῦ μετώπου. ὁ δὲ χυλὸς σὺν τῷ σπέρματι μιγεὶς ἀλεύρῳ καὶ ξηρανθεὶς ἐν ἡλίῳ σμῆγμα γίνεται ῥυπτικὸν καὶ προσώπου λαμπρυντικόν. ἡ δὲ ῥίζα ξηρὰ ποθεῖσα σὺν ὑδρομέλιτι δραχμῆς μιᾶς ὁλκὴ ἐμέτους κινεῖ· εἰ δέ τις πραέως ἀπὸ δείπνου ἐμέσαι θέλοι, ἀρκέσουσιν ὀβολοὶ δύο· ὑγιάζει δὲ καὶ κηρία καταπλασθεῖσα λεία μετὰ τοῦ μέλιτος.

136 θρ ίδαξ ἥμερος εὐστόμαχος, ὑποψύχουσα, ὑπνωτική, κοιλίας μαλακτική, γάλακτος κατασπαστική· ἑψηθεῖσα δὲ γίνεται τροφιμωτέρα, ἄπλυτος δὲ ἐσθιομένη στομαχικοῖς ἁρμόζει. τὸ δὲ σπέρμα αὐτῆς πινόμενον τοῖς συνεχῶς ὀνειρώττουσι βοηθεῖ καὶ συνουσίαν ἀποστρέφει. αὐταὶ δὲ συνεχῶς ἐσθιόμεναι [*](136 RV: θρίδαξ ἥμερος· Ῥωμαῖοι λακτοῦκα, Αἰγύπτιοι ἐμβρωσί.) [*](θρίδαξ ἀγρία· οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἱεράκιον, προφῆται αἶμα Τιτάνου, Ζωροάστρης φέρομβρος, Αἰγύπτιοι ἐμβρωσί, Ῥωμαῖοι λακτοῦκαμ ἀγρέστεμ.) [*](10 SIM. [Hipp] π. δ. II 54 (558); Theophr. h. pl. VII 4, 5. 6, 2; Diphil. (Ath. II 69 e); Pl. XX 61 sq., unde Garg. M. 11 (aliis e Gal. initio additis) ~ Ps. Orib. I 15 ═ A. Mai 1. s. VII 411; Ruf. ed. Ruelle 430 (cf. Orib. III 94) 481. 544. 650. Sim. S. s. v. παρούλλια (e Gal. Ruf. allis); Geop. XII 13; Ps. Ap. 31 (═ Ps. Orib. I 16); Isid. XVII 10, 11 (e G. M.).) [*](10 EXC. Gal. XI 887 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.), cf. Gal. VI 624.) [*](12 TEST. Garg. Mart. 11: optime illas stomachicis dari non lotas Dioscorides adfirmat.) [*](1 ὀφθαλμῶν HE καταπραύνει HE 2 δέρμα FE: βρέγμα HDi: τὸ ἐπιπείμενον τῇ σερκὶ δέρμα D. eup. I 9 (98) κατὰ τοῦ βρέγματοε ἐπιτίθεται EDi 5 γίνεται λαμπρυντικὸν ῥυ (in ras.) πτικὸν προσώπου E: καὶ λαμπρυντικὸν προσώπου DiE2 6 ὑδρομέλιτι ἢ οἰνομέλιτι ἀλκὴ ᾶ Ε 7 μιθε addidi, cf. D. IV 151 ἀπὸ δείτνον πραέως E 8 θέλει F: θίλη H: θέλι/// E: θελήσετε Di: correxi δὲ om. H 9 λεία addidi ex E τοῦ om. E, delevi) [*](10 num. cap. σξε FDi: σξ𝔮 H: ργε E ὁ ἥμερος H post ἥπερος syn. e R add. HDi post syn. add. ἡ δὲ ἥμερος θρίδαξ C ὑποστύφουσα C: ὑποφύχουσα καὶ στύφουσα E (καὶ στ. del. E2) 11 κοιλίας μαλακτική om. C προκλητική CE 13 τοῖς om. C 14 συνουσίαις E (ι del. E2): συντρέφει C) [*](15 C fol. 135v: om. N 16 ἐμλβροσί HDi) [*](17 C fol. 136v: om. N post ἱεράκιον add. alii aspodelon, alii picris Ps. Ap. 18 Ζοροάστης C: ζωρόαστρις Di φερονμβρος CDi: correxi, cf. D. IV 150 19 λαπτουκα Di ἀγρέστε C: σιλβατίκα Di: lactuca siluatica Ps. Ap.)

208
ἀμβλυωπίας εἰσὶ ποιητικαί· ταριχεύονται δὲ ἐν ἅλμῃ.

2 ἐκκαυλήσασαι δὲ ἔχουσι παρεμφέρον τι τῇ τοῦ χυλοῦ καὶ ὀποῦ δυνάμει τῇ τῆς ἀγρίας θρίδακος.

ἡ δὲ ἀγρία θρίδαξ ἔοικε τῇ ἡμέρῳ, καυλωδεστέρα καὶ τοῖς φύλλοις λευκοτέρα καὶ ἰσχνοτέρα καὶ τραχυτέρα ὑπάρχουσα, πικρὰ δὲ πρὸς τὴν γεῦσιν. ὡμοίωται δὲ κατὰ ποσὸν τῇ δυνάμει μήκωνι, ὅθεν καὶ τὸν ὀπὸν αὐτῆς ἔνιοι μίσγουσι τῷ μηκωνίῳ. καθαίρει δὲ μετ᾿ ὀξυκράτου ποθεὶς ὁ ὀπὸς ἀβολῶν δυεῖν ὁλκὴ ὑδατώδη, ἀποκαθαίρει καὶ ἄργεμα καὶ ἀχλῦς, ποιεῖ καὶ πρὸς ἐπικαύσεις ἐγχριόμενος σὺν γυναικείῳ γάλακτι.

3 ἔστι δὲ καθόλου ὑπνωτικὸς καὶ ἀνώδυνος· ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα, ποτίζεται δὲ καὶ πρὸς σκορπιοπλήκτους καὶ φαλαγγιοδήκτους. τὸ δὲ σπέρμα, ὥσπερ τὸ τῆς ἡμέρου ποθέν, ὀνειρμωγμοὺς καὶ συνουσίαν ἀποστρέφει· δύναται δὲ καὶ ὁ χυλὸς πρὸς τὰ αὐτά, ἀσθενέστερον μέντοι. ἀποτίθεται δὲ ὁ ὀπὸς ἐν κεραμέοις ἀγγείοις προηλιαζόμενος ὥσπερ καὶ τὰ λοιπὰ χυλίσματα.

137 γιγγίδιον· φύεται μὲν τὸ πλεῖστον ἐν Κιλικίᾳ τε καὶ Συρίᾳ. βοτάνιον σταφυλίνῳ ἐοικὸς ἀγρίῳ, λεπτότερον δὲ καὶ [*](1 SIM. Diph. Ath. I. s) Pl. XX 65 — Diph. l. s. Cels. II 27. Pl. XX 64 — Diph. l. s. Pl. XX 64. eup. I 12 (99) — Diph. l. s. Pl. XX 64 — eup. I 138 (163) — Pl. 1. s. — Pl. XX 68 eup. II 100 (302) — Diph. l. s. Pl. XX 64. eup. II 97 (301) — Pl. XX 68 — Pl. XX 62 — Theophr. VII 6, 2. eup. I 34 (109) Pl. l. s — eup. I 12 (99) — eup. II 78 (290) — Pl. XX 62 eup. II 121 (320) — eup. II 97 (301).) [*](17: SIM. Pl. XX 83 (e  S. N.); D. eup. II 112 (311).) [*](17 EXC. cf. Gal. XI 856 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII. 3 s. v.).) [*](1 εἰς ἁλμαίας CH ἐκκαυλισθεἴσαι C: ἐκκαυλίσασαι HDi 2 παρεμφέρων (παρεμφερῆ in mg.) τὴν τοῦ χυλοῦ ὀποῦ δύναμιν C τι om. E, post ἔχουσι coll. Di 3 τῇ om. CEDi 4 num. cap. omisso tit. mg. add. περὶ τῆς ἀγρίας θρίδακος Di ἔοικεν μὲν E καυλωδεστέρα δὲ HDi 5 ὑπάρχουσα] μὐτάρκουσα C 6 τὴν om. C κατὰ πᾶσαν τὴν δύναμιν Q τὴν δύναμιν C 7 μίκωνίου E (ι pr. in η corr, E2) ὅθεν — μηκωνίφ om. H μήκωνι C 8 όξυμέλιτος CDi πλῆθος ὀβολῶν δυεῖν ὁλκὴν (ν del. E2) E: δυσὶν ὀβολῶν ὁλκῆς C: δυεἴν ὁβολῶν ὁλκὴ Di 9 ὑδατώδη κατὰ κοιλίαν HDi ἀποκαθαίρει] αὐτοῖς ἄγει C καὶ (pr.)] δὲ καὶ HDi ἄλγημα C ἀχλὑν Di 10 ἐγχριομένη CHDi γάλακτι γυναικείφ E 11 ὑπνωτικὴ Di καὶ (alt.) om. Di 13 ὥσπερ καὶ CE, fort. recte ποθὲν post ἀποστρέφει colloc. CE συνουσίας CE 14 πρὸς del. E2 15 ἀσθενέστερος E ἀποτίθεσθαι δὲ δεῖ CE2 (in mg.): ἀποτίθεσθαι δὲ κεὶ E ἐν ὀστρακίνοις C 16 προσηλιαζόμενος F: προσκλιαζομένοις C: προσηλιαζόμενος H: προηλιάξοντα E ὡς CE λοιπὰ] ἄλλα C) [*](17 num. cap. σξ𝔮 FDi: σξζ H: σμ𝔮 E post γιγγίδιον syn. e R add. HDi μὲν τὸ om. EDi, τὸ om. R τε om. REDi 18 σταφυ υλίνῳ μὲν Di (μὲν e mg. add. ut videtur))

209
πικρότερον, ῥίζαν ὑπόλευκον, πικρὰν ἔχον. λαχανεύεται δὲ ὠμόν τε καὶ ἑφθόν, καὶ ταριχευθὲν ἐσθίεται. ἔστι δὲ εὐστόμαχον, οὐρητικόν.

138 σκάνδιξ· καὶ τοῦτο ἄγριόν ἐστι λάχανον, ὑπόδριμυ καὶ ἔμπικρον, ἐδώδιμον, ἑφθόν τε καὶ ὠμὸν ἐσθιόμενον εὐκοίλιον καὶ εὐστόμαχον, οὐρητικόν. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτοῦ κύστει χρήσιμον καὶ νεφροῖς καὶ ἥπατι πινόμενον.

139 καυκαλίς, ἔνιοι δὲ δαῦκον ἄγριον καλοῦσι. καυλίον [*](137 RV: γιγγίδιον· οἱ δὲ λεπίδιον, Ῥωμαῖοι βὶς ἀκούτουμ. Αἰγύπτιοι δωρισάστρου, Σύροι ἀδοριού, Ἄφροι τιρινταί.) [*](138 RV : σκάνδυξ· Ῥωμαῖοι ἕρβα κανάρια, οἱ δὲ ἀκίκουλαμ.) [*](139 RV: καυκαλίς· οἱ δὲ καῦκον ἢ δαῦκον ἄγριον, οἱ δὲ μυῖτις, Δημόκριτος βρύον, Ρωμαῖοι πέδεμ γαλλινάκιουμ, οἱ δὲ πέδεμ πούλλι, Αἰγύπτιοι σεσελίς.) [*](4 SIM. Theophr. h. pl. VII 7, 1, Pl. XXII 80; D. eup. II 102 (304) II 108 (306) II 58 (270); Hes. s. v. σκάνδιξ. Et. M. 270, 50. schol. Arist. Eq. 19. Ach. 478) [*](4 EXC. Gal. XII 124 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](8 SIM. [Hipp.] π. δ. II 54 (VI 562); Theophr. h. pl. VII 7, 1; Phanias (Ath. IX 371 d); Pl. XXII 83, Geop. XII 82; schol. Nic. Th. 845 (ex Antigono): Hes. S. V. καυκᾶνον (immo καυκαλίον).) [*](8 EXC. Orib. XI s. v. (καυκαλίς — εὐῶδες); Gal. XII 15 (unde Aet, I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 πίκρότερον EDl: μικρότερον Q: πυκνότερον RDi: tenuius tantum et amarius Pl., cf. D. III 52 ῥιζίον REDi πικρ. ἔχον] πικράζον R: πικρίζον EDi ἑφθόν τε καὶ ὠμὸν N: ὠμὸν καὶ εὐανθόν (sic) C 2 ταριχευτὸν E ἐσθιόμενον RE δὲ om. R καὶ (om. R) εὐστόμαχον καὶ οὐρητικόν RE 3 post οὐρητικόν add. καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ (om. Di) αὐτοῦ πινόμενον μετὰ οἴνου κύστει χρήσιμον HDi.) [*](4 num. cap. σξζ FDi: σξη H: ρμςζ E tit. περὶ σκάνδικος F: περὶ σκάνδυκος reliqui σκάνδυξ RHDi initio syn. e R add. Di, post λάχανον H τοῦτο δὲ R ὲστιν λάχανον ἄγριον N 5 ἑχθόν — ὠμὸν om. R τε om. EDi 6 οὐρητικόν om. QDi: est etiam eustomaca et diuretica, ventrem mollit Dl: οὐρητικὸν δ᾿ ἱκανῶς ἐστι Gal., cf. Pl. l. s. 7 νεφρητικοῖς καὶ ἡπατικοῖς R πενόμενον post νεφροῖς colloc. Di) [*](8 num. cap. σξη FDi: σξθ H: ρμη E tit. περὶ καυκαλίδος QDi καύκαλος E post καυκαλίς syn. e R add. Di δαυκὸν άγρίαν F) [*](9 C 87v: N 59 βις add. C (m. rec) 15 δορισαστροῦ HDi τιρινται N: τιριντά H: τιρικτά Di: ΠΡΙΝΤΑΕΙ (sic) C) [*](11 C fol. 338v: N 150 mg. add. κοινῶς χαλβάνων καὶ βελονίδα καλοῦσιν C (m. rec) καναριαμ C: σκανάρια HDi, cf. Pl. ind. l. 25 (XXV 91) ἀκονκλάμ ibri: corr. Marc.) [*](12 C. fol. 170r: N 50 13 μυεῖτις C γαλινακίου Di: γαλλινακιου N, cf. D. II 156, Pl. XXV 155 14 πεδεπουλαι R: πεδεποῦλλαι Di σεσέλιε v)

210
ἐστὶ σπιθαμιαῖον, ὑπόδασυ, φύλλα ἔχον μαράθῳ ὅμοια, λεπτοσχιδῆ, δασέα, καὶ ἐπ᾿ ἄκρου σκιάδιον λευκόν, εὐῶδες. λαχανεύεται δὲ καὶ τοῦτο ἑχθόν τε καὶ ὠμὸν ἐσθιόμενον· ἔστι δὲ οὐρητικόν.

140 εὔζωμον πλεῖον βρωθὲν συνουσίαν παρορμᾷ, καὶ τὸ σπέρμα δʼ αὐτοῦ τὸ αὐτὸ ποιεῖ, οὐρητικὸν ὑπάρχον καὶ πεπτικὸν καὶ εὐκοίλιον· χρῶνται δὲ τῷ σπέρματι καὶ εἰς τὰς ἀρτύσεις τῶν ἑψημάτων. ἀποτίθενται δὲ αὐτὸ πρὸς τὸ πλείονα μένειν χρόνον γάλακτι ἢ ὄξει φυρῶντες καὶ ἀναπλάσσοντες τροχίσκους.

γίνεται δὲ καὶ ἄγριον εὔζωμον, μάλιστα δὲ ἐν τῇ κατὰ τὴν ἑσπέραν Ἰβηρίᾳ, οὗ τῷ σπέρματι καὶ ἀντὶ σινἡπεως οἱ τῇδε ἄνθρωποι χρῶνται. ἔστι δὲ οὐρητικώτερον καὶ δριμύτερον πολλῷ τοῦ ἡμέρου.

141 ὤκιμον βιβρωσκόμενον πολὺ ἀμβλυωπές ἐστιν. ἔστι [*](140 RV: εὔζωμον· Ῥωμαῖοι ἠρούκαμ, Αἰγύπτιοι ἐθρεκιγκίν, Ἄφροι ἀσουρήκ.) [*](5 SIM. Pl. XX 125 (cf. XIX 154), unde Geop. XII 26 (aliis aliunde additis); Garg. M. 14 (aliis e Gal. Diosc. additis), Isid. XVII 10, 21 (e G. M.) — D. eup. II 111 (309). Cels. II 31.) [*](5 EXC. cf. Gal. VI 639; Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. A. Mai VII 446.) [*](15 SIM. Pl. XX 119 sq. (e S. N.), unde Garg. M. 22 (═ A. Mai VII 412); Geop. XI 28; Ps. Ap. 117; Hes. a. v. — Pl. 119 eup. I 43 (113) — Pl. 122 — eup. II 138 (163) — Pl. 121 eup. II 122 (320).) [*](15 EXC. cf. Gal XII 158 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Gal. VI 640.) [*](1 post σπιθαμιαῖον add. ἢ καὶ μεῖζον RDiOrib. (interp.) φὑλλα ἔχον σελίνῳ ἐμφερῆ· ἐπ᾿ ἄκρου δὲ μαραθοειδῶς λεπτοσχιδῆ ROrib.Di: cuius folia similia sunt feniculo Dl, cf. Pl. l. s. 2  ἄκρω E 3 post δὲ (alt.) add. καὶ κὐτὸ R, καὶ τοῦτο E 4 διουρητικόν HDi) [*](5 num. cap. ρξθ FDi: σο H: ρμθ E εὔξωμον ὀζοβότανον F (ind.) post εὔζωμον syn. e R add. Di, post παρορμᾷ H ἐπὶ πλεῖον ἐσθιόμενον RE συνορμᾷ R 6 τὸ αὐτὸ om. R 7 καὶ εὐκόλιον om. REDI καὶ (alt.) om. RE εἴς τε Ε 8 προσεψημάτων R: προσοψημάτων E 9 χρόνον μένειν E ὄξει φυρῶντες γάλακτι RDi: ἔξει ἢ γάλακτι φυρ. H: ἢ ὄξει om. F: lacti aut aceto mixtus Dl 11 γίνεται — ἡμέρου om. R δἐ addidi ex E 12 καὶ om. E σινίπεος F: σινήπεος HDi: σινάπεως E 13 οὐρητκώτερον E: διονρητικώτερον reliqui) [*](15 num. cap. σο FDi: σοα H: ρν E ὤκιμον τὸ λεγόμενον βάλσαμον (βασιλικόν leg.) F (ind.) ὤκιμον γνώριμον C (cap. om. N) Di ἐστὶν (alt. ἔστι om.) καὶ κοιλίας CE) [*](16 C fol. 117v: N 70 κοινῶς δῴκα eff. h. p. add. C (m. rec.) ἰρουκάμ HDi ἐθρεκικήν Di 17 ἀσουρίκ Di)

211
δὲ κοιλίας μαλακτικόν, πνευμάτων κινητικόν, οὐρητικόν, γάλακτος προκλητικόν, δυσμετάβλητον. καταπλασσόμενον δὲ σὺν ἀλφίτου πάλῃ καὶ ῥοδίνῳ καὶ ὄξει φλεγμοναῖς βοηθεῖ, καὶ δράκοντος θαλασσίου καὶ σκορπίου πληγῇ καθ᾿ ἑαυτό, σὺν οἴνῳ δὲ Χίῳ πρὸς ὀφθαλμῶν ὀδύνας. ὁ δὲ χυλὸς αὐτοῦ ἀποκαθαίρει ἀχλῦς τὰς ἐν ἀφθαλμοῖς καὶ τὰ ῥεύματα ξηραίνει.

τὸ 2 δὲ σπέρμα ἁρμόζει τοῖς χολὴν μέλαιναν γεννῶσι πινόμενον, δυσουροῦσί τε καὶ πνευματουμένοις· παύει δὲ καὶ πταρμοὺς πλείονας ἐπισπώμενον δἰ ὀσφρήσεως, καὶ ἡ πόα δὲ τὸ αὐτὸ ποιεῖ· συμπιέζειν δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς δεῖ ἐπιόντος τοῦ πταρμοῦ. φυλάσσονται δέ τινες αὐτὸ καὶ οὐκ ἐσθίουσι διὰ τὸ μασηθὲν καὶ τεθὲν ἐν ἡλίῳ σκώληκας γεννᾶν. Λίβυες δὲ προσυπειλήφασιν, ὅτι οἱ φαγόντες αὐτὸ καὶ πληγέντες ὑπὸ σκορπίου ἀσώστως διατίθενται.

142 ἀροβάγχη· οἱ δὲ κυνομόριον, οἱ δὲ λέοντα, Κύπριοι δὲ θυρσῖτιν καλοῦσι. καυλίον ἐστὶν ὑπέρυθρον, ὡς δισπιθαμιαῖον, [*](141 RV: ὤκιμον.) [*](2 SIM. Pl. 1. s. 121 D. eup. I 32 (109) 41 (112) — eup. II 109 (306) — eup. I 8 (98) — Pl. 119. Geop. l. s. cf. Gal. VI 640 — Pl. 120.) [*](15 SIM. Theophr. h. pl. VIII 8. 4; c. pl. V 15, 5, Pl. XXII 162 e S. N.);s Geop. II 42; Hes. s. v. (~ schol. Nic. Th. 869.) [*](1 πνευμάτων — οὐρητικόν om. C: πνευμάτων κινητικόν om. E: inflationes ventris commovet, diureticus est Dl καὶ οὐρ. E 2 προσκλητικόν H δὲ om. E 3 παιπάλῃ H βοηθεῖ φλεγμοναῖς E: θοηθεῖ πλεύμονος (om. φλεγμ.) C: φλεγμοναῖς βοηθεῖ πνεύμονος Di 4 πληγήν H: πληγαῖς CE καὶ καθ᾿ αὑτὸ E, fort, recte καθ᾿ ἑυτὸ δὲ σὺν οἴνῳ χίῳ CDi σὺν om. Q 6 τὸ σπέρμα δὲ Di 7 σπέρμα πινόμενον REDi τοῖς μελανχολῶσι(-λιῶσιν) CEDi 8 δυσουροῦσιν, πνευματουμένοις CE: καὶ δ. καὶ πνευματουμένοις Di παύει CE: ποιεῖ reliqui, at cf. D, eup. I 8 (98) παύει δὲ πταρμοὺς συνεχεῖς ὠκίμου σπέρμα λεῖον, καὶ ἡ πόα ἀποσφραινομένη 9 πλεῖον ER ἀνασπώμενον E: ἀνασπωμένη C τὰ μὐτὰ C 10 πιόντος F τοῦ om. E 11 μὐτό τινες C μὐεὸν E 12 σκωλήκια CDi δἰχυες C προσειλήφασιν E (ὐπειλη superscr. E2): προειλήφασιν C: προσειλήφασιν reliqui: correxi 13 σκορπίων E ἄσωστοι διατίθενται C: ἀσώστως (ἀσινεῖς Superscr, E2) διατίθενται E: ἄπονοι (ἄπονες H) διαμένουσιν QDi: perhibent afri quod die, qua quisquis a scorpione fuerit percussus et comederit ocimum, statim moritur Dl, cf. Pl. l. s.) [*](15 num. cap. σοα FDi: σοβ H: ρνα E ὀροβάκχην E: ἀροβάκχη reliqui: ὀροβάγχη Theophr. l. s. Zop. (Orib. II 591): orobachen Pl.: orobacce Dl de cynomorion nomine cf. Pl. 1. s. λέοντα κύπριον· οἱ δὲ E 16 θυρσίνην EHDi: tirsinum Dl: θυρσίτην F: correxi mg. add. ὁ λύκος Di ὡε om. H δισπίθαμον E)

212
ἐνίοτε δὲ καὶ μεῖζον, ἄφυλλον, ὑπολίπαρον, τρυφερόν, ἔνδασυ, ἄνθεσιν ὑπολεύκοις ἢ μηλίζουσι κεχρημένον. ῥίζα δὲ ὕπεστι δακτύλου τὸ πάχος, κατατιτραμένη πρὸς τὴν τοῦ καυλοῦ ξηρασίαν. δοκεῖ δὲ φυόμενον ἐν ὀσπρίοις τισὶ πνίγειν αὐτά, ὅθεν καὶ τὴν προσωνυμίαν ἔσχηκε. λαχανεύεται δὲ καὶ ὠμὸν καὶ ἑφθόν, ἐκ λοπάδος ὡς ἀσπάραγος ἐσθιόμενον, καὶ ὀσπρίοις δὲ συνεμβληθὰν τάχιον αὐτὰ δοκεῖ ἑψεῖν.

143 τραγοπώγμων, οἱ δὲ κόμην καλοῦσι. καυλὸς βραχύς, φύλλα κρόκῳ ὅμοια, ῥίζα μακρά, γλυκεῖα. ἐπὶ δὲ τοῦ καυλοῦ κάλυξ μεγάλη, καὶ ἐξ ἄκρου πάππος μέγας, ἀφ᾿ οὗ καὶ τὸ ὄνομα ἔσχηκεν. ἔστι δὲ ἡ πόα ἐδώδιμος.

144 ὄρνιθος γάλα καυλίον ἐστὶ τρυφερόν, λεπτόν, ὑπόλευκον, ὡς δισπιθαμιαῖον, ἄνω παραφυάδας ἔχον τρεῖς ἢ τέσσαρας ἁπαλάς, ἀφ᾿ ὧν ἄνθη ἔξωθεν μὲν βοτανώδη, ἀνοιχθέντα δὲ γαλακτίζοντα, καὶ μεταξὺ αὐτῶν κεφάλιον ὡς κάχρυ ἐντετμημένον, μετ᾿ ἄρτου ὡς μελάνθιον συνοπτώμενον. ῥίζα δὲ βολβοειδής, ἐσθιομένη ὠμή τε καὶ ἑφθὴ καὶ ὀπτή.

145 ὕδνον ῥίζα ἐστὶ περιφερἡς, ἄφυλλος, ἄκαυλος, ὑπόξανθος, [*](143 RV: τραγοπώγων ἢ τετραπώγων, οἱ δὲ κόμην καλοῦσιν.) [*](8 SIM. Theophr. h. pl. VII 7, 1 (e Diocle); Pl. XXVII 142 (e S. N.), cf. XXI 89; Hes. s. v.) [*](8 EXC. Orib. XII s. v. (τραγοπώγων — ἐδώδιμος).) [*](12 SIM. Nic. frg. 71 (Schn.); Pl. XXI 102 (e S. N.).) [*](18 SIM. Theophr. h. pl. I, 6, 9. frg. 167 W; Diphil.(Ath. II 62c); Pl. XIX 33sq.) [*](18 EXC. cf. Gal. VI 655. XII 147.) [*](1 δὲ om. E φύλλον FDi: φύλλοις H: φύλλα E: folia Dl: corr. Spr. coll. Pl, I. s. ὑπολίπαρα E ἔνδασυ, τρυφερόν EDi 2 ἄνθεσεν δὲ E κεχρημένον om. E ἡ ῥίξα E δὲ ὕπεστι om. EDi 3 κατατιτραμένη libri, κατατετρημένη Sarac. τοῦ om, H 4 τισὶ om. E αύτὰ] ταῦτα E 5 ἐπονομασίαν E καὶ ὠμὸν om. E 6 καὶ ἐκ E ἐσθιόμενος E 7 δὲ om. HDi συνεμβληθὲν F: συνεψηθὲν HDi: συνεψηθεὶς E) [*](8 num. cap. σοβ FDi: σόγ H: ρνβ E τραγωπόγων E ἢ τετραπώγων e R add. Di 9 γλυκεῖα] ὐπτία R, post γλυκεῖα add. Di 10 μέγας QDi καὶ—μέγας om. C: καὶ om. N καρπὸς μέλας NOrib.QDi: καυλὸς/// καρπὸς μέγας E (καυλὸς del. E2): καὶ ἐξ ἄκρου μέγαν τὸν πάππον Theophr.: corr. Spr. 11 ἔσχεν QDi) [*](12 num. cap. σογ FDi: σοδ H: ρνγ E ὄρνιθος γάλα FEDINic. 1. s.: ὀρνιθόγαλον HDiF (ind.) ἔστὶ om. EH τρυφερὸν καὶ λεπτόν H λςυκὸν λεπτόν E 13 δισπίθαμον Di 14 ὁπαλάς om. Di ἐφ᾿ ὧν E διανοιχθέντα) Di 15 γαλακτόξει E μεταξὺ τῶν κεφαλίων Q κόγχρυ QDi: κάχρυ E, cf. D. III 74 16 συνοπτώμενον ὡς μελάνθιον EDi βολβώδης Di 17 τε καὶ ἑχθὴ καὶ ὀπτή om. E (καὶ ἑφθή add. E2) καὶ ἑφθὴ om. F καὶ ὀπτή om. HEDi) [*](18 num. cap. σοδ FDi: σοε H: ρνδ E) [*](19 C fol. 340r: N 141 τραγοπόγων N τετραπώγωνα N)

213
ἔαρος ὀρυττομένη. ἐδώδιμος δέ ἐστιν ὠμή τε καὶ ἑφθὴ ἐσθιομένη.

146 σμῖλαξ κηπαία, ἦς ὁ καρπὸς λόβια, ὑπʼ ἐνίων δὲ ἀσπάραγος καλεῖται. φύλλα ἔχει ὅμοια κισσῷ, μαλακώτερα δέ, καυλοὺς δὲ λεπτοὺς καὶ ἕλικας περιπλεκομένας τοῖς παρακειμένοις θαμνίοις, αὐξανομένας τε ἐφ᾿ ἱκανὸν ὥστε καὶ σκηνοποιεῖσθαι. καρπὸν δὲ φέρει ὅμοιον τήλιδι, μακρότερον δὲ καὶ ἐπισωματώτερον, ἐν ᾧ σπέρματα ὅμοια νεφροῖς, οὐκ ἰσόχροα, ἐκ μέρους δὲ ὑποπυρρίζοντα. λαχανεύεται δὲ εἰς βρῶσιν ὁ καρπὸς ἑψόμενος σὺν τῷ σπέρματι ὡς ἀσπάραγος, οὐρητικὸς ὢν καὶ δυσόνειρος.

147 Μηδικὴ ἔοικε μὲν ἄρτι φυομένη τριφύλλῳ τῇ ἐν χορτοκοπίοις, προάγουσα δὲ στενοφυλλοτέρα γίνεται, καυλοὺς ἀνιεῖσα τριφύλλῳ ὁμοίους, ἐφ᾿ οἷς τὸ σπέρμα προσπέφυκε φακοῦ τὸ μέγεθος, ἐπεστραμμένον ὡς κεράτιον, ὅπερ ξηρανθὲν μείγνυται ἡδύσματος χάριν τοῖς ἀρτυτοῖς ἁλσί, χλωρὸν δὲ καταπλασθὲν [*](147 RV: Μήδιον· οἱ δὲ Μηδική, οἱ δὲ τρίφυλλον, οἱ δὲ κλημάτιον, οἱ δὲ ὀσμός, οἱ δὲ τρίγωνος, οἱ δὲ Κυβέλιον, οἱ δὲ πολύφυλλον Ῥωμαῖοι τριφόλλιουμ ὀδοράτουμ, Αἰγύπτιοι ἐπαθού.) [*](12 SIM. Pl. XVIII 144 sq. (cf. Col. II 11, 1 sq. Pallad. V 1, 1); Serv. Verg. Georg. I 215; sid. XVII 4, 9; Strab. XI 525; schol. Arist. Eq. 306; Hes. s. v., cf. Hehn6 397sq.) [*](1 ἔαρος καὶ θέρους ὀρυσσομένη E ἔστιν δὲ ἐδωδημώτερος E ἑχθή τε καὶ ὠμὴ (καὶ ὀπτὴ add. E2) ἐσθιομένη E (καὶ ὀπτὴ mg. add. c. 144 in archet. E2 alieno loco in text. recepit)) [*](3 num. cap. σοε FDi: σο𝔮 H: ρνε E σμίλαξ κηπαῖος QEOrib., cf. D. IV 142. 143 ὑπ᾿ ἐνίων λωβία E 4 κισσῷ ὅμοια 0rib. EDi δέ] μέντοι Di 5 καυλοὺς — ὑποπυρρίζοντα om. Dl καὶ καυλοὺς F δὲ om. QOrib. καθ᾿ ἕλικας coni. Spr. περιπεπλεγμένας F: περιπεπλεγμένους HDi 6 θάμνοις Orib. αὐξομένας δὲ E: μὐξκνόμενόε τε Orib. ἱκανῶς Orib. 7 τήλει Di 8 ἐπισωμότερον Di: εὐσαωματώτερον (at εὐ et ματώτερον in ras. E2) E, fort. recte οἶς Orib. E ἐσόχροια E 9 δὲ (pr.) om. Di ὑποπόρφυρα Orib.: ὑπόενρρα E) [*](12 num. cap. σοζ H: σο𝔮 FDi: ρν𝔮 E τῆ τριφύλλω E τῇ] τὴν FN 13 χορτοκοπίω E: φεριαν οὕτω (sic) N προάγουσα] προειοῦσα E 14 ἀνεἴσα F: ἀνίησιν N ὁμοίους τῷ προειρημένῳ τριφύλλῳ N: ὁμοίους τριφύλλω E: τριπήχεις coni. Salm. τὸ om. N 15 φακοῦ μέγεθος NE προσανιέμενον N 16 τοῖς ἄρτοις (om. ἁλσί) N καταπλασθὲν] ἀρτυθὲν NE) [*](17 N fol. 103: om. C: marg. c. 18 l. IV add. H2Di 18 κλυμάτιον N ὀσμός libri, correxi 19 τριφνλιούμ ἑδορατοὑμ Di 20 ἐπάφου Di)

214
ὠφελεῖ τὰ ψύξεως δεόμενα. ὅλῃ δὲ τῇ πόᾳ χρῶνται οἱ κτηνοτρόφοι ἀντὶ ἀγρώστεως.

148 ἀφάκη θάμνος ἐστὶν ἐν ἀρούραις φυόμενος, φακοῦ ὑψηλότερος, λεπτόφυλλος, τὰ δὲ ἀπ᾿ αὐτοῦ θυλάκια μείζονα τῶν τοῦ φακοῦ, περιεκτικὰ σπερματίων τριῶν ἤ τεσσάρων μελάνων, μικροτέρων φακοῦ.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ σπερμάτια στυπτικήν, ὅθεν ἵστησι ῥεῦμα κοιλίας καὶ στομάχου ψρυγόμενα καὶ ἑψὁμενα ὥσπερ φακός.

149 πράσονκεφα λωτὸν φυσῶδες, κακόχυμον, δυσόνειρον, [*](148 RN: ἀφάκη.) [*](149 RV: πράσον κηπαῖον· οἱ δὲ κεφαλωτόν, Ῥωμαῖοι πόρρουμ.) [*](3 SIM. Theophr. h. pl. VIII 1, 4. 5, 8 (saepius): Arist. h. a. VIII 10, 71 Phanias (Ath. IX 406 c); Pl. XXVII 38 (e S. N.); Hes. s. v.) [*](3 EXC. cf. Gal. VI 550; XI 843.) [*](10 SIM. [Hipp.] κ. δ. II 54 (VI 558); Pl. XX 44 sq. (unde Garg. M. 21 aliis e Gal. D. additis); Sim. S. s. v. — Pl. XX 47 — D. eup. II 112 (312) — — Pl. 47 — Pl. 47 eup. I 43 (114) — Pl. 44 eup. II 75 (287) — Pl. 44 eup. II 31 (243) — Pl. 48 (ex Hippocr.) eup. II 80 (293) — Pl. 44 eup. I 210 (203) — Pl. 47 eup. II 96 (300) — Pl. 46 eup. II 38 (251) — Pl. 49 — Pl. 45. 46 eup. II 117 (318) — Pl. 45 eup. I 57 (120) — Pl. 45 eup. I 63 (125) — Pl. 44 — Pl. 46. 48 eup. II 30 (239).) [*](10 EXC. Gal. VI 658 sq. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.; Geop. XII 29,8. 9.) [*](10 TEST. Garg. M. 21: ideoque Dioscorides haec in eo vitia percenset quod inflationes stomachi excitet, sucos inutiles generet, vesicam vulneret, caligines incutiat. Paul. Aeg. VII 3 s. v. πράσον· κακόχυμόν ἐστι καὶ δριμύ, ὡς δέ φησι Διοσκουρίδης, καὶ δυσόνειρον, εὐκοίλιον, σὐρητικόν, λεπτυντικόν.) [*](1 ὠφέλιμον πρὸς N ὅλως H: ὅλους F: ὅλῃ reliqui 2 ἀντὶ ἀγρώστεως om. N) [*](3 num. cap. σοζ FDi: σοη H: ρνζ E ἀφάκης E θαμνίον RDi φυόμενον ἐν ἀρούραις RDi: φυόμενος ἐν ἀρούραις E φακοῦ] καυλὸς R 4 ὑφηλός R: ὑφηλότερον Di: ὑψηλοτέρα H λεπτόφυλλον Di ἀπ᾿ αὐτοῦ RQ: ἐπ᾿ αὐτοῦ EDi θυλἀκια] φυόμενα Di κείζω E 5 τῶν om. RDi σπερκάτων E: ΟΠΕΡΙ?? (sic) C: om. N 6 μεγάλων HDi: scmina sunt nigriora et minora lenicula Pl. l. S. μικρῶ δὲ δριμυτέρο(ω superscr.)ν· ἤ καὶ μικροτέρων E (μικρῶ—καὶ del. E2) 7 σπέρματα CE ἐπέχει R 8 ρεῦματα (sic) E φρυττόμενα QDi: φρ///υγόμενα E (1 litt. del. E2): ἐρειγόμενα R post φρυγ. add. καὶ ἐρεσσόμενα H: καὶ ἐρεγόμενα F: ἐρεικόμενά τε Di: dittogr. om. EDl ὡς H 9 φακούς F) [*](10 num. cap. σοη FDi: σοθ H: ρνη E post κεφαλωτὸν syn. e R add. Di, post λεπτυντικόν H κακόχυλον R) [*](11 C fol. 63v: N 23 κοινῶς ἀφεκία add. C (m. rec.)) [*](12 C fol. 277v: N 123 (charta laesa) πράσον ἢ κεφαλ N (ch. laes.))

215
οὐρητικόν, εὐκοίλιον, λεπτυντικόν, ἀμβλυωπίας ποιητικόν, καταμηνίων ἀγωγόν, βλαπτικὸν κύστεως εἱλκωμένης καὶ νεφρῶν, συνεψηθὲν δὲ πτισάνῃ καὶ βρωθὲν ἀνάγει τὰ ἐκ θώρακος. ἡ δὲ κόμη αὐτοῦ ἑψηθεῖσα ἐν θαλάσσῃ καὶ ὄξει εἰς ἐγκάθισμα χρησιμεύει πρὸς μύσιν καὶ σκληρίαν ὑστέρας· ἀπογλυκαίνεται δὲ καὶ ἀφυσότερον γίνεται δυσὶν ὕδασιν ἑψηθὲν καὶ ἀποβραχὲν ἐν ὕδατι ψυχρῷ.

τὸ δὲ καρτὸν δριμύτερον, ἔχον τι καὶ στύψεως, 2 ὅθεν αἷμα ὁ χυλὸς αὐτοῦ ἵστησι σὺν ὄξει, καὶ μάλιστα τὸ ἐκ μυκτήρων φερόμενον, μάννης λιβανωτοῦ μιγέντος, ἀφροδίσιά τε παρορμᾷ, καὶ πρὸς τὰ ἐν θώρακι πάντα σὺν μέλιτι ἀντὶ ἐκλεικτοῦ ποιεῖ καὶ πρὸς φθίσεις· καθαίρει δὲ καὶ τὴν ἀρτηρίαν βρωθέν. ἐσθιόμενον δὲ συνεχῶς ἀμαυρωτικὸν ὄψεως γίνεται, καὶ κακοστόμαχον δέ ἐστιν.

ἀρήγει καὶ θηριοδήκτοις 3 σὺν μελικράτῳ πινόμενος ὁ χυλός, καὶ αὐτὸ δὲ καταπλασσόμενον ὠφελεῖ· βοηθεῖ καὶ ὐταλγίαις ὁ χυλὸς καὶ ἤχοις σὺν ὄξει καὶ λιβανωτῷ ἢ γάλακτι ἢ ῥοδίνῳ ἐνσταγείς. αἴρει δὲ καὶ ἰόνθους τὰ φύλλα σὺν ῥοὶ τῷ ἐπὶ τὰ ὄψα καταπλασθέντα, καὶ ἐπινυκτίδας ἰᾶται, ἐσχάρας τε περιρρήττει σὺν ἁλσὶν ἐπιπλαττόμενα. τοῦ μέντοι σπέρματος δραχμαὶ δύο μετὰ μύρτων ἴσων ποθεῖσαι τὰς χρονίους ἀναγωγὰς τοῦ αἵματος ἐπέχουσιν.

150 ἀμπελόπρασον κακοστομαχώτερον τοῦ πράσου, [*](150 RV: λυκόσκορδον· οἱ δὲ ἀμπελόπρασον, οἱ δὲ ἀρητιάς,) [*](19 TEST. Garg. M. 21: Dioscorides ad eandem causam profluvii septem seminis scripulos cum myrti bacis pari pondere in potione dandos putat.) [*](21 SIM. Pl. XXIV 136 (e S. N.) D. II 112 (311) II 115 (315).) [*](21 EXC. Gal. XI 825 (unde Aet Paul. Aeg. l. s.); Hes. s. v.) [*](1 ἀμβλ. ποιητικόν om. R 2 ἡλκωμένης QDi 3 μετὰ πτισάνηε R ἢ βρωθὲν ἄλλως RE ἄγει R 4 κοπὴ F 5 σκλη. abhinc deest N (charta laesa) 6 ἀφυσώτερον F: ἀφυσσώτερον H 7 ἐν om. R ψυχρῷ ὕδατι E τὸ δὲ καρτὸν FCE2 (καρπόν E): ὁ δὲ καρπὸς HDi δριμύτερος HDi: δριμύτατον C ἔχον δέ τι CE 8 αῖμα] καὶ C 9 μάνης F 10 πρὸς om. CDi τῷ θώρακι C 11 ἀντὶ ἐκλεικτοῦ] ἔκλεικτον E post ἔκλ. dist. Di καθαίρει — ἀρτηρίαν om. Q, at cf. Dl arterias purgat, Pl. XX 49 arteriae vitia sanat 13 δὲ ἐστιν om. CE 14 μελικράτῳ FCEGeop. l. s.: μέλιτι reliqui αὐτὰ δὲ καταπλασσόμενα C 15 βοηθεῖ δὲ καὶ E ὁ χνλὸς om. CE 16 λιβάνῳ Geop. l. s. καὶ γάλακτι FDi: ἢ γάλακτι CEHDlGeop. ἢ (alt.)] καὶ E 17 σὺν ῥνπου C: μετὰ ῥοῦ Di 18 ἁλσὶν λείοις E ἐπιπλαττόμενον Q: fort. ἐπιπαττόμενα 19 μετὰ om. C 20 ἑπαγωγὰς C) [*](21 num. cap. σοθ QDi: ρνθ E ἀμπελόπρασσον E καὶ κακοστ. F (diti.) κὲν addidi ex C: δὲ N: om. reliqui τοῦτο τοῦ R) [*](22 C fol. 209r: N 112 (mg. add. m. rec. porum siluaticum) ἀρητιὰς libri: suspectum)

216
θερμαντικώτερον δὲ καὶ οὐρητικώτερον, καταμηνίων ἀγωγόν. θηριοδήκτοις δὲ βιβρωσκόμενον ἁρμόζει.

151 κρόμυον· δριμύτερον τὸ μακρὸν τοῦ στρογγύλου καὶ τὸ ξανθὸν τοῦ λευκοῦ καὶ τὸ ξηρὸν τοῦ χλωροῦ καὶ τὸ ὠμὸν τοῦ ὀπτοῦ καὶ ταριχηροῦ. ἔστι δὲ ἅπαντα δηκτικὰ καὶ πνευματωτικά, ὀρέξεως ἐκκλητικά, λεπτυντικά, διψώδη, ἀσώδη, ἀποκαθαρτικά, εὐκοίλια, ἀναστομωτικὰ ἐκκρίσεων τῶν τε ἄλλων καὶ αἱμορροίδων, ἀντὶ βαλάνου δὲ προστίθεται λεπισθέντα καὶ εἰς ἔλαιον ἐμβληθέντα. ὁ δὲ χυλὸς ἐγχριόμενος σὺν μέλιτι βοηθεῖ ἀμβλυωπίαις, ἀργέμοις, νεφελίοις καὶ ἀρχομένοις ὑποχεῖσθαι καὶ συναγχικοῖς διαχρισθείς· κινεῖ καὶ καταμήνια, ἔγχυτός τε διὰ ῥινὸς καθαρτικὸς κεφαλῆς, κυνοδήκτοις τε κατάπλασμα μεθ᾿ ἁλὸς καὶ πηγάνου καὶ μέλιτος.

2 σὺν ὄξει δὲ ἐν ἡλίῳ καταχρισθεὶς ἀλφοὺς ἰᾶται, μετ᾿ ἴσου δὲ σποδίου ψωροφθαλμίας [*](οἱ δὲ ἀμακρῶτις, Ῥωμαῖοι ἀριητίλλουμ, οἱ δὲ πόρρουμ ῥούστικουμ, Ἀφροι σουμαγδεβάλ.) [*](151 RV: κρόμυον· οἱ δὲ πολύειδος, προφῆται καλαβῶτις, Ῥωμαῖοι κήπαμ.) [*](3 SIM. Hipp.] κ. δ. II 54 (Vl 556); Pl. XX 39 (unde Garg. M. 27 aliis e Gal. D. additis), Sim. S. s. v. — Pl. XX 42. 43 — D, eup. I 41 (112) — Pl. 39. 40 eup. I 56 (119) — D. eup. I 14 (100)— Pl. XX 39 eup. II 113 (313) — eup. I 119 (152) — eup. I 122 (154) — Pl. 40 eup. I 63 (125) — Pl. 40 eup. I 60 (123) — eup. I 65 (126) — Pl. 41 eup. I 95 (141) — Pl. 43 (aliter) — eup. II 112 (312).) [*](3 EXC. Gal. XII 48 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](3 TEST. Garg. M. 27: Dioscorides putat ex cibo earum sitim accendi, inflationes fieri, caput praegravari.) [*](12 TEST. Garg. M. 27: Dioscorides cum sale et ruta caninis morsibus suadet inponi.) [*](1 οὐρητικόν R ἀγωγόν om. R 2 καὶ θηριοδήκτοις (om. δὲ) R) [*](3 num. cap. σπ QDi: ρξ E initio e R syn. add. Di, post ταριχηροῦ H 4 χλωροῦ] ὑδροῦ E 5 καὶ (pr.)] ἢ E πάντα RE 6 ἐκλυτικά H λεκτυντικά post ἀσώδη colloc. H 7 ἐκκρίσεως F 8 δὲ] τε R προστίθενται E 9 ἐμβληθίντα] βαπτιζόμενα R: βαπτόμενα E 10 βοηθεῖ] χρήσιμος RE: om. FDi ἀμβλυωποῦσιν RE ωεφελίοις] βλεφάροις R ὑπουλοῦσθαι C: ὑπουλισθαι N: ὑποχέςσθαι E 11 διάχριστος R κινεῖ τε (om. καὶ) Di κατακήνια ἄγει CDi ἐγχυθεὶς δὲ ταῖς ῥισὶ (ῥ add. E2)E: ἐγχυθείς τε διὰ ῥινὸς H: ἔγχυτός τε καθαρτικὸς διὰ ῥινὸς Di: ἐν κύστι τε καθαρτικαῖς (καθαρτικοῖς N) καὶ κεφαλῆς R 12 διὰ δινὸς om. F καὶ κκθαρτικὸς E (dittogr.) κυνοδήκτων τε RE 13 δὲ ἐν] ὅθεν ἐν R 14 ψωροφθαλμίαν R: ψωροφθαλμίαν καὶ ξηροφθαλμίαν E) [*](15 ἀμακρωτις libri: corruptum, fort. ἁμάκραστις, cf. Theophr. h. pl. VII 5, 4 ἀριτίλλουμ libri: correxi, cf. Herm. XXXIII 388 ὀπονμ R: correxi 17 C fol. 186r: N 84)

217
παύει, καὶ ἰόνθους σὺν ἁλσὶ στέλλει. σὺν ὀρνιθείῳ δὲ στέατι πρὸς ἐκτρίμματα ὑποδημάτων χρήσιμος καὶ πρὸς δυσηκοίαν καὶ συριγμοὺς καὶ πυορροοῦντα ὦτα ὁ χυλὸς καὶ ὕδατος ἐν απολήμψεις, καὶ πρὸς ἀλωπεκίας παρατριβόμενος· τάχιον γὰρ ἁλκυονίου προκαλεῖται τρίχας ἔστι δὲ καὶ κεφαλαλγές. πλείονα δὲ βρωθέντα ἐν νόσοις ληθάργους ποιεῖ, ἑψηθέντα δὲ οὐρητικώτερα γίνεται.

152 σκόρδου τὸ μέν ἐστιν ἥμερον καὶ κηπευτόν, καὶ [*](152 RV: σκόρδον ὁμοίως· οἱ δὲ ὑοβόσκον, οἱ δὲ ἐλαφοβόσκον, Ῥωμαῖοι ἄλιουμ.) [*](RV: ὀφιόσκορδον· Ῥωμαῖοι ἄλιουμ κολοβρίνουμ, οἱ δὲ ἄλιουμ βιπερίνουμ. τὸ δὲ ὀφιοσκόρδον καλούμενον δύναμιν ἔχει δριμεῖαν, θερμαντικήν κτλ.) [*](RV: ἐλαφόσκορδον· οἱ δὲ ἀγριόσκορδον, οἱ δὲ καὶ τοῦτο ὀφιόσκορδον καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι ἄλιουμ κερβίνουμ. φύεται ἐν) [*](8 SIM. Pl. XX 50 (unde Garg. M. 18, 150, cf. Ps. Orib. I 121 ~ A. Mai VII 426) cf. Pl. XIX 111. [Hipp.] περὶ διαίτης II 54 (VI 556) [Hipp.] περὶ παθ. 54 (VI 264); Theophr. h. pl. VII 4, 11sq. Ruf. 534 (ed. Ruelle); Sim. S. 100 (e Gal. Ruf. aliis).) [*](8 EXC. Orib. XII s. v. (σκόρδου — καλούμενον); Geop. XII 30, cf. Gal. XII 126 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 σὺν ἁλαὶ om. RE 2 δὲ om. RE καὶ πρὸς (pr.) RE ἐκθλίμματα R: περατρίμματα E χρήσιμον RE fort. ὁ χυλὸς post χρήσιμος transponendum post χρήσιμος add. καὶ πρὸς ῥύσιν κοιλίας R: καὶ πρὸς ῥεῦσιν κοιλίας Di: post δυσηκοίαν add. καὶ πρὸς χύσιν κοιλίας E καὶ πρὸς add. E2 (χρήσ. δὲ E, δὲ del. E2] 3 δυσηκοΐας E: δυσονρίαν R καὶ πρὸς τὰς ἀπολήψεις τῶν ὑδάτων τῶν ὲν τοῖς ὠσὶν ἁρμόζει Di 4 ἐναπολήμψεις scripsi coll. D. eup. I 65 (126) 5 γὰρ om. H, in ras. E2 τὰς τρίχας E καὶ om. Di (τὸ κρόμμυον post δὲ add.), post καὶ c. 3 litt. del. E2 κεφαλαλγει (η superscr.) E 6 πλεονασθέντα δὲ Q: πλεῖον βρωθέν (βρωθέντα N) RDi ἐν — ποιεῖ om. R post νόσοις c. 5 litt. del. E2 ληθαργικοὺς E ἑφηθὲν δὲ οὐρητικώτερον γίνεται C 7 in fine add. τοῦτο τοίνυ υν ἑφηθὲν ἐχθὸν (sic) καὶ καταπλασθὲν σὺν σταφίδι ἢ σύκῳ φύματα πέττει καὶ διαρρήσσει τάχιστα Di: τὸ αὐτὸ κρόμμυον σὺν σταφίδι ἢ σύκῳ ἑφθὸν καταπλασθὲν φύμτα πέττει καὶ διαρρήσσει H) [*](8 num. cap. σπα QDi: ρξα E cap. ter habet R s. v. σκόρδον, ὀφιόσκορδον, ἐλαφόσκορδον σκόροδον· οἱ δὲ γύβοσκον, οἱ δὲ ἐλαφόβοσκον, Ῥωμαῖοι ἀλιοὑμ initio e R interpol. Di σκόρδου δὲ E τί addidi e RE2 καὶ (pr.)] τὸ δὲ E0rib. (corr. O2) καὶ (alt.) om. RE) [*](9 C fol. 316v: N 152 γύβοσκον libri: correxi 11 C fol. 249v (charta laess): N fol. 117 (alium argentinum add. m. rec) fort. κολουβρίνουμ 14 C. fol. 116r: N fol. 68: post l. III c. 38 cap. interpol. AH2 (in mg) οἱ δὲ καὶ τοῦτο — καλοῦσιν om. C 15 φύεται — ὀφιόσκορδον om.)

218
τοῦτο ἐν Αἰγύπτῳ μονοκέφαλον καὶ λευκόν. καλοῦσι δὲ τὰς ἐν αὐτῷ ῥᾶγας ἄγλιθας. ἔστι δὲ καὶ ἄλλο ἄγριον, ἀφιόσκορδον καλούμενον.

δύναμιν δὲ ἔχει δριμεῖαν, θερμαντικήν, ἐκκριτικὴν φυσῶν καὶ κοιλίας ταρακτικήν, ξηραντικὴν στομάχου καὶ δίψης ποιητικήν, ἑλκωτικὴν τῶν ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ σωμάτων.

2 βιβρωσκόμενον δὲ ἕλμιν πλατεῖαν ἐξάγει καὶ οὖρα ἄγει, ἐχεοδήκτοις τε καὶ αἱμορροοῦσιν ἁρμόζει, ὡς οὐδὲν ἔτερον, λαμβανομένου οἴνου συνεχῶς ἢ σὺν τῷ οἴνῳ λεανθὲν καὶ ποθέν, καταπλάσσεται [*](ὀρεινοῖς καὶ τραχέσιν χωρίοις, ἐμφερὲς τῷ ὀφιοσκόρδῳ. δύναμιν δὲ ἔχει δριμεῖαν, θερμαντικήν, δηκτικήν, φυσώδη, κοιλίας ταρακτικήν, ξηραντικὴν στομάχου καὶ ποιητικὴν δίψους, ἑλκωτικὴν τῶν ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ σωμάτων. βιβρωσκόμενον δὲ ἕλμιν πλατεῖαν ἐξάγει καὶ οὗρα ἄγει, ἐχεοδήκτοις τε καὶ αἱμορροοῦσιν ὡς οὐδὲν ἕτερον ἁρμόζει, λαμβανομένου οἴνου συνεχῶς ἢ σὺν τῷ οἴνῳ λεανθὲν καὶ ποθέν· καταπλάσσεται καὶ πρός τε ταὐτὰ καὶ ἐπὶ τῶν λυσσοδήκτων ὠφελίμως.) [*](4 SIM. Pl. XX 57 — Pl. 54 D. eup. II 66 (281) — Zop. (Orib. II 566) eup. ll 109 (306) — Pl. 50 eup. II 115 (315) — Pl. 50 eup. II 118 (318) — Pl. 50 eup. II 113 (313) — Pl. 50 — Pl. 54 eup. I 92 (139) — Pl. 54. 56 eup. II 31 (243) — Pl. 54 — Pl. 55 eup. I 56 (119) — eup. I 95 (141) — eup. I 105 (146) — Pl. 55. 51 eup. I 129 (159).) [*](1 καὶ om. ROrib.E post μονοκέφαλον haec habet Di ἐστιν ὥσπερ τὸ πράσον, γλυκύ, ἐμπόρῳυρον, μικρόν, τὸ δὲ λοιπὸν μέγα, πολυκέφαλον, λευκόν δὲ — καλοὑμενον om. R 2 ἀγλεῖχας E: γέλγεις Theophr. l. s., cf. Gal. XIX 69, Hes. s. v. ἀγλίδια, γέλγιθες, Foes oec. Hippocr. δὲ τι ἄγριον E 4 δύναμις δὲ μὐτῶν δρμεῖ (δριμέα R), θερμαντική δηκτική (ἐκκριτκὴ add. Di), φυσώδης (φυσώδη R), κοιλίας ταρακτική (. . ὴν C) ξηραντικὴ (. ὴν R) στομάχου κκὶ (om. NDi) ποιητικὴ (. . ὴν C) δίψους (δίψης ποιητικὴ Di) RDi post θερμαντικήν haec hebet E στομαχικήν. ξηραντικήν στομάχου· ποιητικὴν δίψους· τῶν ἐν τῆ ἐπιφανία ἑλκωτικὸν σωμάτων, at cf. Dl virtus esf ei viscida et inflatilis, calida, ventrem turbat, stomachum siccat, sitim commovet, corpora vulnerat 5 post ποιητικήν add. ἐμνευματώσεως ἀλλοιωτικὴν καὶ ἐπιφανείας ὀμμάτων ἀμβλυωτικήν H: ἐμπνευματώσεως ἀλλοιωτικὴ καὶ ἐπιφανεία σωμάτων βιβρωσκόμενα· τὰ αὐτὰ δὲ ποιεῖ καὶ τὸ ὀφιόσκορδον, δ καὶ ἐλαφόσκορδον λέγεται Di 7 δὲ — βιβρωσκόμενον δὲ (219, 2) om Q δὲ om. Di ἕλμινθας: πλατείας Di ἐξάγει] ἐκτινάσσει N ἄγει] κατάγει Di ἐχιοὄήκτοις Di τς] δὲ CE 8 post αἱμορρο. extr. fol. 25 cod. E vocab. unum folium periit, incipit rursus cod. c. 156 ἁρμόζει post ἔτερον transpos. R) [*](10 ἐμφερὲς τῷ ὀφ. H2A : ἐμφερὲς ὡε τὸ ὀφ. C 12 ἑλκωτικὴν — σωμάτων om. C 14 ἐξάγει C: ἐκτινάσσει N τε] δὲ C 16 καταπλάσσεται δὲ ταὐτὰ N 17 post ὠφελίμως add. N, quae in cap. de alio sequuntur)

219
δὲ καὶ πρός τε ταὐτὰ καὶ ἐπὶ τῶν λυσσοδήκτων ὠφελίμως, καὶ βιβρωσκόμενον δὲ ὀνίνησι, καὶ πρὸς τοὺς ξενισμοὺς τῶν ὑδάτων ἁρμόζει· λαμπρύνει καὶ ἀρτηρίας καὶ βῆχας χρονίας παρηγορεῖ. ὠμόν τε καὶ ὀπτὸν καὶ ἑφθὸν ἐσθιόμενον, καὶ κτείνει φθεῖρας καὶ κονίδας σὺν ὀριγάνου ἀφεψήματι πινόμενον.

καὲν δὲ καὶ 3 φυραθὲν μέλιτι ὑπώπια καὶ ἀλωπεκίας ἰᾶται καταχριόμενον, ἐπὶ δὲ τῶν ἀλωπεκιῶν σὺν ναρδίνῳ μύρῳ σὺν ἁλσὶ δὲ καὶ ἐλαίῳ ἐξανθήματα θεραπεύει· ἀφίστησι δὲ καὶ φακοὺς καὶ λειχῆνας καὶ ἀχῶρας, πίτυρα, ἀλφούς, λέπρας σὺν μέλιτι. μετὰ δᾳδίου δὲ καὶ λιβανωτοῦ καθεψηθὲν τὰς ὀδονταλγίας διακρατούμενον ἐν τῷ στόματι κουφίζει, μυγαλῆς τέ ἐστι κατάπλασμα σὺν συκῆς φύλλοις καὶ κυμίνῳ. τῆς δὲ κόμης τὸ ἀπόζεμα ἐγκάθισμα ἐμμήνων καὶ δευτέρων ἀγωγὸν, καὶ ὑποθυμιᾶται δὲ πρὸς τὰ αὐτά, τὸ δὲ ἐξ αὐτοῦ καὶ τῆς μελαίνης ἐλαίας γινόμενον τρίμμα, καλούμενον δὲ μυττωτόν, βιβρωσκόμενον οὔρησιν κινεῖ καὶ ἀναστομοὶ, χρήσιμον δὲ καὶ ὑδρωπιῶσίν ἐστιν.

153 σκορδόπρασον φύεται ὡς πράσον μέγα μετέχον τῆς τοῦ πράσου καὶ σκόρδου ποιότητος, ὅθεν καὶ τὴν δύναμιν [*](153 RV: σκορδόπρασον.) [*](10 SIM. Pl. 53 D. eup. I 69 (128) — Pl. 50 eup. II 123 (321) — Hippocr. (Pl. 51) Zop. (Orib. II 599) eup. II 75. 76. 79 (237. 291. 292) — Diocl. frg. 48. 164) eup. II 63 (227).) [*](17 EXC. Orib. XII s. v. (σκορδόπρασον — ποιότητος); cf. Gal. XII 126.) [*](1 δὲ καὶ om. R (s. v. σκόρδον): καὶ (pr.) om. Di ταῦτα libri: correxi 2 δὲ om. R ξενισμοὺς post ἁρμόζει colloc. R 3 ἁρμόζει om. H λαμπρύνει post ἀρτηρίας transpos. R καὶ (pr.)] om. Di: τε N (s. v. ἐλαφόσκορδον) χρονίους H 4 καὶ ὀπτὸν om. HDi: καὶ ἑχθὸν om. R (καὶ ἑφθόν superscr. N s. v. ἐλαφόσκορδον): coctu et crudu comestu Dl καὶ (tert.) om. RDi χθετρας καὶ (om. C) κονίδας φθείρει R: φθεῖρας δὲ καὶ κονίδας φθ. Di 5 ἀφεψήματι ὀριγάνου R ἐὰν δὲ καὶ φυραθῇ μέλιτι R 6 μέλιτι φυραθὲν Di 7 δὲ (pr.) om. F καὶ ἁλσὶ καὶ ἐλαίῳ QDi: σὺν ἁλσίν τε (δὲ N) καὶ R: cum oleo nardo mixtus et sale papellas corporis tollet Dl, at verba σὺν ναρδίνῳ μύρῳ cum antecedentibus esse coniungenda docet D. eup. I 95 (141) καὶ ἐλαίῳ] inc. extr. fol. 171 cod. P 8 φακοὺς] ἀλχοὺς RDi 9 post λειχῆνας add. καὶ φακοὺς Di ἀχῶράς τε (om. καὶ) Di καὶ πίτυρα καὶ ἶέπρας Di: πίτυρα καὶ (om. C) λέπρας R σὺν μίλτῳ καὶ λιβανωτῷ (. . τοῦ C) ἑψηθέντα R 10 ἑψηθὲν Di: ἑφηθέντα H: καθεψηθέντα PF: correxi ὀδονταλγίαν H διακρατούμενα R 11 ἐν om. Di 12 φύλλων (i. e. φύλλῳ) R ἀφέφημα Q 14 πρὸς τὸ αὐτὸ δὲ καὶ ὑποθυμιᾶται Di τὸ αὐτὸ RDi 15 μεντωτὸν F μύρτον HDi, cf. Gal. XIX 124. Orib. I 617 (Dar.) βιβρωσκόμενον om. Q 16 ὑδρωπικοῖς Di ἐστν om. RDi) [*](17 num. cap. σπβ ODi, cap. om. E μετέχον δὲ R 18 τοῦ σκόρδου καὶ πράσου R: τοῦ σκόρδου καὶ τοῦ πράσου Di τοῦ om. Orib. σκορόδου Orib.H) [*](19 C fol. 314v: N 152)

220
μικτὴν ἔχει, ποιοῦν ὅσα καὶ τὸ πράσον καὶ τὸ σκόρδον, ἀνειμένως μέντοι. λαχανεύεται δὲ εἰς βρῶσιν ὡς τὸ πράσον ἑψόμενον καὶ ἀπογλυκαινόμενον.

154 σἰνηπι ἢ νᾶπυ· ἐκλέγου τὸ μὴ κατάξηρον καὶ απυρόν, ἁδρὸν δὲ καὶ θλασθὲν ἔνδοθεν χλωρὸν καὶ οἱονεὶ ἔγχυλον, γλαυκόν· πρόσφατον γὰρ καὶ ἀκμαῖον τὸ τοιοῦτον. δύναται δὲ θερμαίνειν, λεπτύνειν, ἐπισπᾶσθαι, ἀποφλεγματίζειν διαμασηθέν. μιγεὶς δὲ ὁ χυλὸς αὐτοῦ ὑδρομέλιτι ἢ οἰνομέλιτι πρὸς ἀντιάδας καὶ τὰς χρονίους τραχύτητας τῆς ἀρτηρίας καὶ τυλώδεις ἀναγαργαριζόμενος ἁρμόζει.

προσαχθὲν δὲ τοῖς μυκτῆρσι λεῖον πταρμοὺς κινεῖ, καὶ ἐπιλημπτικοὺς καὶ ὑστερικῶς πνιγομένας διεγείρει, καὶ ἐπὶ ληθαργικῶν καταπλάσσεται ξυρηθείσης τῆς κεφαλῆς. μιγὲν δὲ σύκοις καὶ ἐπιτεθὲν ἄχρι φοινίξεως ἁρμόζει πρὸς ἰσχιάδας, σπλῆνας καὶ καθόλου [*](154 RV: σίνηπι κηπαῖον· οἱ δὲ νᾶπυ, Ῥωμαῖοι σινᾶπεμ. 15 RV: σίνηπι ἄγριον ἢ καὶ σκόρδιον μέγα, οἱ δὲ ἀνδρεῖον, Ῥωμαῖοι σινᾶπεμ ῥούστικαμ,) [*](4 SIM. Pl. XX 236 sq. cf. XIX 171. Garg. M. 29, 164 (e Pl. et Diosc) Sim. S. s. v. 102, cf. Ath. IX 366 a sq. Antyll. (0rib. II 411) — (Hipp.] περὶ διαίτης II 54 (558) Ruf. 547 Ruelle) — Pl. XX 236 D. eup. I 5 (97)— eup. I 92 (139), cf. Pl. 237 — eup. I 4 (96) — Pl. 238 eup. I 20 (104) I 14 (100) II 87 (296) — Pl. 238 eup. I 211 (221) — eup. II 62 (275) — Pl. 239 eup. I 95 (140) — Pl. 240 eup. I 56 (119) — Pl. 239, cf. eup. I 123 (155) — eup. I 64 (126) — 1 63 (124) — Pl. 239, cf. Ath. IX 367a.) [*](4 EXC. Orib. XII s. v. (σίνηπι — τοιοῦτον, χυλίζεται — ἡλίῳ); cf. Aet. I s. v. (e Gal. XII 85 aliis aliunde additis); Hes. s. v. νᾶπυ.) [*](8 TEST. Alex. Tr. II 139 (P.).) [*](1 ἔχει μικτὴν R τὸ σκόρδον (οκόροδον HDi) καὶ τὸ πράσον RQDi 2 εἰς βρῶσιν post γράσον transpos. C, om. N) [*](4 num. cap. σπγ ODi, cap. om. E σίνιπι F : σόνηπι κηπαῖον, οἱ δὲ νάπυ, Ῥωμαἴοι σινάπε e R add. Di ἤ νᾶπυ om. Orib, καπυρόν] κατάπυρον Orib.: κατάπυρρον Di 5 ἁδρὸν δὴ δασθὲν R: ἁδρόν, ὅ δὴ θλασθὲν Di: ἁδρόν, ἀλλ᾿ ὅ δὴ θλασθὲν H: δὲ (om. ἁδρὸν) δὴ θλασθὲν Orib., ad rem cf. Aet. I s. v. 6 γλαυκόν om. ROrib., at cf. Dl sucum dimittens vilut viride τοιοῦτο ROrib. 8 αὐτῶμ R post αὐτοῦ habet μετὰ μέλιτος R. μελικράτῳ D. eup. I 928 (139) ἢ οἰνομὲλιτι om. HDi 9 χρονίας N 10 ἀναγαργάριομα R 11 καὶ (pr.) om. Di: καὶ ἐπιληπτικοὺς om. R ἐπιληπτικοῖς F: ἐπιληπτικοῖς (τε add. Di) βοηθεῖ HDi 12 ὑστερικὰς R καταπλάσσεται — ἀλωπεκίας om. R 13 ξυρινθείσης H 14 καὶ σπλῆνας Di) [*](15 C fol. 309v: N 139 (sinapis domestica add. m. rec.) σινηπαῖον C σιναπε RHDi: correxi) [*](16 C fol. 310v: N 139 (sinapis silvestris add. m. rec) σινήπιον C καὶ om. NC (fol. 311r) μέγα om. NC (fol. 311r) ἄνδριον C 17 σιναπερουστικα R)

221
πᾶν χρόνιον ἄλγημα, ὅπου μεταγαγεῖν τι ἐκ βάθους εἰς τὴν ἐπιφάνειαν βουλόμεθα τῷ τῆς ἑτεροπαθείας λόγῳ· θεραπεύει καὶ ἀλωπεκίας καταπλασθέν, πρόσωπόν τε καθαίρει καὶ ὑπώπια αἴρει σὺν μέλιτι στέατι ἢ κηρωτῇ.

σὺν ὄξει δὲ πρὸς 3 λέπρας καὶ λειχῆνας ἀγρίους περιχρίεται· πίνεται δὲ καὶ πρὸς περιόδους ξηρὸν ὡς ἄλφιτα ἐπιπασσόμενον τῷ ποτῷ, ἐπισπαστικαῖς τε ἐμπλάστροις καὶ ψωρικαῖς μείγνυται χρησίμως, δυσηκοίαις τε καὶ ἤχοις λεῖον ἐντιθέμενον τῇ ἀκοῇ μετὰ σύκου ὠφελεῖ, ὁ δὲ χυλὸς αὐτοῦ σὺν μέλιτι ἁρμόζει πρός τε ἀμβλυωπίας καὶ τραχέα βλέφαρα ἐγχριόμενος. χυλίζεται δὲ ἔτι χλωρὸν ὄν τὸ σπέρμα, καὶ τὸ ἀποθλιφθὲν ξηραίνεται ἐν ἡλίῳ.

155 κάρδαμον δοκεῖ κάλλιστον εἶναι τὸ ἐν Βαβυλῶνι. παντὸς δὲ τὸ σπέρμα θερμαντικόν, δριμύ, κακοστόμαχον, κοιλίαν [*](155 RV: κάρδαμον· οἱ δὲ κυνοκάρδαμον, οἱ δὲ ἰβηρίς, οἱ δὲ καρδαμίνη, Αἰγύπτιοι σεμέθ, Ῥωμαῖοι ναστούρκιουμ.) [*](12 SIM. Pl. XX 127sq. (e S. N.); schol. Nic. Th. 41 (e S. N.): Garg. Mart. 13 (146 R e Pl. aliis aliunde adscitis) ~ A. Mai VII 416; Geop. XII 27 (e Pl.): Ps. Ap. 21; Pa. Orib. III 69 ~ A. Mai VII 442; Isid. XVII 10, 17 (e Pl. XIX 155) — Nic. Th. 877 cum schol. Pl. XX 130 — [Hipp.] περὶ διαίτ. II 5 (Vl 558) — Cels. II 22 Pl. 127 — Cels. II 22 — Cels. II 29 — Pl. 128 D. eup. II 66 (28) — Cels. IV 16 Pl. 129. eup. II 62 (275) — Zop. (Orib. II 598) eup. II 77 (290) — Pl. 127 eup. II 96 (300) — Pl. 130 eup. I 128 (158) — Pl 129 D. eup. I 172 (183) — [Hipp.] l. s. Zop. (Orib. II 569) Pl. 128 — Nic. Th. 41 Pl. 129 eup. II 115 (317) — eup. I 96 (141) — Pl. 130 — Zop. (Orib. II 589) Pl. 128 eup. I 147 (168) — Pl. 129 eup. I 144 (166).) [*](12 EXC. cf. Gal. XII 11 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.)) [*](1 μετάγειν Di ἐκ βάθους om. P: ἐκ τοῦ βάθους Di: post ἐπιφάνειαν transpos. Q (mg. add. falso loco in textum irrepsit), cf. Dl omnibus causis temporalibus ex alto non reversurum humorem auri revalet, D, IV 153 (299, 14) 3 τε] δὲ Di 4 ἢ (alt.) om. C: στέατος κηρωτῇ N 5 καταχρίεται C: καταχρισθετσα N δὲ καὶ om. C, δὲ om. N 6 ξηρὸν δὲ ὡς ἄλφιτον καταπλασσόμενον (om. τῷ ποτῷ) R ἐπισπαστικὸν καὶ πλάστοις (καὶ πλ. om. N) καὶ φωρικαῖς R 7 μείγνυται δὲ δυσκόλως δυσηκόοις C: μίγνυται δυσηκοίαις N 8 ἐπιτιθέμενον HDi, cf, D. eup. I 64 (126) καὶ τὸ διὰ σινήπεως καὶ νίτρου καὶ σύκου ἐντιθέμενον (sc, δυσκωφίας θεραπεύει) 10 ποιετ καὶ πρὸς τραχέα R ἔτι χλωρὸν] ἔγχλωρον Orib. 11 ἂν addidi τὸ ἀποθλιφθὲν PF: om. Orib.: ἀπολιφθὲν R: ἀποθλιθέν HDi) [*](12 num. cap. σπδ ODi cap. om. E post κάρδαμον syn. e R add. Di κάλλιστον μὲν εἶναι δοκετ RDi post Βαβ. add. κάρδαμον RDi 13 παντὸς] ἀμφοτέρων RDi: ab omnibus semen Dl post σπέρμα add. καθαρτικόν R) [*](14 C fol. 187r: N 87 (nasturcium add. m. rec.) κυνοκάρδαμον] cynocar . . . (charta laesa) Ps. Ap. (L) ἰβηρίς] iberis Ps. Ap. 15 καρδαμινακαμ libri: correxi coll. Ps. Ap. alii cardamina σεμέθ] sep Ps. Ap. (V) punici cusmin vocant add. Ps. Ap.)

222
ταράσσον καὶ ἕλμινθας ἐκτινάσσον, σπλῆνα μειοῦν, ἔμβρυα φθεῖρον καὶ ἔμμηνα κινοῦν, συνουσίαν παρορμῶν· ἔοικε δὲ σινάπει καὶ εὐζώμῳ, ἀποσμήχει λέπρας, λειχῆνας.

2 σὺν μέλιτι δὲ σπλῆνα ταπεινοῖ καταπλασσόμενον καὶ κηρία ἀποκαθαίρει, καὶ τὰ ἐκ θώρακος ἀνάγει ἐγκαθεψόμενον ῥοφήμασιν, ἑρπετοδήκτων τέ ἐστιν ἀντιφάρμακον πινόμενον θυμιαθὲν δὲ ἑρπετὰ διώκει, τρίχας τε ῥεούσας ἐπέχει καὶ ἄνθρακας περιρρήττει πυοποιοῦν. σὺν ὄξει δὲ καὶ ἀλφίτοις καταπλασθὲν ἰσχιαδικοὺς ὠρελεῖ, καὶ οἰδήματα καὶ φλεγμονὰς διαφορεῖ, δοθιῆνάς τε ἐκπυοῖ σὺν ἅλμῃ καταπλασθέν. καὶ ἡ πόα δὲ τὰ αὐτὰ ποιεῖ, ἔλασσον μέντοι δύναται.

156 θλάσπι βοτάνιόν ἐστι στενὸν τοῖς φύλλοις, ὡς δακτύλου τὸ μῆκος, πεπτωκόσιν ἐπὶ γῆς, ἀκροσχιδέσιν, ὑπολιπάροις· καυλὸν δὲ ἀνίησι λεπτόν, δισπίθαμον, ἀποφυάδας ὀλίγας ἔχοντα, καὶ περὶ ὅλον αὐτὸν καρπὸς ὑπόπλατυς ἐξ ἄκρου, ἐν ᾧ σπερμάτιον ἐμφερὲς καρδάμῳ, δισκοειδές, οἱονεὶ ἐντεθλασμένον, ἐξ [*](156 RV: θλάσπι· οἱ δὲ θλασπίδιον, οἱ δὲ σίνηπι Περσικόν,s οἱ δὲ σίνηπι ἄγριον, οἱ δὲ μυῖτιν, οἱ δὲ μυιόπτερον, οἱ δὲ Δημοφῶν, οἱ δὲ βότρυον, Αἰγύπτιοι σουιτέμψου, Ῥωμαῖοι σκανδουλάκιουμ, οἱ δὲ καμψέλλα, οἱ δὲ πέδεμ γαλλινάκιουμ.) [*](12 SIM. Pl. XXVII 139 (e S N.)) [*](12 EXC. Orib. XI s. v. (θλάσπι — φύεται); Ps. D. de h. f. 16 ( D. lat.): Gal. XI 886 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII s. v.), cf. Hes. s. v. θλάσπις.) [*](1 ἕλμειε CF: ἕλμιν N ἐκτινάσσει C μειοτ R καὶ ἔμβρυα φθείρει R 2 καὶ ἔμμηνα κινοῦν om. PR: καὶ om. Di, at cf. Dl καρορμᾷ R 3 σινήπει HDi ἀποσμῆχον R καὶ λειχῆνας R 4 δὲ καὶ R τήκει R in ἀποκαθαίρει κατὰ des. P (fol. 171v) 5 ἄγει R καθεφόμενον ἐν ῥοφήμασιν H: ἐγκαθεψόμενον ῥοφ. F (ψ in ζ corr. m. rec.) ἐρπετῶν QDi 6 καὶ θυμιαθὲν H 7 διώκει ἑρπετὰ R περιριπτει καὶ πυοποιετ R 8 δὲ om, FDi καταπλασθὲν post δὲ colloc. R 10 ἐκτήκει R 11 ἔλαττον μέντοι γε R μέντι F 12 num. cap. σπε QDi, cap. om. PE θλάσπη F post θλάσπι syn. e R add. Di, post φύλλοις H 13 τὸ μῆκος R, τὸ om. reliqui post κῆκος add. τὰ φὑλλα H τῆς γῆς RDi 14 λεπτὸν ἀνίησι RDi δισπιθαμιαῖον RDi 15 καὶ om. R 16 καρδαμώμῳ N) [*](17 C fol. 140v: N 38 (bursa pastoris et apud quosdam sanguinaria marg. add. m. r) σίνηπυ Di 18 μυείτην N: μυίτην Di: correxi coll. D. II 139 οἱ δὲ μυιόπτερον om. C: μυόπτερον Di 19 δαιμοφῶν libri· correxi βοτρον R: βίτρον Di: correxi σουειτεμψου C: σουειτεμσου N 20 cf. Ed. Diocl. I 8, 54 ed. Blümner, Isid. XVII 3, 11 κάψελλα Di ad πέδεμ γαλλινάκιουμ cf. D. II 139 Pl. XXV 155)

223
οὗ καὶ τὸ ὄνομα ἔσχηκεν, ἄνθος δὲ ὑπόλευκον· ἐν ὁδοῖς καὶ ἐπὶ θριγκῶν καὶ τειχῶν φύεται.

τὸ δὲ σπέρμα δριμύ, θερμαντικόν, χολὴν ἄνω τε καὶ κάτω 2 καθαῖρον ποθὲν πλῆθος ὀξυβάφου. ἐγκλύζεται δὲ καὶ πρὸς ἰσχιαδικούς, ἄγει δὲ καὶ αἷμα, ποθὲν δὲ καὶ τὰς ἐντὸς ἀποστάσεις ῥήγνυσι· κινεῖ δὲ καὶ καταμήνια καὶ ἔμβρυα φθείρει. ἱστορεῖται δὲ Κρατεύας καὶ ἕτερον θλάσπι, ὅ τινες Περσικὸν σίνηπι καλοῦσι, πλατύφυλλον καὶ μεγαλόρριζον. καὶ τοῦτο δὲ μείγνυται τοῖς πρὸς ἰσχιάδα διακλυσμοῖς.

157 δράβη πόα πήχεως τὸ ὕψος, ῥάβδους ἔχουσα λεπτάς· παῤ ἑκάτερα δὲ τὰ φύλλα ὥσπερ λεπιδίου, ἁπαλώτερα δὲ καὶ λευκότερα, ἐπ᾿ ἄκρου δὲ σκιάδιον καθάπερ ἀκτῆς, ἔχον ἄνθη λευκά.

ταύτης ἡ πόα συνέψεται τῇ πτισάνῃ, μάλιστα δ᾿ ἐν Καππαδοκίᾳ. ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς ξηρὸς ἀντὶ πεπέρεως μείγνυται τοῖς προσοψήμασιν.

158 ἐρύσιμον· φύεται μὲν περὶ τὰς πόλεις καὶ οἰκόπεδα [*](158 RV: ἐρύσιμον· οἱ δὲ χαμαίπλιον, προφῆται Ἡρακλέους ἄλφιτα, Αἰγύπτιοι ἐρεθμού, Ῥωμαῖοι ἰριώνεμ.) [*](3 SIM. D. eup. I 238 (220) II 77 (289) Pl. 1. s.) [*](10 SIM. Pl. XXVII 73 e S. N. — Crat.).) [*](17 SIM. Theophr. h. pl. VIII 3, 2. 3. 7, 3; Pl. XXII 158 (e S. N.) Hes. s. v. — D. eup. I 31 (243) 33 (345) II 56 (267) I 237 (218) I 148 (169) I 142 (165).) [*](17 EXC. Orib. XI s. v. (ἐρύσιμον—γεῦσιν); Gal. XI 877 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 τοὔνομα F φύεται ἐν ὁδοῖς καὶ τάφροις N: ἐν ὁδοῖς καὶ τάφροις φύεται C: ἐν ὁδοτς καὶ θριγγοῖς: καὶ τάφροις φνόμενον Di: nascitur in semitis, sepibus et septis Orib. lat.: nascitur in semitis et septis Pl. 2 θριγγῶν H τοίχων H 3 τὸ δὲ om. HDi, δὲ om. F δριμὺ καὶ R 4 πλῆθος ποθὲν N ὀξυβάφου] abhinc rursus habemus E 5 δὲ (pr.) om. Di δὲ (alt.) om. RDi, at cf. Gal. τὰ ἐντὸς ἀποστήματα ῥήσσει ποτιζόμενον . . . καὶ δἰ ἕδραν ἐνιέμενον ἰσχιάδας ὀνίνησιν αἱματώδη κινοῦν 6 τὰ καταμήνια F φθείρει] ἄγει N: φέρει C 7 ἱστορτ — διακλυσμοῖς om. R ἱστορεῖται F: ἱστορετ reliqui θλεάαπιον E ὅπερ E 8 σίνιπι F 9 κλυσμοῖς E) [*](10 num. cap. σπ𝔮 QDi: ρξ𝔮 E: cap. iterat s. tit. περὶ ἀραβίδος post II c. 185 Di δράβη] βράθυ E: brio Dl ἡ πόα Di: ἡ om. reliqui ἐστὶ addidi περὶ πῆχυν EDi πήχεος QDi τὸ om. H παῤ ἑκάτερα λεπτάς, φύλλα δὲ E 11 δὲ αὐτῶν φύλλα Di (s. v. ἀραβίς): δὲ τὰ φύλλα reliqui 12 ἐπ᾿ ἄκρω E ἀκτις QDi: ἀκτῆς E (η in ras.): flore candido sabuci Pl. 13 ἄνθη ἔχον E 14 αὕτη ἡ πόα E τῇ om. HE: delevi δ᾿ addidi ex E 15 πεπέρεος F τοῖς om. E) [*](17 num. cap. σπζ QDi: ρξζ E post ἐρύσιμον syn. e R add. Di, mg. H2 φύεται μὲν RE: μὲν om. reliqui πρὸς E καὶ τὰ N) [*](18 C 104r: N 70 (eruca mg. add. m. rec.) χσμαιπλιον] suspectum, fort. χαμαιπόλιον ἡρακλιους R 19 ἐριωνέμ libri: correxi coll. Pl. XVIII 96. XXII 158)

224
καὶ ἐν κήποις· φύλλα δὲ ὅμοια εὐζώμῳ ἀγρίῳ ἔχει, καυλία ἱμαντώδη, ἄνθη μηλίζοντα· ἐπ᾿ ἄκρων δὲ λοβοὶ κερατοειδεῖς, ἰσχνοί, ὡς τήλιδος, ἐν οἷς σπερμάτια μικρά, καρδάμῳ παραπλήσια, πυρώδη κατὰ τὴν γεῦσιν, ποιοῦντα πρὸς θώρακος ῥευματισμόν, ἐμπύους, βῆχας, ἴκτερον, ἰσχιάδα ἐκλειχόμενα σὺν μέλιτι· πένεται καὶ πρὸς τὰ θανάσιμα φάρμακα. καταπλασσόμενον δὲ μεθ᾿ ὕδατος ἢ μέλιτος ὠφελεῖ καρκινώματα κρυπτά, σκληρίας, παρωτίδας, διδύμων καὶ μαστῶν φλεγμονάς, λεπτύνει τε καθ᾿ ὅλου καὶ θερμαίνει. ἐπιεικέστερον δὲ γίνεται εἰς τὰ ἐκλείγματα, ἀποβραχὲν ὕδατι καὶ φωχθὲν ἢ ἐνδεθὲν εἰς ὀθόνιον καὶ ὀπτηθὲν στέατος περιπλασθέντος.

159 πέπερι δένδρον ἱστορεῖται φυόμενον ἐν Ἰνδίᾳ, καρπὸν δὲ ἀνίησι κατ᾿ ἀρχὰς μὲν προμήκη καθάπερ λοβούς, ὅπερ ἐστὶ τὸ μακρὸν πέπερι, ἔχον τὸ ἐντὸς κέγχρῳ παραπλήσιον, τὸ μέλλον ἔσεσθαι τέλειον πέπερι, ὅπερ κατὰ τοὺς οἰκείους ἀναπλούμενον χρόνους βότρυας ἀνίησι, κόκκους φέροντας οἷον ἐρρυσωμένους, τοὺς δὲ καὶ ὀμφακώδεις, οἵτινές εἰσι τὸ λευκὸν πέπερι, εὐτεθοῦν μάλιστα εἰς τὰ ὀρθαλμικὰ καὶ ἀντιδότους καὶ θηριακὰς δυνάμεις.

2 ἔστι δὲ τὸ μὲν μακρὸν διὰ τὸ ἄωρον ἐπιτηδειότερον εἰς τὰς ἀντιδότους καὶ θηριακὰς δυνάμεις, τὸ [*](6 TEST, Gal. XI 878: χησὶ δὲ Διοσκουρίδης ὡς καταπλαττόμενον μεθ᾿ ὕδατος ἢ μέλιτος ὀνίνησι τοὺς κρυπτοὺς καρκίνους.) [*](12 SIM. [Theophr.] pl. h. IX 20, 1; Pl. XII 26 sq. (e Iuba), cf. Sim. S. s. v. Isid. XVII s,) [*](12 EXC. Orib. XII s. v. (πέπερι — βρέγμα); Gal. XII 97 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v), cf. Gal. XIV 258.) [*](1 καὶ ἐν κήποις RE: καὶ κήπους Orib. QDi ὅμοια post ἀγρίῳ colloc. RE ἀγρίω εὐζώμω E ἔχει om. Di 2 ἄκρφ RE: ἄκον F κερατώδεις R 3 σπέρματα E 5 ἰσχιάδας REHDi ἐκλειχόμενον QRDiE (corr. E2) δὲ σὺν HDi 6 καὶ] δὲ R: δὲ καὶ E τὰ om. R 7 ἢ μέλιτος om. FN: del. E2, cf. Gal. l. s. 8 σκληρώματα R παρωτίδων CE (ν in ras. E2) μαστῶν διδύμων CE: μαστῶν παρωτίδας διδύμων N καὶ om. Q 9 τε] δὲ E (post δὲ c. 9 litt. eras. E2) καθ᾿ ὅλου om. F, post καὶ coll. RHDi 10 ἐγκλύσματα Di προβραχὲν REGal.: βραχὲν Di ψνγὲν ἢ φωχθὲν Di 11 σταιτὸς E (at αι in ras.)) [*](12 num. cap. σπη QDi: ρξη E ἱστορεῖται] ἐστὶν E τῇ ἰνδίᾳ E post Ἰνδίᾳ add. βραχὑ HDi 13 ὀγόβους E (corr. E2) 14 τὸ addidi ἔχον (τ superscr.) ἐντὸς F: ἔχον τὰ ἐντὁς EOrib. κέγχρῳ λεπτῇ Orib. Di: κέγχρῳ παραπλήσια λεπτῇ E παραπλήσια Orib. E 15 πέπερι τέλειον Orib. E οἰκείους χρόνονς et Orib.E: οἰκείους καιροὺς Di 16 βότρυς Orib.Di οἵον ἐρρυσωμένους] οἵους ἴσμεν libri, Orib. correxi coll. Gal. l. s. ἐκεῖνο (sc. τὸ μέλαν πέπςρι) γὰρ οἷον ὑπερωπτημένον ἐστὶν ἤδη καὶ ὑπερεξηραμμένον 18 εἰς] πρὸς E 19 καὶ θηριμκὰς — δυνάμεις (v. 20) om, Orib. 20 καὶ ἐπιτήδειον Di δυνάμεις addidi)

225
δὲ μἑλαν δριμύτερον τοῦ λευκοῦ καὶ εὐστομώτερον καὶ μᾶλλον ἀρωματίζον διὰ τὸ εἶναι ὥριμον, εὐχρηστότερόν τε εἰς τὰς ἀρτύσεις, τὸ δὲ λευκὸν ὀμφακίζον, ἀσθενέστερον τῶν προειρημένων. ἐκλέγου δὲ τὸ βαρύτατον καὶ πλῆρες, μέλαν, μὴ σφόδρα ῥυσόν, πρόσψατον καὶ μὴ πιτυρῶδες. εὑρίσκεται δέ τι ἐν τῷ μέλανι ἄτροφον, κενὸν καὶ κοῦρον, δ καλεῖται βρέγμα.

δύναμιν δὲ ἔχει κοινῶς θερμαντικήν, πεπτικήν, οὐρητικήν, 3 ἐπισπαστικήν, διαφορητικήν, σμηκτικὴν τῶν ταῖς κόραις ἐπισκοτούντων· ἁρμόζει καὶ ῥίγεσι περιοδικοῖς πινόμενον καὶ συγχριόμενον, καὶ θηριοδήκτοις ἀρήγει, ἄγει καὶ ἔμβρυα. ἀτόκιον δὲ εἶναι δοκεῖ μετὰ συνουσίαν προστιθέμενον, βηξί τε καὶ πᾶσι τοῖς περὶ θώρακα πάθεσιν ἁρμόζει, ἔν τε ἐκλεικτοῖς καὶ ποτήμασι λαμβανόμενον, καὶ συνάγχαις ἁρμόζει διαχριόμενον σὺν μέλιτι, καὶ στρόφους λύει πινόμενον μετὰ δάφνης φύλλων ἁπαλῶν. ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθέν, ἀνώδυνόν τέ ἐστι καὶ ὑγιεινόν, καὶ ὄρεξιν κινεῖ καὶ πέψει συνεργεῖ μειγνύμενον ἐμβάμμασιν.

ἀναλημφθὲν δὲ πίσσῃ χοιράδας διαφορεῖ, 4 σμήχει δὲ ἀλφοὺς σὺν νίτρῳ. φώγνυται δὲ ἐν ὀστράκῳ καινῷ ἐπ᾿ ἀνθράκων κινούμενον ὡς φακοί.

ἡ δὲ ῥίζα αὐτοῦ οὐκ ἔστι ζιγγίβερι, καθάπερ ἔνιοι ὑπέλαβον, [*](4 EXC, Orib. V 77 (ἐκλέγου — πιτνρῶδες).) [*](7 SIM. Cels. II 27. 33 — Cels. II 31 D. eup. II 112 (312) — eup. II 22 (135) — eup. II 114 (314) — eup. II 76 (287) — eup. II 31 (242. 243) — eup. II 40 (255) — eup. I 5 (97) — eup. I 154 (173).) [*](18 EXC. Orib. XII s. v. (φώγνυται — γεῦσιν).) [*](20 TEST. Gal. XIX 105: οἱ μὲν γράψαντες τὰς ὀνομασίας τῶν φαρμάκων . . . . καὶ Διοσκουρίδης ὁ Αλεξανδρεὺς Ἰνδικὸν ὀνομάζουσι τὸ ζιγγίβερι, πλανηθέντες ἐκ τοῦ τινας οἴεσθαι ῥίζαν αὐτὸ τοῦ πεπέρεως ὑπάρχειν· ἀλλὰ Διοσκουρίδης ὁ Ἀναζαρβεὺς σαφῶς διώρισέ τε καὶ ἀπεφήνατο περὶ ζιγγιβέρεως καὶ πεπέρεως.) [*](1 ἥδιον δριμύτερον Drib.: ἥδιον καὶ δριμύτερσν EDi: ἥδιον superscr. H2 ad λευκοῦ mg. add. ἰστέον ὡς ὁ γαληνὸς ἐν τοτς ἁπλοτς δριμύτερον εἶναι τὸ λευ κόν φησι τοῦ μέλανος Orib.: ὁ δὲ γαλινός φησιν μᾶλλον τὸ λευκὸν εἶναι δριμύτερον τοῦ μέλανος E καὶ (pr.) — ἀρτύσεις om. Orib.E (mg. add. E2) εὐστομώτερον QE2Di: gratius Pl.: εὐστομαχώτερον Sbr. 2 ἀρωματίζον post ὥριμον colloc. QDi 3 καὶ ὀμφακίζον Di 4 βαρύτερον Orib.E 5 πρόσφατον δὲ) HDi 6 καὶ κενὸν κοῦφον Orib. βρέγμα E (βράσμα superscr. E2): bregma Pl. l. s.: βράσμα reliqui, cf. Salm. exerc. Pl. 7 οὐρητικήν, πεπτικήν HDi 9 καὶ συγχριόμενον om. E τε καὶ συγχρ. Di 10 ἀρήγει—ἔμβρυα om. E 11 δοκεῖ δὲ καὶ ἀτόκιον εἶνι EDi 12 ἁρμόζον E 13 διαχριόμενον] διάκλυσμα E 16 καὶ ὕπνον ποιεῖ καὶ ὄρεξιν Marc. cod. (?) κινοῦν E πέψει τε Di συνεργοῦν E 17 ἐν βέμμασιν EDi 18 δὲ (pr.)] τε καὶ E ἀλφὸν F ἐπ᾿ ὀστράκου καινοῦ (om. ἐπ᾿ ἀνθρ.) QE: ἐπ᾿ ὀστράκῳ Orib. 19 ὡς φακοί om. Orib.: φασίν DiH2: φακή coni. Cornar.: κέγχρος dubitanter coni. Spr. 20 καθάπερ] ὡς Orib.)

226
ὡς αὐτίκα δηλώσομεν. ἔοικε μέντοι κόστῳ ἡ τοῦ πεπέρεως ῥίζα, θερμαίνουσα τὴν γεῦσιν καὶ ὑγρὰ ἐκκαλουμένη, ταπεινοῖ δὲ σπλῆνα σὺν ὄξει καταπλασσομένη καὶ πινομένη· ἀποφλεγματίζει δὲ μετὰ σταφίδος ἀγρίας μασηθεῖσα.

160 ζιγγίβερι ἴδιόν ἐστι φυτόν, γεννώμενον ἐν τῇ Τρωγλοδυτικῇ καὶ Ἀραβίᾳ πλεῖστον, οὗ χρῶνται τῇ χλόῃ εἰς πολλά, καθάπερ ἡμεῖς τῷ πηγάνῳ, ἕψοντες εἰς προποτισμοὺς καὶ εἰς ἑψήματα μίσγοντες. ἔστι δὲ ῥιζία μικρά, ὥσπερ κυπέρου, ὑπόλευκα, πεπερίζοντα τῇ γεύσει καὶ εὐώδη· ἐκλέγου δὲ τὰ ἀτερηδόνιστα. ὑπ᾿ ἐνίων μέντοι γε ταριχεύεται διὰ τὸ εὔσηπτον καὶ διακομίζεται ἐν κεραμίοις εἰς Ἰταλίαν, εὐχρηστοῦν εἰς βρῶσιν· λαμβάνεται δὲ μετὰ ταρίχου.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, πεπτικήν, μαλακτικὴν κοιλίας ἐπιεικῶς, εὐστόμαχον· ποιεῖ καὶ πρὸς τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις, μείγνυται καὶ ἀντιδότοις, καὶ καθ᾿ ὅλου παρέοικέ πως τῇ τοῦ πεπέρεως δυνάμει.

161 ὑ δροπέπερι· φύεται μὲν μάλιστα παρὰ στασίμοις ὕδασιν ἢ ἐπιεικέσι ῥείθροις, καυλὸν δὲ ἀνίησι γονατώδη, περὶ δν μασχάλαι, καὶ φύλλα ἡδυόσμῳ ἐοικότα, μείζονα δὲ καὶ λευκότερα καὶ τρυφερώτερα, δριμέα ἐν τῇ γεύσει ὥσπερ τὸ πέπερι, οὐ μὴν ἀρωματίζει. καρπὸν δ᾿ ἔχει ἐπὶ κλωναρίων μικρῶν, ἐκφυόμενον παρὰ τὰ φύλλα, συνεχῆ καὶ βοτρυώδη, δριμὺν καὶ αὐτόν. ῥίζαν δ᾿ ἔχει μικράν, ἄχρηστον.

[*](5 SIM. Pl. XII 28 (e Iuba), cf. Cels. V 23, 3.)[*](5 EXC. Orib. XI s. v. (ζιγγίβερι — ταρίχου), cf. Gal. XI 880.)[*](17 EXC. Orib. XII s. v. (ὑδροπὶπερι — δριμύν), cf. Gal. XII 147.)[*](1 τῷ κόστῳ E 2 ῥιζα om. E: τοῦ π. ῥ. om. Orib. θερμαίνει δὲ Orib. προσκαλουμένη Di 3 καὶ πινομένη om. QE, at cf. Dl et bibita id facere potest 4 ἀγρίας om. FE: cum stafis agria Dl)[*](4"num. cap. σπθ QDi: ρξθ E ζιγγίβερις Di 6 καὶ add. Sarac. coll. Pl. l. s. 7 προποματισμοὺς F: ποματισμοὺς H 8 εἰς om. Di ἕψημα Q: τὰ προσοψήματα E μίσγοντες H: μιγνύντες EDi: σμίγοντες F κυπείρου HDi 9 καὶ om. E 10 γε om. QDi 11 τὴν ἰταλίαν EDi εὐχρηστοῦν δὲ H: εὐχρηστοῦντα coni. Sarac. 13 πεπτικήν, θερμαντικήν E 14 δὲ καὶ E 15 μείγνυται δὲ καὶ E)[*](17 num. cap. σ𝔮 QDi: ρο E μὲν om. Orib. παρὰ (περὶ superscr. pr. m.) Orib.: περὶ τοῖς στασίμοις (om. ὕδασιν) E 18 τόποις ῥίθροις E (τόποις del. E2) δὲ om, Orib. γονατοειδῆ E post γονατώδη add. στερεόν EHDi 19 ὧν F ἐοικότα ἡδυόσμῳ Di παρεοικότα Orib. 20 δριμύτερα Orib. 21 ἀρωματίξει FEOrib.: ἀρωματίζοντα reliqui 22 καὶ (pr.) om. Orib. καὶ αὐτὁν om. Orib. 23 verba ῥίζαν — ἄχρηστον, quae in fine cap. libri habent, huc transposui πικρὰν ἢ μικρὰν E (corr. E2))
227

δύναται δὲ τὰ φύλλα σὺν τῷ καρπῶ καταπλασσόμενα οἰδήματα καὶ χρονίους σκληρίας διαφορεῖν ὑπώπιά τε ἀποκαθαίρειν. ξηρανθέντα δὲ καὶ κοπέντα μείγνυται ἀντὶ πεπέρεως ἁλσὶ καὶ προσοψήμασι.

162 πταρμικὴ θαμνίον ἐστί, κλῶνας ἔχον μικρούς, πολλούς, περιφερεῖς, ὁμοίους ἁβροτόνῳ, περὶ οὓς φύλλα ἐπιμήκη, ἐοικότα τοῖς τῆς ἐλαίας, πολλά· ἐπ᾿ ἄκρῳ δὲ ὥσπερ ἀνθεμίδος κεφάλιον μικρόν, περιφερές, δριμὺ κατὰ τὴν ὀσμήν, ἐρεθιστικὸν πταρμοῦ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται.

δύναμιν δὲ ἔχει καταπλασσόμενα τὰ φύλλα μετὰ τῶν ἀνθῶν ὑπώπια αἴρειν. τὰ δὲ ἄνθη πταρμοὺς ἐνεργέστατα κινεῖ, φύεται δὲ ἐν ὀρεινοῖς καὶ πετρώδεσι τόποις.

163 στρούθιον, ᾧ οἱ ἐριοπλύται χρῶνται πρὸς κάθαρσιν τῶν ἐρίων, γνώριμόν ἐστιν, οὗ ἡ ῥίζα δριμεῖα καὶ οὐρητική, βοηθοῦσα ἡπατικοῖς, βηξίν, ἀρθοπνοίαις, ἰκτέρῳ σὺν μέλιτι κοχλιαρίου πλῆθος λαμβανομένη, κοιλίαν τε ὑπάγει. σὺν δὲ [*](163 RV: στρουθίον· οἱ δὲ κέδρον, οἱ δὲ κάθαρσις, οἱ δὲ στρουθοκάμηλος, οἱ δὲ χαμαίρρυτον, προφῆται χαλίρρυτον, Ῥωμαῖοι ῥάδιξ σανάρια, οἱ δὲ ἕρβα λανάρια, Αἰγύπτιοι οἰνώ, Ἄφροι σοιρίς.) [*](5 EXC. Orib. XII s. v. (πταρμικὴ — πταρμοῦ); Gal. XII 108 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](11 SIM. D. eup. I 4 (96).) [*](13 SIM. Pl. XXIV 96 (e S. N.), cf. XIX 48; Theophr. h. pl. VI 4, 3. 8, 3 — Pl. l. s. 96 D. eup. II 112 (312) — Pl. 97 — Pl. 96 eup. II 39 252) — Pl. 96 eup. II 56 (238)— Pl. 96 — Pl. 97 eup. II 111 (310) — eup. II 61 (274) — Pl. 96 eup. II 78 (292) — Pl. l. s. eup. I 129 (159) — Pl. 97 eup. I 149; (170) — Pl. 97 eup. I 41 (112) — Pl. 97 eup. 14 (96) — eup. I 5 (97).) [*](13 EXC. Ps. D. de h.f.55; Gal. XII 131(unde Aet. Is. v.); Isid. XVII9, 56 (e DI.).) [*](1 καταπλασθέντα E 2 καὶ om. H ἀποκαθαίρειν Di: ἀποκαθαίρει E: διαφορεῖν reliqui 3 δὲ om. E: τε Q post μείγνυται del. δὲ E2) [*](5 num. cap. σ𝒢α QDi: ροα E μικρούς om. Orib. E post πολλούς add. λεπτούς Orib. EDl 7 πολλά om. Orib. 8 ἐρεθίξον πταρμούς Orib.: ἐρεθίζον καὶ κανοῦν πταρμούς E 10 δύναται EDi 11 ἐνεργέστατα E: ἔναργέστατα reliqui) [*](13 num. cap. σ𝒢 QDi: ροβ E post στρούθιον syn. e R add. Di, mg. add. H2 14 καὶ om. NE οὐρητικὴ καὶ κινητική E (καὶ κιν. del. E2)) [*](15 βοηθεῖ δὲ Di ἤπατι καὶ E ὀρθοπνοίαις, ἰκτέρῳ om. Q: ὀρθοπνοίαις· βηξίν· ἰκτέρῳ E: ὀρθοπνοίας νὺν μέλιτι καὶ ἰκτέρω C: ἰκτέρῳ om. Di, at cf. Ps. D. de h. f. hepaticis, tussientibus, suspiriosis, ictericis, Pl. l. s. D. eup l. s. 16 πινόμενον R: λαμβανομένη ἢ πινομένη E (ἢ πιν. del. E2) ὑγιάζει RE (corr. E2)) [*](17 C fol. 295r: N 136 18 χαμαίρυτρον R: χαμαίρρυτρον Di: correxi χαλιρυτον R: χαλίρρυτον H2Di 19 λαναρα R, cf. Scrib. Larg. 10. Isid. l. s. 20 σοιρσ C (ι add. m. rec.): σοιρις N: συρίς H2Di)

228
πάνακι καὶ καππάρεως ῥίζῃ λημφθὲν λίθους θρύπτει καὶ ἐξουρεῖν ποιεῖ καὶ σπλῆνα ἐσκιρρωμένον τήκει, προστεθὲν δὲ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἔμβρυα φθείρει ἐνεργῶς, σὺν ἀλφίτῳ δὲ καὶ ὄξει καταπλασθὲν λέπρας αἴρει· διαφορεῖ καὶ τὰ φύματα σὺν ἀλεύρῳ κριθίνῳ καὶ οἴνῳ ἑψηθέν. μείγνυται δὲ καὶ κολλυρίοις ὀξυδερκέσι καὶ μαλάγμασι· κινεῖ δὲ καὶ πταρμούς, καὶ εἰς τὰς ῥῖνας δὲ ἐγχεόμενον λεῖον μετὰ μέλιτος καθαίρει διὰ στόματος.

164 κυκλάμινος· φύλλα ἔχει ὅμοια κισσῷ, ποικίλα δὲ κάτωθεν καὶ ἄνωθεν κηλῖσιν ὑπολεύκοις, καυλὸν δὲ τετραδάκτυλον, γυμνόν, ἐφ οὖ ἄνθη ῥοδοειδῆ, πορφυρίζοντα, ῥίζαν μέλαιναν, γογγυλίδι παραπλησίαν, ὑπόπλατυν, ἥτις ποθεῖσα μεθ᾿ ὑδρομέλιτος ἄγει φλέγμα καὶ ὕδωρ κάτω, καὶ ἔμμηνα δὲ κινεῖ πινομένη καὶ προστιθεμένη. φασὶ δὲ ὅτι, κἂν ὑπερβῇ τὴν ῥίζαν ἐγκύμων γυνή, ἐξαμβλώσκειν αὐτήν· ἔστι δὲ καὶ ὠκυτόκιον [*](164 RV: κυκλάμινος· οἱ δὲ κισσάνθεμον, οἱ δὲ κισσόχυλλον, οἱ δὲ χελόνιον, οἱ δὲ ἰχθυοθήρα, οἱ δὲ Κυλλήνη, Ζωροάστρης Στυμφαλῖτις, Ὀσθάνης ἀσφώ, προφῆται μυασφώ, Αἰγύπτιοι θέσκε, Ῥωμαῖοι ῥάπουμ τέρραι, οἱ δὲ οὐμβιλίκουμ τέρραι, οἱ δὲ ῥάπουμ πορκίνουμ, οἱ δὲ οὐρσίνουμ, οἱ δὲ ἀρχαρά.) [*](8 SIM. [Theophr.] h. pl. IX 9, 3. Pl. XXV 114sq. (e S. N.); Ps. Ap. 18 schol. Theocr. V 123; Hes. s. v. — Pl. XXVI 54 — (Theophr.] l. s. Pl. XXV 115. XXVI 155. D. eup. II 78 (291).) [*](8 EXC. Orib. XI s. v. (κυκλάμινος — ὑπόπλατυν); Gal. XII 50 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg VII 3 s. v.); Pa. Drib. V 63.) [*](2 καὶ om. NE σπλῆνας ἐσκιρωμένους CE 3 ἐνεργῶς E: ἐν ἐρίῳ R: ἐναργῶς reliqui 4 λέπραν H καὶ διαφορεῖ καὶ RE τὰ om. RE 5 δὲ om. RE 6 ὀξυδερκικοῖς E: ὀξυδορκικοῖς R δὲ om. N 7 ῥίζας (ν superscr. F δὲ om. R, del. E2 διὰ στόματος καθαίρει RE) [*](8 num. cap. σ𝒢γ QDi: ρογ E κυκλάμεινον E post κυκλάμινος eyn. e R add. Di, mg. H2 πορφυρἅ, ποικίλα Di: πορφυρἅ supercr. H2 δὲ om. F: post κάτωθεν colloc. HDi 9 ἄνωθεν καὶ κάτωθεν NOrib. κηλῖσιν ὑπολ. om. R καυλία R δὲ om. RH 10 ἄνθη ἐν τῷ λευκῷ πορφνροειδῆ R 12 δὲ om, N 13 πινομένη καὶ om. R: προστιθεμένη καὶ πινομένη E ὅτι om. RE, cf. D. I 116 ἂν Di 14 ἔγκυος R ἐξαμβλώσκειν RE: ἐξαμβλώττειν reliqui ἀτόκιον FR: ὠκυτόκιον HEDi (Theophr.] l. s.: partus accelerat. . . . cyclaminus adalligata Pl. XXVI 161) [*](15 C fol. 165r: N 47 (malum terrae mg. add. m. rec.) κισσάνθημον N 16 χελώνιον R: χελόνιον Di: correxi ad ἰχθυοθήρα cf. Plin. XXV 116 κυλλήνη R: κυλίνην Di: suspectum ζωροάστης N: ζωρόαστρις Di 17 ἢ τριμφαλίτης Di: τρυμφαλίτις R: correxi μηασχφ Di 18 θεοκε R rapum terrae Ps. Ap. ἰνβιλίκουμ NDi 19 οἱ δὲ ῥάπουμ — οὐρσίνουμ om. Di rapum porcinum Ps. Ap. θυ(ρ add. N)βηλουμ R: correxi οἱ δὲ (tert.) vix recte. cf. Ps. Ap.)

229
περιαπτομένη. πίνεται δὲ πρὸς τὰ θανάσιμα μετ᾿ οἴνου, καὶ μάλιστα πρὸς λαγωὸν θαλάσσιον, καὶ ἑρπετῶν ἐστιν ἀντιφάρμακον καταπλασσομένη, μεθύσκει τε οἴνῳ μειχθεῖσα.

ἀποκαθίστησι δὲ καὶ ἴκτερον τριῶν δραχμῶν πλῆθος ποθεῖσα 2 μετὰ γλυκέος ἢ μελικράτου ὑδαροῦς — κατακλίνειν δὲ δεῖ τὸν πίνοντα ἐν οἴκῳ θερμῷ καὶ πλείοσιν ἱματίοις περιβάλλειν, ὅπως ἱδρώσῃ· δ δὲ ἀποκρινόμενος ἱδρὼς χολώδης εὑρίσκεται τῇ χρόᾳ — ἐγχυματίζεταί τε ὁ χυλὸς αὐτῆς μετὰ μέλιτος εἰς τὰς ῥῖνας πρὸς κάθαρσιν κεφαλῆς, καὶ τῷ δακτυλίῳ ἐν ἐρίῳ προστίθεται πρὸς κομιδὴν περιττωμάτων. καταχρισθέντος δὲ αὐτοῦ ἐπ᾿ ὀμφαλοῦ καὶ ὑπογαστρίου καὶ ἰσχίου κοιλίαν μαλάσσει καὶ ἐκτρρσμοὺς ἐργάζεται, καὶ πρὸς τοὺς ὑποκεχυμένους καὶ ἀμβλυωποῦντας ἐγχριόμενος ὁ χυλὸς σὺν μέλιτι ἁρμόζει· μείγνυται καὶ εἰς τὰ φθόρια, ἕδραν τε προπεσοῦσαν σὺν ὄξει καταχριόμενος ὁ χυλὸς καθίστησι.

χυλίζεται δὲ ἡ ῥίζα κοπτομένη καὶ ἐκθλιβομένη, 3 ἑψομένου τοῦ χυλοῦ ἄχρι μελιτώδους συστάσεως. ῥύπτει δὲ καὶ χρῶτα ἡ ῥίζα καὶ ἐξανθήματα στέλλει, καὶ τραύματα μετ᾿ ὄξους καὶ καθ᾿ ἑαυτὴν καὶ μετὰ μέλιτος ἰᾶται. καταπλασσομένη δὲ καὶ σπλῆνα τήκει, ἀποκαθαίρει δὲ καὶ ἔφηλιν καὶ ἀλωπεκίας, [*](1 SIM. [Theophr.] 1. s. Pl. XXVI 161 D. eup. II 94 (298) — Pl. XXV 125 eup. II 156 (333) — Pl. XXV 114 eup. II 115 (317) — [Theophr.] l. s. Pl. XXV 115 eup. 1 25 (106) — Pl. XXVI 124 eup. II 56 (267) — [Theophr.] l. s. eup. I 3 (96) Asclep. (Gal. XII 583) — Pl. XXV 143 — eup I 41 (112) — Pl. XXVI 90 — eup. I 109 (148) — Pl. XXVI 144 eup. I 162 (178)—eup. II 61 (273). — eup. I 95 (141) — Pl. XXIV 100 [Theophr.] s. Pl. XXV 134 — Pl. RXVI 100 eup. I 179 (189) — Pl. XXVI 106 eup. I 181 (189) — Pl. XXV 115 — [Theophr.] s.) [*](1 καὶ addidi e RE 2 θαλάσσων λαγωόν Q 3 τε] δὲ R μιχθεῖσα οἴνῳ RE 4 ἀποκαθίστησιν E: ἵστησι Di: καθίστησι reliqui ποθεῖσα πλῆθος δραχμῶν τριῶν R 5 γλυκέος ὕδατος C ὑδαροῦς om. R: ὑδαροῦ F δεῖ om. R τὸν πίνοντα om. QRE 6 περιβάλειν E 7 άφιδρώσῃ E: ἱδρῶσιν N χολώδης post χρόᾳ colloc. R 8 τε] δὲ R μετὰ μέλιτος om. R 9 κεφαλαλγίας R καὶ — ἐργάζεται om. R 10 μὐτοῦ ἐπ᾿ om. E 11 μαλάσσει] ταράττει E: ventrem mollit Dl ἐντρόμους F: abortum facit Dl 12 post ἀμβλ. add. ἀχθαλμοὺς Di 13 μετὰ τοῦ (om. N) μέλιτος ὠφελεῖ RE δὲ καὶ RE 14 τε] δὲ QEDi προσπετοῦσαν E καταχριόμενον E ὁ χυλὸς om. EDi, delevi 15 θλιβομένη RE (corr. E2) 16 ἕφεται δὲ ἄχρι C: καὶ ἕψεται ἄχρι N θρύπτει R 17 χρώματα R καταστέλλει RE τραύμμτα μετὰ μὲλιτος καὶ καθ᾿ ἑαυτὴν R 18 καθ᾿ ἑαυτήν τε (om. καὶ pr.) Di, cf. Pl. XXVI 144 19 δὲ (pr.) om. R ἰᾶται δὲ καὶ ἀποκαθαρει ἔφηλιν E: ἰᾶται δὲ καὶ ἔφηλιν καὶ ἀλ. ὠφελεῖ R ἀλωπεκίαν RE)

230
εὐθετεῖ δὲ καὶ πρὸς στρέμματα καὶ ποδάγραν. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῆς ποιεῖ πρὸς τὰ ἐν τῇ κεφαλῇ ἑλκύδρια καὶ χιμέτλας καταντλούμενον, αὐτή τε δἰ ἐλαίου παλαιοῦ ἀναζεσθεῖσα καταχριομένου τοῦ ἐλαίου.

4 ἐγκοιλανθεῖσα δὲ πληροῦται τοῦ ἐλαίου καὶ τίθεται ἐπὶ θερμοσποδιᾶς, προσεμβάλλεται δὲ ἐνίοτε καὶ κηροῦ Τυρρηνικοῦ ὀλίγον, ὡς γλοιῶδες γενέσθαι, κατάχρισμα ἄριστον χιμετλιῶσιν. ἀποτίθεται δὲ ἡ ῥίζα τμηθεῖσα ὥσπερ σκίλλα. ἱστορεῖται δὲ καὶ πρὸς φίλτρα αὐτὴν λαμβάνεσθαι καεῖσαν ἀναπλασθεἰσάν τε εἰς τροχίσκους, φύεται δὲ ἐν συσκίοις τόποις, μάλιστα δὲ ὑπὸ τὰ δένδρα.

165 κυκλάμινος ἑτέρα, ἣν ἔνιοι κισσάνθεμον καλοῦσι, φύλλα ἔχει κισσῷ ἐοικότα, ἐλάσσονα δέ, καυλοὺς παχεῖς, γονατώδεις, περιελισσομένους τοῖς παρακειμένοις δένδρεσιν ἑλικοειδῶς, ἄνθη λευκά, εὐώδη. καρπὸς δὲ ὡς ῥᾶγες σταφυλῆς, ὅμοιος κισσῷ, μαλακός, δριμὺς ἐν τῇ γεύσει ἡρέμα καὶ γλίσχρος, ῥίζα ἄχρηστος. φύεται δὲ ἐν τραχέσι χωρίοις.

ταύτης ὁ καρπὸς ὅσον δραχμῆς μιᾶς πλῆθος πινόμενος μετ᾿ οἴνου λευκοῦ κυάθων δυεῖν πλῆθος ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα σπλῆνα τήκει δι σὔρων καὶ κοιλίας δαπανώμενον· πίνεται δὲ καὶ πρὸς ὀρθόπνοιαν, καὶ τὰ ἐκ τοκετῶν καθαίρει ποθείς.

[*](165 RV: κυκλάμινος ἑτέρα, ἣν ἔνιοι κισσάνθεμον ἢ κισσόφυλλον καλοῦσι.)[*](7 EXC. Orib. XI s. v. (ἀποτίθεται — σκίλλα, φύεται — δένδρα).)[*](11 SIM. Pl. XXV 116 (e S. N.) — D. eup. II 61 (273) Pl. XXVI 76 — Pl. XXVI 34 eup. II 39 (253) — Pl. XXVI 156. 161 eup. II 57 (289).)[*](11 EXC. Orib. XI s. v. (κυκλάμινος — χονρίοις); Gal. XII 61.)[*](1 εὐθετετ δὲ om. R δὲ (pr.) om. E πνδάγρας ER post ποδάγραν haec habet R κμὶ τὰ ἐν κεφαλῇ ἑλκύδρια καὶ χεμέθλας· φὑεται δὲ κτλ.: καὶ τὰ ἐν κεφαλῇ ἑλκύδρια κεὶ χίμετλαν (α  Di) τὸ ἀφέψημα κὐτῆς καταντλούμενον EDi 3 τν] δὲ E μετ᾿ ἐλαίου E 4 ἀπουλοῖ addidi e RDi 5 δὲ] τε Q θερ μοσποδιᾶ E 6 ὡς — χιμετλιῶσιν om· E 8 δὲ κὐτὴ (ν add. E2) καὶ πρὸς φ. λαμβάνεσθαι E 9 καεῖσαν E: καπεῖσαν reliqui, cf. [Theophr.] l. s. καὶ ἀναπλασθεῖσαν τε E (τε del. E2) 10 δὲ (pr.) om. Orib. κατασκίοις E δὲ (alt.) om. NEOrib. δένδρη R)[*](11 num. cap. σ𝒢ὅ QDi: ροδ E κυκλάμινον ἑτέραν E (corr. E2) post κισσ. add. e R ἢ κισσόφυλλον Di 12 ὅμοια R0rib, καὶ καυλοὺς Orib. 13 περιελιττομένους ROrib. δένδροις E λευκοειδῆ R 14 post δὲ add. εὐώδης E ῥῶγες R: ῥάξ Orib. 15 δριμὺς] γλυκύς· ἄλλοι δὲ δριμὺς ἱστόρεισαν E: δριμὺς post γεύσει colloc. Orib. ῥίζα δὲ EOrib. 16 σγίνεται E ὁὲ om. Orib.CDi 17 ὅσον α΄ πλῆθοε HDI μιάε om. R 18 κυάθων β (om. πλῆ- RDi δυεῖν E: δύο reliqui 20 ὁ καρπὸς πρὸς C καὶ τὰ ἐκ τούτων RE (τὰς ἐκ τόκων corr, E2): τὰς ἐκ τοκετῶν reliqui: correxi ποθετσα libri: corr. Sarac.)[*](21 C fol. 152r: N 47 κισσάνθημον R καὶ ταύτην post κισσόφυλλον add. N)
231

---166 δρακόντιον· φύλλα ἔχει κισσοειδῆ, μεγάλα, σπίλους ἔχοντα λευκούς, καυλὸν δὲ ὀρθόν, δίπηχυν, ποικίλον, ὀφιοειδῆ, διαπόρφυρον τοῖς σπίλοις, βακτηρίας τὸ πάχος· καρπὸς δὲ ἐπ᾿ ἄκρου βοτρυοειδής, χρώματι τὸ μὲν πρῶτον χλοώδης, πεπανθεὶς δὲ κροκίζων, ἐπιδάκνων τὴν γεῦσιν, ῥίζα ποσῶς στρογγύλη, βολβοειδής, ὁμοία ἄρῳ, φλοιὸν ἔχουσα λεπτόν. φύεται ἐν συσκίοις τόποις περὶ φραγμοὺς καὶ αἱμασιάς. δύναμιν δὲ ἔχει ὁ καρπὸς χυλισθεὶς καὶ ἐγχυματισθεὶς μετ᾿ ἐλαίου εἰς τὸ οὖς ὠταλγίαν παύειν, εἰς δὲ τὰς ῥῖνας ἐντιθέμενος ἐν ἐρίῳ πώλυπας δαπανᾶν, καταχριόμενος δὲ στέλλειν καὶ καρκινώματα.

ποθέντες δὲ ὅσον τριάκοντα κόκκοι μετ᾿ 2 ὀξυκράτου ἐξαμβλώσκουσι, καὶ τὴν ὀσμὴν δέ φασι κατὰ τὸν μαρασμὸν τῆς ἀνθήσεως τῶν ἄρτι συνειλημμένων ἐμβρύων φθόριον εἶναι. ἡ δὲ ῥίζα θερμαντικὴ οὖσα βοηθεῖ ὀρθοπνοίαις, [*](166 RV : δρακοντία μεγάλη· οἱ δὲ ἄρον, οἱ δὲ ἴσαρον, οἱ δὲ ἴαρον, οἱ δὲ ἱεράκιος, οἱ δὲ ἄμι ἄγριον, οἱ δὲ κύπερις, Ῥωμαῖοι κόλουβρουμ, οἱ δὲ μουράριαμ, οἱ δὲ σεγιτάλις, οἱ δὲ στρουμάριαμ. φύεται ἐν συσκίοις καὶ φραγμοῖς. καυλὸν δὲ ἔχει λεῖον ἀρθόν, ὡς διπηχυαῖον, παχὺν ὡς βακτηρίαν, ποικίλον) [*](1 SIM. Theophr. h. pl. VII 12, 2; X 20 3; pl. XXIV 42sq. XIX 96 Ps. Ap. 15.) [*](1 EXC. Drib. XI s. v. (interpol.); Ps. D. de h. f. 44 (~ A. Mai VII 452 cf. Isid. XVII 9, 35); Gal. XI 864 (unde Aet I. s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](8 SIM. Pl. XXIV 145 D. eup. I 57 (120) — Pl. 146 eup. I 159 (175) — Pl. 146 — Pl. 143 eup. II 27 (289) — Pl. 145 eup. II 39 (252) — [Theophr.] I IX 20, 3 Pl. 145 eup. II 31 (242) 32 (244) — Pl. 143 eup. I 35 (248) — Pl. 144 eup. II 112 (311) — eup. II 97 (301) — Pl. 146 eup. I 203 (198) — Pl. 146 eup I 76 (292).) [*](1 num. cap. σ𝒢ε Q: ροε E cap. περὶ δρακοντίας μεγάλης (σ𝒢ε) e R interpotavit Di, quod excipit cap. Dioscurideum δρκοντία ἑτέρα Di ἔχει τὰ φύλλα E: ἔχει φύλλα Di 3 post διαπόρφυρον iter. ποικιλον VF 4 βοτρυώδης QEDi post πρῶτσν c. 10 litt., post χλοώδης c. 5 litt. del. E2 5 ἡ δίζα E ποσῶς om. Di 6 ἄρῳ] ῥαφάνῳ Di: ῥοί V: similis aro Dl φύεται δὲ E 7 τόποις addidi 9 παύει E ῥίζας F προστιθέμενος EDi 10 πωλύπας V: πόλυπας EF : πολύπουν reliqui δαπανᾶ VFE καταχριόμενος — στέλλειν om. VEDlPs.D. de h. f. στέλλει Q 11 ὅσον om. Di 14 φθόριον VEDi: χθαρτικὸν reliqui) [*](15 C fol. 96v: N 64 (aliqui vocant eam colubrinan mg. add. m. rec.): syn. mg. add. H2 16 βίαρον libri: correxi ἱεράκικος libri: correxi ἀρμιάγριον libri: correxi κύπαιρις N 17 λονρουμεν R: λουρουμέμ Di: correxi μαυριαριάμ libri: correxi σετεγιαλιος R: σεγιγγιάλιος Di: correxi οἱ δὲ στρουμάριαμ om. Di 18 δὲ om. N 19 διπηχαῖον C: διπήχεωε N καὶ παχὺν NDi])

232
ῥήγμασι, σπάσμασι, βηξί, κατάρρῳ, καὶ τὰ ἐν θώρακι ὑγρὰ εὐανάγωγα ποιεῖ, ἑφθή τε καὶ ὠμὴ μετὰ μέλιτος καὶ καθ᾿ ἑαυτὴν βιβρωσκομένη· ξηρὰ δὲ λεία σὺν μέλιτι ἐκλείχεται.

3 ἔστι δὲ οὐρητική, ὁρμάς τε πρὸς συνουσίας ἐγείρει πινομένη μετ᾿ οἴνου καὶ ἕλκη κακοήθη καὶ φαγεδαινικὰ μετὰ βρυωνίας λευκῆς σὺν μέλιτι λεανθεῖσα ἀνακαθαίρει καὶ ἀπουλοῖ, καὶ κολλύρια δὲ ἐξ αὐτῆς ἀναπλάσσεταιε΄ πρὸς σύριγγας καὶ ἐμβρύων κομιδήν. φασὶ ἀὲ ὅτι, καὶ εἰ διατρίψει τις τῇ ῥίζῃ τὰς χεῖρας, ἀπὸ ἐχίδνης ἄδηκτος μένει· ἀποκαθαίρει δὲ καὶ ἀλροὺς σὺν ὄξει καταχρισθεῖσα. τὰ δὲ φύλλα λεῖα ἐπὶ τῶν νεοτρώτων ἀντὶ μότων ἐπιτιθέμενα ἁρμόζει, καὶ πρὸς χιμέτλαν ἑψηθέντα ἐν οἴνῳ καὶ [*](κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἐοικέναι δράκοντι, καὶ πλεονάζει μὲν ἐν τοῖς διαπορφύροις σπίλοις· φύλλα δὲ ὡς λαπάθου, ἀντεμπλεκόμενα, καρπὸν δὲ ποιεῖ ἐπʼ ἄκρου τοῦ καυλοῦ βοτρυοειδῆ, σποδώδη τῷ χρώματι τὸ πρῶτον, ἐν δὲ τῷ πεπανθῆναι κροκίζοντα καὶ φοινικοῦν, ῥίζαν εὐμεγέθη, στρογγύλην, λευκήν, φλοιὸν ἔχουσαν λεπτόν. συλλέγεται δὲ καὶ χυλίζεται, ὅταν περκάῃ, καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ. ἡ δὲ ῥίζα ὀρύσεται ἐν πυραμητῷ καὶ πλυθεῖσα κατατέμνεται καὶ ἐνείρεται μὲν ἱμάντι, ξηραίνεται δὲ ἐν σκιᾷ. θερμαντικὴ δέ ἐστι μετὰ συγκράματος. ποιεῖ δὲ ὀπτή τε καὶ ἑρθὴ μετὰ μέλιτος ἐκλειχομένη πρὸς ὀρθοπνοικούς, ῥήγματα, σπάσματα, βῆχας, κατάρρουν. ποθεῖσα δὲ μετ᾿ οἴνου τὰς ἐπὶ συνουσίαν ὁρμάς κινεῖ. καθαίρει δὲ σὺν μέλιτι λειανθεῖσα καὶ ἐπιπλασθεῖσα τὰ κακοήθη τῶν ἑλκῶν καὶ φαγεδαινικὰ καὶ μάλιστα μετὰ λευκῆς ἀμπέλου, καὶ κολλύρια δὲ ἐξ αὐτῆς σὺν μέλιτι πρὸς σύριγγας ἀναπλάττεται καὶ πρὸς ἐμἐπιτεθέντα,) [*](7 SIM. Pl. 148 — Pl. l. s. 145 D. eup. I 118 (151) — Pl. 146 — eup. I 181 (189) — Pl. 148 — eup. I 41 (112).) [*](1 σπάμασιν (σ add. Ε2) δήγμασιν E 2 ὠμὴ] ὀπτὴ E 4 συνουσίας VN: συνουσίαν reliqui ἐγείρει] ἀμβλύνει D, eup. II 97 (301) μετ᾿ οἴνου πινομένη Q 6 λειανθεῖσα E καὶ (alt.) om. E δὲ om. QDi 8 ὅτι ὲὰν διατρίψη E διατρίψαι Di: διατρίψει reliqui: correxi 9 μένει ἄδηκτος E ἄδηκτος εἶναι Di ἀλφὸν E 10 ἐπὶ τῶν νεοτρότων ἢ κεὶ νευρωτρώτων E (νεοτρότων ἢ καὶ del. E2): recentibus vulneribus Dl μότου H 11 χίμετλα E: χύμεθλα HDi: χεμέτλα VF) [*](12 τὴν om. CDi καὶ om. N 13 λακπαθοειδῆ CDi 14 τοῦ om. Di 15 σποδοειδῆ Di: σποδω C: ποδω N 16 εὐεγὲθην R 18 ἐν κυραμητῷ post ῥίζα colloc. N ἐν om. CDi 19 εἰενεραιται C: ἐνειαίρεται N μὲν om. N καὶ ξηραίνεται [om. δὲ) N 20 συγκράμματος Di: μετασυγκριτικῶς R 21 καὶ μετὰ Di 23 συνουσίας N λιανθεῖσα R: λεανθεῖσα Di 24 καὶ (pr.)] ἢ CDi 26 πρὸς (alt.) om. CDi)

233
τυρός τε ἐνειλούμενος τοῖς φύλλοις ἄσηπτος διαμένει.

ὁ δὲ χυλὸς τῆς ῥίζης ἁρμόζει πρὸς νεφέλια καὶ λευκώματα 4 καὶ ἀχλῦς. λαχανεύεται δὲ ἡ ῥίζα καὶ πρὸς τὴν ἐν ὑγιείᾳ χρῆσιν ἑφθή τε καὶ ὠμὴ ἐσθιομένη. οἱ δὲ ἐν ταῖς Γυμνητίσι νήσοις, καλουμέναις δὲ Βαλιαρίσιν, ἑφθὴν τὴν ῥίζαν μειγνύντες μέλιτι πολλῷ ἀντὶ πλακούντων ἐν τοῖς συνδείπνοις παρατιθέασιν. ἀποτίθεσθαι δὲ δεῖ τὴν ῥίζαν ἐν πυραμητῷ ἀρύξαντας καὶ πλύναντας καὶ κατατεμόντας ἐνείραντάς τε λίνῳ καὶ ξηράναντας ἐν σκιᾷ.

167 ἄρον τὸ καλούμενον παρὰ Σύροις λοῦφα. φύλλα ἀνίησιν ἅμοια τοῖς τοῦ δρακοντίου, μικρότερα δὲ καὶ ἀσπίλωτα, [*](βρύων κομιδήν· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ἀλφοὺς σὺν μέλιτι καταχρισθεῖσα, πολύποδας δὲ καὶ καρκινώματα δαπανᾷ. ποιεῖ δὲ ὁ χυλὸς αὐτῆς καὶ εἰς ἀφθαλμικά, πρὸς νεφέλια, λευκώματα, ἀχλῦς. ἡ δὲ ὀσμὴ τῆς ῥίζης καὶ τῆς πόας τῶν ἄρτι συνειλημμένων φθόριόν ἐστι, καὶ τοῦ καρποῦ τριάκοντα κόκκοι ποθέντες μετ᾿ ὀξυκράτου. ἔνιοι δὲ τῷ χυλῷ τούτου καὶ τοὺς ὠταλγοῦντας ἐνεχυμάτισαν μετὰ ἐλαίου. τὰ δὲ φύλλα ὡς στύφοντα τοῖς νεοτρώτοις ὑπέθεσαν, ἡψημένα δὲ ἐν οἴνῳ καὶ τοῖς χίμετλα ἔχουσι. φασὶ δὲ καὶ τοὺς διατρίψαντας αὐτὰ ταῖς χερσὶν ἢ τὴν ῥίζαν ἀναιροῦντας ὑπὸ ἔχεως μὴ δάκνεσθαι.) [*](167 RV: δρακοντία μικρά· οἱ δὲ ἄρον, οἱ δὲ ἀρίς, οἱ δὲ) [*](10 SIM. Theophr. h. pl. VII 12, 2. 13, 1. 2; Pl. XXIV 141sq. — D. eup. I 235 (215).) [*](10 EXC. Orib. XI s. v. (ἄρον — ἐσθίεται); Gal. XI 839 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 μένει E 2 καὶ πρὸς E 3 καὶ (alt.) del. E2 4 γυμνήτοισι V: γυμνίτισι QDi: γυμνήτισιν (τι in ras.) E, cf. Strab. V 167. Steph. B. s. v. Γυμνησίαι 5 βαλλαρίσιν V: βαλαρίσιν F: 1 θαλιαδρίσιν E (ι del. E9): καλαρίσιν HDi: correxi coll. Steph. B. l. s. 6 ἀντὶ πλακούντων post συνδείπνοις colloc. EHDi 7 δετ om. E ὀρύξαντες F 8 πλατύνοντας ἢ καὶ ἀποπλύναντας E (πλ. ἢ καὶ del. E2) κατατέμνοντας E (corr. E2) διείραντας (post δι 1 litt. del. E2) E) [*](10 num. cap. σ𝒢𝔮 QDi: ρο𝔮 E mg. add. οἱ μὲν ἄλυμον, οἱ δὲ θύμον· ἡ καὶ (ἣν H2) δρακοντία ἢ παρὰ τοῖς κυπρίοις κολοκάσιον λέγεται H2 παρὰ Σύροις post λοῦφα colloc. Orib. λοῦχον E: λοῦφας Orib. 11 ὅμοια post δρακοντίου colloc. ROrib.E μικρότερα δὲ καὶ om, R μικρότερα (α superscr.) Orib. ἀσπιλότατα F: ἀσπιλότερα HDi) [*](13 ὁ δὲ χυλὸε μὐτῆε ποιεῖ καὶ εἰς N 15 ἀχλύν CDi 16 καὶ τοῦ καρποῦ om. N, καὶ om. C 17 τοὑτους C ὠταλγιῶντας C 18 χύλλα δὲ C 19 ὑπέθεσαν τοῖς νεοτρώτοις N ἑψηθέντα N χύμεθλα Di 20 αὐτὸν C 21 ἀναιροῦσιν R) [*](22 C fol. 97v: N 65 ἀρίς] cf. Pl. XXIV 151. Gal. XIX 85; Hes. s. v.)

234
καυλὸν σπιθαμιαῖον, ὑποπόρφυρον, ὑπεροειδῆ, ἐφ᾿ οὗ ὁ καρπὸς κροκίζων· ῥίζα λευκὴ πρὸς τὴν τοῦ δρακοντίου, ἥτις καὶ ἐσθίεται ἑψομένη ἧττον οὖσα δριμεῖα. ταριχεύεται δὲ τὰ φύλλα εἰς βρῶσιν, καὶ καθ᾿ ἑαυτὰ ξηρανθέντα ἑψόμενα ἐσθίεται.

δύναμιν δὲ ἔχει τὸ σπέρμα καὶ τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα τὴν αὐτὴν τῷ δρακοντίῳ. ποιεῖ δὲ ἡ ῥίζα καταπλασσομένη σὺν βολβίτῳ ἐπὶ ποδαγρικῶν. ἀποτίθεται δὲ ὡς ἡ τοῦ δρακοντίου, καὶ καθ ὅλου ἐστὶν ἐδώδιμος διὰ τὸ μὴ λίαν δριμύ.

168 ἀρίσαρόν ἐστι βοτάνιον μικρόν, ῥίζαν ἔχον ὡς ἐλαίας· ἔστι δὲ δριμυτέρα τοῦ ἄρου, ὅθεν νομὰς ἵστησι καταπλασσομένη, κολλύριά τε πρὸς σύριγγας ἐνεργῆ ἐξ αὐτῆς γίνεται. φθείρει δὲ καὶ αἰδοῖον παντὸς ζῴου ἐντεθεῖσα ἡ ῥίζα.

169 ἀσφόδελος· φυτὸν τοῖς πλείστοις γνώριμον, φύλλον [*](ἔπαρσις, οἱ δὲ παρνοπόγονον, οἱ δὲ κυνόολον, οἱ δὲ φοινίκεον, οἱ δὲ ὀνοκεφάλιον, οἱ δὲ ἐφιάλτιον, Αἰγύπτιοι ἐβρών, οἱ δὲ ἐρυθμόν, Ῥωμαῖοι βῆτα λεπορίνα, Θοῦσκοι γιγάρουμ, Ἰστριανοὶ λάγμα, Δάκοι κουριοννηκούμ, Ἄφροι ἀτειρνοιχλάμ, Σύροι λοῦφαν.) [*](9 SIM. Pl. XXIV 151 s. N.).) [*](9 EXC. Orib. XI s. v. (ἀρίσαρον—ἄρου); Gal.  XI 835 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](13 SIM. Theophr. h. pl. VII 13, 1. Crat (Wellmann I 16), Nic. Th. 534sq. 73 (Apollod.); Pl. XXI 109. XXII 67; Ps. Ap. 33 (~ Ps. Orib. I 19); schol. Theocr. I 52; Isid. XVII 9, 84; Hes. s. v. ἀσφόδελος, ἀνθέρικας.) [*](13 EXC. Gal. XI 842 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Gal. VI 651 sq. A. Mai l. s. VII 452 (e D. lat.) ~ Pa. Orib. I 18.) [*](1 ὑπόπυρρον R: ὑπόκυρρον Orib.: ὑπόπυρρον ἢ ὑποπόρφυρον E (ὑπόπυρρον ἢ del. E2) πιπεροειδῆ R ὁ om. Orib. 2 ὁίζαν λευκὴν R ἥτις ἕψεται καὶ ἐσθίεται R ἕψεται ἐσθιομένη Orib.E: ἑψομένη ἐσθίεται O2 3 δὲ καὶ E 4 καὶ — ἐσθίεται om. C: ταριχεύεται—ἐσθίεται om. N ξηραινόμενα Orib. 5 καὶ ἡ ῥίζα καὶ τὰ φύλλα HE: ἡ ῥίζα καὶ τὸ σπ. καὶ τὰ φ. Di 6 τῷ προειρημένῳ add. R (τῇ π . . ῃ C) σὺν βολβίτῳ om. Di 7 ἀποτίθεται — ἐστὶν om. N: ἀποτίθεται δὲ ἐπὶ ποδαγρικῶν C 8 ἐστὶν om. Q ἐδώδιμος (ἐδωδημωτέρα RE) post δριμύ coll. REDi λίαν εἴναι δριμεῖα (α superscr. E2) E: λίαν δριμέαν εἷναι ἀλλὰ N) [*](9 num. cap. σ𝒢ζ QDi: ροζ E μεκρόν ἐστι βοτάνιον Orib.: ἐστὶν μικρὸν E (βοτάνιον superscr. E2): ἔστι μικρὸν βοτάνιον Di ἐλαία E (ν superacr. E2): ἐλαίας τὸ μέγεθος Orib.: ῥίζαν ἐλαίμς ἔχει τὸ μέγεθος Gal. 10 δριμύτερον HDi 11 ἐναργῆ QDi 12 καταπλασθεῖσα ἡ ῥίζα Di ἡ ῥιζα om. H) [*](13 num. cap. σ𝒢η QDi: ροη E post ἀσφόδελος syn. e R add. Di, mg. H2 φυτὸν γνώρικον E φύλλον CQ: χύλλα reliqui) [*](14 ἐπαρσις R, suspectum παρνογον R: correxi κυνοολον libri: correxi φοινεικεον N : φσινικαιον C 16 γιγαρουν C 17 στριανοὲ C κυριοννηκουμ N, cf. Tomaschek l. s. 25 18 ΑΟΥΦΑΝ (sic) R)

235
ἔχον πράσῳ μεγάλῳ ἐοικός, καυλὸν δὲ λεῖον, ἔχοντα ἐπ ἄκρου ἄνθος, καλούμενον ἀνθερικόν. ῥίζαι δὲ ὕπεισιν ἐπιμήκεις, στρογγύλαι, βαλάνοις ὅμοιαι, δριμεῖαι τὴν γεῦσιν, καὶ τὴν δύναμιν θερμαντικαί. κινοῦσι δὲ καὶ οὔρησιν καὶ ἔμμηνα ποθεῖσαι, ἰῶνται καὶ πλευρᾶς ἀλγήματα καὶ βῆχας καὶ σπάσματα καὶ δήγματα δραχμῆς μιᾶς τὸ πλῆθος τῆς ῥίζης ἐν οἴνῳ πινομένης.

ποιεῖ δὲ καὶ εὐημεστέρους ὅσον ἀστράγαλος βρωθεῖσα, καὶ ἑρπετοδήκτοις 2 δίδοται ὠφελίμως ὅσον δραχμῶν τριῶν τὸ πλῆθος· καὶ καταπλάττειν δὲ δεῖ τὰ δήγματα τοῖς τε φύλλοις καὶ τῇ ῥίζῃ καὶ τοῖς ἄνθεσι σὺν οἴνῳ, καὶ τὰ ῥυπαρὰ καὶ νεμόμενα ἕλκη καὶ μαστῶν καὶ διδύμων φλεγμονὰς καὶ φύματα καὶ δοθιῆνας, συγκαθεψομένης τρυγὸς οἴνου τῇ ῥίζῃ, πρὸς δὲ τὰς προσφάτους φλεγμονὰς μετ᾿ ἀλφίτου. ὁ δὲ χυλὸς τῆς ῥίζης προσλαβὼν οἴνου παλαιοῦ γλυκέος καὶ σμύρνης καὶ κρόκου συνεψηθέντων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἔγχριστον γίνεται ὀφθαλμοῖς φάρμακον, καὶ πρὸς ὦτα πυορροοῦντα καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ σὺν λιβανωτῷ καὶ μέλιτι καὶ οἴνῳ καὶ σμύρνῃ χλιανθεὶς ἁρμόζει, ὀδονταλγίας τε καθ᾿ ἑαυτὸν ἐγχυθεὶς ὁ χυλὸς τῷ ἀντικειμένῳ ὠτίῳ πραύνει.

[*](169 RV: ἀσφόδελος· οἱ δὲ ναρθήκιον, Ῥωμαῖοι ἀλβούκιουμ, Ἀφροι κύρα.)[*](4 SIM. Pl. XXII 70 D. eup. II 112 (311) — Pl. 70 eup. II 77 (288) — Pl. 70 eup. II 35 (248) — Pl. 70 eup. II 31 (241) — Pl. 70 eup. II 34 (246) — Pl. 70 — Nic. Th. l. s. Pl. 67 eup. II 115 (315) — eup. II 117 (318) — Pl. 68 eup. I 184 (191) — Pl. 68 eup. I 140. 141 (164. 165) — eup. I 149 (170) — Pl. 69 eup. I 31 (108) — eup. I 60 (123) — Pl. 70 eup. I 72 (130) — Pl. 70 eup. I 95 (140) — Pl. 70 — eup. I 119 (152) — Pl. 68 — eup. II 121 (319) — Pl. 70.)[*](1 πράσσῳ E ὅμοιον C: ὅμοια Di: ἐοικότα E καυλίον δ᾿ ἔχει: C ἄκρον Q 2 ἀνθεριστόν Q ὑπομήκεις CE 3 ὑποστρόγγυλοι C βαλανίοις E 3 κατὰ τὴν γεῦσιν Di: τῇ δυνάμει καὶ θερμαντικαί C: τὴν δύναμιν καὶ θερμαντικαί E 4 καὶ (pr.) om. E 5 ἰᾶται F: om. CEDi καὶ σπάσματα καὶ βῆχας CDi: καὶ απάσματα καὶ δήγματα καὶ θῆχας E 6 δραχμῆς (δραγμῆς E) πλῆθος CE πινομένης ἐν οἴνῳ E 7 εὐημεστέρους QDi: εὐανθεστέρους καὶ εὐεμέτονς E: φασὶ δὲ καὶ εὐεμέτους (ποιεἴν add. C2) C 8 δὲ δίδοται CE πλῆθος ὅσον δραχμαὶ τρεῖς C: πλῆθοε ὅσον q τινὲς δὲ καὶ γ Ε γ΄ D, eup. II 116 (316) 9 καὶ addidi 10 τὰ νεμόμενα E 11 τὰ φύματα C (τὰ add. m. rec.) 12 οἴνον] οἱονεὶ C 14 σμύρνης καὶ ῥίζης (mg. γλυκερίζης corr. E2) καὶ κρόκου, at cf. D. eup. I 31 (108) συνεψηθέντα QDi 15 ἔγχριστον] ἐνάρετον C πίνεται C ὀφθαλμῶν CE 16 post ἑαυτὸν colloc. ἁρμόζει E 17 λιανθεὶς C ὀδονταλγίαις CHDi: ὀδονταλ F: ὀδονταλγίαν E τε] δὲ E 18 ὁ χυλός καθ᾿ ἑαυτὸν ἑφηθεὶς C ὁ χυλὸς ἐνχυθεὶς E ὠτί (om. πραύνει) C)[*](19 C fol. 27r: om. N 20 Ἀφροι κύρα om. HDi)
236

3 καεῖσα δὲ ἡ ῥίζα, τῆς τέφρας ἐπιπλασσομένης, ἀλωπεκίας δασύνει, ἐνεψηθὲν δὲ ἔλαιον κεκοιλωμέναις ταῖς ῥίζαις ἐπὶ πυρὸς εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ὑπαλειφόμενον ὠφελεῖ, καὶ ὠταλγιῶσι βοηθεῖ ἐγχεόμενον εἰς τὸ οὖς, ἀλφόν τε λευκὸν προανατριφθέντα ἐν ὀθονίῳ ἐν ἡλίῳ καταχρισθεῖσα ἡ ῥίζα σμήχει. ὁ δὲ καρπὸς καὶ τὰ ἄνθη κατ᾿ ἐξοχὴν σκολοπένδρων καὶ σκορπίων ἀντιφάρμακόν ἐστιν ἐν οἴνῳ ποθέντα· ταράττει δὲ καὶ τὴν κοιλίαν.

170 βολβὸς ἐδώδιμος· εὐστόμαχος ὁ πυρρός, ἀπὸ Λιβύης κομιζόμενος, ὁ δὲ πικρὸς ναὶ σκιλλώδης εὐστομαχώτερος, πεπτικός. πάντες δὲ δριμεῖς καὶ θερμαντικοί, συνουσίαν παρορμῶντες, τραχύνοντες γλῶσσαν καὶ παρίσθμια, πολύτροφοι καὶ σαρκοποιητικοί, ἐμπνευματοῦντες· ποιοῦσι δὲ καταπλασσόμενοι πρὸς στρέμματα καὶ θλάσματα καὶ σκόλοπας καὶ πρὸς [*](170 RV: βολθός.) [*](9 TIM. Pl. XX 102 sq. (e S. N.) — Cels. II 26 — Pl. XX 105 — Pl. 105 D. eup. I 226 (211).) [*](9 EXC. Ps. D. de h. f 43; Gal. XI 851 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.)) [*](1 ἡ τέφρα ἐπιπλασσομένη C ἐπιπασσομένη E (ς superscr. E2) 2 συνεφηθὲν CDi: ἑψηθὲν VQ καὶ (om. Di) ἐκτιλλομέναις ταῖς ῥίζαις CDi: κεκομμέναις ταῖς ῥίζαις καὶ κεχυλωμέναις E 3 τὰ εἱλκωμένα χέμεθλα (χίμετλα E) RE ἡλκωμένας QDi ὑπαλειφόμενα F: ἐπαλειφόμενον CEDi 4 ὠταλγιῶσι] κωφώσει CE (at ει in ras.) Di: doloribus aurium Dl τὸν λευκὸν E post λευκὸν habet πὑκνωσιν ἡλίῳ ἀνατριφθέντα ἐν ὠδονίῳ καταχρισθεῖσα C: ἐν ἡλίῳ προσανατριφδέντα ἐν ὀθονίῳ καταχρισθεῖσα E 5 ἐν delevi 6 ὁ δὲ — κοιλίαν om, R 7 ἀνιτιφάρμακος F: ἐστὶν ἀντιφάρμακον E καταρρήττει VQDi: ταράττει E, cf. Pl. XXII 70 8 in fine add. ἐν ἄλλῳ· ἀνθεῖ δὲ ἐν πυραμητῷ. χρὴ δὲ τὸ λευκὸν ἀσφόδελον τέμνεσθαι μετὰ τὴν ἰσημερίαν ἐν ἔαρι πρὸ τοῦ τὸν καρπὸν αὐξηθῆναι. τὴν δὲ ῥίζαν πινομένην ἀνορέκτους φησὶ ποιεῖν πρὸς ἀφροδισια. καὶ κρατεύας δὲ ὁ ῥιζοτομικὸς (e R) τὰ αὐτὰ εἶπε, καὶ ὅτι θεραπεύει ἡ ῥίζα μετ᾿ οἴνου πινομένη ᾱ ποδάγρας ἀλγήματα Di, verba χρὴ — ἀφροδίσια mg. add. H2) [*](9 num. cap. σ𝒢θ QDi: ροθ E initio add. cap. de bulbo vomitorio (D. IV 156) Di (mg. add. περισσόν), mg. fol. 51v add. H2 post ἐδώδιμος add. γνώριμος πᾶσιν, ὄν ἐσθιομεν Di εὐστόμαχος, εὐκοίλιος Di Λιβύης] γῆς R: σίδης τῆς γῆς E (del. et ἀπὸ λιβύης superscr. E2) 11 πεπτικός om. REDIPs. D. de h. f. καὶ πρὸς συνονσίαν Di 12 τε γλῶτταν C 13 καὶ om. RDi σαρκῶν γεννητικοὶ REDi καὶ ἐμπνευματοῦντες E: πνευματοῦντες R ποιοῦντές τε πρὸς στρέμματα καταπλασσόμενοι E 14 στρέμματα] πέλματα R καὶ θλάσματα om. RE καὶ (pr. et alt.) om. Di πρὸς om. N : πρὸς τὰς τῶν om, C) [*](15 C fol. 78r: N 28)

237
τὰς τῶν ἄρθρων ἀδύνας καὶ ποδάγρας σὺν μέλιτι καὶ καθ᾿ ἑαυτούς, καὶ τὰ ἐπὶ τῶν ὑδρωπικῶν οἰδήματα καὶ κυνόδηκτα ὁμοίως σὺν μέλιτι· ἐπέχουσι δὲ καὶ ἱδρῶτας.

σὺν πεπέρει δὲ 2 λείῳ καταπλασθέντες στομάχου ὀδύνας παύουσι, καὶ πίτυρα καὶ ἀχῶρας ἀποσμήχουσι σὺν ὀπτῷ νίτρῳ· καθαίρουσι καὶ ὑπώπια καὶ ἰόνθους καθ᾿ ἑαυτοὺς ἢ σὺν ᾠοῦ λεκίθῳ, φακούς τε σὺν ὀξυμέλιτι· πρὸς δὲ ὤτων θλάσματα σὺν ἀλφίτῳ καὶ πρὸς θλάσεις ὀνύχων. ἀφαιροῦσι δὲ καὶ σύκας ὀπτηθέντες ἐν θερμοσποδιᾷ καὶ μετά μαινίδων κεφαλῶν κεκαυμένων ἐπιτεθέντες, καέντες δὲ καὶ μιγέντες ἁλκυονίῳ ἔφηλιν καὶ οὐλὰς μελαίνας ἀποκαθαίρουσιν, ἐν ἡλίῳ καταχριόμενοι. σὺν ὄξει δὲ ἑφθοὶ βιβρωσκόμενοι πρὸς ῥήγματα ποιοῦσι· φυλάσσεσθαι δὲ δεῖ τὸ πλῆθος αὐτῶν ἐν τῇ βρώσει διὰ τὸ ἅπτεσθαι τοῦ νευρώδους.

171 σκίλλα δύναμιν ἔχει δριμεῖαν, πυρωτικήν· πολύχρηστος δὲ γίνεται ὀπτηθεῖσα. σταιτὶ δὲ ἢ πηλῷ περιπλάττεται καὶ [*](171 RV: σκίλλα.) [*](3 SIM. Pl. 104 — D. eup. I 168 (180) — Pl. 104 — eup. I 235 (215) — eup. II 65 (279) — Pl. 102 — Pl. 104 — Pl. 102 eup. I 105 (146) — eup. I 56 (119) — Pl. 103 — Pl. 104 eup. I 66 (126) — Pl. 104 eup. I 218 (208) — Pl. 102 eup. I 121 (153) — eup. I 114 (150) — eup. II 34 (246).) [*](15 SIM. Pl. XX 97 sq. (e S. N.); cf. XIX 93; Gal. XIV 263. 567. Ps. Ap. 43.) [*](15 EXC. Orlb. XII s. v. (σκίλλα — τόμους); Ps. D. de h. f. 52 (~ A. Mai VII 457; Ps. Orib. I 29); Isid. XVII 9, 85 (e Dl); cf. Gal. XII 125 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 post ὀδύνας add. καὶ γαγγραίνας R, superscr. H2: γαγγραίνας τε Di 2 καὶ σὺν μέλιτι post ἑαυτούς Transpos. E 3 σὺν μέλιτι καὶ πεπέρει λείῳ κατασπλασθέντες ἐπέχουσιν ἱδρῶτας καὶ στομάχου Di δὲ (pr.) om. R post σὺν add. μέλιτι καὶ E δὲ (alt.) om. RE 4 καὶ στομάχου RE παύουσι om. RE 5 ἀχῶρας] ψώρας R ἀποσμῶσιν R δὲ καὶ REDi 6 λεκίθος E καὶ φακοὺς REDi 7 σὺν μέλιτι ἢ ὄξει RDi πρὸς δὲ — νευρώδους om. R ἀλφίτοις E 8 σύκα F: σύκα ὀπτηθέντα V ἀφεψηθέντες E 9 καὶ om. VQ, cf. D. eup. I 218 (208) κεκαυμένων κεφαλῶν VQ, cf. D. eup. l. s. 10 καέντες δὲ add. e Di, cf. D. eup. I 121 (153) έφήλεις E 12 ποιοῦσι πρὸς ῥόγματα Di 13 δεῖ post θρώσει colloc. Di, om. E μὐτῶν τὸ πλῆθος Di at nervis utiles esse bulbos Pl. XX 104 testatur 14 in fine add. ἑχθὸς δὲ σὺν ἀλφίτοις καὶ στέατι χοιρείῳ προστεθείς οἰδήματα καὶ φύματα συντόμως ἐκπυίσκει καὶ διαρρήσσει Di) [*](15 num. cap. τ QDi: ρπ E γνώριμος initio add. R δριμεῖαν καὶ Di πυρώδη COrib.E: πολυπυρώδη N 16 ὀπτηθεῖσα σταλτική R στέατι ROrib. δὲ ἢ πηλῷ om. R) [*](17 C fol. 298r: N 137)

238
δίδοται εἰς κλίβανον ἄνθραξιν ἐγκρύβεται, μέχρι ἂν ὀπτηθῇ ἱκανῶς τὸ περικείμενον σταῖς, οὗ περιαιρεθέντος, εἰ μὴ τακερκὰ γέγονεν, ἕτερον σταῖς ἢ πηλὸν περιπλάσαντες τὰ αὐτὰ ποιήσομεν· ἡ γὰρ μὴ οὕτως ὀπτηθεῖσα βλαβερὰ τὴν δόσιν, πρὸς τὰ ἐντοσθίδια μάλιστα προθφερομένη. ὀπτᾶται δὲ καὶ ἐν χύτρᾳ πεπωμασμένῃ καὶ καθιεμένη εἰς κλίβανον· λαμβάνεται δὲ αὐτῆς τὸ μεσαίτατον τῶν ἔξωθεν περιαιρουμένων.

2 καὶ ἕψεται δὲ ἐντμηθεῖσα, ἀποχεομένου τοῦ πρώτου ὕδατος, ἑτέρου δὲ ἐπιχεομένου, ἄχρι ἂν μὴ πικρὸν ἢ δριμὺ γένηται τὸ ὕδωρ, καὶ ξηραίνεται δὲ ἐν σκιᾷ τμηθεῖσα καὶ διαιρεθεῖσα λιναρίῳ, ὡς μὴ ἅπτεσθαι ἀλλήλων τοὺς τόμους. τῇ μὲν οὖν τμητῇ εἰς οἶνον καὶ ὄξος καὶ ἔλαιον σκιλλητικὸν χρώμεθα, πρὸς δὲ ῥαγάδας τὰς ἐν ποσὶ τὸ ἔνδον τῆς ὠμῆς σὺν ἐλαίῳ ζεσθὲν ἢ σὺν ῥητίνη τηχθὲν ἐπιτίθεται, ἐχεοδήκτοις τε κατάπλασμα ἑψηθεῖσα θεῖσα σὺν ὄξει.

3 τῆς δὲ ὀπτῆς πρὸς ἕν μέρος τῆς σκίλλης προσεκλεάναντες ἁλῶν ὀπτῶν μέρη ὀκτὼ δίδομεν κοχλιάριον ἓν ἢ δύο νήστεσι πρὸς μάλαξιν κοιλίας, εἰς ποτήματά τε καὶ ἀρωματικὰς [*](12 SIM. Pl. XX 101 D. eup. I 206 (200) — Pl. 100 eup. II 117 (318) — Pl. 100 — Pl. 100 eup. II 112 (311) — Pl. 100 eup. II 63 (277. 278) — Pl. 100 eup. II 15 (232) 10 (231) — Pl. 100 eup. II 56 (268) — Pl. 100 eup. II 40 (255) — Pl. 100 eup. II 31 (243) — Pl. 100 eup. II 39 (253) — eup. I 37 (250) — Pl. 101 — Theophr. VII 13, 4 Pythagor. (Pl. XX 101).) [*](1 κάμινον RE (κρίβανον superscr. E2): φοῦρνον ἢ εἰς κάμινον Orib. καὶ (ἢ Orib.) εἰς ἀνθρκιὰν ROrib. μέχρι VE: μέχρις Q: ἄχρι οὗ ἂν R: ἂχρις ἂν οὗ Orib.: ἄχρις ἂν Di 2 τὸ στέας (sic) R: ὁ πηλὸς ἢ τὸ σταῖς Orib.: τοῦ σταιτὸς [αιτος in ras.) οὖν περιερεθέντος καὶ τοῦ πηλοῦ E 3 γέγονεν] εἴη Orib. ἕτερον — πηλὸν om, Orib. πηλὸν ἢ στέας περιτιθέντες R τὸ αὐτό ER: πάλιν τὸ αὐτὸ Orib. 4 βλαβερρὰ μάλιστα πρὸς τὰς ἐντοσθιδίους δόσεις (αύτῆς add. E) Orib.E: βλ. μάλιστα πρὸς τὰε ἐντοσειδους (sic) δόσεις αὐτή R 5 ἐντοσθίδια V : ἐντόσθια reliqui 6 post πεπμασμένῃ add. πηλῶ (η ex ο corr. 0) Orib. καὶ καθιεμένῃ om. E εἰς κλ. καθιςμένῃ Orib. 7 τὸ μεσαίτατον] πυρῆνα vocat Chrysermus (Gal. XIII 243): τὰ ἔνδον μὐτῆς μέρη Damocr. (Gal. XIV 263) ἕξω) Orib. 8 δὲ (pr.) om. ROrib. E δὲ (alt.)] τε Di 9 μέχρις ἂν OrAb.: ἔχρις ἂν EDi γίνηται H: τὸ ὕδωρ ἦ Orib. καὶ om. NOrib. 10 πρῶτον ἐν R τμηθεῖσα δὲ καὶ ἐνειρεθεῖσα //// (2 l. del. E2) λίνῳ E: τμηθεῖσα διαβληθέντος λιναρίου Orib. διαβληθεῖσα λίνῳ R ὥστε R 12 οἶνον καὶ ??λαιον καὶ ἔξος τὸ σκ. λεγόμενον R: ἔλαιον καὶ οἶνον καὶ ὄξος Di 13 ἔνδοθεν N ἢ] καὶ N, om. C νὺν om. RE 14 τῇ ῥητίνῃ CH ῥιτίνη/// (2 l. del. E2) συντιχθὲν E τε] δὲ QDi 15 τῇ δὲ ὀπτῇ RE 16 συνεκλεάναντες Di ὀπτημένων RE 17 νήστεσιν ἕν ἢ δὑο κοχλιάρια E εἵς τε τὰ ἀποστέματα R: εἴς τε τὰ ἀποστήματα (ποτήματα corr. E2) ἀρωπατικάς] ἀραιωτικάς non recte coni. Marc. : potionibus et aromatis miscetur Dl)

239
δυνάμεις, καὶ ἐφ᾿ ὧν οὔρησιν κινῆσαι θέλομεν, καὶ ἐπὶ ὑδρωπικῶν καὶ στομαχικῶν, οἷς ἐπιπολάζει τὰ σιτία, καὶ ἐπὶ ἰκτέρου, στροφουμένων, βηττόντων χρονίως, ἀσθματικῶν, ἀναφορικῶν·

αὐτάρκης δὲ ὁλκὴ τριωβόλου σὺν μέλιτι ἐκλειχθεῖσα. 4 καὶ συγκαθέψεται δὲ τῷ μέλιτι καὶ βιβρώσκεται πρὸς τὰ αὐτά, μάλιστα πέψει συνεργοῦσα· ἄγει δὲ γλοιῶδες κατὰ κοιλίαν. ἑφθὴ δὲ πρὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ ὁμοίως λαμβανομένη· φυλάσσεσθαι δὲ αὐτῆς δεῖ τὴν δόσιν, ἐφ᾿ ὧν ἔλκωσίς τίς ἐστιν ἐντός· ποιεῖ καὶ πρὸς ἀκροχορδόνας καὶ χιμέτλας ἐγχρισθεῖσα ὀπτή. τὸ δὲ σπέρμα αὐτῆς λεῖον ἀναλημφθὲν ἐν ἰσχάδι μέλιτι καὶ βρωθὲν μαλάσσει κοιλίαν. ἔστι δὲ καὶ ἀλεξιφάρμακον ὅλη πρὸ τῶν θυρῶν κρεμαμένη.

172 παγκράτιον· οἱ δὲ καὶ τοῦτο σκίλλαν ὀνομάζουσι. ῥίζα ἐστὶ βολβῷ μεγάλῳ ὁμοία, ὑπόπυρρος, πικρὰ καὶ πυρώδης τὴν γεῦσιν, φύλλα κρίνῳ ὅμοια, μακρότερα δέ. ἔχει δὲ δύναμιν τὴν αὐτὴν τῇ σκίλλη καὶ σκευασίαν καὶ δόσιν, ποιοῦσαν ἐπὶ τῶν αὐτῶν παθῶν· ἐπιεικεστέρα μέντοι τῆς σκίλλης ἡ ταύτης δύναμις· ὅθεν καὶ χυλιζομένη μειγνυμένη τε ὀροβίνῳ ἀλεύρῳ καὶ ἀναπλασσομένη εἰς ἀρτίσκους δίδοται σὺν ὑδρομέλιτι σπληνικοῖς καὶ ὑδρωπικοῖς ὠφελίμως.

[*](172 RV: Ηράκλειον ἢ παγκράτιον· οἱ δὲ καὶ τοῦτο σκίλλαν καλοῦσιν· ἑτέρα δὲ ἡ σκίλλα.)[*](13 SIM. Theophr. h. pl. VII 13, 8 (?); Pl. XXVII 118 (e S. N. — Crat) — D. eup. II 61 (274) 63 (278).)[*](13 EXC.: Orib. XII s. v. (παγκράτιον — μακρότερα δέ); cf. Gal. XII 93 ═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. ViI 3 s. v.); Hes. s. v. παγκρατιάζειν.)[*](1 ἐπὶ om, H 2 ἐπὶ στομαχικῶν F 3 στροφουμένου R 4 δὲ ὁ (ἡ N) ἄχρι τριοβόλου R ἐνλειχθεῖτα E (corr. E2): ἐκθλιβεῖσα R 5 καὶ (pr.) om. R συνβιβρώσκεται RE 6 πέψις συνεργάζεται R 7 καὶ ἑχθὴ R: καὶ ἡ ἑχθὴ E 8 καἰ αὐτῆς HDi δεῖ om. R, post δόσιν colloc. Di τιε om. RE ποιεῖ δὲ καὶ RE 9 πρὸς χεμέθλαν C: πρὸς χέμεθλα N 10 αὐτῆς — καὶ (v. 10) om. R fort. ἐν del. 11 ὅδη κρεμαμένη RE πρὸς F 12 πυλῶν N)[*](13 num. cap. τα QDi: ρπα E πανκράτειον E καλοῦσι ROrib.E 14 μεγάλῳ om. R: radice bulbi magni Pl. ὑποπόρφυρος RE: ὐπόπυρρος ἢ ὑποπόρφυρος Di: colore rufo Pl.: purpureum vel croccinum habens colorem Dl καὶ om. Orib.E 15 πρὸς τὴν γ. ROrib.E φύλλα δὲ Orib. ὅμοια ἔχουσα R 16 δύναμιν δὲ ἔχει ἡ ῥίξα N: δύναμιν δὲ ἡ ῥίζα ἔχει C: ἔχει δὲ δύναμιν ἡ ῥίζα E τῆς σκίλλης E 17 ποίεῖ δὲ (om. C) ὅσα ἐπὶ R 18 post χυλιζομένη add. ἡ ῥίζα RE: ἡ ῥίζα ταύτης Di: superscr. H2)[*](19 C fol. 126v: N 79 ἡράκλιον R πανκράτιον R)
240

173 κάππαρις· οἱ δὲ κυνόσβατον, οἱ δὲ καπρίαν, οἱ δὲ κόρακος μῆλον, οἱ δὲ ὀφιόσκορδον, οἱ δὲ ὀφιοστάφυλον, οἱ δὲ θαλλίαν, οἱ δὲ πετραίαν, οἱ δὲ ῥλόφυτον, οἱ δὲ ἰωνίτην, ἔνιοι δὲ ἀείχλωρον, οἱ δὲ ἱππομανές, οἱ δὲ τριχομανὲς καλοῦσι· θάμνος ἐστὶν ἀκανθώδης, ἐπὶ γῆς γυροειδῶς ἐστρωμένος, ἀκάνθας ἀγκιστροειδεῖς ἔχων ὡς βάτος, φύλλα δὲ στρογγύλα, κυδωνίᾳ ὅμοια, καρπὸν δὲ οἶον ἐλαίας, δς ἀνοιχθεὶς λευκὸν προίεται ἄνθος, οὗ πεσόντος εὑρίσκεταί τι οἷον βάλανος ἐπίμηκες, ὅπερ ἀνοιχθὲν ἔχει κόκκους ὥσπερ ῥόας μικρούς, ἐρυθρούς, ῥίζας ξυλώδεις καὶ μεγάλας, πλείστας.

2 φύεται τοὐπίπαν ἐν τραχέσι καὶ λεπτογείοις τόποις καὶ νήσοις καὶ οἰκοπέδοις. ταριχεύεται δὲ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς εἰς βρῶσιν.

[*](173 RV: κάππαρις· οἱ δὲ κυνόσβατον, οἱ δὲ καπρίαν, οἱ δὲ κόρακος μῆλον, οἱ δὲ ὀφιόσκορδον, οἱ δὲ ὀφιοστάφυλον, οἱ δὲ πετραίαν, οἱ δὲ ὁλόφυτον, οἱ δὲ ὀλιγόχλωρον, οἱ δὲ ἀκόνιτον, οἱ δὲ ἱππομανές, οἱ δὲ τριχομανές, προφῆται ποτέρα, οἱ δὲ πευθήραν, οἱ δὲ καρδία λύκου, οἱ δὲ πολύειδος, οἱ δὲ ἁλόσκορδον, οἱ δὲ κρίνον, οἱ δὲ θλάσπι, οἱ δὲ κυνὸς ἄνθος, Ῥωμαῖοι σινᾶπε πέρσικουμ, οἱ δὲ ἰντοῦρις, Ἀρροι ἑρβιαραούθ.)[*](1 SIM. Theophr. h. pl. VI 5, 2; Pl. XIII 127. XIX 163.)[*](1 EXC. Orih. XI s. v. (κάππαρις — βρῶσιν); Gal. XII 9 sq. (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 59. 61 (e D. I 94 et II 173 conflatum), cf. A. Mai 1. s. VII 454; Garg. M. 48 (de zizypho); Isid. XVII 10, 20.)[*](1 num. cap. τβ QDi: ρπβ E post κάππαρις syn. e R add. Di, mg. H2 οἱ δὲ καπρίαν om. Q 2 ὀφεώσκορδον· οἱ δὲ ἐσπέρεᾱ E 3 θαλλίαν] ἀφθαμίαν E πετρίαν E οἰ δὲ ὀλόφιστον mg. add. E οἱ δὲ ἰωνίτην post ἀείχλωρον colloc. E 4 οἱ δὲ ὀρίχλωρον· οἱ δὲ τρέχλαρον E 5 ἐστρεμμένος C 6 βάτου RE δὲ om. RDi στρογγύλα om. FEDI, at cf. Ps. D. de h. f. μηλέα κυδωνέα Di: μηλέᾳ ἢ κυδωνέᾳ E κυδωνίῳ H: κυδωνίᾳ ὅμοια om. R 7 δὲ om. F δμοιον ἐλαίᾳ R 8 ρἷον τι δὰλανος RE (corr. E2) ἐπίμηκες QE: ἐπιμήκης reliqui 9 ὡς N ῥοὰς μικρὰς F 10 ῥίζαι ξυλώδεις (πλεῖσται add. E2) μεγάλαι E καὶ om. R καὶ πλείστας Orib.Dl φύονται E τοὐπίπαν om. R, del. E2 11 καὶ λεπτογείοις om. RE καὶ νήσοις om. R ἐν ρἰκοπέδοις R: iuxta domicilia Orib. lat. 12 δὲ] τε E καρπὸς αὐτῆς RE: ὁ καυλὸς αὐτῆς καὶ ὁ καρπὸς Di)[*](13 C fol. 173r: N 54 καπρήαν R: καπρί Di 14 φυλλοστάφυλον libri: correxi coll. Pl. XIII 127 15 πετρέαν R ὁλοφυσον R post ὁλόφυτον add. οί δὲ ἰωνίτην Di 17 πεύθηρον NDi: fort. πανθήραν πολυείδους R: om. HDl: correxi ἁλοσκόροδον HDi 18 θλάσπη R: θλάσπιν HDi οἱ δὲ κυνὸς ἄνθος om. HDi 19 ἰντούρις libri, corruptum (an manna turis ?) ἐρβιαιαθούμ HDi, cf. Löw l. s. 406)
241

ταράττει δὲ κοιλίαν, κακοστόμαχός τέ ἐστι καὶ διψώδης, βρωθεῖσα δὲ ἑφθὴ εὐστομαχωτέρα τῆς ὠμῆς. ὁ μὲν οὖν καρπὸς αὐτῆς σπλῆνα ἐκτήκει ὁλκὴ δυεῖν δραχμῶν μετ᾿ οἴνου πινόμενος ἐπὶ ἡμέρας τριάκοντα· ἄγει δὲ καὶ οὖρον καὶ αἱματῶδες διαχώθρημα, ἰσχιάδι τε καὶ παραλύσει βοηθεῖ πινόμενος καὶ πρὸς ῥήγματα καὶ σπάσματα, καὶ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἀποφλεγματίζει, ματίζει, καὶ ὀδόντος πόνον παύει ὁ καρπὸς σὺν ὄξει ἑψηθεὶς καὶ διακλυζόμενος.

τῆς δὲ ῥίζης ὁ φλοιὸς ξηρὸς πρός τε τὰ προειρημένα 3 ἁρμόζει καὶ ἀνακαθαίρει πᾶν χρόνιον καὶ ῥυπαρὸν καὶ τετυλωμένον ἕλκος· καταπλάσσεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν σπληνικῶν σὺν ὠμῇ λύσει, δακνομένη τε τῷ πονοῦντι ἀδόντι βοηθεῖ, ἀλφούς τε λευκοὺς ἀποσμήχει σὺν ὄξει λεία. τὰ δὲ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα λεανθέντα σκληρίας καὶ χοιράδας διαφορεῖ, σκώληκάς τε τοὺς ἐν ὠσὶν ὁ χυλὸς ἐγχυματισθεὶς κτείνει. ἡ μέντοι Λιβυκὴ κάππαρις, γεννωμένη δὲ κατὰ τοὺς Μαρμαρίδας λεγομένους, ἐμπνευματοῖ ἰσχυρῶς, ἐμετικὴ δὲ τυγχάνει ἡ ἐν Ἀπουλίᾳ· ἡ μέντοι γε ἐκ τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης καὶ Ἀραβίας δριμυτάτη, φλυκταίνουσα τὸ στόμα καὶ διασήπουσα τὰ οὖλα ἄχρι γυμνώσεως, ὅθεν πρὸς βρῶσίν ἐστιν ἄθετος.

174 λεπίδιον, δ ἔνιοι γιγγίδιον καλοῦσι, γνώριμον βοτάνιον, ταριχευόμενον εἰς ἁλμαίας μετὰ γάλακτος. δύναμις δὲ [*](1 SIM. Pl. XX 167 — Zop. (Orib. II 566) Pl. l. s. 166 D. eup. II 61 (273) — Pl. l. s. 167 eup. II 61 (273) — Pl. l. s. 166 eup. I 237 (518) I 233 (213) — Pl. 1. s. 165. 166 — Zop. (Orib. II 597) eup. II 77 (289) — eup. I 5 (97), cf. Zop. (Orib. II 553)— Pl. l. s. 166 eup. I 69 (127) — Pl. XX 167 — Pl. l. s. 165 — Pl. l. s. 165 D. eup. I 118 (151) — Zop. (Orib. II 588) Pl. l. s. 167 eup. I 154 (173) — Pl. l. s. 167, cf. Zop. (Orib. II 555) — Pl. XIII 127 XX 165.) [*](20 SIM. Pl. XIX 166. XX 181; D. eup. I 240 (221) I 72 (131).) [*](20 EXC. Orib. XII s. v. (λιπίδιον — γάλακτος); Gal. XII 58 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 κοιλίαν καὶ στόμαχον· ἔσει δὲ καὶ διφώδης R ἐσει· ἔσει δὲ καὶ F 3 ἐκτήκει PFF: τήκει reliqui (abhinc habemus cod. P, cuius fol. 1 incipit ab ἐκτήκει) ὁλκῆς Q 4 ἡπέρας μ RDi καὶ (pr.) Om. REDi καὶ διεχωρεῖ R: καὶ διαχώρημα αἱματῶδες EDi 5 ἰσχιαδικαῖς τε παραλύσεσι E πινόμενος ὁ καρπὸς REHDi καὶ (alt.) om. R 6 καὶ ἔμμηνα] ἔμμηνα τε REDi 7 καὶ pr.) om R ὀδόντων RDi ἐν ὄξει N ἐψόμενος QDi 8 τε om. R 10 quae post ἕλκος sequ. om. C καταπλάττεταί τε E 12 λεῖα δὲ τὰ φὑλλα NE 13 διαχεἰ N: διαχεῖ καὶ διαφορεῖ E 14 ἐνσταζόμενος N μέντοι γε E 15 μαρμαρίτας libri: corr. Marc. coll. Strab. 825. 838, cf. praeterea D. eup. I 242 (223) 17 ἡ δὲ ἐκ EDi 17 Αραβίας] λιβύης libri: corr. Sarac. coll. Gal. XII 11 Pl. XIII 127 18 φλυκταινοῦσα τε E διασήπουσα] κατεσθίουσα Di 19 ἀνεῖτήδειος Di: ἄχρηστος E (corr. E2): εὔθετος H) [*](20 num. cap. τγ ODi: ρπγ E tit, περὶ λεπιδίου QDi δ om. E)

242
ἐστι τῶν φύλλων δριμεῖα, ἑλκωτική, ὅθεν ἰσχιαδικῶν ἐστιν ἐπίπλασμα ἀμυκτικώτατον, λεῖον σὺν ἑλενίου ῥίζῃ ἐπιτιθέμενον πρὸς τέταρτον ὥρας, καὶ ἐπὶ σπληνικῶν ὁμοίως· ἀφίστησι δὲ καὶ λέπρας. ἡ δὲ ῥίζα δοκεῖ ὀδόντων ἀλγήματα παραιτεῖσθαι περιαπτομένη τῷ τραχήλῳ.

175 βατράχιον· οἱ δὲ σέλινον ἄγριον καλοῦσι. τούτου πλείονά ἐστιν εἴδη, δύναμις δὲ μία, δριμεῖα καὶ ἄγαν ἑλκωτικήἔχει [*](175 RV: σέλινον ἄγριον οἱ δὲ βατράκιον, οἱ δὲ γελωτοποιός, οἱ δὲ μεθύουσα, οἱ δὲ Σαρδόνιον, οἱ δὲ ἀμέθυστον, οἱ δὲ ὑοσέλινον, οἱ δὲ ἱπποσέλινον, Αἰγύπτιοι μεθυού, Ῥωμαῖοι ἄπιουμ, οἱ δὲ ἄπιουμ ἱρσούτουμ, οἱ δὲ αὐριμετέλλουμ, Θοῦσκοι ἄπιουμ ῥανίνουμ. σέλινον ἄγριον ἕτερον· οἱ δὲ φρύνιον, οἱ δὲ ἀκιδωτόν, οἱ δὲ βατράκιον, Ῥωμαῖοι ἄπιουμ φλάουουμ.) [*](6 SIM. Pl. XXV 172 (e S. N.); Geop. II 6, 30.) [*](6 EXC. Orib. XI s. v. (βατράχιον — γαλακίξον); Gal. XI 849 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Pa. Ap. 9, cf. Ps. Orib. III 65 ~ A. Mai l. s. VII 438; Ps. Orib V 43.) [*](1 ἰσχιαδικὸν V τέ ἐστιν E 2 ἀμυκτικότερον E: ἀμυντ τικώτατον HDi 3 πρὸ P ἐπὶ om. E ἀφίστησίν τε καὶ E 4 ὀδόντος E 5 τραχήλῳ lihri: adalligatum bracchio Pl. in mg. ex Aet. XII 2 add. υ (fol. 64r) cap. de Iberide λεπίδιον, ἔνιοι Ἰβηρίδα καὶ καρδαμίνην καλοῦσι· καὶ γὰρ ὀσμὴν καὶ γεῦσιν καὶ ἰδέαν ἔχει καῳδάμω (leg. καρδάμου)· φύεται δὲ πολλὴ πανταχοῦ, μάλιστα δὲ παρὰ τοῖς παλαιοὶς μνήμασι καὶ τοίχοις λαὶ περὰ τὰς ὁδοὺς ἐν ἀγεωργήτοις τόποις. φὑλλα δὲ ἔχει καρδάμου, ἔαρος μὲν εὐθαλῆ καὶ μείζω πολὺ τοῦ καρδάμου, μῆκος δὲ τοῦ κουλοῦ σμικρῷ πλέον πήχεως· θέρους δὲ ἄνθος γαλακτηνὸν (l. γα λάκτινον) προσβάλλει (l. προβάλλει), καὶ τότε ἐστὶ δραστικώτατον· σπέρμα δὲ φέρει μικρό (fol. 64v in marg.) στατον παρῤ ὅλον τὸν καυλόν. ἡ δὲ ῥίζα ὀσμὴν ἔχει δριμυτάτην μάλιστα, πάντη καρδάμῳ ἐμφερῆ. ταὑτην ὥρᾳ θέρους λαβὼν πρόσφετον — ξηρὰ γὰρ ἀδρανὴς γίνεται — κόψον ἐπιμελῶς — καὶ γάρ ἐστι δύσκοπτος — καὶ ἀξουγγίου ὑείου παλαιοῦ πάνυ ὀλίγῳ ἀναλαβὼν ἐπιτίθει τῇ τε κοτύλῃ καὶ σταντὶ τῷ σκέλει καὶ ἐν δυσὶν ὥραις ἐγείρει οἴδημα μετὰ πυρώσεως καὶ εὐθὺς εἰς βαλανεῖον θερμότατον βαλὼν τὸν κάμνοντα θεραπεύσει (δεραπεύσειν v). idem cap. in brevius contractum in calce ibri I add. p, cf. Studemund, ind. lect. Vratistav. 1888/89 p. 22) [*](6 num. cap. τδ ODi: ρπδ E tit. περί βατραχίου QDi καλοῦσι om. Orib. τούτων ἐστὶν R: post τούτου charta laesa P 7 μέν ἐστιν EDi δύναμις — ἑλκωττική om. Orib. δὲ] τς R μία om. O: δύναμιν δὲ ἔχει μίαν E δριμεῖαν E ἑλκωτικήν E) [*](8 C fol. 306v: N 162 Siculi dicunt selinon agrion Ps. Ap. βετράκιον R 10 ὑοσέλεινον N egypti ennecon Ps. Ap. 11 ἄπιουμ C: ἀπιουμονοῤ N: fort. apium odoratum ἀπιονρισου R: apiu risu Ps. Ap.: correxi αὐριμετέλλουμ (μ om. N) R 13 C fol. 307v: N 162 οἱ δὲ ὀκιδωτόν om. N, cf. D. III 15. IV 54 14 βατράκιον R ἀπιουφλου R: correxi)

243
δὲ τὸ μὲν αὐτῶν φύλλα ὅμοια κορίῳ, πλατύτερα δὲ καὶ ὑπόλευκα καὶ λιπαρά, ἄνθος μήλινον, ἐνίοτε δὲ πορφυροῦν, καυλὸν δ᾿ οὐ παχύν, ὕψος δὲ ὅσον πήχεως, ῥίζαν μικράν, λευκήν, πικράν, ἔχουσαν ἀποφύσεις ὡς ἐλλεβόρου· φύεται δὲ παρὰ ῥείθροις. ἔστι δὲ καὶ ἕτερον εἶδος χνοωδέστερον καὶ μακροκαυλότερον, ἐντομάς ἔχον πλείους τῶν φύλλων, πλεῖστον ἐν Σαρδονίᾳ γεννώμενον, δριμύτατον, δ δὴ καὶ σέλινον ἄγριον καλοῦσι· καὶ τρίτον σφόδρα μικρὸν καὶ δύσοσμον, τὸ ἄνθος χρυσῷ ὅμοιον· καὶ τέταρτον ἐοικὸς τούτῳ, ἄνθη γαλακτίζον.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα καὶ οἱ καυλοὶ καταπλασσόμενοι 2 ἁπαλοὶ ἑλκωτικὴν καὶ ἐσχαρωτικὴν μετὰ πόνου, ὅθεν ὄνυχας λεπροὺς καὶ ψώρας ἀφίστησι καὶ στίγματα ἐξαίρει καὶ μυρμηκίας καὶ ἀκροχορδόνας καὶ ἀλωπεκίας πρὸς ἀλίγον καταπλασθέντα· ἑψόμενα δὲ κατάντλημα χιμετλιώντων ἐστὶ χλιαρόν. ἡ δὲ ῥίζα πταρμὸν κινεῖ ξηρὰ λεία προσφερομένη τοῖς μυκτῆρσι, καὶ ὀδονταλγίας κουφίζει προσαπτομένη· θρύπτει μέντοι αὐτούς.

[*](11 SIM. Zop. II 578 Pl. XXV 173 — Pl. XXVl 150 D. eup. I 130 )(159) — Pl. XXV 173 eup. I 128 (157) — Pl. XXV 173 eup. I 116 (151) — Pl. l. s. eup. I 95 (140) — Pl. XXVI 106 eup. I 19 (189) — Pl. XXV 173 — Pl. l. s. eup. I 71 (129).)[*](1 κορίῳ φύλλα ὅμοια ROrib.E δὲ (alt.) om. Orib. 2 καὶ om. RE δὲ om, HDi post πορφυροῦν add. κατὰ τὰς ἐν Σαρδονίᾳ διαφορᾶς τῶν τόπων N 3 ὕφοε — πήχεως om. RE: ὕψος δὲ om. Orib. πηχυαῖον Orib. ῥίζα λευκή, πικρά, ἔχουσα R μικράν] μίαν E2 (superscr.), om. Orib, Dl 4 πικράν] μικρὰν Orib. (corr. O2): πικράν corr. E2 ἀπόφυσιν Orib. τοῦ ἐλλεβόρου E 5 ῥεῖθρα Orib.: τὰ ἔννγρα C: τὰ ἔνυδρα N εἶδος om. ROrib.E γονατωδέστερον Orib.: χιονωδέστερον R: foliosius Pl.: foliis hirtis Ps. Ap. μακροκαυλωδέστερον N 6 τῶν φύλλων πλείους Orib. post φύλλων transpos. δριμύτατον ROrib.E πλεῖστον — γεννώμενον om. Orib. 7 σαρδινίᾳ R: σαρδωνίᾳ Di καλοῦσιν ἄγριον RE (δ — καλοῦσι om. Orib.) 8 post καὶ (alt.) unum cod. P fol. periit, incipit rursus in c. 176 extr. τῷ ἄνθει ROrib.E (corr. E2): τὸ ἄνθος τὸ εἶδος QV 9 ἐγχρυσίζον Orib. τῷ ἄνθει Orib. ἄνθει RE (ει in ras.): ἄνθος HDi γαλακτίζοντα F: γαλάκτινον COrib.: γαλακτίνῳ N 11 post τὰ φύλλα add. καὶ τὰ ἄνθη Di post καυλοὶ add. πάντων ὁμοίαν C ἁπαλοὶ καταπλαττόμενον (καταπλασσόμενοι Di) (CDi 12 ἁπαλοὶ om. NE 14 ἀλίγον χρόνον Gal. καταπλαττόμενον (σσ C) R: καταπλασσόμενα 15 χεμέθλων R: χειμετλιώντων E: χεμετλιώντων V: χυμεθλιώντων Di: χεμέτλων F: χυμέθλων H χλιερόν RE 16 τοῖς μυκτῆρσι om. RE (superscr. E2) 17 θραύει RE)
244

176 ἀνεμώνη, οἱ δὲ ἀργεμώνιον, οἱ δὲ ἠρέμιον καλοῦσι. δισσή, ἡ μὲν ἀγρία ἡ δὲ ἥμερος. καὶ τῆς ἡμέρου ἡ μέν τις φοινίκεα φέρει τὰ ἄνθη ἡ δὲ ὑπόλευκα, γαλακτίζοντα ἢ πορφυρᾶ. φύλλα δὲ κοριοειδῆ, λεπ\τοσχιδέστερα τὰ πρὸς τῇ γῇ, καυλία χνοώδη, λεπτά, ὑπὲρ ὧν τὰ ἄνθη ὥσπερ μήκωνος, καὶ μέσα κεφάλια μέλανα ἢ κυανίζοντα· ῥίζα κατὰ μέγεθος ἐλαίας ἢ μείζων, οἱονεὶ γόνασι διειλημμένη. ἡ δὲ ἀγρία κατὰ πάντα μείζων τῆς ἡμέρου καὶ τοῖς φύλλοις πλατυτέρα καὶ σκληροτέρα, καὶ τὴν κεφαλὴν ἐπιμηκεστέραν ἔχει, ἄνθος φοινικοῦν, ῥιζία λεπτὰ καὶ πλείω. ἡ δέ τις ἔχει φύλλα μέλανα, δριμυτέρα οὖσα.

2 δύναμιν δὲ ἔχουσι δριμεῖαν ἀμφότεραι, ὅθεν ὁ χυλὸς τῆς ῥίζης αὐτῶν ῥινὶ ἐγχυθεὶς πρὸς κεφαλῆς κάθαρσιν ἁρμόζει· καὶ μασηθεῖσα δὲ ἡ ῥίζα ἄγει φλέγμα, ἑψηθεῖσα δὲ ἐν γλυκεῖ καὶ [*](176 RV: ἀνεμώνη ἡ φοινικῆ· οἱ δὲ ἠνέμιον, οἱ δὲ μηκώνιον ἢ μηκωνίδα, οἱ δὲ τραγόκερως, οἱ δὲ γῆς παρειάν, οἱ δὲ βραβύλη, Ὁσθάνης βηρύλλιος, ὁμοίως ὄρνιθος κεφάλιον, Πυθαγόρας ἀδρακτυλίς, προφῆ ῆται κνῆκος ἀγρίᾳ, Ῥωμαῖοι Ὅρκι τούνικαμ, Ἀφροι χουφφοίστ.) [*](ἀνεμώνη ἡ ἀγρία μέλαινα.) [*](1 SIM. Theophr. h. pl. VI S, 1; Crat (Wellm. I 15) schol. Theocr. V 92 Pl. XXI 164 (e S. N.)) [*](1 EXC. Orib. XI s. v. (ἀνεμώνη — οὗσα); Gal. XI 831 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 8 s. v.).) [*](11 SIM. Pl. 1 s. 165 D. eup. I 3 (93) — Pl. 166 eup. I 5 (97) — Pl. 166 eup. I 41. 42 (112. 113) — Pl. 165 — P. 165 eup. II 78 (290).) [*](1 num. cap. QDi: ρπε E post ἐνεμώνη syn. e R add. Di, mg. add. H2 οἱ δὲ — καλοῦσι om, Orib. ἡγεμόνιον VFH (charta laesa): om. E, correxi cf. D. IV 41 (extr.) ἠρέμιον VQ: ἠνέμιον RDi: πρεμνίον E: eremion Dl: fremion (═ eremion) Pl. 1. s. 2 ἡ μὲν ἤμερος ἡ δὲ ἀγρί Orib. post μὲν (pr.) add. τις R τῆς μὲν Orib. 3 φοινίκια F: φοινικά Orib.NHEDi: φοινίκαια C ἢ γαλακτίζοντα QDi 4 δὲ ἔχει ROrib.E τὰ addidi 5 ἐνώδη Orib. (χνοώδη superscr. O2) ὑπὲρ ὥν] εὐερνῆ E 6 μέσκ καὶ μείζονα E ἢ κυανίζοντα om. VDl ῥίζαν (μείζονα, διειλημμένον R 7 ἡ δὲ — 10 οὗσα om, R ἀγριωτέρα Orib. 8 σκληρά E 9 τὴν δὲ κεφαλὴν (om. καὶ) Orib.: τήν τε κεφ. EDi ῥιζάρια Orib. 12 ῥινεγχύτης C: ῥεινεγχυθεὶς N: ῥινέγχυτος E ἁρμόζει om. RE, mg. add E2 καὶ om. HDi 13 χλέγμκ ἄγει HDi φλέγματα R) [*](14 C fol. 26r: N fol. 12 effig. herb. pict. add. C (fol. 25v m. rec.) κουτζουνάδα initio post ἀνεμώνη add. οἱ δὲ ἀγρίαν, οἱ δὲ μέλαιναν καλοῦσι· καὶ ἀνεμώνη ἡ φοινική Di μικώνιον C 15 ἢ μηκωνίδα om. CDi παρίνη CDi: παρείνη N: correxi 16 βαρύλη libri: correxi ὁμοίως om. N OPNIOC KEPANIOC (sic) RDi: correxi, κυνοκεφάλιον ab allis vocatur, cf. Hes. s. v. 17 ἀδρακτυλλίς] R: fort. ἀτρακτυλίς 18 ad Orci tunicam cf. Serv. in Verg. Buc. V 17)

245
καταπλασσομένη ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς ἰᾶται καὶ τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς οὐλὰς ἀποσμᾷ· ἀνακαθαίρει δε καὶ τὰ ῥυπαρὰ τῶν ἑλκῶν. τὰ δὲ φύλλα καὶ οἱ καυλοὶ συνεψηθέντα πτισάνη καὶ ἐσθιόμενα γάλα κατασπᾷ, ἐν προσθέτῳ δὲ ἔμμηνα ἄγει, καταπλασθέντα δὲ λέπρας ἀφίστησιν.

ἔνιοι δὲ μὴ δυνάμενοι διορίζειν ἀπὸ τῆς ἀγρίας ἀνεμώνης 3 τὴν λεγομένην ἀργεμώνην καὶ τὴν ῥοιάδα μήκωνα, περὶ ἧς ἐν ταῖς μήκωσιν ἱστορήσομεν (IV 63), διὰ τὸ τῶν ἀνθῶν μόχρουν, φοινίκεον ὑπάρχον, πλανῶνται τὴν Εὐπατόριον ἀργεμώνην ὀνομάζοντες· πλὴν τῆς ἀργεμώνης ἧττον βαθὺ τὸ φοινικοῦν ἐστι καὶ τῆς ῥοιάδος· ὀψιαίτερον δὲ αὕτη καὶ ἡ ἀργεμώνη ἀνθοῦσι, καὶ ἡ μὲν ἀργεμώνη ὀπὸν ἀνίησι κροκίζοντα καὶ δριμὺν πρὸς τὴν γεῦσιν ἰσχυρῶς, ἡ δὲ ῥοιὰς λευκότερον καὶ δριμύν. ἀμφό τεραι δὲ μεταξὺ κεφάλιον μήκωνι ἀγρίᾳ παραπλήσιον ἔχουσι, πλὴν τὸ μὲν τῆς ἀργεμώνης ἄνωθεν ὑπόπλατυ, τὸ δὲ τῆς ῥοιάδος ὑπόστενον. αἱ δὲ ἀνεμῶναι οὔτε ὀπὸν ἀνιᾶσιν οὔτε κωδύαν ἔχουσιν ἀλλ᾿ οἱονεὶ ἀσπαράγου ἄκρον, ἐν ἀρούραις τε τὸ πλεῖον ἐκεῖναι φύονται.

177 ἀργεμώνη· ὅλον μέν ἐστιν ὅμοιον ἀγρίᾳ μήκωνι, τὸ δὲ φύλλον ἀνεμώνῃ ἔχει ὅμοιον, ἐσχισμένον, ἄνθος φοινικοῦν, [*](6 SIM. Pl. XXI 165.) [*](6 EXC. Orib. XI s. v. (ἔνιοι — φύονται).) [*](19 SIM. Pl. XXV 102.) [*](19 EXC. Orib. XI s. v. (ἀργεμώνη — δριμύν); cf. Gal. XI 835 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](2 post οὐλὰς add. καὶ ἀμβλυωπίας RDi, post ἀποσμᾷ E ἀποομᾶ R: ἀποσπᾶ V: ἀποσμήχει reliqui ἀποκαθαίρει E τε καὶ VQ 3 συνεψηθέντες CH σὺν πτισάνη R 6 ἔνιοι — φύονται om. RDl οἱ δὲ Orib, ἀργεμώνης Di 7 ἀργεμίδα Di 8 μηκώνισιν Orib. ἱστορήσαμεν E διὰ γὰρ τὸ Orib. 9 φοινίκιον QDi: φοινικοῦν Orib.E (at ουν in ras.) πλανῶνται καὶ τὴν εὐπατορίαν ἀργεμώνην ὀνομάζουσι Orib.: πλ, δὲ καὶ τὴν εὐπατόριον ἀνεμώνην ὀνομάζονσιν E τὴν ἀγρεμώνιον (ἀργεμώνην H) εὐπατόριον QDi, cf. D. IV 44 11 τε αὗται τῶν ἀνεμωνῶν Orib.E ἀνθοῦσα V 13 λευκὸν Orib.: E καὶ ἀμφότεραι δὲ E ἀμφότερα VF 14 κεφάλια (παραπλήσια) EOrib.HDi 15 ἀνεμώνης HDi ὑπόπλατυ Orib.E: ὑποπατεῖ V: . . . πατυ (ab hac voce inc. P fol. 2) P: ὑπόπαχυ QDi 16 ἄνωθεν ὑπόστενον E τὸ δὲ τῆς ἀνεμώνης οὔτε (ἀνίησιν, ἔχει) Orib. οὔτε (pr,)] οὐδὲ Q 18 πλεῖστον E) [*](19 num. cap. τς ODi: ρπς E tit. περὶ ἀγρεμώνης RDi post ἀργεμώνη syn. e R add. Di, mg. add. syn. alt. arg. H2: ἡ λεγομένη παπάβαρι add. V initium sic habet Di (e R) παρέοικεν ἀγρίᾳ μήκωνι, τὸ δὲ φύλλον ἀργεμώνης ἐσχισμένον, καυλὸν ἐν ἄνθει φοινικοῦν 20 ἀνεμώνης ἐσχισμένης ὅμοιον Orib. ἐσχισμένον om. E ἄνθος φοινικοῦν] καυλὸν ἐν (om. Orib.) ἄνθει φοινικοῦν Orib.E: virga tenue et colore melinu habens Dl)

246
κεφαλὴν δὲ ἐοικυῖαν μήκωνι ῥοιάδι, ἐπιμηκεστέραν δὲ καὶ πλατεῖαν κατὰ τὰ ἄνωθεν μέρη, ῥίζαν στρογγύλην· ὀπὸν δὲ ἀνίησι κροκίζοντα, δριμύν.

καθαίρει δὲ ἄργεμα καὶ νεφέλια, καὶ φλεγμονὰς παρηγορεῖ τὰ φύλλα καταπλασσόμενα.

178 RV: ἀργεμώνη ἑτέρα· οἱ δὲ ἀργεμώνην ἄρσενα, οἱ δὲ σαρκοκόλλαν, Ῥωμαῖοι ἀργεμώνιαμ· καὶ αὕτη παρέοικε μὲν ἀγρίᾳ μήκωνι τοῖς φύλλοις.

δύναμιν δὲ ἔχει αὕτη χλωρὰ τριβομένη λεία καὶ ἐπιτιθεμένη διακοπὰς θεραπεύειν καὶ ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς παύειν· ἁρμόζει δὲ καὶ δυσεντερικοῖς σὺν ὕδατι πινομένη, κολλητική τε τραυμάτων καὶ φλεγμονῶν ἐστιν εὔθετος, ὡσαύτως ἐπιτιθεμένη σπασμάτων καὶ τιλμάτων ἐστὶ θεραπευτική· ἁρμόζει καὶ θηριοδήκτος σὺν οἴνῳ πινομένη.

178 ἀναγαλλίς, οἱ δὲ κιχόριον καλοῦσι· διττόν ἐστιν [*](177 RV: ἀργεμώνη· οἱ δὲ οἰνώνη, οἱ δὲ ἀνθεμίς, οἱ δὲ ὁμόνοια, οἱ δὲ ἄνθος πεδινόν, Ῥωμαῖοι λιβούρνια, οἱ δὲ κογκορδιάλις, οἱ δὲ φερράρια, Γάλλοι κόρνα. ἡ ἀργεμώνη παρέοικε μὲν ἀγρίᾳ μήκωνι καὶ ἀνεμώνῃ, διακρίνεται δὲ τῷ τὴν κεφαλὴν ἔχειν ἄνωθεν ὑπόπλατυν, ἄνθη μὴ οὕτως εἶναι φοινικᾶ καὶ ῥίζαν ἔχειν στρογγύλην, ἐξ ἧς ἀνίεται κροκίζοντα τὸν ὀπὸν δριμύν. ποιεῖ πρὸς ἀποκάθαρσιν ἀργέμου καὶ νεφελίου, καὶ φλεγμονὰς παρηγορεῖ τὰ φύλλα καταπλασσόμενα.) [*](6 SIM. Ps. Ap. 32 ═ Ps. Orib. I 17).) [*](15 SIM. Pl. XXV 144 sq. (e S. N. — Crat., cf. Wellm. I 18).) [*](15 EXC. Orib. XI s. v. (ἀναγαI 18) et descript. alterius argum. Di) [*](6 cap. κερὶ ἀργεμώνης ἑτέρας e R (C fol. 58r, N 10) interpol. Di οἱ δὲ ἀρτεμώνην (λλίς — ἄρρην); Gal. XI 829 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 63 (cf. Ps. Orib. III 52 ~ A. Mai VII 435); Ps. Orib. V 26; Hes. s. v. ἀναγλλίς et κόρχορος.) [*](16 SIM. Ps. Ap. 32 (═ Ps. Orib. I 17, cf. Ps. Orib. V 14).) [*](1 δὲ (pr). om. H καὶ om. E 5 in fine e R add. Crateuae frg. (cf. Wellm. ἀργεμώνη Di) οἱ δὲ ἀρσελάμ RDi: correxi 7 sarcocolla Ps. Ap. 8 ἀγρίας μήκωνος C 10 καὶ ὀφθ. φλεγμ. παύει καὶ διακοπὰς θεραπεύει N 11 δὲ om. CDi.) [*](15 num. cap. τζ ODi: ρπζ E initio syn. e R add. Di, mg. H2 τῆς ἀναγμλλδοε διττὸν εἶδός ἐστιν αὐτῆς (αύτ. om. Di) RDi οἱ δὲ — καλοῦσι om. Orib. κιχώριον Q: coicorium Dl: acoron Pl.: κορχόριον E: κόρχορον R, cf. Hes. s. v. κόρχορος, fort. recte διττὸν δέ E) [*](16 C fol. 29r: N 10 unone Ps. Ap. 16 omunuia Ps. Ap. λοβορνία CDi: λβορνια N: liburnia Ps. Ap. κονκορδίαλις R: cordialis Ps. Ap.) [*](18 περγαλία RDi: correxi coll. Dl agrimone herba . . . ferraria minor dicitur 20 ὑπόπλατυ C φοινικοῦν C 21 ἐνίοτε στρογγόλην C)

247
εῖδος αὐτῆς, διαφέρον ἄνθει· ἡ μὲν γὰρ κυάνεον ἔχουσα τὸ ἄνθος θήλεια λέγεται ἡ δὲ τὸ φοινικοῦν ἄρρην. θαμνία δέ ἐστι κεχυμένα ἐπὶ γῆς, φυλλάρια ἔχοντα ἐπὶ τετραγώνων καυλῶν μικρά, ὑποστρόγγυλα, πρὸς τὰ τῆς ἑλξίνης, καρπὸν δὲ περιφερῆ.

εἰσὶ δ᾿ ἀμφότεραι τραυματικαί, ἀφλέγμαντοι, σκολόπων [*](178 RV: ἀναγαλλὶς ἡ φοινικῆ· οἱ δὲ ἀερῖτις, οἱ δὲ αὐγῖτις, οἱ δὲ σαυρῖτις, προφῆται αἶμα ὀφθαλμοῦ, οἱ δὲ χελιδόνιον, Ῥωμαῖοι μάκια, οἱ δὲ ἀντούρα, οἱ δὲ τούρα, οἱ δὲ τουραδουπάγω, Θοῦσκοι μασύτιπος, Γάλλοι σαπάνα, Δάκοι κερκέρ, Ἄφροι ἀτιρσισοεί.) [*](ἀναγαλλίς ἡ κυανῆ· οἱ δὲ κόρχορον, οἱ δὲ ἁλικάκκαβον, οἱ δὲ αἴλουρον, οἱ δὲ αἰλούρου ὀφθαλμόν, οἱ δὲ ζειλίαυρος, προφῆται νυκτερῖτις, οἱ δὲ πελαργῖτις, Ὀσθάνης χελιδόνιον, Αἰγύπτιοι μικιεί, Ῥωμαῖοι μεκιατούρα, οἱ δὲ ἀντούρα, Θοῦσκοι τάντουμ, Ἀφροι ἀσιρρισοεί.) [*](6 SIM. D. eup. I 162 (177) Pl. XXVI 144 — D. eup. I 167 (180) — Pl. XXVI 144 — D. eup. I 3 (96) Pl. XXV 144 — eup. I 72 (131) Pl. XXV 166 — Pl. XXV 144 D. eup I 42 (113) — Pl. XXV 144 eup. II 115 (315) — eup. II 102 303) — Pl. XXVI 35 eup. II 58 (270) — Pl. XXVI 119 eup. II 63 (276) — Pl. XXVI 90 eup. I 224 (209).) [*](1 αὐτοῖς P τὸ om. E 2 ἡ δὲ ἑτέρα Q τὸ om. QOrib. 3 ἐστὶ] ἔχει Q φὑλλα RDi καυλίων REDi 4 δὲ om. QDi 6 quae de virtute herbae prof. D. e Crateua fluxerunt, cf. Wellm. I l. s. ἀμφότερα R τρανματικαί] πραυντικὰ R: πραυντικαὶ Di καὶ ἀρλ. RE σκολόπων τε Crat. RE) [*](7 C fol. 40r: N 15 ἀναγαλλὶς ἢ ἀκακαλλὶς ἡ φοινιεῆ N αἰγεῖτις N: αἰγῖτις reliqui: corr. Marc. 8 αἱμοφθαλμοῦ C, cf. pap. mag. Lugd. ed Dieterich (Fleck. suppl. XVI 816) 9 μάκια] cf. Marc. Emp. I 35, 32 maciae quam graeci anagallida appellant οἱ δὲ ἀντούρα — δουπάγω om, Di Δάκοι τούρα (post κερκέρ colloc.) C, cf. Marc. E. VIII 143 turam et anturam herbam . . . contundes τυρραδοπαγό H: suspectum 10 Θοῦσκοι] οἱ δὲ C μασυτίπως HDi: μασυτειπος N Γάλλοι] θοῦσκοι C σπάνα C: σαπάνα reliqui Δάκοι] γάλλοι C (perturbavit ord.) κερκεραφρών (om. ἀτιρσ.) Di, cf. Tomaschek l. s. 25 11 ἀτιρσισοεί N: ἀτιερσισοεί C, fort. ἀστιρσισοεί, cf. Löw l. s. 404 12 C fol. 41r: N 15 ἁλικάκαβος HDi, cf. D. IV 71. 72 οἱ δὲ αἴλ. — ὀφθαλμὸν om. HDi: οἱ δὲ vix recte. ordo syn. perturbatus eat. sic fort. legendum οἱ δὲ νυκτερῖτις, οἱ δὲ πελαργῖτις, προφῆται αἴλουρον κτλ. 13 αἰλιουροφθαλμέν C. αἰλουροφθαλμόν N: correxi, cf. Pl. XXV 144 ζηλίαβρος H: ξηλίαυρυς Di: ζειλιαυρος R: corruptum, latet αἴλουρος vel αἰλούρου 14 οἱ δὲ πελ. — χελιδόνιον om, HDi πελαγειτις N: πελαγίτις C: correxi post χελιδόνιον add. καλεῖ C 15 μικιει C: μεικιει N: μηκιεῖ HDi μεκιατουρα R: μεκίατο Di: μεκία H: fort. μάκια, οἱ. δὲ τούρα σἱ δὲ ἀντοὑρα — τάντουμ om. HDi 16 ἀσιρρισοι R: ἀσρρισοι Di: ἀσὑρισι H, correxi)

248
ἐπισπαστικαί, νομῶν ἐφεκτικαί.

2 ὁ δὲ χυλὸς αὐτῶν ἀναγαργαριζόμενος ἀποφλεγματίζει κεφαλὴν καὶ ῥισὶν ἔγχυτός ἐστι καὶ ὀδόντος πόνον παύει, ἐὰν εἰς τὸν ἀντικείμενον μυξωτῆρα τῷ ἀλγοῦντι ἐγχέῃς· καθαίρει δὲ καὶ ἄργεμα μετὰ μέλιτος Ἀττικοῦ καὶ ἀμβλυωπίαις βοηθεῖ, ὠφελεῖ καὶ ἐχεοδήκτους μετ᾿ οἴνου πινόμενος καὶ νεφριτικοὺς καὶ ἡπατικούς καὶ ὑδρωπιῶντας. φασὶ δ᾿ ἔνιοι τὴν μὲν ἔχουσαν τὸ κυανοῦν ἄνθος προπτώσεις δακτυλίου στέλλειν, τὴν δὲ τὸ φοινικοῦν ἐρεθίζειν καταπλασθεῖσαν.

179 κισσὸς πολλὰς ἔχει διαφορὰς τὰς κατ᾿ εἶδος, τὰς δὲ γενικωτάτας τρεῖς· λέγεται γὰρ ὁ μέν τις λευκὸς ὁ δὲ μέλας ὁ δὲ ἕλιξ. καὶ ὁ μὲν λευκὸς λευκὸν φέρει καρπόν, ὁ δὲ μέλας μέλανα ἢ κροκίζοντα, δν δὴ ἔνιοι Διονύσιον καλοῦσιν, ὁ [*](179 RV : κισσός· οἱ δὲ κιθάραν, οἱ δὲ κίσσαρον, οἱ δὲ χρυσόκαρπος, οἱ δὲ ποιητική, οἱ δὲ κορυμβήθρα, οἱ δὲ Νύσιον, οἱ δὲ Διονύσιον, οἱ δὲ ἰθυντήριον, οἱ δὲ Περσίς, οἱ δὲ κῆμος, οἱ δὲ ἄσπληνος, Ῥωμαῖοι σίλβαι μάτερ, οἱ δὲ ἕδεραμ, Γάλλοι σουιβῖτις.) [*](10 SIM. Theophr h. pl. III 18, 6 sq. Crat. (schol. Theocr. XI 46): Pl. XVI 144 sq. (ex Hyg.?); Ps. Apul. 98.) [*](10 EXC. Orib. XI s. v. (κισσός — εὔρυθμα); Gal. XII 29 (═ Aet l. s. Paul. Aeg. l. s.); Pa. Orib. I 99 ~ A. Mai VII 443 (e D. lat.), cf. Pa. Orib. I 79. V 102.) [*](1 νομῶν — κεφαλὴν om. R καὶ νομῶν E ἀναγαργαριζόμενος — κεφ. καὶ om. ECrat. 2 ῥινενχὑτης C: ῥεινεγχυτικά N : ῥινέγχυτος Crat E: ἐγχεόμενος Di ἐστι om. RECrat., mg. add. ἀποφλεγματίζειν· ἔγχυτον φλεγμαγωγόν P 3 ὁδόντος P: ὀδόντων reliqui, cf. D. eup. I 72 (131) τοῦ ἀλγοῦντος Crat. 4 ἐνχέης RCrat.: ἐγχέεις E: ἐπχέης Ο: ἐμβληθῇ Di δὲ om. REDi ἀττικοῦς P 6 πινόμενον μετὰ (μετ᾿ N) οἴνου R καὶ νεφρ. καὶ ἡπ. om. C: καὶ ἡπατικοὺς post ὑδρ. add. N: καὶ ἡπατικοὺς καὶ νεφριτικοὺς E καὶ ὑδρωπιῶντας om. Di ὑδρωπικούς RE. ὑδροπιόνας F 7 κυάνειον DiCrat.: κυάνιον C πρόπτωσιν NCrat. 8 τὸ om, O 9 in fine add. χρῶνται δὲ αὐτῇ καὶ εἰς τὰς Δημοκρίτου δυνάμεις Crat.) [*](10 num. cap. τη ODi: ρπε E κιττὸς E post κισσὸς syn. e R add. Di τὰς δὲ — τρεῖς om. R 11 γενικὰς E 12 καὶ om. RDi ὁ δὲ λευκὸς N: ὁ μὲν οὖν λευκὸς CDi τὸν (om. CE) καρπὸν λευκὸν REDi: λευκοὺς φέρει καρποὺς H 13 δὴ] δι P: del. E2 ἔνιοι] καὶ οἱ (οἱ om. Di) ἰδιῶται ROrib.Di) [*](14 C fol. 175r: N 55 κίθαρον Di, cf. [Plut.] de fluv. 3, 4 κίσσαρον] cf. D. I 97, Boisson. An. gr. II 398 15 χρυσόκαρπος] cf. Pl. XVI 147 κορυμβία Theophr. h. pl. III 18, 6 Νύσιον] κύσιον Di, cf. Pl. XVI 147 16 ἰθυθήριον CDi: είθυθήριον N: correxi coll. Hes. s. v. κῆμος] cf. D IV 131 17 ἄοπληνος] cf. D. III 134 σίλβα libri: correxi coll. Scrib. Larg. 129 ἰδαιράμ Di 18 σουιβίτης Di: bullusseron Ps. Ap. (bolusselon Ack.))

249
δὲ ἕλιξ ἄκαρπός τέ ἐστι καὶ λεπτὰ ἔχει τὰ κλήματα καὶ τὰ φύλλα λεπτά, γωνιοειδῆ, εὔρυθμα.

πᾶς δὲ κισσὸς δριμύς ἐστι, στυπτικός, τοῦ νευρώδους ἁπτικός. ποιεῖ δὲ τὰ μὲν ἄνθη αὐτοῦ τοῖς τρισὶ δακτύλοις λημφθέντα καὶ ποθέντα σὺν οἴνῳ πρὸς δυσεντερίας· δὶς δὲ δεῖ τῆς ἡμέρας πίνειν· καὶ πρὸς πυρίκαυτα δὲ ἁρμόζει σὺν κηρωτῇ λειανθέντα.

τὰ δὲ ἁπαλὰ τῶν φύλλων ἑψόμενα σὺν ὄξει ἢ ὠμὰ λειαινόμενα 2 σπλῆνα ἰᾶται· ῥινεγχυτοῦται δὲ ὁ χυλὸς τῶν φύλλων καὶ τῶν κορύμβων σὺν ἰρίνῳ ἢ μέλιτι ἢ νίτρῳ πρὸς τὰ χρόνια τῆς κεφαλῆς ἀλγήματα καὶ ἐπιβρέχεται σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ, ὠταλγίας τε καὶ πυορροοῦντα ὦτα σὺν ἐλαίῳ ἰᾶται. τοῦ δὲ μέλανος κισσοῦ ὁ χυλὸς καὶ οἱ κόρυμβοι ποθέντες ἀγονίαν ποιοῦσι, καὶ ταράσσουσι τὴν διάνοιαν πλεονασθέντες· λεανθέντα δὲ σφαιρία πέντε τῶν κορύμβων καὶ θερμανθέντα σὺν ῥοδίνῳ ἐν σιδίῳ καὶ ἐνσταχθέντα εἰς τὸ ἀντικείμενον οὖς ἐπὶ ὀδονταλγίας τὸ ἄλγημα πραύνει, μελαίνουσι δὲ καὶ τρίχας οἱ κόρυμβοι.

καταπλάσσεται 3 [*](3 SIM. Pl. XXIV 75 — Pl. l. s. 79 D. eup. II 18 (260) — Pl. l. s. 79. 80 eup. I 178 (188) — Pl. l. s. 76. 79 eup. II 62 (275), cf. Scrib. Larg. 129 — Scrib. Larg. 2. 7. Pl. l. s. 75. 7 eup. I 10 (198), cf. I 3 (96) — Pl. l. s 77: D. eup. I 60 (123) — Pl. l. s. 75 eup. I 25 (106) — Pl. l. s. 77 eup. I 72 (130) Archig. (Gal. XII (861) — Pl. l. s. 79 eup. I 99 (143) — Pl. 1. s. 78 — D. eup. I 121 (154) — P. l. s. 76, cf. Zop. (Orib. II 598) eup. II 78 (291) — Pl. l. s. 76 — Pl. l. s. 29 eup. II 103 (145) — Pl. l. s. 71 — Pl. l. s. 79 eup. II 121 (320).) [*](1 τε om. R λευκὰ Q τὰ (pr.) om. E καὶ τὰ φύλλα λεπτά om. mg. add. P (pr, m.) τὰ (alt.) om. E 2 φύλλα ἔχει E (ἔχει del. E2) λεπτά] μικρά Rorib.Di: λεπτὰ μικρά E καὶ γωνιώδη RDi καὶ ἐρυθρά Di εὔρυθμα] ἐρυθρά libri: grassa Dl: corr. Scaliger, cf. Theophr. l. s. Pl. XVI 148 3 ἅπας δὲ κιττὸς E ἐστι om, RE στυπτικὸς ἰσχυρῶς E τοῦ — ὁπτικός om. R 4 αὐτῶν Ε 5 ἐν οἴνῳ RDi δυσεντερίας PH: δυσεντερίαν FE: δυσεντερικοὺς RDi δεῖ post ἡμέρας transpos. REdi 7 λειανθέντα PFE: λεανθέντα reliqui δὲ τὰ ἁπαλὰ E ἐν ὄξει ἑφόμενα NE: σὺν ὄξει ἑψόμενο CDi ἢ ὠμὰ] καὶ ἄρτῳ RDi] λειαινόμενα P: συνλειανόμενα Q: συνεκλειαινόμενα R: συνεκλεαινόμενα EDi: folia eius cocta cum aceto et inposita splenem attenuat Dl 8 σπλῆας RE ἰᾶται RE: ἰῶνταο reliqui ῥινεγχυτεῖται RE 9 post ἰρίνῳ add. καὶ μύρῳ NDi ἢ νίτρῳ om. R καὶ πρὸς NDi 10 ἀλγήματα ἁρμόζει RDi ἐπιβρεχόμενος ὄξει (καὶ om.) R 11 τε] δὲ RDi: τε reliqui αἱμορραγοῦντα R post ἑλαίῳ extremum fol. 30v vocabulum unum cod. E fol. periit 12 καὶ (pr.)] ἢ R ἀγωνίαν R: ἀτονίαν reliqui: ἀγονίαν coni. Sarac. coll, Pl, l. s. 78 καὶ ταράττεσθαι ποιοῦσιν τὴν διάνοιαν R 13 λεῖα RDi 14 καὶ (pr.) om. RDi 15 ὀδονταλγίαις H πραύνουσι R 16 καταπλαττόμενοι (σσ Di)· τὰ δὲ φύλλα RDi: ut cataplasma inposita capillos nigrescit Dl: fort. οἱ κόρυμβοι καταπλασσόμενοι· καταπλάσσεται δὲ)

250
δὲ τὰ φύλλα πρὸς πᾶν ἕλκος ἑψηθέντα σὺν οἴνῳ, καὶ κατακαύματα καὶ κακοήθη καὶ ἐφηλίδας θεραπεύει καταπλασθέντα, ὡς προείρηται, ἑχθά, κινοῦσι δὲ καὶ καταμήνια ποθέντες ἥ ὑποθυμιαθέντες οἰ κόρυμβοι λεῖοι, καὶ ποθέντες δὲ μετὰ τὴν κάθαρσιν δραχμῆς πλῆθος ἀτόκιόν ἐστι. καὶ ὁ μόσχος δὲ τῶν φύλλων μέλιτι δευθεὶς καὶ προστεθεὶς τῇ μήτρᾳ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα ἄγει, ὁ δὲ χυλὸς ἐνσταζόμενος τὰς ἐν ῥώθωσι δυσωδίας καὶ σηπεδόνας ἐκκαθαίρει. τὸ δὲ δάκρυον αὐτοῦ ψιλοῖ τρίχας καὶ φθεῖρας κτείνει ἐπαλειφόμενον, ὁ δὲ τῶν ῥιζῶν χυλὸς σὺν ὄξει ποθεὶς φαλαγγιοδήκτοις βοηθεῖ.

180 χελιδόνιον μέγα· οἱ δὲ ὀθόνναν καλοῦσιν, οἱ δὲ κρίνον. καυλὸν ἔχει πηχυαῖον ἢ καὶ μείζονα, ἰσχνόν, ἔχοντα [*](180 RV: χελιδόνιον μέγα οἱ δὲ Παιονία, οἱ δὲ κραταιά, οἱ δὲ βραχύβιος, οἱ δὲ γλαύκιος, οἱ δὲ Πανδίονος ῥίζα, οἱ δὲ Φιλομήλειον, οἱ δὲ ὀθόννιον, Ῥωμαῖοι φάβρουμ, οἱ δὲ πίουμ φάβρουμ, Γάλλοι θώναν, Αἰγύπτιοι μοθόθ, Δάκοι κρουστάνη.) [*](11 SIM. Pl. XXV 89 (e S. N.).) [*](11 EXC Orib. XI s. v. (χελιδόνιον — ἀναπλάσσεται); Gal. XII 156 (═ Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.): Ps. D. de h. f. 18; Ps. Ap. 73 (unde Ps. Orib. I 60 ~ A. Mai l. s. VII 436, cf. Pa. Orib. III 59. V 56); Isid. XVII, 9, 36.) [*](11 TEST. Orib. V 139: ταύτην δὲ τὴν ὀθόννην τινὲς καλοῦσι χελιδόνιον μέγα, ὡς ὁ Διοσκουρίδης φχσίν.) [*](1 post οἴνῳ add. καὶ καταπλασσόμενα RDi 2 καὶ addidi e R coll. D. eup. I 203 (190) πονηρευόμενα ἔλκη καὶ σκληρίας κακοήθεις θεραπεύει . . . κισσὸς λεῖος καταπλασσόμενος post κακοήθη fort. ἔλκη addendum καὶ (alt.) om. Di τὰς ἐφήλεις R καταπασθέντα P: om. CDi 3 ὡς — ἑφθά om. C καὶ om, R 4 ποθέντες] ὑποτεθέντες Di ἢ addidi ὑποθυμιαθέντες om. RDi: summitate  ipse bibite et subposite menstruis imperat Dl οἱ κόρυμβοιποθέντες add. e R (vers. om. arch. codd O) coll. D. eup. II 78 (291) 6 τοῦ φύλλου R καὶ τῇ μήτρᾳ ἐντεθεὶς N 7 καὶ ἔμβρυα om. R, post ἄγει colloc. Di ἐγκλυζόμενος R τοῖς ὁώθωσι RDi 8 ἐκκαθαίρει καὶ ἰᾶται Di 9 καὶ κτείνει φθεῖρας NDi: κτείνει δὲ καὶ φθ. C 10 ποθεὶς σὺν ὄξει R) [*](11 num. cap. τθ ODi: cap. om. E τὸ μέγα Di post μέγα syn. e R add. Di, mg. H2 ὀθόνην Orib. οἱ δὲ κρίνον om. Orib.Dl 12 ἔχει] ἀνίησι RDi ἢ om. ROrib. ἰσχνόν] ὀσχυρόν N: om. Di) [*](13 C fol. 373v: N 168 μέγα om. C παιωνεία Di: παιωνία H 14 οἱ δὲ βραχύβιος om. C: ἀούβιος libr: correxi γλάκιος R: glaucios Ps. Ap. πάνδιος libri: correxi 15 φιλομήδιον libri: melion Ps. Ap. (L: om. LaV): correxi ὠθόνιον C: ὀθόνιον reliqui: aegypti othonea Ps. Ap. Ῥωμαῖοι] οἱ δὲ C φαβίου libri: correxi οἱ δὲ πίουμ φάβρουμ om. NDi: ἐπιουφαβιου CH: correxi 16 Γάλλοι] οἱ δὲ C θῶνα Di γάλλοι μοθόθ, αἰγύπτιοι μουας C μοθόθ] daci mopop Ps. Ap. Λάκοι] cf, Tomaschek l. s. 25)

251
παραφυάδας φύλλων μεστάς, ὁμοίων βατραχίῳ, τρυφερώτερα μέντοι τὰ τοῦ χελιδονίου καὶ ὑπόγλαυκα τὴν χρόαν, καὶ παῤ ἕκαστον φύλλον ἄνθος ὥσπερ τοῦ λευκοίου· χυλὸς δὲ κροκώδης, δριμύς, δηκτικὸς ποσῶς καὶ ὑπόπικρος καὶ δυσώδης· ῥίζα ἄνωθεν μέν ἐστι μία, κάτωθεν δὲ πλείονες. καρπὸς δ᾿ ὥσπερ τῆς κερατίτιδος μήκωνος λεπτός, μακρὸς ὡς κῶνος, ἐν ᾧ σπερμάτια μείζονα μήκωνος.

ταύτης ὁ χυλὸς μιγεὶς μέλιτι καὶ ἑψηθεὶς ἐν χαλκῷ ἀγγείῳ γείῳ> ἐπ᾿ ἄνθρακος ἁρμόζει πρὸς ὀξυωπίαν· χυλίζεται δὲ καὶ ἡ ῥίζα καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς ἀρχομένου θέρους καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ καὶ ἀναπλάσσεται. ἡ δὲ ῥίζα πινομένη σὺν ἀνήσσῳ καὶ οἴνῳ λευκῷ ἰκτερικούς θεραπεύει, καὶ ἕρπητας καταπλασσομένη: σὺν οἴνῳ, καὶ ὀδονταλγίας δὲ παύει διαμασωμένη. δοκεῖ δὲ κατωνομάσθαι χελιδόνιον, ἐπειδήπερ ἅμα ταῖς χελιδόσι φαινομέναις φύεται, ληγούσαις δὲ συμπαρακμάζει. τινὲς δὲ προσιστόρησαν ὅτι, ἐάν τις τυφλωθῇ τῶν τῆς χελιδόνος νεοσσῶν, αἱ μητέρες προσφέρουσαι τὴν πόαν ἰῶνται τὴν πήρωσιν αὐτοῦ.

181 χελιδόνιον τὸ μικρόν· οἱ δὲ πυρὸν ἄγριον καλοῦσι. βοτάνιόν ἐστιν ἐκ μόσχων ἀπηρτημένον, ἄκαυλον, φύλλοις κισσοειδέσι, [*](8 SIM. Pl. XXV 142 — D. eup. II 56 (269) — Pl. XXVI 141 — Pl. XXV 170 — Theophr. h. pl. VII 15, 1. Pl. XXV 90 schol. Nic. Th. 857. schol. Theocr. XIII 41 — Cels. VI6, 39 Pl. IX 87. XXV 89. Ael. III 25 (ex Alex. Mynd.) Dion. Ix. I 21.) [*](12 TEST. Gal. XII 156: ἐχρήσαντο δ᾿ ἔνιοι τῇ ῥίζῃ καὶ πρὸς τοὺς ὑπ᾿ ἐμφράξεως ἥπατος ἰκτεριῶντας, ἐν οἴνῳ λευκῷ διδόντες πίνειν σὺν ἀνίσῳ.) [*](18 SIM. Pl. XXV 89.) [*](18 EXC.: Orib. XII s. v. (χελιδόνιον — τέλμασιν); Gal. XII 156 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 post μεστὰς add. φύλλα Di ὅμοια Di: ὁμοίας ROrib. βατραχείῳ Orib.: βατρακίῳ R 2 τὰ τοῦ χελιδονίου om. R 3 τὸ λευκόιον QDi: τοῦ λευκοῦ λίνου C: τοῦ om. Orib δὲ om. ROrib. 4 καὶ (pr.) om. ROrib.HDi ἡ δὲ ῤίζα O 5 πλείονες κροκοειδεῖς τὴν χρόαν R: πλείονες κροκοειδεῖς Di δ᾿ om. ROrib. 6 τῆς om. Orib. μήκωνος om. CP λεπτός — μήκωνος om. R ὡς κῶνος om. Orib.Dl 7 τῶν τῆς μήκωνος Orib. 8 μέλιτι μιγεὶς Orib. ἀγγείῳ addidi ex Orib. 9 ἄνθρακος PF: ἀνθράκων reliqui ὀξυδορκίαν Di χυλ. δὲ τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καρπὸς Orib.: χυλ. δὲ τὰ φὑλλα καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καυλὸς (χυλὸς C) RDi 10 καρπὸς] uirga ipsa Dl 12 λευκῷ — οἴνῳ om. H (mg. add. H2) ἰκτέρους F ἕρπητας ἐξάγει N καὶ καταπλασσομένη Di (dittogr.) 13 καὶ om. Di δὲ] τε Di: om. H 14 καὶ ὠνομάσθαι PF: καὶ om. reliqui: correxi 15 φαινομέναις addidi ἱστόρησαν HDi 16 ὅτι om, ODi ἂν τυφλώσῃ τις τοὺς τῆς χελιδόνος νεοσσούς Re) [*](18 num. cap. τι ODi: cap. om. E πύριον RH2: πύρινον Di ἐκάλεσαν ROrib.Di 19 ἀπηρτισμένον Di: ἀνηρτημένον reliqui, corr. Sarac. ὲν φύλλοις (ditt.) Di)

252
περιφεστέροις δὲ μᾶλλον καὶ μικροτέροις καὶ τρυφερωτέροις καὶ ὑπολιπαρωτέροις περιεχόμενον. ῥίζας δὲ ἔχει ἐκ τοῦ αὐτοῦ μικράς, πολλάς, ὥσπερ πυροὺς συσσεσωρευμένους· τρεῖς δὲ ἢ τέσσαρές εἰσιν αὐτῶν μακραὶ πεφυκυῖαι. φύεται δὲ παῤ ὕδασι καὶ τέλμασιν.

ἔχει δὲ τὴν δύναμιν δριμεῖαν, παραπλησίαν ἀνεμώνη, ἑλκοῦσαν τὴν ἐπιφάνειαν, καὶ ψώρας καὶ ὄνυχας λεπροὺς ἀφιστᾷ. αἱ δὲ ῥίζαι χυλω θεῖσαι χρήσιφμοι εἰς ῥινὸς ἔγχυσιν μετὰ μέλιτος πρὸς κάθαρσιν κεφαλῆς.

182 ὀθόννα· οἱ μέν φασι τοῦ μεγάλου χελιδονίου χυλὸν εἶναι, οἱ δὲ γλαυκίου, οἱ δὲ τῆς κερατίτιδος μήκωνος τῶν ἀνθῶν χυλόν, ἔνιοι δὲ μεῖγμα ἀναγαλλίδος τῆς κυανέας καὶ ὑοσκυάμου καὶ μήκωνος χυλῶν, οἱ δὲ βοτάνης Τρωγλοδυτικῆς τινος, ἥτις ὀθόννα καλεῖται, εἶναι χυλόν, γεννᾶσθαι δ᾿ αὐτὴν καὶ ἐν τῇ κατ᾿ Αἴγυπτον Ἀραβίᾳ. ἔχει δὲ τὰ φύλλα εὐζώμῳ ἐμφερῆ, πολύτρητα ὥσπερ σητόκοπα, ψαφαρά, ὀλιγόχυλα· ἄνθος δὲ φέρει κρόκινον, πλατύχυλλον, ὅθεν ἔδοξαν ἀνεμώνης αὐτό τινες εἶδος εἶναι.

2 χυλίζεται δὲ καὶ εἰς τὰ ὀφθαλμικά, ὅπου δεῖ ἀποκαθαίρειν, δάκνουσα, καὶ πάντα τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις ἀποσμήχει. φασὶ δέ τινα καὶ ὑγρασίαν ἀπορρεῖν τῆς βοτάνης, ἣν πλύναντες καὶ χωρίσαντες τῶν λίθων ἀναπλάσσουσι τροχίσκους πρὸς τὰ αὐτά. ἔνιοι δέ φασιν αὐτὴν λίθον εἶναι [*](181 RV: χελιδόνιον τὸ μικρόν· οἱ δὲ πυρὸν ἄγριον ἐκάλεσαν.) [*](10 SIM. Pl. XXVII 109 (e S. N. — Crat.)) [*](10 EXC. Paul. Aeg. VII 3 s. v.: ὀθόνναν οἱ μέν φασι πόας εἶναι χυλὸν ἐν τῇ κατ᾿ Αἴγυπτον Ἀραβίᾳ φυομένης, οἱ δὲ λίθον Αἰγύπτιον. ῥύπτει δὲ καὶ δάκνει, πάντα τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις ἀποσμήχουσα.) [*](1 δὲ — τρυφερωτέρος καὶ om. Orib. μᾶλλον καὶ μικροτέροις om. R τρυφεροῖς ODi 2 καὶ om. R ὑπολιπάροις ROrib.HDi 3 πυρὸς R: πυρροὺς Di: πυροὺςους P συνσεσωρευμένας R: συσσεσωρευμένας H: συσεσωρευμένας F : συσωρευμένους Orib.: σεσωρευμένας Di: σεσωρευμεν (sic) P: correxi 4 τρεῖς — μακραὶ om. R δέ εἰσιν QDi δὲ (alt.) om. Orib. 5 ἐν ὕδασι Q καὶ] ἢ R 6 ἀνεμώνῃ] λειμωνίω N: λιμώνω C ἔχουσα R 7 καὶ (pr.) om. RDi ψώρας δὲ R: ψώρας τε Di ἀφιστἅι P: ἀφιστᾶ F: ἀφιστᾶσι H: ἀφίστησιν RDi 8 χυλισθεῖσα N χρήσιμοί εἰσιν RDi ῥινεγχυσίαν RDi) [*](10 num. cap. τια ODi: cap. om. E οἱ μὲν — χυλόν (v. 14) delebat Spr. μεγάλου] μέλανος P, cf. D. II 180 11 ἀνθέων Di 12 κυανέης P 13 χυλόν QDi οἱ δὲ — χυλόν om. Dl 14 εἶναι om. Di 16 ὀλιγόφυλλα QDiDl 20 ἀποσμήχουσα HDi καὶ om. H 21 χωρήσαντες P) [*](23 C fol. 374r: N 168 πύριον R: correxi, cf. Orib. V 139)

253
Αἰγύπτιον ἐν τῇ Θηβαίδι γεννώμενον, χαλκόχρουν, μικρὸν τῷ μεγέθει, δάκνοντα τὴν γεῦσιν μετὰ πυρώσεως καὶ στύψεως.