De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

102 καὶ τὸ ἐκ τῆς τήλεως ἄλευρον, ἥν ἔνιοι βούκερων, οἱ δὲ αἰγόκερας, οἱ δὲ κάρφος, οἱ δὲ λωτόν, οἱ δὲ κέρας αἴγειον ἐκάλεσαν, δύναμιν ἔχει μαλακτικήν. καταπλασσόμενον δὲ λεῖον σύν μελικράτῳ ἐφθὸν ποιεῖ πρὸς φλεγμονὰς τὰς ἐντὸς καὶ ἐκτός, σὺν νίτρῳ δὲ καὶ ὄξει λεῖον καταπλασθὲν σπλῆνα μειοῖ. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῆς ἐγκάθισμα εἰς τὰ γυναικεῖα, ὅσα κατὰ φλεγμονὴν ἢ μύσιν συνίσταται.

2 σμήχει δὲ καὶ τρίχας καὶ πίτυρα καὶ ἀχῶρας τὸ ἀπόθλιμμα ἑψηθείσης αὐτῆς ἐν ὕδατι, σὺν στέατι δὲ χηνείῳ προστίθεται ἀντὶ πεσσοῦ, μαλάσσον καὶ ἀνευρῦνον τοὺς περὶ τὴν ὑστέραν τόπους. χλωρὰ δὲ μετ’ ὄξους ἀτονοῦσι [*](102 RV: τῆλις· οἱ δὲ τῆλις νάρφος, οἱ δὲ βούκερας, οἱ δὲ αἰγόκερας, οἱ δὲ κεραῖτις, οἱ δὲ λωτόν, Ῥωμαίοι φαίνουμ γραίκουμ, Αίγύπτιοι ἴτασιν, Ἀφροι τιτλώ.) [*](9 SIM. Pl. XXIV 184sq. cf. Theophr. h. pl. IV 4, 10. VIII 8, 5 (saepius); Lyc. (Orib. II 351), Nic. Al. 424 cum. schol.;  Etym. M. 207, 40.) [*](9 EXC. cf. Gal. XII 141. VI 537 (unde Aet I s. v. cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v.);  Gal. XIX 70. 89. 99: Hes. s v. βούκερας, αίγίκερας, κάρφος: Erot. s. v.) [*](1 δὲ καὶ E φλύκτεις PF : φλυκτείς E: φλυκταίνας reliqui 2 τὰ περὶ τὰς ἀρτηρίας E 3 τραχύτητας addidi Serap. duce e Dl aspredines arteriarum dislenit 4 ἐκ] διὰ E λυθείσης PF 5 δύο ἡμέρας E 6 ἐν om. E 7 ἄθετον μὲν HDi: fort recte ὡς πρὸς E τὴν ἰατρικὴν χρῆσιν E: ἰατρικὴν χρῆσιν HDi) [*](9 num. cap. σλα ODi: ρη Ε initio add. Di τῆλις et post τῆλις syn. e R τήλεος F βούκερον 0Dl: βούκερας ER: buceras Pl. Gal.: correxi 10 αἰγόκερων H: αἰγόκερον E: αἰγόκερως N 11 μαλακτικὴν ἔχει δύναμιν RE: μαλακτικὴν καὶ διαχυτικὴν ἔχει δύναμιν Di δὲ om. RE: add. E2 12 ἑφθῷ QDi ποτεῖ δὲ R verba τὰς ἐντὸς — φλεγμονὴν om. H τὰς ἐκτὸς καὶ (τὰς add. E) ἐντὸς FE τὰς ἐκτὸς R 14 εἰς ἐγκαθίσματα γυναικεῖ R 15 ἐνίσταται R πίτυρα καὶ ἀχῶρας om. RE 16 ἀπόθλιμμα δὲ RE αὐτῆς ἑψηθείσης R: ἑψηθείσης post ὕδατι colloc. QDi 17 δὲ om RE μαλάσσων καὶ ἀνοτρύνων R 18 verba χλωρὰ — αίδοίοις om. REDI ἀτονοῦντας τόπους καὶ ἡλκωμένους Di: ἀτονοῦσι τόποις (τόπους F) καὶ ἡλκωμένοις Q: mg. add. ἐν ἄλλοις ἀντιγράφοις· Τ ἄτονον καὶ είλκωμένον στόμαχον P) [*](19 C fol. 334v: N 156 τῆλις (alt.) delevi καρπός R: correxi 20 αἰ. γόκερως N οἱ δὲ κεραῖτις om. N φαίνου γραίκου R 21 Ἄφροι τιτλώ om. N)

177
στόμαχον καὶ εἱλκωμένοις ἁρμόζει, τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῆς πρὸς τεινεσμὸν καὶ δυσώδη ύποχαρρήματα ὑυνεντερικά· τὸ δὲ ἀπ᾿  αὐτῆς ἔλαιον μετὰ μυρσίνης σμήχει τρίχας οὐλάς τε τὰς ἐν αἰδοίοις.