De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

66 στύραξ δάκρυόν ἐστι δένδρου τινὸς ὁμοίου κυδωνίᾳ. διαφέρει δὲ αὐτοῦ ὁ ξανθὸς καὶ λιπαρός, ῥητινώδης, θρόμβους ἔχων ὑπολεύκους, ἐπιδιαμένων τῇ εὐωδίᾳ ὡς ὅτι πλεῖστον καὶ ἐν τῷ μαλάσσεσθαι ἀνιεὶς ὑγρασίαν τινὰ μελιτώδη. τοιοῦτος δέ ἐστιν ὁ Γαβαλίτης καὶ Πισιδιακὸς καὶ Κιλίκιος, φαῦλος δὲ ὁ μέλας καὶ ψαθυρὸς καὶ πιτυρώδης. εὑρίσκεται δὲ καὶ δάκρυον κόμμει ἐοικός, διαυγές, σμυρνίζον· ὀλίγον δὲ τοῦτο γεννᾶται. δολίζουσι δὲ αὐτὸ τοῖς ἐκ τοῦ δένδρου πρίσμασιν, ἅπερ ὑπὸ τῶν σκωλήκων ἀνατίτραται, μειγνυμένοις καὶ μέλιτι καὶ ἴριδος [*](10 SIM. Theophr. h. pl. VII 6, 3.) [*](10 EXC. Orib. XII s. v. σμύρνα (ἡ δὲ — εὐωδίαν); Gal. XII 127.) [*](14 SIM. Theophr. h. pl. IX 7, 3; Strab. XII 570; Pl. XII 124 (ex Iuba); Pl. XXIV 24 e S. N.).) [*](14 EXC. Orib. XII s. v. (στύραξ — ἄδολος, καίεται — λίβανος); Orib. t. V 78 D., unde Aet. II 196; Gal. XII 131 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 8, 5 (e D. lat.) cf. Gal. XIII 954 XIV 79.) [*](2 ἀποσμήχεται F 4 καταχριομένου F 5 διαχριομένη libri: correxi coll. D. eup. I 7 (97)) [*](10 num. cap. ξε QDi tit. περὶ σμύρνης βοιωτικῆς Di: περὶ βοιωτιακῆς (βοιωτικῆς H) Q βοιωτικὴ HDi δάκρυόν ἐστι coni. Sar. 11 ῥίζης τετμημένης coni. Sar. 13 διαχυτικήν Gal. (vitio solemni) θυμιώμασι F) [*](14 num. cap. ξ𝔮 QDi: οα΄ Dl 14 τινὸς om. Orib. κυδωνέα H: κυδωνίω Di 15 λιπαρός] ῥυπαρός Di 17 ἀνεὶς libri: correxi cf. Orib. V 78 D. 18 καταβαλλίτης H: καταβαλίτης Di: κασταθαλίτης F (Γάβαλα urbs Syriae cf. Str. XVI 753) ὁ πισιδιακὸς Orib. ποσειδιακὸς F: πισσιδιακὸς reliqui λύκιος Orib. 19 ψαφαρὸς Orib. εὑρίσκεται — σμυρνίζον om. mg. add. Orib. 21 αὐτὸν Orib. 22 ἀνατίτραται FOrib.: ἀνατιτρᾶται reliqui μιγνυμένη HDi: comp. scr. F ἴριδι H: ἴρι (δ superscr.) F: ἴρεως Di)

60
ὑποστάθμῃ καὶ ἄλλοις τισίν.

2 ἔνιοι δὲ κηρὸν ἢ στέαρ ἀρωματίσαντες συνεκμαλάσσουσιν ἐν τοῖς ὀξυτάτοις ἡλίοις τῷ στύρακι καὶ διʼ ήθμοῦ εὐρυτρήτου ἐκθλίβουσιν εἰς ὕδωρ ψυχρὸν ποιοῦντες σκωλήκια καὶ πωλοῦσι, σκωληκίτην ὁνομάζονιες. ἐγκρίνουσι δὲ οἱ ἄπειροι τὸν τοιοῦτον ὡς ἀκέραιον, οὐ προσέχοντες τῇ κατὰ τὴν ὀσμὴν εὐωδίᾳ· δριμὺς γὰρ λίαν ἐστὶν ὁ ἄδολος.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, μαλακτικήν, πεπτικήν, ποιῶν πρὸς βῆχας, κατάρρους, κορύζας, βράγχους, ἀποκοπὴν φωνῆς, ἤχους.

3 ἁρμόζει καὶ πρὸς τὰς ἐν ὑστέρᾳ μύσεις καὶ σκληρίας, ἔμμηνά τε ἄγει πινόμενος καὶ προστιθέμενος, κοιλίαν τε κούφως μαλάττει καταπινόμενος ὀλίγος μετὰ ῥητίνης τερεβινθίνης· μείγνυται δὲ καὶ μαλάγμασι διαφορητικοῖς καὶ ἀκόποις χρησίμως. καίεται δὲ καὶ φώγνυται καὶ ὀπτᾶται καὶ αἰθαλοῦται ὡς λίβανος, ἁρμόζει τε ἡ αἰθάλη πρὸς ἃ καὶ ἡ τοῦ λιβάνου. τὸ δὲ ἐξ αὐτοῦ σκευαζόμενον χρῖσμα ἐν Συρίᾳ στυράκινον θερμαίνει καὶ μαλάττει ἰσχυρῶς· κεφαλαλγὲς μέντοι καὶ βαρὺ καὶ καρωτικὸν καθέστηκεν.

67 βδέλλιον — οἱ δὲ μάλδακον, οἱ δὲ βλόχον καλοῦσι — δάκρυόν ἐστι δένδρου Ἀραβικοῦ. δόκιμον δέ ἐστιν αὐτοῦ τὸ τῇ γεύσει πικρόν, διαυγές, ταυροκολλῶδες, λιπαρὸν διὰ βάθους καὶ εὐμάλακτον, ἀμιγὲς ξύλων καὶ ῥυπαρίας, εὐῶδες ἐν τῇ θυμιάσει, ἐοικὸς ὄνυχι. ἐστι δέ ῥυπαρὸν καὶ μέλαν, ἁδρόβωλον, παλαθῶδες, [*](7 Cels. V 5. 6. 11. 15 — Zop. (Orib. II 569) Pl. XXIV 24; D. eup. II 31 (242) — Pl. 1. s. eup. I 93 (139) — Pl. l. s. — Pl. l. s. D. eup. II 71 (285) — Zop. (Orib. II 597) Pl. l. s. eup. II 78 (291) — Pl. l. s. eup. I 25 (106).) [*](18 SIM. Pl. XII 35sq. (ex Iuba); Aristob. (Arr. Anab. VI 22,4)  cf. Bretzl 282.) [*](18 EXC. Orib. XI s. v. (βδέλλιον — ἐστι); Orib. t. V 70 D. (unde Aet. II 196); Isid. XVII 8, 6 (e D. Iat); Gal. XI 849 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) XII 957.) [*](2 συμμαλάσσουσιν Di 3 καὶ σκωλήκια ποιοῦσιν Orib. ποιοῦντες om. F: σκωλήκια om. H 4 post ὀνομάζοντες add. στύρακα Di 5 οὐ προσέχοντες] ἀπέχοντες Orib. 8 καὶ κατάρρους HDi (dittogr.) ἀποκοπ ἤχων F: ἀποκοπὴν φωνῆς H: ἀποκοπὰς φωνῆς Di: correxi coll. Dl raucedinem faucibus detergit, aurium tinnitus proibet, cf. Pl. XXIV 24 10 καὶ λίαν F 14 αἰθάλϚ F 15 τῇ Συρίᾳ vulgo) [*](18 num. cap. ξζ QDi: οβ΄ Dl syn. om. Orib. μάδαλκον libri: correxi coll. Pl. l. s. alii maldacon (ΜΑΔΑΛΚΟΝ ═ ΜΑΛΔΑΚΟΝ) θλόχον (sic) F: βλοχὸν reliqui: brochon Pl.: suspectum post θλόχον add. οἱ δὲ ὄλοχον (var. l.) F 19 σαραβικοῦ F: σαρακηνικοῦ reliqui ἐστιν om. Orib. 22 ὄνυχι i. e. odori unguis odorati τι addidi ex Orib.: καὶ ἕτερον H παλαθῶδες om. F, at cf. Pl. nigrum vero et in offas convolutum hadrobolon)

61
κομιζόμενον ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς· φέρεται καὶ ἀπὸ τῆς Πέτρας ξηρόν, ῥητινῶδες, ὑποπέλιον, δευτερεῦον τῇ δυνάμει. δολοῦται δὲ μειγνύμενον κόμμει· τὸ δὲ τοιοῦτον οὐχ ὁμοίως πικραίνει τὴν γεῦσιν, ἔν τε τῇ ὑποθυμιάσει οὐχ οὕτως εὐῶδές ἐστι.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, μαλακτικήν, διαλυτικὴν σκληριῶν 2 καὶ βρογχοκηλῶν καὶ ὑδροκηλῶν ἐνεθὲν πτυέλῳ ἀσίτου. ἀναστομοῖ καὶ τὴν μήτραν προστιθέμενον καὶ ὑποθυμιώμενον· ἐφέλκεται δὲ καὶ τὰ ἔμβρυα καὶ πᾶσαν ὑγρασίαν. θρύπτει δὲ καὶ λίθους πινόμενον καὶ οὖρα ἄγει, βηχικοῖς τε καὶ θηριοδήκτοις ὠφελίμως δίδοται. ἀγαθὸν δὲ καὶ πρὸς ῥήγματα καὶ σπάσματα καὶ πλευράς πόνον καὶ διαδρομὰς πνευμάτων. μίσγεται δὲ καὶ μαλάγμασι τοῖς ἁρμόζουσι πρὸς τὰς σκληρίας καὶ δέσεις τῶν νεύρων. κατεργάζεται δὲ κοπτόμενον παραχεομένου οἴνου ἢ ὕδατος θερμοῦ.

68 λίβανος· γεννᾶται μὲν ἐν Ἀραβίᾳ τῇ λιβανωτοφόρῳ καλουμένῃ, πρωτεύει δὲ ὁ ἄρρην, καλούμενος σταγονίας, στρογγύλος φυσικῶς· ἔστι δὲ ὁ τοιοῦτος ἄτομος λευκός τε καὶ θλασθεὶς ἔνδοθεν λιπαρὸς ἐπιθυμιαθείς τε ταχέως ἐκκαιόμενος. ὁ δὲ Ἰνδικὸς ὑπόκιρρός τέ ἐστι καὶ πελιὸς τῇ χρόᾳ, γίνεται δὲ καὶ κατὰ τὴν ἐπιτήδευσιν στρογγύλος· τέμνοντες γὰρ αὐτὸν εἰς τετράγωνα σχήματα καὶ βάλλοντες εἰς κεράμια κυλίουσιν, ἕως ἂν ἀπολάβῃ τὸ στρογγύλον σχῆμα· χρόνῳ δὲ ὁ τοιοῦτος ξανθοῦται, Συάγριος καλούμενος. δευτερεύει δὲ ὁ ὀροβίας καὶ ὁ [*](5 SIM. Cels. V 4. 5. 15; D. eup. I 158 (175) II 70 (284) II 78 (290) II 111 (309) II 109 (308) II 115 (316).) [*](15 SIM. Theophr. h. pl. IX 1, 6. 4. 1. 2. 5sq. Pl. XII 55sq. (ex Iuba?), unde Sol. 149, 5sq. Strab. XVI 782 (cf. Meyer bot. Erl. 130).) [*](15 EXC. Orib. XI s. v. λιβανωτός (γεννᾶται — λοιπὰ μέρη); Orib. t. V 74 D., unde Aet. II 196; Gal. XII 60 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 8, 2. 3 (e Pl. et Diosc. cf. Sol. 148, 5sq.); Sim. S. s. v. (62 L.).) [*](1 κομίζεται δὲ καὶ Orib. 2 πετραίας Orib. ξηρόν om. Orib. 3 δὲ (pr) om. Orib. μιγνυμένου κόμεως Orib. τοιοῦτο Orib. 4 θυμιάσει Orib. ἐστι om. Orib, 6 βροχοκηλῶν καὶ σκληριῶν p σιάλῳ τοῦ πάσχοντος νήστεως μαλαχθὲν καὶ ἐπιτεθέν D. eup. I 158 (175) 9 ἄγει οὗρα H 10 καὶ (alt.) om. HDi 11 καὶ (pr.) om. H 13 δὲ om. H) [*](15 num. cap. ξη QDi: ογ΄ Dl λιβανωφόρω H: λιβανοτοφόρω FDi, cf. Strab. XVI 372 (ext.), Arr] per m. E. 27 16 σταγωνίας H, cf. Pl XII 62: σταγονίας — τοιοῦτος om. Orib. (at cf. 0rib. V 74) 17 ἅτμητος Orib.: atomum Pl. l. s. 19 τέ om. FOrib. τὴν χρόαν HOrib. 20 κατʼ ἐπιτήδευσιν Orib. 23 ἄτομος ἢ σύαγρος Di: ante σύαγρος spat. rel. H σίαγρος F: σύαγρος reliqui: correxi, ab emporio Arabico vocatur (cf. κασσία Μοσυλῖτις), le quo cf. [Arr.] per. m. E. 30. Salm. Pl. ex. 509, D. ed. Spr. II 377 ἀρραβίας FDi: ἀραθίαε H: ὀρόβιος Orib.: orobias Pl.: corr. Marc. καὶ— καλοῦσι om. Orib.)

62
σμιλιωτός, ὅν ἔνιοι κοπίσκον καλοῦσι, μικρότερον καὶ κιρρότερον ὄντα.

2 λέγεται δέ τις καὶ ἀμωμίτης, ἄλλως μὲν λευκός, ἐν δὲ τῷ μαλάσσεσθαι ἐνδιδοὺς ὡς μαστίχη. δολοῦται δὲ πᾶς λίβανος τῇ πιτυίνῃ ῥητίνη μεθοδευομένη καὶ κόμμει. εὐχερὴς δὲ ἡ διάγνωσις· τὸ μὲν γὰρ κόμμι οὐκ ἐκφλογοῦται θυμιώμενον, ἡ δὲ ῥητίνη εἰς καπνὸν ἐκτυφοῦται, ὁ μέντοι λιβανωτὸς ἐξάπτεται· δηλοῖ δὲ καὶ ή ὀσμὴ τὸ τοιοῦτο.

δύναται δὲ στύφειν, θερμαίνειν, ἀποκαθαίρειν τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις καὶ τὰ κοῖλα τῶν ἑλκῶν πληροῦν καὶ ἀπουλοῦν καὶ κολλᾶν τὰ ἔναιμα τραύματα, αἱμορραγίαν τε πᾶσαν καὶ τὴν ἐκ μηνίγγων ἐπέχειν. παρηγορεῖ καὶ τὰ περὶ δακτύλιον καὶ τὰ λοιπὰ μέρη κακοήθη ἔλκη ἔμμοτος λεῖος σὺν γάλακτι, καὶ τὰς ἐν ἀρχῇ μυρμηκίας καὶ λειχῆνας σὺν ὄξει καὶ πίσσῃ καταχριόμενος αἴρει.

3 καὶ τὰ πυρίκαυτα δὲ ἕλκη καὶ χίμετλα ἰᾶται σὺν στέατι χηνείῳ χοιρείῳ, ἀχῶρας δὲ σὺν νίτρῳ σμώμενος ἰᾶται, παρωνυχίας τε σὺν μέλιτι καὶ ὤτων θλάσεις σὺν πίσσῃ· πρὸς δὲ τὰ λοιπὰ ἀλγήματα τῶν ὤτων σὺν οἴνῳ γλυκεῖ ἐγχεόμενος, μαστούς τε τοὺς ἀπὸ τοκετῶν φλεγμαίνοντας σὺν κιμωλίᾳ καὶ ῥοδίνῳ καταχριόμενος ὠφελεῖ. μείγνυται δὲ καὶ τοῖς πρὸς ἀρτηρίαν ὠφελίμως καὶ τοῖς σπλαγχνικοῖς φαρμάκοις, αἱμοπτυικούς τε ὡφελεῖ πινόμενος. μανιώδης δέ ἐστι πινόμενος ὑπὸ τῶν ὑγιαινόντων πλείων δὲ μετʼ οἴνου ποθεὶς καὶ κτείνει.

4 καίεται δὲ λίβανος ἐπʼ ὀστράκου καθαροῦ τεθεὶς ὑφαπτόμενός τε χόνδρῳ ἀναφθέντι ὑπὸ λύχνου, ἄχρι ἂν ἐκκαῇ. δεῖ δὲ μετὰ τὴν τελείαν καῦσιν πωματίζειν τινί, μέχρι ἂν οὗ σβεσθῇ· [*](8 SIM. Cels. V 2; D. eup. I 162 (177) — Cels. V 1; eup I 109 (203) I 219 (208) I 161 (176) I 176 (185) I 178 (187) I 181 (190) I 105 (146) I 191 (194) I 57 (121) I 5 (106).) [*](24 EXC. Orib. XI s. v. λιβανωτός (καίεται — κατακεκαυμένος).) [*](1 ἐν ἀμήλω H: ἐνσμίλωτος F: ἐν σμίλῳ Di: μιλιωτός cod. Salm.: corr. Salm. l. s. πικρότατος καὶ κιρότατος (sic) ὤν Orib. 2 δέ om. Orib. ἀμωμίτις Orib. 3 μασᾶσθαι Orib. πᾶσα Orib. 4 μεθοδευόμενος HDi: om. Orib. 6 μέντοι] δὲ Di λίβανος Di 7 τοιοῦτον Orib. 8 θερμαίνειν στύχειν Di 9 κατουλοῦν p 10 καὶ om. Orib.Di κολλᾶν τε (om. τὰ) Di 11 ἐπέχει H καὶ παρηγορεῖ Orib. 12 ἕλκη e v. 14 huc transposui (e mg. alieno loco in text. irr.) 15 χηνείω ἢ χορείῳ Q: χοιρείω ἢ χηνείω Di: χηνείῳ ἢ fort. del. coll. Dl combustis et pregnonibus cum absungia porcina medetur: σὺν στέατι ἀρκείῳ D. eup. I 181 (190) post νίτρῳ add. καὶ ὕδατι D. eup. I 105 (146) 16 καὶ addidi 21 δέ] τε H 22 ἀπὸ vulgo: ἐπὶ libri πλείω 24 quae sec. om. Dl ὁ λίβανος Orib. 25 καὶ ἀναφθέντι Orib. ἀπὸ Orib. ἄχρις ἂν Hv 26 πωματίζειν F: πωμάζειν reliqui τινί om. Orib.Di ἄςχρι ἂν οὗ Orib.: μέχρι ἂν συσβεστῆ (═ πέχρι ἂν οὗ σβ.) F: ἄχρις ἂν reliqui)

63
οὕτως γὰρ οὐκ ἐκτεφροῦται. ἔνιοι δὲ καὶ περιτιθέασι τῷ λοπαδίῳ ἀγγεῖον χαλκοῦν κοῖλον, κατατετρημένον μέσον, εἰς ἔκλημψιν τῆς λιγνύος, ὡς ὑποδείξομεν ἐν τῷ περὶ αἰθάλης λιβάνου λόγῳ (64, 5). οἱ δὲ εἰς ὠμὴν χύτραν βαλόντες καὶ περιπλάσαντες πηλῷ καίουσιν ἐν καμίνῳ. φώγνυται δὲ ἐπʼ ὀστράκου καινοῦ καὶ ἀνθράκων διαπύρων, ἕως οὗ μηκέτι πομφολυγίζῃ μηδὲ λιπαρίαν τινὰ ἢ ἀτμίδα ἀνιῇ. θρύπτεται δὲ εὐχερῶς μὴ κατακεκαυμένος.

φλοιὸς δὲ λιβάνου διαφέρει ὁ παχὺς καὶ λιπαρὸς καὶ 5 εὐώδης, πρόσφατος, λεῖος, καὶ μὴ λεπρώδης ἢ ὑμενώδης. δολοῦται δὲ μειγνυμένου αὐτῷ φλοιοῦ στροβιλίνου ἢ πιτυίνου. ἔλεγχος δὲ καὶ τούτων τὸ πῦρ· οἱ μὲν γὰρ λοιποὶ θυμιαθέντες οὐκ ἀνάπτονται, καπνιζόμενοι δὲ δίχα εὐωδίας ἐκτυφοῦνται, ὁ μέντοι τοῦ λιβάνου φλοιὸς ἀνάπτεται καὶ μετʼ εὐωδίας ἐκθυμιᾶται. καίεται δὲ καὶ οὗτος ὡς καὶ ὁ λίβανος.

δύναμιν δὲ ἔχει ἣν καὶ ὁ λίβανος, ἐνεργέστερος ὢν καὶ στυπτικώτερος, ὅθεν ποθεὶς αἱμοπτυικοῖς μᾶλλον καὶ ῥοικοῖς ἁρμόζει ἐν προσθέτῳ· ποιεῖ καὶ πρὸς οὐλὰς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ κοιλώματα καὶ ῥυπαρίας. φωχθεὶς δὲ καὶ πρὸς ψωροφθαλμίας ποιεῖ.

μάννα δὲ λιβάνου δόκιμός ἐστιν ἡ λευκὴ καὶ καθαρά, 6 ἔγχονδρος. δύναμιν δὲ ἔχει ἣν καὶ ὁ λιβανωτός, ὑπανειμένην δὲ μᾶλλον. μίσγουσι δὲ ἔνιοι δολίζοντες αὐτὴν ῥητίνην πιτυίνην σεσησμένην καὶ γύριν ἢ φλοιὸν λιβανωτοῦ κεκομμένου. ἐλέγχει δὲ καὶ ταῦτα τὸ πῦρ· οὔτε γὰρ κατʼ ἴσον καὶ ἰσοτόνως θυμιαθήσεται [*](9 EXC. Orib. XI s. v. (φιλοιὸς — λίβανος); Orib. t. V 74.) [*](21 Orib. XI s. v. λιβανωτός (μάννα—ἀποφοράν); cf. Gal. XVII A 359; X 322.) [*](21 SIM. Pl. XII 62.) [*](1 οὕτω HDi (de F non constat) οὐκ om. Orib.Di ἔνιοι — καμίνῳ om. Orib. καὶ om. Di 2 κατὰ μέσον τετρημένον Di εἰς] πρὸς Di 4 κύθραν Q: χύτραν Di βαλλόντες F: βάλλοντες reliqui: correxi περιπλάσσοντες HDi 6 ἕως ἂν Di οὗ om. Orib.Di 7 τινὰ om. Orib. ἀνείη Orib. μὴ seclusi Sar. duce 9 nov. cap. (ξη) περὶ φλοιοῦ λιβάνου inc. Di: mg. add. περὶ φλοιοῦ λιβάνου H: post c. 63 transp. Dl (num. cap. ο΄) δὲ om. FDiOrib.V 74 καὶ (alt.) om. Orib. 10 μηδὲ πυρώδης Orib. ἢ om. Orib. ὑμενοειδής Orib. 12 λειποθυνηθέντες Q 13 ἐκτύφονται Orib.Di 14 φλοιὸς τοῦ λιβάνου Orib. ἀνάπτεται Orib.: ἅπτεται QDi 15 ὡς λιβανωτός Orib. 18 τὰς addidi 21 nov. cap. περὶ μάννης λιβάνου (ξη) inc. Di: οδ΄ Dl 22 καὶ om. Orib. ὑπανειμένως Orib.HDi: comp. scr. cui virtus est similis libanotidi et paulo fortius Dl, cf. Gal. l. s. 23 αὐτὴν om. HDi 24 σεσησμένην om Orib. γύλιν Orib. (mg. γύριν add. m. rec) λιβάνου Orib. ἐλέγξει Orib. 25 ἐκθυμιαθδήσεται Orib.)

64
ἀερίζοντι τῷ ἀτμῷ, ἀσβολώδει δὲ καὶ οὐ καθαρῷ, ἥ τε εὐωδία μεικτὴν ἔχει τὴν ἀποφοράν.

7 αἰθάλην δὲ λιβανωτοῦ ποίει οὕτως· λαβιδίῳ καθʼ ἕνα χόνδρον τοῦ λιβάνου ἅπτων προστιθεὶς λύχνῳ ἐπιτίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν, εἰτα περικάλυψον χάλκωμα ἔγκοιλον, τετρημένον κατὰ μέσον καὶ ἐσμηγμένον ἐπιμελῶς, ὑποτίθει τε κατὰ τὸ ἓτερον αὐτοῦ μέρος ἢ ἀμφότερα λιθάρια ὕψει τετραδακτυλιαῖα, πρὸς τὸ διαφαίνειν εἰ καίεται καὶ ἵνα χώρα ᾖ ὑποτιθέναι ἑτέρους χόνδροις ἀεί, πρό τοῦ τὸν πρῶτον χόνδρον παντελῶς σβεσθῆναι ἕτερον προσυποτίθει, ἕως ἂν αὐτάρκη λιγνὺν δόξῃς συναγηοχέναι. συνεχῶς μέντοι σπόγγῳ ἐξ ὕδατος ψυχροῦ περίμασσε τὰ ἐκτὸς μέρη τοῦ χαλκώματος· οὕτως γὰρ προσκαθίζει πᾶσα λιγνὺς μὴ ἄγαν αὐτοῦ πυρουμένου, ἐπεὶ ἀποπίπτουσα διὰ τὴν κουφότητα μείγνυται τῇ τοῦ λιβάνου σποδῷ.

8 ἀποψήσας οὖν τὴν πρώτην λιγνὺν ποίει τὸ αὐτὸ ἐφ᾿ ὅσον ἂν δοκῇ, ἀναιροῦ δὲ καὶ τὴν ἐκ τοῦ κατακαέντος λιβάνου σποδὸν ἰδίᾳ.

δύναμιν δὲ ἔχει πραυντικὴν τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς φλεγμονῶν, σταλτικὴν τῶν ῥευμάτων, ἀνακαθαρτικὴν ἑλκῶν, πληρωτικὴν κοιλωμάτων, σταλτικὴν καρκινωμάτων.

[*](3 EXC. Orib. XI s. v. λιβανωτός (αἰθάλην — λάμβανε); Aet. I s. v. λιβανωτός; Gal. XII 61.)[*](18 SIM. D. eup. I 189 (193).)[*](1 σἀρίζοντι (sic) F δὲ] τε Orib. 2 τε] δὲ Orib.: καὶ τῆ εὐωδία H ἕξει Orib.)[*](3 nov. cap. (ξη) περὶ αἰθάλης λιβάνου inc. Di: om. Dl: περὶ αἰθάλης λιβάνου mg. add. H οὕτως F: οὕτω reliqui καθʼ om. Orib. 4 προστιθεὶς λύχνῳ Q: πρὸς λύχνον Di: εἰς λύχνον Orib.: ἀπὸ λύχνου Aet. ἐντίθει Orib. 5 κοῖλον] καινὸν H καινόν] κενόν H περικάθαψον Orib. 6 τετριμμένον H καὶ ἑσμηχμένον om. Orib. ad rem cf. p. 63 v. 4 7 ὑποτίθει Aet.: ἐπιτίθει Q: ὑποτίθεις (sic) Orib.: ὑποθεὶς Di τε QOrib.: δὲ Aet.: om. Di μέρος] χεῖλος Orib.Di: κατὰ τὰ ἀμφότερα χείλη τοῦ πώματος Aet. ἢ εἰς Di 8 τῶ ὕψει Orib. τετραδάκτυλα Orib. 9 ὑποτιθέναι HOrib.Aet.: ὑποτίθεται F: ὑποτίθεσο Di ἕτερον χόνδρον HAet. post χόνδρονς add. ἀδροὺς Orib. ἀεί] εἶτα Di τε addidi 10 ἀποσβεσθῆναι παντελῶς Di προσυποτιθείς F: προσεπίθεις Orib.: προσεπιτίθει Di: correxi 11 δόξης αὐτάρκη Orib.: αὐτάρκη δόξης H συναγιοχέναι F: συναγηωχέναι H: συναγειοχέναι Orib. συνεχῶς] πυκνῶς Orib. 13 οὕτω HDiAet. προσκαθίσει Orib.Aet. ἡ λιγνὺς Orib.Aet. 14 ἐκ τοῦ Orib. (corr. pr. m.) 15 post λιγνὺν add. πτερῷ Aet.: fort. recte 16 κατακαέντος F: καέντος reliqui 17 κατ᾿ δίαν Aet. post ἰδίᾳ add κρείττων δὲ ἡ λιγνύς Aet. 19 τῶν F: om. reliqui)
65

τὸν αὐτὸν τρόπον σκευάζεται καὶ ἐκ τῆς σμύρνης καὶ ἐκ τῆς ῥητίνης καὶ ἐκ τοῦ στύρακος λιγνύς. ἁρμόζουσι δὲ πρὸς τὰ αὐτά. καὶ ἐκ τῶν λοιπῶν δὲ δακρύων ὁμοίως τὴν λιγνὺν λάμβανε.

69 πίτυς γνώριμον δένδρον. ἔστι δὲ τοῦ αὐτοῦ γένους καὶ ἡ λεγομένη πεύκη, εἴδει διαφέρουσα. ἀμφοτέρων δὲ ὁ φλοιὸς στυπτικός, ἁρμόζων πρός τε παρατρίμματα λεῖος καταπλασσόμενος καὶ πρὸς τὰ ἐπιπόλαια τῶν ἑλκῶν καὶ κατακεκαυμένα σὺν λιθαργύρῳ καὶ μάννῃ. ἀναλημφθεὶς δὲ κηρωτῇ μυρσίνῃ ἀπουλοῖ τὰ ἐπὶ τῶν τρυφεροχρώτων ἕλκη καὶ τὰ ἑρπυστικὰ ἐπέχει μετὰ χαλκάνθου λεῖος, ἔμβρυά τε καὶ δεύτερα ὑστέρα ὑποθυμιαθεὶς ἐκβάλλει, κοιλίαν τε ποθεὶς ἐφίστησι καὶ οὖρα κινεῖ.

καὶ τὰ φύλλα δὲ αὐτῶν καταπλασθέντα λεῖα φλεγμονὰς 2 παρηγορεῖ καὶ τραύματα ἀφλέγμαντα διατηρεῖ, λειανθέντα δὲ καὶ ἑψηθέντα ἐν ὄξει διακλυζόμενα θερμὰ ὀδονταλγίας πραύνει· ἁρμόζει δὲ καὶ ἡπατικοῖς τῶν φύλλων ὁλκὴ μία σὺν ὕδατι μελικράτῳ ποθεῖσα. ποιεῖ δὲ τὰ αὐτὰ καὶ ὁ τῆς στροβίλου φλοιὸς καὶ τὰ φύλλα ποθέντα, καὶ τὸ ἐξ αὐτῶν δὲ δᾳδίον σχισθὲν εἰς λεπτὰ καὶ συνεψηθὲν ὄξει ὀδονταλγίας παύει κρατουμένου τοῦ ἀφεψήματος κατὰ τοῦ πεπονθότος ὀδόντος, καὶ σπάθη δὲ ἐξ αὐτῶν γίνεται εἰς ἀκόπων σκευασίαν καὶ πεσσῶν ἐπιτήδειος.

ἡ δὲ ἐξ αὐτῶν λιγνὺς καιομένων ἐκλαμβάνεται πρὸς 3 μέλανος γραφικοῦ κατασκευήν, ποιοῦσα καὶ πρὸς καλλιβλέφαρα καὶ κανθοὺς βεβρωμένους πρός τε πτίλα βλέφαρα καὶ ὀφθαλμοὺς δακρύοντας.

πιτυίδες δὲ καλοῦνται ὁ καρπὸς τῶν πιτύων καὶ τῆς πεύκης ὁ εὑρισκόμενος ἐν τοῖς κώνοις. δύναμιν δὲ ἔχουσι [*](5 SIM. Pl. XXIV 28; D. eup. I 178 (188) I 182. 183 (190) I 170 (182) II 79 (292) II 112 (312) I 69 (127) II 58 (270) II 58 (271).) [*](5 EXC. Gal. XII 103 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) cf. Isid. XVII 7. 31) [*](26 SIM. Pl. XV 36.) [*](26 EXC. Gal. XII 102 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 ξη΄· περὶ λιγνύος Di αὐτὸν δὲ Di ἡ ἐκ Orib. καὶ (alt.)— ῥητίνης om. Orib. 2 ἡ ἐκ Orib. 3 ἐκ om. Orib. ὁμοίως om. H) [*](5 num. cap. ξθ QDi: ο𝔮΄ Dl 7 φλοιός ἐστι Di 8 κεκαυμένα HDi 11 χαλκάνθης F, at cf. Dl calecantum mixtum, D. eup. I 170 (182) πίτυος φλοιοῦ (dittogr.) 12 θυμιαθεὶς libri: correxi 14 λειωθέντα H 15 καὶ διακλυζόμενα H: διακλυζόμενα θερμὰ post πραύνει colloc. Di 18 δαλίον F 19 ἐψηθὲν σὺν Di παύει] πραύνει H 21 ἐξ αὐτῶν om. H σκευασία H: σκευασίαν comp. scr F 26 καὶ τῆς πεύκης delebat Math. 27 ὁ om. F ταῖς H)

66
στυπτικήν, θερμαίνουσαν ποσῶς· βοηθοῦσι δὲ βηξὶ καὶ τοῖς περὶ θώρακα πάθεσι καθʼ ἑαυτὰς καὶ μετὰ μέλιτος λαμβανόμεναι.

4 στρόβιλοι δὲ καθαροὶ δσθιόμενοι ἢ μετὰ γλυκέος καὶ σικύου σπέρματος πινόμενοι οὐρητικοί, ἀμβλυντικοὶ τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήιων· παρηγοροῦσι δὲ καὶ στομάχου δηγμοὺς μετὰ ἀνδράχνης χυλοῦ λαμβανόμενοι, ἐξερείδουσί τε ἀτονίαν σώματος καὶ τὰς τῶν ὑγρῶν διαφθορὰς ἐξαμβλύνουσιν. ὅλοι δὲ οἱ στρόβιλοι ἀπὸ δένδρου πρόσφατοι θλασθέντες καὶ ἑψηθέντες ἐν γλυκεῖ ἁρμόζουσι παλαιαῖς βηξὶ καὶ φθίσεσι, τοῦ ἐξ αὐτῶν ὑγροῦ καθʼ ἑκάστην ἡμέραν λαμβανομένου κυάθων τὸ πλῆθος τριῶν.

70 σχῖνος δένδρον γνώριμον, στυπτικὸν ὅλον· καὶ γὰρ ὁ καρπὸς αὐτῆς καὶ τὸ φύλλον καὶ ὁ φλοιὸς τῶν κλάδων καὶ τῆς ῥίζης ἰσοδυναμεῖ, γίνεται δὲ καὶ χύλισμα ἐκ τοῦ φλοιοῦ καὶ τῆς ῥίζης καὶ τῶν φύλλων ἑψομένων σὺν ὕδατι ἐφ ἱκανόν, εἶτα μετὰ τὸ ψυγῆναι τῶν φύλλων ῥιπτομένων, τοῦ ὕδατος δὲ πάλιν ἑψομένου ἄχρι μελιτώδους συστάσεως.

ποιεῖ δὲ στῦφον πρὸς αἵματος ἀναγωγὰς καὶ ῥύσεις κοιλίας καὶ δυσεντερίας πινόμενον, καὶ πρὸς τὰς ἐκ μήτρας αἱμορραγίας καὶ προπτώσεις ὑστέρας καὶ δακτυλίου, καὶ καθόλου ἀντὶ ἀκακίας καὶ ὑποκιστίδος ἔνεστιν αὐτῷ χρῆσθαι· καὶ ὁ χυλὸς δὲ τῶν φύλλων ἐκθλιβέντων τὰ αὐτὰ ποιεῖ.

2 καὶ τὸ ἀφέψημα [*](4"SIM. Diphil. (Ath. II 57c) Mnesith. (Ath. l. s); Pl. XXIII 142 sq. D. eup. II 112 312) II 1 226) II 38 (251).) [*](4 EXC. Gal. XII 55 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Sim. S. s. v. κωνάρια (51 L).) [*](13 SIM. Theophr. h. pl. IX 9, 1: Pl. XII 72; XXIV 42 sq. (e S. N.).) [*](13 EXC. Orib. XII s. v. (σχῖνος — συστάσεως); Gal. XII 135 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII V, 51) [*](19 SIM. Pl. XXIV 42sq. D. eup. II 69 (283) II 82 (293) I 200 (197).) [*](1 στυπτικήν] πεπτικήν) Spr., at cf. Dl virtus ei stiptica, Gal. XII 102 2 αὑτὰς Fv 4 tit. περὶ στροβίλων· χθ΄ add. Di καὶ] ἢ HDI 6 στομάχων H 7 ἐξαίρουσι Di 9 δένδρου F: δένδρων reliqui καὶ ἐψηθέντες om. F: post γλυκεῖ coll. Di: correxi coll. Dl strobili virides cocti in dulcore 11 καὶ τοῦ Di ἡμέραν om. Spr.) [*](13 num. cap. QDi: οζ΄ DI σχοῖνος Q 14 καὶ τῆς ῥίζης om. H 15 ἰσοδυναμοῖ Di καὶ (alt.) om. Orib. 16 ἑψημένων HDi 17 ψυγῆναι Orib.: ἑψηθῆναι reliqui: cum friguerit Dl τοῦ δὲ Orib. 18 μέχρι vulgo 19 δὲ om. H στύφων QDi: correxi 20 πινόμενος Spr.: πινόμενον comp. scr, F 22 ὑποκυστίδος F: ὑποκισθίδης p)

67
δὲ αὐτῶν καταντλούμενον τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ καὶ τὰ ἀπώρωτα πωροῖ ὀστέα καὶ τὰς ἐκ μήτρας ῥύσεις στέλλει καὶ τῶν νομῶν ἀποτρεπτικὸν καὶ οὐρητικόν ἐστιν· ἵστησι δὴ καὶ σειομένους ὀδόντας διακλυζόμενον. τὰ δὲ ξυλάρια χλωρά ἀντὶ καλαμίδων παρατριβόμενα τοῖς ὀδοῦσι σμήχει τούτους. γίνεται δὲ καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔλαιον στυπτικόν, ἁρμόζον πρὸς τὰ στύψεως δεόμενα.

γεννᾶται δὲ καὶ ῥητίνη ἐξ αὐτῆς, καλουμένη σχινίνη, 3 ὑπʼ ἐνίων δὲ μαστίχη, χρησιμεύουσα πρὸς αἵματος ἀναγωγὰς καὶ πρὸς παλαιὰν βῆχα πινομένη. ἔστι δὲ εὐστόμαχος, ἐρευκτική· μείγνυται δὲ καὶ σμήγμασιν ὀδόντων καὶ ἐπιχρίσμασι προσώπου στιλβοποιοῦσα, ἀνακολλᾷ δὲ καὶ τρίχας ἐν ὀφθαλμοῖς, στόματός τε εὐωδίας παρασκευαστική ἐστι διαμασωμένη καὶ οὔλων σταλτική. γεννᾶται δὲ καλλίστη καὶ πλείστη ἐν Χίῳ τῇ νήσῳ. διαφέρει δὲ αὐτῆς ἡ λαμπυρίζουσα καὶ Τυρρηνικῷ κηρῷ ὁμοία τῇ λευκότητι, ἁδρὰ καὶ καπυρὰ καὶ εὐθρυβής, εὐώδης, ἡ δὲ χλωρὰ ἥττων. δολοῦται δὲ λιβάνῳ καὶ ῥητίνη στροβιλίνῃ μειγνυμένη.

71 τέρμινθος γνώριμον δένδρον, ἧς τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ φλοιὸς στυπτικὰ ὄντα ἁρμόζει πρὸς ἃ καὶ ἡ σχῖνος, σκευαζόμενα ὁμοίως καὶ λαμβανόμενα. ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς ἐστιν ἐδώδιμος, κακοστόμαχος, θερμαντικός, οὐρητικός. ἔστι δὲ ἄριστος πρὸς ἀφροδίσια, σὺν οἴνῳ δὲ ποθεὶς πρὸς φαλαγγίων δήγματα ἁρμόζει.

[*](8 SIM. Pl. XIV 122; XXIV 36. 43 (e S. N.); D. eup. II 30 (240) II 31 (242) I 76 (132) I 110 (149) I 53 (117) I 79 (184).)[*](8 EXC. Orib. XII s. v. (ῥητίνη — μειηνυμένη); Gal. XII 113; Isid. XVII 7, 71, 8, 7.)[*](19 Theophr. h. pl. III 15, 3 (unde Pl. XIII 54); Pl. XXIV 27 (e S. N.); D. eup. II 96 (300) II 121 (320).)[*](19 EXC. cf. Gal. XII 137; Isid. XVII 7, 52.)[*](2 ἀπόρωτα F πποροῖ F 5 ἀντὶ ἐπὶ F (var. lectio) καλαμίδος H: καλαμίδ᾿ F ad rem cf. Mart. XIV 22, 1 6 cf. D. I 41 8 tit. περὶ ῥητίνης σχινίνης add. Di ῥητίνη γίνεται ἐκ τῆς σχίνου ἡ καλουμένη σχινίνη (σχινίνη Superscr.) Orib. σχινίνη (σχοινίνη H) καλουμένη HDi 9 χρησιμεύουσα — σταλτική om. Orib. 10 ἐρευτική H 13 εὐωδίαν ποιεῖ διαμασσωμένη Di 14 οὔλων ἐσεὶ Di γεννᾶται — μειγνυμένη om. Dl 16 τῷ H πυρρὰ Orib. Di καὶ (alt.) om. Orib. καὶ εὐώδης Di 17 ἧττον F λιβάνου καὶ ῥητίνς στροβιλίνης μιγνυμένων H στροβιλίνῃ om. Di: στροβιλίνω Orib. 18 μιγνυμένη αὐτῆ Di)[*](19 num. cap. οα QDi: οη΄ Dl καὶ ὁ φλοιὸς καὶ ὁ καρπὸς F, at cf. Dl folia semen et corium)
68

ἡ δὲ ἐξ αὐτῆς ῥητίνη κομίζεται μὲν ἐξ Ἀραβίας τῆς ἐν Πέτρᾳ, γεννᾶται δὲ καὶ ἐν Ἰουδαίᾳ καὶ Συρίᾳ καὶ ἐν Κύπρῳ καὶ ἐν Λιβύῃ καὶ ἐν ταῖς Κυκλάσι νήσοις, ἣ δὴ καὶ διαφέρει διαυγεστέρα οὖσα, λευκή, ὑελίζουσα τῷ χρώματι καὶ κυανίζουσα, εὐώδης, τερμίνθου πνέουσα.

2 προάγει δὲ πασῶν τῶν ῥητινῶν ἡ τερμινθίνη καὶ μετὰ ταύτην ἡ σχινίνη, εἶτα ἡ πιτυίνη καὶ ἐλατίνη, μεθʼ ἃς ἀριθμοῦνται ἣ τε πευκίνη καὶ ἡ στροβιλίνη. ἔστι δὲ πᾶσα ῥητίνη θερμαντική, μαλακτική, διαλυτική. ἀνακαθαρτική, βηξὶν ἁρμόζουσα καὶ φθίσεσιν ἐν ἐκλεικτοῖς καθʼ ἑαυτὴν ἢ μετὰ μέλιτος, ἀνακαθαίρουσα καὶ τὰ ἐκ θώρακος. ἔστι δὲ καὶ οὐρητικὴ καὶ πεπτικὴ κοιλίαν τε μαλάσσει, ἔν τε ἀνακολλήσει τριχῶν ἁρμόζει τῶν ἐν βλφάροις, καὶ πρὸς λέπρας σὺν ἰῷ χαλκοῦ καὶ χαλκάνθῳ καὶ νίτρῳ, πρός τε τὰ ἰχωρορροοῦντα ὦτα σὺν μέλιτι καὶ ἐλαίῳ καὶ πρὸς κνησμὸν αἰδοίου.

3 μείγνυται δὲ καὶ ἐμπλάστροις καὶ μαλάγμασι καὶ ἀκόποις, καὶ πλευροῦ ἀλγήμασι βοηθεῖ καθʼ ἑαυτὴν ἐπιχρισθεῖσα καὶ ἐπιτιθεμένη.

γίνεται δὲ ῥητίνη ὑγρὰ πιτυίνη καὶ πευκίνη, κομιζόμεναι ἀπὸ Γαλλίας καὶ Τυρρηνίας· καὶ ἀπὸ Κολοφῶνος δὲ πάλαι ποτὲ [*](1 SIM. Theophr. h. pl. IX 1, 6. 2, 1sq.; Pl. XIV 122. XVI 38sq. 54. XXIV 32sq. (e S. N.).) [*](1 EXC. Orib. XII s. v. (διαφέρει — στροβιλίνη, γίνεται — λιδάνου); Orib. t. V 77; Gal. XII 113 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 7, 71 (e Dl.) cf. Gal. XIII 955.) [*](5 TEST. Gal. XIII 589: δόξει δέ τις ἡμῖν διαφέρεσθαι κατὰ τὸν περὶ ῥητινῶν λόγον Διοσκουρίδην τὸν Ἀναζαρβέα γράψαντα τήνδε τὴν ῥῆσιν ἐν τῷ πρώτῳ περὶ ὕλης· προάγει δὲ πασῶν τῶν ῥητινῶν ἡ τερμινθίνη καὶ μετὰ ταύτην ἡ σχινίνη, εἶτα πιτυίνη καὶ ἐλατίνη, μεθ᾿ ἃς ἀριθμοῦνται ἣ τε πευκίνη καὶ ἡ στροβιλίνη.᾿) [*](8 SIM. Cels. V 4. 5. 6; Pl. XXIV 32sq. D. eup. II 32 (245) II 39 (253) II 112 (312) I 128 (157) I 60 (123) I 35 (248).) [*](1 μὲν καὶ F (dittogr.?) 3 ἡ Spr. 4 ὑαλίζουσα Orib.Di καὶ κυανίζουσα om. Orib.Dl: seclusi (var. lectio) 5 τερμίνθου δὲ Orib.: fort. recte ποιοῦσα F προέχει H δʼ ἁπασῶν Orib. τῶν om. Orib. 6 σχοινίνη 7 ἡ ἐλατίνη Di τε om. Spr. 8 θερμαντική καὶ (ditt.) H: μαλακτική. θερμαντική Di διαχυτική libri: correxi (vitio sollemni cf. D. III 84, 2), ad rem cf. Dioclis frg. 140 11 καὶ λίαν δὲ F (κοιλίαν corr. pr. m.?): mg. add. m. rec. σημειωτέον· τοῦτο τὸ φάρμακόν ἐστι εὔθετον πρὸς λέπρας 12 τε om, 14 ἰχωροροοῦντα Fv: ἰχωρροοῦντα p: ἰχωρορροῦντα H 16 πλευρᾶς Di 17 καὶ] ἢ vulgo 18 nov. cap. οβ΄ περὶ ῥητίνης κολοφωνίας incip. Di: οθ΄ Dl κομιζομένη Orib.: κομιζόμεναι (ut videtur) reliqui 19 Γαλλία ἐντὸς Ἄλπεων χώρα Steph. B. s. v. δὲ addidi e H)

69
ἐκομίζετο, ἔνθεν καὶ τὴν ἐπωνυμίαν ἔσχε Κολοφωνία κληθεῖσα, καὶ ἀπὸ Γαλατίας τῆς πρὸς ταῖς Ἄλπεσιν, ἣν ἐπιχωρίως οἱ τῇδε ἔνοικοι λάρικα ὀνομάζουσιν, ἐξόχως ποιοῦσα πρὸς τὰς χρονίους βῆχας ἐν ἐκλεικτῷ καθ᾿ ἑαυτήν. διάφοροι δέ εἰσι τῷ χρώματι καὶ αὗται· ἡ μὲν γάρ τίς ἐστι λευκὴ ἡ δὲ ἐλαιώδης ἡ δὲ μέλιτι ἔοικεν ὥσπερ ἡ λάριξ.

γίνεται δὲ καὶ κυπαρισσίνη 4 ῥητίνη ὑγρά, ἥτις ποιεῖ πρὸς τὰ αὐτά. τῆς μέντοι ξηρᾶς ἡ μέν τίς ἐστι στροβιλίνη ἡ δὲ ἐλατίνη ἡ δὲ πευκίνη ἡ δὲ πιτυίνη. ἐκλέγου δʼ ἐκ πασῶν τὴν εὐωδεστάτην καὶ διαυγῆ καὶ μὴ καπυρὰν καὶ μὴ κάθυγρον, κηροειδῆ δὲ καὶ εὔθρυπτον. διαφέρει δὲ αὐτῶν ἡ πιτυίνη καὶ ἐλατίνη· εὐώδεις τε γάρ εἰσι καὶ λιβανίζουσαι. κομίζονται δὲ διάφοροι ἐκ Πιτυούσης τῆς νήσου, ἥτις κεῖται κατὰ τὴν Σπανίαν. ἡ δὲ πευκίνη καὶ στροβιλίνη καὶ κυπαρισσίνη ἐνδεέστεραί τέ εἰσι καὶ οὐχ ὁμοίαις κέχρηνται ταῖς δυνάμεσι, παραλαμβάνονται δὲ πρὸς ὅσα καὶ ἐκεῖναι. ἡ μέντοι σχινίνη ἀναλογεῖ τῇ τερμινθίνῃ.

καίεται δὲ πᾶσα ῥητίνη ὑγρὰ ἐν τετραπλασίονι ἀγγείῳ 5 κατὰ τὸ τοῦ ἐγχεομένου ὑγροῦ πλῆθος· δεῖ γὰρ χοῦν μὲν τῆς ῥητίνης, δύο δὲ χοέας ὀμερίου ὕδατος ἐμβαλόντας εἰς χαλκεῖον ἕψειν ἐπʼ ἀνθράκων πραέως, διηνεκῶς κινοῦντας, ἄχρις οὗ ἄνοσμος γένηται καὶ εὔθρυπτος καὶ καπυρά, ὡς μὴ τοῖς δακτύλοις εἴκειν, λοιπὸν δὲ ψύξαντας εἰς κεραμεοῦν ἀγγεῖον ἀκώνητον [*](17 EXC. Aet. l s. v. ῥητίνη (καίεται — βλέφαρα); Gal. XII 62 s. v. λιγνύς (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 προσωνυμίαν Orib. κληθεὶς F 2 γαλλίας Orib. τῆς] ταῖς F 3 τῆδε ἔνοικαι (οι superscr.) Orib.: τῆσδε ἔποικοι reliqui (ut videtur) λαρίκα Orib: δαλρικαὶ F: δαλακὰ H, cf. Gal. XIII 955. 1011 ποιοῦσαν Orib. καὶ πρὸς H 4 χρονίας Orib., at cf D. II 153. IV 150 (saepius) καὶ καθʼ HDi (dittogr.) 5 καὶ αὗται τῷ χρ. H τίς om. Orib. 6 λάριγξ Orib. δὲ (alt.) om. Orib. καὶ om. Q 7 ῥητίνη om. DiOrib. 8 τίς om. Di ἡ δὲ (pr.)] καὶ Di: καὶ ἐλατίνη Orib. (post πιτυίνη coll.) 9 ἐκ addidi ex Orib. καὶ (alt.) om. Orib. 10 καὶ μὴ] μηδὲ Orib.HDi δὲ om. Orib.: τε Spr. 11 ἡ ἐλατινη Orib. τε om. p 12 πιτουήσης Orib. 13 σπανίαν Orib.F: σπανίαν reliqui 14 τέ εἰσι Orib.: τέ om. reliqui ὁμοίως H: ὁμοίᾳ κέχρηνται τῇ δυνάμει Orib. 15 post δυνάμεσι add. ὡς ἐκεῖναι Di κἀκεῖνα Orib. 17 tit. πῶς δεῖ καίειν τὴν ῥητίνην Aet. I s. v. 19 ὀμβρίου ὕδατος] τοῦ ἐγχεομένου ὕδατος Q: aquae caelestis Dl: ὕδατος ὀμβρύου Orib.: τοῦ ὀμβρίου ὕδατος Aet. cf. Pl XVI 55 resinae albae congium in duobus aquae pluniae cocunt ἐμβάλλοντας Q: βάλλοντας Orib.: βαλόντας reliqui χαλκεῖον] ἀγγεῖον Di: τῇ κακάβῃ Aet. 20 πράως Orib.Di ἄχρι ἄνοσμος Orib.: ἄχρις ἂν ἄνοσμος Aet. 21 γένηται post καπυρά colloc. Orib. καὶ ὡς Di: ὡς καὶ Orib.: ὥστε καὶ Aet. μὴ add. Sarae. ex Aetio ὥστε καὶ τοῖς δακτύλοις ἀποκλᾶσθαι 22 λεπτὸν F δὲ] δεῖ Di ψύξαντα p)

70
τουτέστιν ἀπίσσωτον ἀποτίθεσθαι. γίνεται δὲ ἐξόχως λευκή· δεῖ μέντοι προδιυλίζειν πᾶσαν ῥητίνην τήκοντας, ἵνα χωρισθῇ τὸ ῥυπῶδες αὐτῆς.

6 καίονται δὲ καὶ δίχα ὕδατος ἐπ᾿ ἀνθράκων κούφως τὸ πρῶτον· ὅταν δὲ μέλλωσι συστρέφειν, ἀθρόως καὶ πολλοὺς ὑποθετέον τοὺς ἄνθρακας καὶ ἑψητέον ἀδιαλείπτως ἐπὶ ἡμέρας καὶ νύκτας τρεῖς, ἄχρι ἂν τὸ προειρημένον ἰδίωμα ἀπολάβωσιν· ἀποτίθεσο δέ, ὡς εἵρηται. τὰς μέντοι ξηρὰς ἀρκέσει διʼ ὅλης ἡμέρας ἑψήσαντας ἀποτίθεσθαι. εὐχρηστοῦσι δὲ αἱ κεκαυμέναι εἴς τε τὰ εὐώδη τῶν μαλαγμάτων καὶ ἄκοπα καὶ εἰς χρωματισμοὺς μύρων. ἐκλαμβάνεται δὲ καὶ λιγνὺς ῥητίνης, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ λιβάνου, ἥτις χρησιμεύει πρός τε καλλιβλέφαρα καὶ περιβεβρωμένους κανθοὺς καὶ μυδῶντα βλέφαρα καὶ δακρύοντας ὀφθαλμούς. γίνεται δὲ ἐξ αὐτῆς καὶ μέλαν, ᾧ γράφομεν.

72 πίσσα ἡ μὲν ὑγρά, ἣν ἔνιοι κῶναν καλοῦσι, συνάγεται μὲν ἐκ τῶν λιπαρωτάτων ξύλων πεύκης καὶ πίτυος· ἔστι δὲ καλὴ ἡ στίλβουσα καὶ λεία καὶ καθαρά.

ποιεῖ δὲ πρὸς θανάσιμα φάρμακα, φθισικούς, ἐμπυικούς, βῆχας, ἄσθματα, δυσανάγωγα τῶν ἐν θώρακι ὑγρῶν ἐκλειχομένη κυάθου πλῆθος μετὰ μέλιτος· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς τὰς τῶν παρισθμίων καὶ σταφυλῆς φλεγμονὰς καὶ συνάγχας διαχριομένη, καὶ πρὸς τὰ πυορροοῦντα ὦτα σὺν ῥοδίνῳ, πρός τε ἑρπετῶν δήγματα σὺν ἁλσὶ λείοις καταπλασσομένη.

2 κηρῷ δὲ ἴσῳ μιγεῖσα λεπροὺς ὄνυχας ἀφίστησι, φύματά τε ὑστέρας καὶ σκληρίας δακτυλίου διαφ ορεῖ. σὺν κριθίνῳ δὲ ἑψηθεῖσα ἀλεύρῳ καὶ παιδὸς [*](15 SIM. Pl. XVI: 52 sq. XXIV: 87 sq. c. s. N.); D. eup. II 135 326, II 38 (251) II 32 (245) II 39 (253) I 85 (136) I 88 (137) I 60 (123) I 130 (160) I 215 (206) I 221 (209) I 199 (196).) [*](15 EXC Orib. XII s. v. (πίσσα — καθαρὰ); Gal. XII 101 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 8 s. v.); Isid. KVII 7, 72 cf. Gal VIII 709. 629.) [*](1 glossam delevi: om. Orib. ἀποθέσθαι Orib. 2 προυλίζειν Orib. καὶ χωρίζον〈ταε〉 Orib. 4 συντρέχειν Orib. Di (υ in ras.). 5 ἀθρόους Q καὶ (pr.) om. Orib.: seclusi ὑποθετέον post ἄνθρακας transpos. Orib. 6 ἀδια- λείπτους H ἄχρι ἂν Forib: ἄχρις ἂν reliqui 7 ἀπολάβωσιν Orib.: ἀπολί- πωσιν QDi 9 εὐχρηστοῦσι — μύρων om, Orib. 10 λαμβάνεται Orib. 11 ἐπί] ἐκ Orib. post λιβάνου add. προείρηται Aet.: ἐπαιωρουμένου κοίλου ἀγγείου Orib. cf, Dl eius resine fumus excipiendus est ut odorem turis accipi solet 12 καὶ (pr.) — βλέφαρα om. H) [*](15 num. cap. οβ QDi: π΄ Dl tit. περὶ πίσσης QDi κῶν F: κῶνον reliqui: caldonia isid. 16 καὶ] ἢ orib. 21 σταφυλῶν H κυνάγχας F: συνάγχας reliqui: sinanticis Dl 22 καὶ πρός τε F: καὶ πρὸς reliqui: correxi 24 χύματα suspectum: duritiastericas Dl 25 διαφέρει F δὲ ἀλεύρῳ ἑψηθ. H)

71
οὔρῳ χοιράδας περιρρήττει, μετὰ δὲ θείου ἢ πίτυος φλοιοῦ ὒ πιτύρων ἕρπητας ἐπέχει καταχριομένη, μάννῃ δὲ καὶ κηρωτῇ μιγεῖσα τάς ὑποφορὰς παρακολλᾷ, πρός τε τὰς ἐν ποσὶ καὶ δακτυλίῳ ῥαγάδας ἁρμόζει καταχριομένη, πληροῖ τε τὰ ἕλκη καὶ ἀποκαθαίρει σύν μέλιτι, σύν σταφ ίδι δὲ καὶ μέλιτι ἄνθρακας καὶ σηπεδόνας περιχαράσσει· μείγνυται δὲ καὶ σηπταῖς χρησίμως.

γίνεται δὲ καὶ πισσέλαιον ἐκ τῆς πίσσης χωριζομένου 3 τοῦ ὑδατώδους αὐτῆς. ἐφίσταται δὲ τοῦτο καθάπερ ὀρρός, καὶ ἐκλαμβάνεται δὲ ἐν τῇ ἑψήσει τῆς πίσσης ὑπεραιωρουμένου ἐρίου καθαροῦ, ὅπερ, ὅταν ἐκ τοῦ ἀναφερομένου ἀτμοῦ γένηται διάβροχον, ἐκθλίβεται εἰς ἀγγεῖον, καὶ τοῦτο γίνεται ἐφ᾿ ὅσον ἂν χρόνον ἡ πίσσα ἕψηται. ποιεῖ δὲ πρὸς ὅσα καὶ ἡ ὑγρὰ πίσσα· δασύνει δὲ καὶ ἀλωπεκίας καταπλασθὲν μετά κριθίνου ἀλεύρου. θεραπεύει δὲ τοῦτο καὶ ἡ ὑγρὰ πίσσα καὶ τὰ ἐπὶ τῶν κτηνῶν ἕλκη καὶ ψώρας ἐπιχριομένη.

γίνεται δὲ καὶ λιγνὺς ἐκ τῆς ὑγρᾶς πίσσης οὕτως· εἰς 4 λύχνον καινὸν ἐλλυχνιασμένον ἀποδούς τι τῆς πίσσης ἅψον καὶ πωμάσας τὸν λύχνον καινῷ ἀγγείῳ κεραμεῷ κλιβανοειδεῖ, ἄνωθεν μὲν περιφερεῖ καὶ στενῷ, κάτωθεν δὲ τρήματα ἔχοντι, καθάπερ οἱ κλίβανοι, ἔα καίεσθαι· ὅταν δὲ ἀναλωθῇ τὸ πρῶτον ὑρόν,, ἄλλο ἐπίχεε, ἕως ἂν αἰθαλώσῃς λιγνύν αὐτάρκη, καὶ χρῶ. δύναμιν δὲ ἔχει δριμεῖαν καὶ στυπτικήν. χρηστέον δὲ αὐτῇ εἰς καλλιβλέφαρα καὶ περίχριστα καὶ ὅπου μεμυδηκότα βλέφαρα τριχοφυῆσαι δεῖ, καὶ πρὸς ἀσθενέστερα καὶ μὴ δακρυρροοῦντα, ἔτι δὲ ἑλκώδη ὄμματα χρήσιμος.

[*](8 SIM. Pl. XVI 52; XXIV 40 (e S. N.); D. eup. I 95 (141) I 41 (113).)[*](8 EXC. Orib. XII s. v. πίσσα (γίνεται — ἕψηται, γίνεται δὲ καὶ — χρῶ) cf. Gal. XII 102.)[*](2 ἕρπητας om. H δὲ] τε Q 4 δακτύλου H: δακτυλίοις (comp. scr.) F: ragadia pedum vel ani Dl: δακτόλοις Spr. 5 σταφίσι H 6 παραχαράσσει F 8 mg. add. οβ΄ περὶ πισσελαίου Di: nov. cap. πα΄ inc. Dl 9 post ὀρρός add. γάλακτι Di 10 δὲ om, 0rib. 13 χρόνον om. Orib. καὶ om. H 14 καταπλασθέντος (comp. scr.) F: καταχρισθὲν H: καταπλασσόμενον Di: correxi 16 καταχριομενη H 17 mg. add. οβ΄· περὶ λιγνύος πίσσης Di γίνεται] συνάγεται Orib. 18 ἐλλελυχνιασμένον Orib. ἀποδούς Orib.: δούς reliqut 19 τὸν λύχνον om, Orib. καινῷ om. Orib. κεραμέῳ ἀγγείῳ Orib. 20 τρῆμα libri: correxi coll. D, II 71 21 πρότερον Orib. 22 τὸ πρὸς τὴν λιγνὺ αὔταρκες Orib. 25 μὴ om. H 26 post δὲ add. εἰς HDi)
72

5 ἡ δὲ ξηρὰ πίσσα ἑψομένης τῆς ὑγρᾶς γίνεται· καλεῖται δὲ αὕτη ὐπ᾿ ἐνίων παλίμπισσα. γίνεται δὲ αὐτῆς ἡ μέν τις ἰξώδης, βοσκὰς καλουμένη, ἡ δὲ ξηρά. ἐστι δὲ καλὴ ἡ καθαρὰ καὶ λιπαρά καὶ εὐώδης καὶ ὑπόκιρρος καὶ ῥητινώδης. τοιαύτη δέ ἐστιν ἡ Λυκιακὴ καὶ ἡ Βρυττία, δύο φύσεων ἐχόμεναι, πίσσης ἅμα καὶ ῥητίνης. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, μαλακτικήν, πυοποιόν, διαφορητικὴν φυμάτων καὶ φυγέθλων καὶ πληρωτικῆν ἑλκῶν. μείγνυται δὲ καὶ τραυματικοῖς χρησίμως.

ζώπισσαν δὲ οἱ μὲν εἶπον εἶναι τὴν τῶν πλοίων ξυομένην ῥητίνην μετὰ τοῦ κηροῦ, καλουμένην ὐπ᾿ ἐνίων ἀπόχυμα, οὖσαν διαχυτικὴν διὰ τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ βρέχεσθαι, οἱ δὲ τὴν πιτυίνην ῥητίνην οὕτως ὠνόμασαν.

73 ἄσφαλτος διαφέρει ἡ Ἰουδαικὴ τῆς λοιπῆς. ἔστι δὲ καλὴ ἡ πορφυροειδῶς στίλβουσα, εὔτονος τῇ ὀσμῇ καὶ βαρεῖα, ἡ δὲ μέλαινα καὶ ῥυπώδης φαύλη· δολοῦται γάρ πίσσης μειγνυμένης. γεννᾶται δὲ καὶ ἐν Φοινίκῃ καὶ ἐν Σιδῶνι καὶ ἐν Βαβυλῶνι καὶ ἐν Ζακύνθῳ· γίνεται δὲ καὶ κατὰ τὴν Ἀκραγαντίνων χώραν τῆς Σικελίας ὑγρὸν ἐπινηχόμενον ταῖς κρήναις, ᾧ χρῶνται εἰς τούς λύχνους ἀντὶ ἐλαίου, καλοῦντες αὐτὸ Σικελὸν. ἔλαιον πλανώμενοι· ἐστι γάρ ἀσφάλτου ὑγρᾶς εἶδος.

καλεῖται δέ τις καὶ πιττάσφαλτος, γεννωμένη ἐν Ἀπολλωνίᾳ τῇ πρὸς Ἐπιδάμνῳ, ἥτις ἐκ τῶν Κεραυνίων ὀρῶν συγκαταφέρεται τῇ τοῦ ποταμοῦ ῥύμῃ καὶ ἐκβράσσεται εἰς τάς [*](1 SIM. Pl. XXIV 40. 37 (e S. N.) cf. Strab. VI 261.) [*](1 EXC. Orib. XII s. v. (ἡ δὲ — ῥητίνης).) [*](9 SIM. Pl XVI 56. XXIV 41 e S. N.).) [*](13 SIM. Stab. XVI 763 (e Posid.); Ant. Car. 151. Diod XIX 98; Pl. XXXV 178 (e S. N.) cf. V 72.) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. (ἄσφαλτος — Ζακύνθῳ); Orib. t. V 70 (unde Aet. II 196), Gal. XII 375.) [*](21 EXC. Orib. XII s. v. πίσσα ὑγρά (καλεῖται — ἀσφάλτῳ).) [*](21 SIM. Pl. XXIV 41.) [*](1 mg. add. οβ΄ περὶ ξηρᾶς πίσσης Di: nov. cap. πβ΄ inc. Dl post πίσσα add. ἔτι Spr. 2 ἐνίων δὲ F γίνεταί ἔστι Orib. 3 καλὴ δʼ ἔστιν Orib. ἡ λιπαρὰ καὶ καθαρὰ Orib. 4 εὐώδης] ίξώδης Orib.: εὐώδης τε καὶ Di καὶ (quart.) om. Orib. 5 ἡ add. vulgo: om. libri 9 mg. add. οβ περὶ ζωπίσ- σης Di οί μὲν post εἶναι colloc. H ἐκ τῶν Spr.) [*](13 num. cap. ογ QDi: πγ΄ Dl 14 ἡ om, Orib. κορφυροειδς` F (πορ- φυροειδὴς?): πορφυροειδῶς reliqui ἐν τῇ ὀσμῇ Orib. 16 δὲ om. H καὶ (pr.) om. Orib. ἐν (alt. et tert) om. Orib. Σιδόνι H 17 ἐν om. Orib. 21 mg. add. περὶ πιττασφάλτου Di 22 ἐπιδάμνῳ Orib: ἐπιδαύρῳ QDi, superscr. O2 cf. Steph. 3. s. v. Ἀπολλωνία 23 εἰς] κατὰ H)

73
ἠιόνας βωλοειδῶς συμπεπηγυῖα, ὄζουσα πίσσης μεμειγμένης ἀσφάλτῳ.

καλεῖται δέ τις καὶ νάφθα, ὅπερ ἐστὶ τῆς Βαβυλωνίου 2 ἀσφάλτου περιήθημα, τῳ χρώματι λευκόν, εὑρίσκεται δὲ καὶ μέλαν. δύναμιν δὲ ἔχει ἁρπακτικὴν πυρὸς ὥστε καὶ ἐκ διαστήματος ἁρπάζειν τοῦτο, ὅπερ πρὸς ὑποχύσεις χρησιμεύει καὶ λευκώματα.

δύναμιν δὲ ἔχει πᾶσα ἄσφαλτος ἀφλέγμαντον, κολλητικήν, διαφορητικήν, μαλακτικήν, ποιοῦσα πρὸς πνίγας ὑστερικὰς καὶ προπτώσεις προστιθεμένη καὶ ἀσφραινομένη καὶ ὑποθυμιωμένη ἐλέγχει δὲ καὶ ἐπιλημπτικοὺς ὑποθυμιαθεῖσα καθάπερ καὶ ὀ γαγάτης λίθος.

πινομένη δὲ μετ᾿ οἴνου καὶ καστορίου 3 ἔμμηνα κινεῖ καὶ βηξὶ χρονίαις καὶ ἀσθματικοῖς καὶ δυσπνοίαις βοηθεῖ καὶ ἑρπετῶν δήγμασι καὶ ἰσχίων πόνοις καὶ πλευρᾶς. δίδοται δὲ καὶ κοιλιακοῖς καταπότιον, καὶ θρόμβους αἵματος διαλύει σύν ὄξει ποθεῖσα, ἐγκλύζεταί τε ἐπὶ δυσεντερικῶν σύν πτισάνῃ τακεῖσα, καὶ κατάρρους ὑποθυμιωμένη θεραπεύει, καὶ ὀδόντων ἀλγήματα περιπλασθεῖσα πραύνει ἀνακολλᾷ δὲ καὶ τρίχας ἡ ξηρὰ διὰ μηλωτίδος θερμανθεῖσα, ἀρήγει δὲ καὶ ποδαγρικοῖς καὶ ἀρθριτικοῖς σύν ὠμῇ λύσει καὶ κγρῷ καὶ νίτρῳ καταπλασθεῖσα. ἡ δὲ πισσάσφαλτος δύναται ὅσα πίσσα καὶ ἄσφαλτος μιγέντα.

74 κυπάρισσος στύφει, ψύχει, ἧς τὰ φύλλα ποθέντα [*](3 EXC. Orib. XI s. v. ἄσφαλτος (καλεπιται — λευκώματα).) [*](3 SIM. Pl. I 235 XXXV 179; Strab. XVI 743 (ex Eratosthene); Plut. Alex. 35) [*](8 SIM. Pl. XXXV 180 (e S. N.); schol. Nic. Th. 44 (e Plut. — S. N.): D. eup. II 67. 88 (296) II 69 (284) I 21 (105) II 76 (287) II 81 241) II 89 (252) Nic. Th. 44 (ex Apollod.) D. II 47 (259) II 52 (265) I 7 97) I 71 129) I 53 (117) I 235 (216).) [*](23 SIM. Pl. XXIV 15; D. eup. II 107 305) 109 307 II 29 (239) II 89 (253) I 159 (176) I 130 (160) II 133 (325) I 162 (178) I 169) (181) I 200 (197) I 29 (107) II 12 (231).) [*](23 EXC. Gal. XII 52.) [*](1 ἠόνας F: ἠόνας Orib.: ἠιόνας reliqui πεπηγθῖα Οrib.: συμπεπηγεῖσα H 3 mg. add. περὶ βάφθας Di δέ τις] τι Orib. ωεπτα (superscr. αν) ἤτοι ἄφθα Orib. ἐστὶ om. p 5 δὑναμιν — λευκώματα om. H δὲ ἔχει] ἔχον Orib.Di τοῦ πυρὸς Di 6 καὶ λευκώματα χρησιμεύει Orib. 10 προπτώσεις sc. ὑστερι- κάς 16 τε F: καὶ reliqui post τε haec habet F ρικῶν (comp scr.) τακεῖσα cf. D. eup. II 52 (265) 20 post ἀρθριτικοῖς add. καὶ ληθαργικοῖς HDi 21 post καταπλασθεῖσα haec habet Di ἡ δὲ πίσσα καὶ ἄσφαλτος γίνεται (aberravit libra- rius): verba ἡ δὲ — μιγέντα non recte post ἀσφάλτῳ (v. 2) transpos. Spr.) [*](23 num. cap. οδ QDi: ρε΄ Dl καὶ ρύχει H)

74
μετὰ γλυκέος καὶ σμύρνης ὀλίγης κύστει ῥευματιζομένῃ καὶ δυσουρίᾳ ουρίᾳ βοηθεῖ. τὰ δὲ χλωρά σφαιρία κοπέντα καὶ σύν οἴνῳ πινόμενα ἁρμόζει πρὸς αἵματος ἀναγωγὴν καὶ δυσεντερίαν καὶ κοιλίας ῥευματισμόν, ὀρθόμπνοιαν, βῆχας· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν τὸ αὐτὸ ποιεῖ, μαλάττει δὲ καὶ σκληρίας κοπέντα μετὰ σύκου καὶ πολύπους τοὺς ἐν τοῖς μυκτῆρσιν ἰᾶται.

2 ἐκβάλλει δὲ καὶ λεπριῶντας ὄνυχας σύν ὄξει καθεψηθέντα καὶ λειανθέντα μετὰ θέρμων, στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθέντα, καὶ τά φύλλα δὲ τὰ αὐτὰ ποιεῖ· δοκεῖ δὲ καὶ κώνωπας διώκειν τὰ σφαιρία μετά τῆς κόμης θυμιαθέντα. τὰ δὲ φύλλα λεῖα καταπλαττόμενα τραύματα κολλᾷ, ἐστι δὲ καὶ ἴσχαιμα, σὺν ὄξει δὲ λειωθέντα τρίχας βάπτει. καταπλάσσεται δὲ καθ᾿  ἑαυτὰ καὶ σύν ἀλφίτῳ πρὸς ἐρυσιπέλατα καὶ ἕρπητας καὶ ἄνθρακας καὶ πρὸς ὀφθαλμῶν φλεγμονάς. κηρωτῇ δὲ μιγέντα στόμαχον κρατύνει ἐπιτιθέμενα.

75 ἄρκευθος· ἠ μέν τῖς ἐστι μεγάλη ἡ δὲ μικρά. ἀμφότεραι δὲ θερμαίνουσι καὶ λεπτύνουσι· εἰσὶ δὲ καὶ οὐρητικαί, [*](75 RV: ἄρκευθος· οἱ δὲ ἀρκευθίδα, οἱ δὲ Μνησίθεος, οἱ δὲ ἀκακαλλίδα, Ἄφροι ζουορρινσοιπέτ, Αἰγύπτιοι λιβιούμ, Ῥωμαῖοι ζουνιπέρουμ, Γάλλοι ἰουπικέλλους. ἐστιν ἀρκευθὶς ἡ μὲν μικρά ἡ δὲ μεγάλη· δριμεῖαι δὲ ἀμφότεραι, διουρητικαί, πυρω-) [*](16 SIM. Theophr. h. pl. III s, 8, Pl. XXIV 54sq. (e S. N.); schol. Theocr. I 133.) [*](16 EXC. cf. Gal. XI 836 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII s s. v.); Isid. XVII, 7, 35.) [*](1 δυσουρίαις HDi: durithiis Dl 2 χλωρὰ om. HDi οἴνῳ] ὕδατι D. eup II 29 (239) 4 ὁευματικάς H: ὁευματικόν F βῆχας F: βῆχα reliqui δὲ om. Di 5 μαλάττει — ποιεῖ (v. 9) om. H 6 πολύποδας Di τοῖς om. Di 8 καὶ μετὰ θέρμων FDi, at cf, D. eup. I 130 (160) κυπαρίσσου σχαιρία χλωρὰ καθεφηθέντα σῦν ὄξει καὶ λεανθέντα σῦν θέρμοις πικροῖς δὲ om. F 12 καθ´ ἑαύτὰ post ἀλφίτῳ colloc. H 13 αὐτὰ libri: correxi καὶ (tert.) addidi) [*](16 num. cap. οε QDi: πδ· Dl tit. πυρὶ μικρᾶς ἀρκεύθου Di ἀρκευθὶς πικρά Di huius cap. priorem partem (ὰρκευθίς — καρπὸς αὐτῶν) e R sumpsit Di, sequuntur verba Dioscuridea paulum immutata, quibus adduntur e R verba φύλλα δὲ — ἀναιρεῖ post μικρά syn. e R add. H 17 καὶ (alt.) om. H) [*](18 C fol. 34v: N fol. 11 ἄρκευθος scripsi: ἀρκευθίς C: ἀρκευθίς μικρά NDi μνησιόιθος R 19 ΑΚΑΤΛΙΔΑ (sic) R: ἀκαταλίδα p: ἀκατλίδα v: cor- rexi coll. Ath. XV 681e ζουορρινσοιπετ C: ζουορριμσοιστ N: ζουόρινσίπετ Di 20 ζυουνιπέρουν C ἐστιν δὲ ἡ μὲν N 21 καὶ πυρωτικαί C: κμὶ θερμαν- τικαί Di)

75
υθμιώμεναι δὲ θηρία διώκουσι. τοῦ μέντοι καρποῦ ὁ μέν τις κατὰ καρύου Ποντικοῦ τὸ μέγεθος εὑρίσκεται, ὁ δὲ κυάμῳ ἴσος, στρογγύλος δὲ καὶ εὐώδης, γλυκύς ἐν τῳ διαμασᾶσθαι καὶ ὐπόκιρρος, ἀρκευθὶς καλούμενος, θερμαντικὸς μετρίως καὶ στυπτικός, εὐστόμαχος, ποιῶν πρὸς τὰ ἐν θώρακι καὶ βῆχας καὶ ἐμπνευματώσεις καὶ στρόφόφους καὶ θηρία πινόμενος. ἐστι δὲ καὶ οὐρητικός, ὅθεν καὶ σπάσμασι καὶ ῥήγμασι καὶ ὑστερικῶς πνιγομέναις ἁρμόζει.

76 βράθυ, ὅ ἔνιοι βόρατον καλοῦσιν. ἔστι τούτου εἴδη [*](τικαί, θυμιώμεναι θηρία διώκουσιν. ὁ δὲ καρπὸς αὐτῶν εὐώδης, γλυκύς, θερμαντικός, διουρητικός. παραλαμβάνεται δὲ πρὸς παλαιάς βῆχας, πνευματώσεις· ὀνομάζεται δὲ ἀρκευθίς. φύλλα δʼ ἔχει δριμέα, διὸ καὶ καταπλασσόμενα καὶ πινόμενα καὶ αὐτὰ καὶ ὁ χυλὸς αὐτῶν μετ᾿ οἴνου ποιεῖ πρὸς ἐχιοδήκτους. ὁ δὲ φλοιὸς καυθεὶς καὶ μετὰ ὕδατος καταχρισθεὶς λέπρας ἀφίστησι. τὸ δὲ ῥίνημα τοῦ ξύλου ποθὲν ἀναιρεῖ.) [*](ἀρκευθὶς μεγάλη· οἱ δὲ κυπάρισσος ἀγρία, οἱ δὲ Μνησίθεος, οἱ δὲ ἀκακαλλίδα, Ῥωμαῖοι ζουνιπέρουμ. ἐστι καὶ αὕτη γνώριμος τοῖς πλείστοις, ἐμφερὴς κυπαρίσσῳ, γεννωμένη ἐν τραχέσι καὶ παραθαλασσίοις τόποις ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον. δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτὴν τῳ προειρημένῳ.) [*](76 RV: βράθυ· οἱ δὲ βόρατον, Ῥωμαῖοι ἕρβα Σαβίνα. δισ-) [*](1 SIM. Pl. XXIV 54; D. eup. II 1i (232) II 31 (241) II 44 257) II 47 (259) — Nic. Th. 584 (ex Apollod.) Pl. 55 eup. II 115 (315) — eup. II 112 (311) Pl. 55 — eup. II 34 (246) Pl. 55 — Pl. 55.) [*](9 SIM. Pl. XXIV 102 (e 8. N.); D. eup. I 201 (197) I 198 (195) II 76 (288), Ps. Ap. 85; Hes. s. v.) [*](9 EXC. Orib. XI s. v. (βράθυ — ὄμοιον); Gal. XI 853 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](1 δὲ om. F μέντοι] δὲ H 2 κατὰ om. Di Ποντικοῦ τὸ om. Di κυάμῳ] καρύου ποντικοῦ Di 3 τε καὶ Di καὶ γλυκὺς Di ὑπόκιρρος Q: ὑπόπικρος Di 5 πνευματώσεις HDi 7 ὑστερι F πνιγομέναις] πινόμενος H: πινόμε(ν superscr.) F) [*](9 num. cap οφ QDi: πέ Dl βράθυς H βράθυ· οἰ δὲ βάρυτον, οἱ δὲ βάραθρον, Ῥωμαῖοι ἕρβα σαβίνα Di ὃ addidi βάραθρον libri: braton Dl: correxi Salm. duce cf. Diod. II 49 ἔστι δὲ Di) [*](12 post ὰρκευθίς add. μελλι C: μέλλειν N 13 δʼ om R καὶ seclusi (dittogr.) 15 καθεὶς C μεθ᾿ βδατος N 16 δὲ om. C 17 cap. de iunipero maiore (οε περὶ ἀρκευθίδος μεγάλης) addidi e Di: om. R 18 ἀκατέρα Di: correxi 22 C fol. 83v: N 30 βάρυτον libri: correxi διττόν N)

76
φύο· τὸ γὰρ ἐστιν σὺτοῦ τοῖς ὅμοιον κυπαρίσσῳ, ἀκανθωδέστερον δὲ καὶ βαρύοσμον, κολοβόν τε τὸ δένδρον καὶ εἰς πλάτος μᾶλλον ἐκχεόμενον· χρῶνται δὲ τούτου τοῖς φύλλοις ἀντὶ θυμιάματος. τὸ δὲ ἕτερὸν ἐστι μυρίκη τοῖς φύλλοις ὅμοιον.

ἀμφοτέρων δὲ τὰ φύλλα ἵστησι νομάς καὶ φλεγμονὰς καταπλασσόμενα πραύνει, ἀποκαθαίρει τε μελανίας σὺν μέλιτι καταπλασσόμενα καὶ τάς ῥυπαρίας καὶ ἄνθρακας περιρρήσσει. ποθέντα δὲ καὶ ΑἾΜΑ δι᾿ οὔρων ἄγει καὶ ἔμβρυα ἐκτινάσσει· προστεθέντα δὲ καὶ ὑποθυμιαθέντα τὸ αὐτὸ ποιεῖ, μείγνυται δὲ καὶ τοῖς θερμαντικοῖς χρίσμασιν, ἰδίως δὲ τῳ γλευκίνῳ.

77 κέδρος δένδρον ἐστὶ μέγα, ἐξ οὔ ἡ λεγομένη κεδρία συνάγεται. καρπὸν δὲ ἔχει ὥσπερ κυπάρισσος, μικρότερον μέντοι παρά πολύ. γεννᾶται δὲ καὶ ἄλλη κέδρος μικρά, ἀκανθώδης, καρπὸν δὲ ὥσπερ ἄρκευθος φέρουσα, μέγεθος μύρτου, περιφερῆ. τῆς δὲ κεδρίας ἀρίστη ἡ παχεῖα καὶ διαυγής, εὔτονος, βαρεῖα τῇ ὀσμῇ, ἀποχεομένη τε κατὰ σταλαγμούς ἐπιδιαμένουσα καὶ μὴ διαχεομένη.

δύναμιν δὲ ἔχει σηπτικὴν μὲν τῶν ἐμψύχων, φυλακτικὴν δὲ τῶν νεκρῶν σωμάτων, ὅθεν καὶ νεκροῦ ζωήν τινες ἐκάλεσαν αὐτήν, καὶ ἱμάτια δὲ καὶ δέρματα φθείρει διὰ τὸ θερμαίνειν [*](σόν· τὸ μὲν κόμην ἔχει ὡς μυρίκη, τὸ δὲ ὡς κυπαρίσσου, βοστρυχωδέστερον δέ ἐστι τοῖς φύλλοις καὶ ἀκανθωδέστερον, δριμύ, πυρωτικόν διόπερ ῥήσσει τά νεμόμενα. σύν οἴνῳ δὲ ποθὲν ἤ προστεθὲν ἤ ὑποθυμιαθὲν ἔμβρυα κατασπᾷ καὶ διʼ οὔρων αἶμα ἄγει.) [*](11 SIM. Theophr. h. pl. III 12, 8. Pl. XIII 52. XVI 52. XXIV 17 sq. (e S. N.) — Pl. XXIV 7: schol. Nic. Th. 52. Diod. I 91.) [*](11 EXC. Orib. lat. XI s. v. (κέδρος — διαχεομένη); Gal. XII 16 (unde Aet. I s v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.)) [*](1 αὐτοῦ ἐστι Di 2 βαρυοσμώτερον ὅὲ τὸ δένδρον Orib. post βαρὑ- σσμον e R add. δριμύ, πυρωτικόν HDi κολοβόν] ἰσχυρόν Q τε] δὲ HDi 3 ἐκχεόμενον Orib.: χεόμενον reliqui οὖ χρῶνται τοῖς φύλλοις τινὲς Orib. τούτου] τινὲς Di 4 ἐστι om. Di 7 σὺν οἴνῳ ποθέντα καὶ Di (e R) 8 ἔμβρυά τε κατασπᾷ Di) [*](11 num cap. ρξ QDi: V fol. 10): π𝔮 Dl κεδρέα Gal. 12 κυπά- ρισσοε — ὥσπερ (v. 14) om, QDi μακρότερον vulgo 13 γεννᾶται] λεγεται vulgo 14 ὥσπερ ἄρκευθος, καρπὸν φέρουσα vulgo 15 mg. add. περὶ κεδρίας Di εὔτονος om. H 16 βαρεῖα om. Di τε] δὲ Di 19 νεκροῦ ζωήν] cf. schol. Nuc. Th. 52 μύτην ἐκάλεσαν QDi) [*](24 μυριτίκη C 23 δὲ addidi 24 ἢ προστεθὲν ἢ om. C: ἢ ὑποθυμιαθὲν om. N)

77
ἐπιτεταμένως καὶ ξηραίνειν.

εὐθετεῖ δὲ εἴς τε τὰ ὀφθαλμικὰ 2 ὀξυδερκὴς οὗσα ἐγχριομένη καὶ λευκώματα καὶ οὐλὰς σμήχει. σὺν ὄξει δὲ ἐγκλυζομένη σκώληκας τοὺς ἐν ὠσὶ κτείνει, ἤχους τε καὶ συριγμούς παύει σὺν ὑσσώπου ἀφεψήματι ἐγχεομένη, εἴς τε ἐμβρώματα ὀδόντος ἐνσταγεῖσα θραύει μὲν τὸν ὀδόντα, παύει δὲ τὴν ἀλγηδόνα· καὶ σύν ὄξει δὲ διακλυζομένη ΐὸ αὐτὸ ποιεῖ. περιχρισθεῖσα δὲ αἰδοίῳ πρὸ τῆς συνουσίας ἀτόκιόν ἐστι, συναγχικῶν τε περίχριστός ἐστι καὶ παρισθμίων φλεγμοναῖς βοηθεῖ, φθεῖράς τε καὶ κόνιδας φθείρει περιχρισθεῖσα, κεράστου δὲ δήγμασι σύν ἁλσὶ καταπλασσομένη ἀρήγει, πρός τε λαγωοῦ θαλασσίου πόσιν σύν γλυκεῖ λαμβανομένη βοηθεῖ.

ὠφελεῖ καὶ 3 ἐλεφαντιῶντας ἐκλειχομένη ἢ περιχριομένη, καθαίρει καὶ τὰ ἐν πνεύμονι ἕλκη καὶ ἰᾶται ταῦτα ὅσον κύαθος ῥοφουμένη, σκώληκάς τε καὶ ἀσκαρίδας ἐγκλυζομένη φθείρει καὶ ἔμβρυα κατασπᾷ.

γίνεται δὲ καὶ ἔλαιον ἐξ αὐτῆς, χωριζόμενον ἀπὸ τῆς κεδρίας δι᾿ ἐρίου ὑπεραιωρουμένου ἐν τῇ ἑψήσει, ὡς ἐπὶ τῆς πίσσης, ποιοῦν πρὸς ὅσα καὶ ἡ κεδρία. θεραπεύει δὲ ἰδίως τὸ ἔλαιον καὶ τὰς ἐπὶ τῶν τετραπόδων ψώρας καὶ κυνῶν καὶ βοῶν ἀνδρικῶς καταχριόμενον, καὶ τοὺς ἐπ αὐτῶν κρότωνας φθείρει προσαγόμενον, καὶ τὰς ἐπὶ τῇ κουρᾷ γινομένας ἑλκώσεις αὐτῶν ἀπουλοῖ.

τὴν δὲ λιγνὺν αὐτῆς συνακτέον, ὥσπερ τὴν τῆς πίσσης, 4 δύναμιν ἔχουσαν τὴν αὐτὴν ἐκείνῃ.

κεδρίδες δὲ καλοῦνται οἱ ἐξ αὐτῆς καρποί. δύναμιν δὲ ἔχουσι θερμαντικήν, κακοστόμαχον· βοηθοῦσι δὲ βηξί, σπάσμασι, [*](1 SIM. Pl. 1. s. 18 — D. eup. I 61 (124) 33 (125) Pl. 18 — eup. I 71 (129) Pl. 17. 18 — Pl. 18 — eup. II 117 (318) — Pl. 18 eup. II 156 (333) — Pl. 18 eup. I 205 (200) — Pl. 19 — D. eup. I 223 (209).) [*](24 SIM. Pl. l. s. 20; D. eup. II 81 (241) II 34 (347) II 109 (307) II 77 (289) II 156 (333) II 130 (323).) [*](1 τὰ om. Di 3 ὄξει διακλυζομένη QDi τοὺς] δὲ V: om. F 5 βρώ- ματα H ὀδόντος V: ὀδόντων reliqui ἐνσταγεῖσα VH: ἐνσταλαγεῖσα FDi post θραύει, extr. fol. 10: vocab., unum cod. V folium periit, incipit rursus in medio c, 79 8 περίχριστον H 12 post ἐλεφαντιῶντας interp. sustuli coll D, eup. I 205 (200) καὶ κεδρία ἐκλειχομένη (sc. ἐλεφ. ἰᾶται) 13 ταῦτα addidi 14 ἐγκλυζομένη] προστιθεμένη D. eup. I 223 (209) 18 ἰδίως post ἔλαιον transpos. Di 20 αὐτῶ Di 21 οὐρᾷ H αὐτῶν om. H 22 ἐπου- λοῖ libri: correxi verba τὴν δὲ λιγνὺν — ἐκείνη ad calcem cap colloc. Di συνακτέον αὐτῆς Di ὡς H 23 δύναμιν δὲ ἔχουσι Q 24 nov. cap. (πζ) incip. Di: mg. add. περὶ κεδρίδος Di ὁ ἐξ αὐτῶν καρπός F)

78
ῥήγμασι, στραγγουρίαις. καὶ ἔμμηνα ἄγουσι μετά πεπέρεως λεῖαι πινόμεναι, καὶ πρὸς λαγωοῦ θαλασσίου πόσιν σύν οἴνῳ λαμβάνονται διώκοι σι καὶ θηρία χριομένου τοῦ σώματος σὺν ἐλαφείῳ στέατι μυελῷ. μείγνυνται δὲ καὶ ἀντιδότοις.

78 δάφνη· ἡ μέν τίς ἐστι λεπτόφ υλλος ἡ δὲ πλατυτέρα. θερμαντικαὶ δὲ ἀμφότεραι καὶ μαλακτικαί, ὅθεν τὸ ἀφέψημα αὐτῶν εἰς ἐγκαθίσματα ταῖς περὶ κύστιν καὶ μήτραν ἁρμόζει διαθέσεσι. τὰ δὲ χλωρὰ τῶν φύλλων ἠρέμα ὑποστύφει· ὡφελεῖ δὲ λεῖα καταπλασθέντα σφηκῶν καὶ μελιττῶν πληγάς, δύναται δὲ καὶ πᾶσαν φλεγμονὴν πραύνειν σύν ἄρτῳ καὶ ἀλφίτῳ καταπλασθέντα, ποθέντα δὲ ἀμβλύνει τὸν στόμαχον καὶ ἐμέτους κινεῖ.

2 αἱ δὲ δαφνίδες θερμαντικώτεραιι τῶν φύλλων εἰσί. ποιοῦσι δᾶ ἐκλειχόμεναι λεῖαι σὺν μέλιτι ἤ γλυκεῖ πρὸς φθίσιν καὶ ὀρθόπνοιαν καὶ τοὺς περὶ θώρακα ῥευματισμούς. πίνονται δὲ σύν οἴνῳ πρὸς σκορπιοπλήκτους, καὶ ἀλφοὺς δὲ σμήχουσι. τὸ δὲ πίεσμα αὐτῶν ὠταλγίαις καὶ ἤχοις καὶ δυσηκοίαις βοηθεῖ σύν οἴνῳ παλαιῷ καὶ ῥοδίνῳ ἐγχεόμενον μείγνυται καὶ ἀκόποις καὶ συγχρίσμασι θερμαντικοῖς καὶ διαφορητικαῖς δυνάμεσι. ὁ δὲ φλοιὸς τῆς ῥίζης αὐτῶν λίθοις θρύπτει καὶ ἔμβρυα κτείνει καὶ ἡπατικοὺς ὠφελεῖ τριωβόλου πλῆθος σύν οἴνῳ εὐώδει πινόμενος.

79 πλατάνου τά τρυφερὰ τῶν φύλλων ἑψηθέντα ἐν οἴνῳ [*](5 SIM. Pl. XXIII 52 e s. N.) f. chol. Sic. Th. 574 — D. eup. II 110 (308) II 80 (293) Pl. 1. s. 152 — Pl. l. s. eup. II 122 (321) — eup. I 145 (167).) [*](5 EXC. Orib. lat. XI s. v. (δάφνη — κινεῖ); Gal. XI 863 (unde Aet I s. v. Paul. Arg. VII 3 s. v.).) [*](12 SIM. Pl. 1. s 153 — D. eup. II 38 (251) Pl. 154 — eup. II 39 (252) Pl. 153 — Nic. Th 574. 943 D. eup. II 121 (320) Pl. 154 — Pl. 154 — eup. I 59 (122) 63 (125) Pl. 154 — Pl. 153 — eup. II 78 (290) — eup. II 58 (270) Pl. 153.) [*](21 SIM. Pl XXIV 44 sq. e S. N.); D. eup. I 69 (128) II 1l4 (314) 115 (317); Nic. Th. 584.) [*](21 EXC. Gal. XII 104 (unde Act. I s. v. Paul. Aeg. VII 8 s. v.).) [*](1 δήγμασι σπάσμασι H 2 λείου libri: correxi coll. D. eup. II 7 (289) κεδρίδες λεῖας (sc. ἔυμηνα ἄγουσι) 4 μίγνυται F) [*](5 num. cap. οη QDi: ηπ΄ Dl 7 τὰ περὶ μήτρα καὶ κύστιν ἁρμόζει Di 8 post διαθέσεσι e R syn. lauri Alexandrinae (IV 145) add. H ξύλλων DiDl 0rib.: ξύλων Q 11 ἀμβλύνει] πραύνει libri: stomachum vertit Dl: stomachum subvertunt Orib.: βαρύνει coni. Corn.. correxi (ΠΡΑΥΝΕΙ ═ ΑΜΒΛΥΝΕΙ τὸν om. F 12 mg. add. περὶ δαφνίδων Di θερμαντικώτεραι δὲ τῶν φὑλ- λων εἰσὶν αἱ δαφνίδες H 18 δὲ] οὖν Di 16 καὶ ἤχοις om. H 17 ῥοδίνῳ ἐλαίῳ H 18 διαφορητικοῖς (om. δυνάμεσι) Di: διαφορητικοῖς (αι superscr.) δυνάμεσι H 20 εὐώδει om. H: in uino pdorato potu Pl. l. s.: δάφνης ὀιζης τοῦ φλοιοῦ μετὰ μελικράτον D. eup. II 58 (270)) [*](21 num. cap. ρθ QDi: πρ΄ Dl. τὰ om. H τρυφερὰ τὰ φύλλα H)

79
καὶ καταπλασθέντα στέλλει ῥεύματα ἀφθαλμῶν· κουφί ίζει δὲ καὶ τὰ οἰδήματα καὶ φλεγμονάς. ὁ δὲ φλοιὸς ἑψηθεὶς σύν ὄξει ὀδονταλγὶας ἐστὶ διάκλυσμα. τὰ δὲ σφαιρία χλωρὰ σύν οἴνῳ ποθέντα ἑρπετοδήκτοις βοηθεῖ, ἀναλημφθ θέντα δὲ στέατι πυρίκαυτα θεραπεύει. ὁ δὲ χνοῦς τῶν φύλλων καὶ τῶν σφαιρίων ἀκοὴν καὶ ὄψιν παρεμπεσὼν λυμαίνεται.

80 μελία δένδρον ἐστὶ γνώριμον, ἧς τῶν φύλλων ὁ χυλὸς καὶ αὐτὰ σύν οἴνῳ πινόμενα καὶ καταπλασσόμενα ἐχεοδήκτοις βοηθεῖ. ὁ δὲ φλοιὸς καεὶς καὶ καταχρισθεὶς μεθ᾿ ὕδατος λέπρας ἀφίστησι. τὰ δὲ τορνεύματα τοῦ ξύλου ποθέντα φασὶν ἀναιρετικὰ εἶναι.

81 λεύκης τοῦ δένδρου ὁ φλοιὸς ποθεὶς ὅσον οὐγγίας μιᾶς πλῆθος ἰσχιάδας ὠφελεῖ καὶ στραγγουρίας} ἱστορεῖται δὲ καὶ ἀτόκιος εἶναι ποθεὶς μετὰ ἡμιόνου νεφροῦ, καὶ τά φύλλα δὲ πινόμενα μετὰ τὴν κάθαρσιν σύν ὄξει τὸ αὐτὸ ὁρᾶν λέγεται. ὠφελεῖ δὲ καὶ ὠταλγίαν ὁ χυλὸς τῶν φύλλων χλιαρὸς ἐνσταζόμενος. τὰ δὲ κατὰ τὴν ἐκβλάστησιν τῶν φύλλων αφαιρία λεῖα μετὰ μέλιτος ἐγχριόμενα ἀμβλυωπίας θεραπεύει. ἔνιοι δὲ ἱστοροῦσι τὸν φλοιὸν τῆς λεύκης καὶ τῆς αἰγείρου τμηθέντα εἰς λεπτὰ μεγέθη καὶ ἐνσπαρέντα πρασιαῖς κεκοπρισμέναις ἐν παντὶ καιρῷ μύκητας ἐδωδίμους φύειν.

82 μάκιρ φλοιός ἐστι κομιζόμενος ἐκ τῆς βαρβάρου, ὑπόξανθος, [*](7 SIM. Pl. XXIV 46 e S. N.) cf. XVI 64; D. eup. II 115. 117 (317); eup. I 129 (159).) [*](7 EXC. Paul. Aeg. VII s. v. (e D.).) [*](12 SIM. Pl. XXIV 47 e S. N.); D. eup. II 109 (307) II 95 (299) I 57 (120) cf. Geop. XII 41.) [*](22 SIM. Pl. XII 82 e S. N.).) [*](22 EXC. Orib. XI s. v. (μάκιρ — γεῦσιν); Gal. XII 66, 924 (unde Aet. ct Paul. Aeg. l s.).) [*](2 τὰ seclusi ἐν ὄξει H 3 τὰ δὲ] abhinc habemus cod. V, cuius fol. 11r incip. 6 ἐμπεσών Di) [*](7 num. cap. π QDi: ιδ΄ V: Q (sic) Dl ἧς Ο: ρὗ Di et Paul. Aeg. 8 πινόμενα καὶ om. H ἐχεοδήκτοις VF: ἐχιοδήκτοις reliqui) [*](12 num. cap. πα QDi: ιδ΄ V: Q α΄ Dl οὐ (γγ superscr) α Di: σόαν V 15 τὴν addidi ὄξει V: ρἴνῳ reliqui: ὀξυκράτῳ D. eup. II 95 (299) 16 δὲ om. VHDi ὠταλϚ΄ F: ὠταλγίας HDi 18 ἀμβλυωπίας] αἰγίλωπας coni. Samb. 20 σπαρέντα libri: correxi κεκοπρηγμέναις V) [*](22 num. cap. πβ QDi: V V: Qβ΄ Dl: post cap. 88 colloc. Spr. μάκηρ F: μάκερ VHDiGal.: μάκιρ Οrib.Dλ Pl. l. s.: μάκειρ [Arr.] peripl. m. Eryth. 8 cf. Salm. de hom. 137)

80
παχύς, στύφων ἱκανῶς κατὰ τὴν γεῦσιν. πίνεται δὲ πρὸς αἵματος πτύσιν καὶ δυσεντερίαν καὶ κοιλίας ῥευματισμόν.

83 αἰγείρου τὰ φύλλα μετ΄ ὄξους καταπλαττόμενα ποδαγρικὰς ὀδύνας ὠφελεῖ. ἡ δὲ ἐξ αὐτῆς ῥητίνη μείγνυται μαλάγμασιν. ὁ δὲ καρπὸς μετʼ ὄξους πινόμενος ἐπιλημπτικοὺς ἱστορεῖται ὠφελεῖν. λέγεται δ᾿ ὅτι τὸ ἐξ αὐτῶν δάκρυον κατὰ τὸν Ἠριδανὸν ποταμὸν καταχεόμενον πήγνυσθαι καὶ γίνεσθαι τὸ καλούμενον ἤλεκτρον, ὑπ᾿ ἐνίων δὲ χρυσοφόρον, εὐῶδες ἐν τῇ παρατρίψει καὶ χρυσοειδὲς τῳ χρώματι, ὅπερ πινόμενον λεῖον στομάχου καὶ κοιλίας ῥεῦμα ἵστησι.

84 πτελέας τὰ φύλλα καὶ οἱ ἀκρεμόνες καὶ ὁ φλοιὸς στυπτικά. ποιεῖ δὲ τὰ φύλλα πρὸς λέπραν λεῖα σὺν ὄξει ἐπιπλαττόμενα καὶ τραύματα κολλᾷ, μᾶλλον δὲ ὁ φλοιὸς ἀντὶ ἐπιδέσμου περιειλούμενος ἐστι γὰρ ἱμαντώδης. ὁ δὲ παχύτερος φλοιὸς σύν οἴνῳ ἤ ὕδατι ψυχρῶ ποθεὶς οὐγγίας μιᾶς πλῆθος ἄγει φλέγμα. τὸ δὲ ἀφέψημα τῶν ῥιζῶν ἤ τῶν φύλλων καταντλούμενον τά κατάγματα πωροῖ τάχιον. τὸ δὲ ἐν τοῖς θυλακίοις κατὰ τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν εὑρισκόμενον ὑγρὸν στιλβοῖ πρόσωπον ἐπιχριόμενον, ξηραινόμενον δὲ τὸ ὑγρὸν τοῦτο ἀναλύεται εἰς θηρία κωνωποειδῆ.

2 καὶ λαχανεύεται δὲ τὰ πρόσφατα τῶν φύλλων ἑψόμενα εἰς προσοψήματα.

ἡ δὲ ἀπὸ τῶν παλαιῶν ξύλων καὶ πρέμνων σαπρία συνισταμένη [*](3 SIM. Pl. XXIV 47 (e S. N.); D. eup. I 235 (215) I 18 (103).) [*](3 EXC. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](11 SIM. Theophr. h. pl. IX 1, 2; Pl. XXIV 48 sq.: D. eup. I 129 (159) I 163 (178) I 110 (148) I 184 (191) I 185 (192) I 170 (182).) [*](11 EXC. Gal. XII 109. 118 (unde Aet. et Paul. Aeg. l. s.).) [*](2 δυσεντερίας HDi) [*](3 num. cap. πγ QDi: om. V: Qγ΄ Dl αἴγειρος· τούτου Di 4 ἀκόποις τε καὶ μαλάγμασιν Paul. Aeg. l. s. 5 ὁ καρπὸς δὲ Di 6 ὠφελεῖ (om. ἱστορ.) Di ὠφελεῖν ἱστορεῖται ἢ 7 ἀποχε;όμενον H πήγνυται καὶ γίνεται M, cf. D. 1 1l3. II 193. III 126 ad rem cf Pl. XXXVII 43 sq. Ovid. met II 364 Philostr. im. I 11. Isid. XVII 7, 45) [*](11 num. cap. πδ QDi: ι𝔮 V Q δ΄ Dl πτελαίας H ἀκραίμονες VHDi 15 φυχρῷ om. H ὅσον οὐγγίας H α΄ F: οὐ(γγ superscr.) α Di: σόαν (sic) V 16 καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ Di φύλλων ἢ τοῦ φλοιοῦ τῶν ῥιζῶν Di: τοῦ φλοιοῦ τῶν ῥιζῶν ἢ τῶν φύλλων H eius corii elixatura et fomento adibita Dl 17 τὰ om. HDi κάταγμα HDi ταῖς φύσαις libri: folliculi Pl.: flore Dl: θυλακίοις D. eup. I 163 (178): correxi 18 στίλβει V 20 θηριακῶν ἀπὸ είδη V: θηριακὰ (comp. scr.) δὲ ὀποειδῆ F καὶ om. Di 22 nov. cap. (ιζ) incip. V. mg. add. περὶ σαπρότητος ξύλων Di: σαπρώτης ξύλων H)

81
ὥσπερ ἄλευρον καταπασσομένη ἀνακαθαίρει καὶ ἀπουλοῖ ἕλκη. τὰ δὲ ἑρπυστικὰ ἐπέχει σύν ἴσῳ ἀνήσσῳ φυραθεῖσα ἐλαίῳ ἐν ὀθονίῳ τε καεῖσα καὶ λεία καταπασσομένη.

85 καλάμων ὁ μέν τις καλεῖται ναστός, ἐξ οὖ τὰ βέλη γίνεται, ὁ δέ τις θῆλυς, ἐξ οὖ αἱ γλῶτται τοῖς αὐλοῖς κατασκευάζονται· ἄλλος δὲ συριγγίας, παχύσαρκος, πυκνογόνατος, εἰς βιβλιογραφίαν ἐπιτήδειος, ὁ δέ τις παχύς καὶ κοῖλος, παρὰ ποταμοῖς φυόμενος, ὃς καὶ δόναξ καλεῖται, ὑπό τινων δὲ Κύπριος, καὶ ἕτερος φραγμίτης, ὑπόλευκος, λεπτός, πᾶσι γνώριμος, οὖ ἡ ῥίζα καταπλασθεῖσα λεία καθ᾿ ἑαυτὴν καὶ σύν βολβοῖς ἐπισπᾶται σκόλοπας καὶ ἀκίδας, σύν ὄξει δὲ στρέμματα καὶ ὀσφύος ἀλγήματα παρηγορεῖ. τὰ δὲ φύλλα κοπέντα χλωρά καὶ ἐπιτεθέντα ἐρυσιπέλατά τε καὶ τὰς ἄλλας φλεγμονὰς ἰᾶται. ὁ δὲ φλοιὸς ἀλωπεκίας θεραπεύει καεὶς καὶ μετ᾿ ὄξους καταπλασθείς. ἡ δὲ ἀνθήλη τῶν καλάμων ἐμπεσοῦσα ταῖς ἀκοαῖς κώφωσιν ἐργάζεται. δύναται δὲ τὰ αὐτὰ καὶ ὁ Κύπριος λεγόμενος κάλαμος ποιεῖν.

86 πάπυρος γνώριμος πᾶσιν, ἀφ᾿ ἧς ὁ χάρτης κατασκευάζεται, εὔχρηστος δὲ εἰς τὴν ἰατρικὴν χρῆσιν, πρὸς ἀναστόμωσιν συρίγγων σκευασθεῖσα διάβροχος περιειλουμένου λίνου ἄχρι ξηρασίας· στεγνουμένη γάρ καὶ καθιεμένη ἐμπίπλαται ὑγρασίας καὶ ἐξοιδοῦσα διανοίγει τὰς σύριγγας. ἔχει δέ τι ἡ ῥίζα αὐτῆς [*](4 SIM. Theophr. h. pl. IV 11, 10 sq. Pl. XVI 156 sq. XXIV 85 sq. (e S. N.), D. eup. I 167 (180) I 226 (211) I 240 (221) I 169 (181) I 145 (137.) [*](4 EXC. Gal. XII 7 (═ Aet. et Paul. Aeg l. s.).) [*](18 SIM. Theophr. h. pl. IV s, 3. 4 (unde Pl. XII 71 sq): Pl. XXIV 88 (e 8. N.); D. eup. I 207 (202) I 82 (135) cf. Antyll. (Orib. II 433),) [*](18 EXC. Gal. XII 94 (unde Aet. et Paul. Aeg. l s.).) [*](1 καταπλασσομένη libri: correxi coll. D, eup. I 184 (191) 2 ἑρπηστικὰ QDi 3 ἐλαιῳ] σὺν ρἴνῳ libri: correxi coll. D. eup. I 175 (182) ὀθόναις HDi καταπλασσομένη libri: correxi coll. D. l. s.) [*](4 num. cap. πε QDi: ιη V: Qε΄ Dl καλάμων δὲ Di poet γίνεται deest V 6 παχύσαρκος libri: robore solido et duro Dl: πολύσαρδκος vulgo 9 ὑπδόλευκος λεπτός H: ὑπόλεπτος λευκός reliqui 10 αὑτὴν H 12 χλωρὰ κοπέντα vulgo 14 φλοιὸς libri: φλέως coni. Spr., at cf. D, eup. I 169 (181) καλάμου φλοιὸς χλωρὸς λεῖος (sc. ἐρυσιπέλατα ἰᾶται) 15 ἀνθή (λ superscr.) F: ἀνθη H πεσοῦσα H εἰς τὰς ἀκοὰς Di) [*](18 num. cap. π𝔮 QDi: Q 𝔮΄ Dl: initium cap. habet V γνώριμός ἐστι Di 19 εὔχρηστος V: εὐχρηστεῖ reliqui πρὸς τὴν ἐν ἰστρικῇ χρῆσιν Di τέχνην (χρῆσιν superscr.) V 20 σκευασθεῖσα διάβροχος] σκελετευθεῖσα coni. Marc. cf. D. eup. I 207 (202) 22 τι om. VF)

82
καὶ τρόφιμον· διαμασώμενοι γοῦν αὐτὴν οἱ ἐν Αἰγύπτῳ ἀποχυλίζουσιν ἐκπτύοντες τὸ διαμάσημα, χρῶνται δὲ καὶ ἀντὶ ξύλων αὐταῖς. ἡ δὲ κεκαυμένη πάπυρος ἄχρι τεφρώσεως δύναται νομάς ἐπέχειν τάς ἐν στόματι καὶ παντὶ μέρει· βέλτιον δὲ ὁ χάρτης καεὶς δρᾷ τὸ τοιοῦτον.

87 μυρίκη δένδρον ἐστὶ γνώριμον, παρὰ λίμναις καὶ τοῖς στασίμοις ὕδασι φυόμενον, καρπὸν ὡσπερεὶ ἄνθος φέρουσα βρυῶδες κατὰ τὴν σύστασιν. γεννᾶται δέ τις ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Συρίᾳ ἥμερος, κατὰ τὰ ἄλλα ὁμοίας οὖσα τῇ ἀγρίᾳ. καρπὸν δὲ φέρουσα ἐμφερῆ κηκίδι, ἀνώμαλον, στύφοντα τῇ γεύσει, ἁρμόζοντά τε ἀντὶ κηκίδος εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ καὶ στοματικὰ καὶ πρὸς αἵματος πτύσεις ἐν ποτῷ καὶ κοιλιακοῖς καὶ ῥοικαῖς γυναιξὶ καὶ ἰκτέρῳ καὶ φαλαγγιοδήκτοις, οἰδήματά τε στέλλει καταπλασβείς· καὶ ὁ ξλοιὸς δὲ τὰ αὐτὰ τῳ καρπῷ ποιεῖ.

2 τῶν δὲ φύλλων τὸ ἀφέψημα σὺν οἴνῳ ποθὲν σπλῆνα τήκει, καὶ ὀδονταλγίαις βοηθεῖ διακλυζόμενον, ἐγκάθισμά τε ῥοικαῖς, καὶ περίχυμα τοῖς φεῖρας καὶ κονίδας γεννῶσιν ἐπιτήδειον. καὶ ἡ ἀπὸ τῶν ξύλων δὲ τέφρα προστεθεῖσα ῥύσιν τὴν ἐκ μήτρας στέλλει. κατασκευάζουσι δὲ ἔνιοι ἐκ τοῦ πρέμνου καὶ κύλικας, αἷς ἐπὶ τῶν σπληνικῶν χρῶνται ἀντὶ ποτηρίων, ὡς τοῦ δι᾿ αὐτῶν πόματος ὠφελοῦντος.

88 ἐρείκη δένδρον ἐστὶ θαμνῶδες, ὅμοιον μυρίκῃ, μικρόγάζονται δὲ πολλῷ, οὖ τῳ ἄνθει αἱ μέλιτται χρώμεναι μέλι ἐργάζονται οὐ σπουδῇ.

ταύτης ἡ κόμη καὶ τὸ ἄνθος καταπλασσόμενα ἑρπετῶν δήγματα ἰᾶται.

[*](6 SIM. Pl. XIII 116; XXIV 67 (e 8. N.); D. eup. II 29 (239) II 82 (294) II in (268) II 121 (320) II 61 (273).)[*](6 EXC. Orib. XI s, v. (μυρίκη — στοματικὰ); Gal. XII 80.)[*](22 SIM. Pl. XXIV 64 (e 8. N.) cf. XI 42 XIII 114; schol. Nic. Th. 610 cf. Nic. Th. 610 (ex Apollod.); D. eup. II 117 (318).)[*](22 EXC. Orib. at. XI s. v. (ἐρείκη — ἰᾶται) cf. Gal. XI 877.)[*](6 num. cap. πζ QDi: Qζ Dl 7 ὥσπερ Orib.H 8 τις om. Orib.H 9 σὖσα addidi δὲ om. Orib.FDi φέρει H: φ(ερ΄ superscr.) F: φέρουσα reliqui ἀνωμάλως Di 10 τὴν γεῦσιν Orib.: κατὰ τήν γεῦσιν Di ἁρμόζοντα κατὰ τὴν κικίδος χρῆσιν Orib. 11 στοματικὰ καὶ ὀφθαλμικὰ Di 13 ἰκτέρῳ τε (om. καὶ pr.) Di 14 ποιεῖ τῳ καρπῷ Di 15 φύλλων] ῥιζῶν Spr.: corium eius Dl: μυρίκης ἀπόζεμα ἢ τὸ σπέρμα νὺν οἴνῳ D. eup. II 61 (273) 18 τὴν om. Di 19 ἐκ τοῦ πρέμνου post κύλικας colloc. Di κοίλιδας F 20 δι᾿ om. H 22 num. cap. πη QDi: Qη΄ Dl ἐρείκη ἑρμοδάκτυλος F (ind.) 23 αί addidi 24 οὐ om. H σπουδαῖον p: mel non probum Orib. lat. interp.)
89

89 ἀκακαλλὶς θάμνου καρπός ἐστι γεννωμένου ἐν Αἰγύπτῳ, ἐοικώς κατά τι τῷ τῆς μυρίκης καρπῷ, οὖ τὸ ἀπόβρεγμα μείγνυται κολλυρίοις τοῖς πρὸς ὀξυδερκίαν ἁρμάζουσιν.

90 ῥάμνος θάμνος ἐστὶ περὶ φραγμούς φυόμενος, ῥάβδους ἔχων ὀρθὰς καὶ ἀκάνθας ὥσπερ ὀξυάκανθα, φύλλα δ᾿ ὑπομήκη, ὑπολίπαρα, μαλακά. ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα παρά ταύτην λευκοτέρα, ἐστι δὲ καὶ τρίτη μελάντερα ἔχουσα τά φύλλα καὶ πλατύτερα σύν τῳ ἠρέμα ἐρυθραίνεσθαι, ῥάβδους μακράς πήχεων ὡς πέντε καὶ μᾶλλον ἀκανθώδεις· ἦττον δὲ στερεάς καὶ ἐπάκμους ἔχει τάς ἀκάνθας. καρπὸς δὲ πλατύς, λεπτός, ὡς θυλακώδης, ἐοικώς σφονδύλῳ.

90 RV: ῥάμνος οἱ δὲ Περσεφόνιον, οἱ δὲ λευκάκανθα, Ῥωμαῖοι σπίνα ἄλβα, οἱ δὲ σπίνα κερβάλις, Ἄφροι ἀταδίμ. θάμνος ἐστὶν ἀρθός, ἔχων ῥάδους καὶ ἀκάνθας ὥσπερ ὀξυάκανθα, φύλλα μακρά, ὑπομήκη, ὑπολίπαρα, μαλακά. ἐστι δὲ καὶ ἑτέρα λευκοτέρα καὶ τάς ῥάβδους ἔχουσα μακροτέρας μὲν καὶ ἀκανθώδεις, ἧττον δὲ στερεάς, τὸν δὲ καρπὸν λευκόν, κοινῶς λεπτόν, θυλακώδη. φύονται δὲ περὶ φραγμοῖς. τὰ δὲ φύλλα αὐτῶν λέγεται ποιεῖν καταπλασσόμενα πρὸς ἐρυσιπέλατα καὶ ἕρπητας.

[*](1 EXC. orib. XI s. 7. (ἀκακαλλὶς — καρπῷ); Paul. Aeg. VII 3 s. v.)[*](4 SIM. Theophr. h. pl. III 18, 2; Pl. XXIV 124 (e S. N): carm. de h. 2 schol. Nic. Th. 860; cf. E. Rohde Psyche2 217, 3. 699.)[*](4 EXC. Orib. XII s. v. (ῥάμνος — σφονδύλῳ); Gal. XII 111 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](1 num. cap. πθ QDi: Qθ΄ Dl ἀκακαλὶς QDi (ἀκακαλλὶς H in ind.) Orib: ἀκαλλὶς Paul. Aeg. t. s., cf. Ath. XV 681 E, Hes. s. v. ad ἀκακαλλὶς schol. Paris. Orib. (II 741 D.) πολλὰ περὶ τῆς ἀκακαλίδος ὁ (superscr.) πάμφιλός φησι δεικνὺς ἠγνοηκέναι αὐτὸν τήν βοτάνην θάμνου ἐστὶ H γεννώμενος Orib.H 2 τῆς addidi ex Orib. 3 ὀξυδορκίαν καὶ ἀμβλυωπίαν Q, at cf. Paul. Aeg. 1. s. τοῖς πρὸς ὀξυδερκίαν κολλυρίοις μείγνυται)[*](4 num. cap. 𝔮 QDi: Dl post ὁάμνος syn. e R add. HDi φραγ- μοῖς 0rib. 5 καὶ ἀκάνθας om. 0rib. ἡ ὀξυάκανθα Di: ὀξυάκανθος Orib. post φύλλα add. μακρά R: μικρά Di δ᾿ addidi ἐπιμήκη Orib. 6 ἔστιν καὶ Orib. παρ᾿ αὐτὴν Orib.: om. Di, cf. Blaß Gr. d. neut. Gr. 139, 4 7 ἔστι δὲ Q: ἔσει 0rib. (mg. ἔστι — πλατύτερα om. add. 02): om. Di δὲ seclusi καὶ ante πλατ. om. ante ἐρυθρ. add. Orib. 8 ῥάβδους ἔχουσα 0rib. 9 ὡς κέντε πήχεων Orib. καὶ (pr.) om. Orib.Di 10 ἔχει om. Orib. δὲ om. Orib. πλατὺς καὶ λεπτός Orib. λευκὸς (e R) λεπτός Di: λεπτὸς λευκός H: semen latum est et tenue et in folle reclusum sicut sfondilum D] 11 σπον- δυλίφ Orib.)[*](12 N fol. 129: om. C 16 ἔχουσα addidi)
84

ποιεῖ δὲ πασῶν τὰ φύλλα πρὸς ἐρυσιπέλατα καὶ ἔρπητας καταπλασσόμενα. λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυκαταπλασσόμενα. προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας.

91 ἅλιμον θάμνος ἐστὶ φραγμίτης, ὅμοιος ῥάμνῳ, οὐκ ἔχων ἀκάνθας, φύλλα δὲ ἐλαίας παραπλήσια, πλατύτερα μέντοι· φύεται ἐν παραθαλασσίοις τόποις καὶ φραγμοῖς. λαχανεύεται δὲ αὐτῆς τὰ φύλλα ἑψόμενα εἰς βρῶσιν. τῆς δὲ ῥίζης δραχμῆς μιᾶς ὁλκὴ ποθεῖσα σύν μελικράτῳ σπάσματα καὶ ῥήγδραχμῆς καὶ στρόφους πραύνει καὶ γάλα κατασπᾷ.

92 παλίουρος γνώριμος θάμνος ἀκανθώδης, στερεός, [*](91 RV: ἅλιμος· οἱ δὲ δαμασώνιον, οἱ δὲ ἐρυμάτιον, οἱ δὲ Βρεττανική, οἱ δὲ ῥαβδίον, οἱ δὲ βασίλειον, προφῆται Ἑρμοῦ βάσις, ὁμοίως ἀψίς, οἱ δὲ Οσίριδος διάδημα, οἱ δὲ ἡλίου στέφανος, οἱ δὲ ἱερὸς καλός, Πυθαγόρας ἀνθηρός, Αἰγύπτιοι ἀσφοιί, οἱ δὲ ἀσοντηρί, οἱ δὲ ἀσελλοηρί, οἱ δὲ ἀσαραφί, Ῥωμαῖοι ἀλβούκιουμ, οἱ δὲ ἀμπουλλάκιαμ. θάμνος ἐστὶ φραγμίτης, ῥάμνῳ παραπλήσιος, οὐ μὴν ἀκανθώδης, ὑπόλευκος, ὅ τε σύμπας καὶ τὰ φύλλα καθάπερ ἐλαίας, πλατύτερα μέντοι καὶ ἁπαλώτερα. γεννᾶται δὲ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν παραθαλαττίοις τόποις καὶ φραγμοῖς. καὶ τὰ φύλλα μὲν ἐσθίεται, τῆς δὲ ῥίζηε δραχμή μία μετὰ μελικράτου ποιεῖ πρὸς σπάσματα καὶ ῥήγματα καὶ στρόφους.) [*](4 SIM. Pl. XXII 73 (e S. N.); D. eup. Il 84 246) I 138 (163).) [*](4 EXC. Orib. XI s. v. (ἄλιμον — βρῶσιν); cM. Gal. XI 821 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v.) [*](10 SIM. Theophr. h. pl. III 18, s, Pl. XIII 111; XXIV 115 e S. N.); D. eup. lI 111 (310) cf. Ath. XIV 650 a; Hes. s. v.) [*](10 EXC Gal. XII 93 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](4 num. cap. Ϛα QDi: ρα Dl ἄλιμος ROrib.Di post ἅλιμον syn. e R add. HDi post ὁάμνῳ e R add. ὑπόλευκος Spr, fort. recte cf. Pl. l. s. 5 δὲ om. Orib. ἐλαίας F: ἐλαίᾳ reliqui 6 τόποις addidi e R καὶ κρηπνοε καὶ φραγμοῖς Orib. 8 a ἡλκὴ HDi:) [*](10 num. cap. ἡ QDi: ρβ΄ Dl παλλίουρος libri γνώριμός ἐστι Di θάμνος om. H) [*](11 C fol. 35r: N 2 ἔρυμον librA: correxi 12 βρττανική R: βρετανική HDi: correxi προφῆται βασίλιον C (ord. syn. auctorum perturbavit) 13 σαψίς libri: correxi διάδημα om. C 14 καλός] καυλός Spr. ἀνθηνορος libri: correxi post ἀνθηρός pergit ῥωμαῖοι ἀσφηδασουκιουμ, οἱ δὲ ἀμπουλλα- κια C 15 ἀσφοιη N: ἄσφη HDi (post ἀσοντηρί colloc.) ἀσοντιρί Di ἀσελ- λοηρη N: ἀσελοηρί H: ἀσεαλονρί Di: correxi ἀσαραφη N: ἀσαρηφί H: ἀσαριφή Di 16 ἀμπουλλακια R: ἀμπελουκιάμ HDi, cf. Pl. XV 55. 58 θάμνος δὲ C)

85
οὖ τὸ σπέρμα λιπαρὸν καὶ γλινῶδες εὐρίσκεται· ὅπερ πινόμενον βηξὶν ἀρήγει καὶ τούς ἐν κύστει λίθους θρύπτει καὶ πρὸς ἑρπετῶν δήγματα ποιεῖ, τὰ δὲ φύλλα καὶ ἠ ῥίζα στυπτικά, ὧν τὸ ἀφέψημα ποθὲν κοιλίαν ἵστησιν, οὖρά τε ἄγει καὶ θανασίμοις καὶ θηριοδήκτοις βοηθεῖ, διαφορεῖ δὲ πάντα τὰ πρόσφατα φύματα καὶ οἰδήματα ἡ ῥίζα λεία ἐπιπλασθεῖσα.

93 ὀξυάκανθα· οἱ δὲ πυρῆνα, οἱ δὲ πυρακάνθην καλοῦσι. δένδρον ἐστὶ παραπλήσιον ἀχράδι, μικρότερον δὲ καὶ ἀκανθῶδες ἄγαν· καρπὸν δὲ φέρει μύρτῳ ἐμφερῆ, ἁδρόν, ἐρυθρόν, εὔθρυπτον, ἔνδοθεν πυρῆνας ἔχοντα, ῥίζαν πολυσχιδῆ καὶ βαθεῖαν.

τούτου ὁ καρπὸς διάρροιαν ἵστησι καὶ ῥοῦν γυναικεῖον πινόμενος καὶ ἐσθιόμενος. ἡ δὲ ῥίζα καταπλασθεῖσα λεία σκόλοπας καὶ ἀκίδας ἐπισπᾶται. ἱστορεῖται δὲ δύνασθαι ἡ ῥίζα καὶ ἐκτρωσμούς ἐργάζεσθαι τῆς κοιλίας ἡσυχῆ τρὶς πληχθείσης χρισθείσης.

94 κυνόσβατος· οἱ δὲ ὀξυάκανθαν καλοῦσι. θάμνος ἐστὶ βάτου πολλῷ μείζων, δενδρώδης. φύλλα φέρει πλατύτερα μυρσίνης, ἄκανθαν δὲ περὶ ταῖς ῥάβδοις ἰσχυράν, ἄνθος λευκόν, καρπὸν ἐπιμήκη, πυρῆνι ἐλαίας ἐοικότα, ἐν τῷ πεπαίνεσθαι πυρράν, τὰ δὲ ἐντὸς ἐριώδη. ἵστησι δὲ κοιλίαν ὁ καρπὸς ξηρὸς [*](7 SIM. Pl. XXIV 114 cf. Theophr. h. pl. I 9, 3. III 3, 3. III 4. 4; D. eup. II 82 (294 erravit D.) eup. I 167 (180).) [*](7 EXC. Orib. XII s. v. (ὀξυάκανθος — βαθεῖαν); Gal. XII 90 (unde Aet. I e. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](17 SIM. Theophr. h. pl. III 18, 4: Pl. XXIV 121 (unde ?); D. eup. Ii 82 (294); cf. schol. Theocr. V 92; Ath. II 70 cd.) [*](17 EXC. Ps. D. de h. f. c. 61 (cap. de cynosbato cum D. II 172 conflatum) Gal. XII 52 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 ἐφ᾿ οὗ F (ὲφ᾿ dittogr.) λιγνυῶδες HDi: λινοειδὲς coni. Sar. coll. Theophr. l. s. 5 καὶ θηριοδήκτοις om. Dl. at cf. Pl. l. s. δὲ] τε H 6 λεία om. H.) [*](7 num. cap. 𝒢γ QDi: ργ΄ Dl ὀξυάκανθα F (ὀξυάκανθος ind.) HDi: ὀξυά- κανθος Theophr. Gal. D. eup. Orib. οἱ δὲ — καλοῦσι om. 0rib. πυρίναν F: πυρῆναν H πυρῆνα Di: damamen (sic) Dl πιτυάνθην QDi: pianthem Dl: corr. Salm. cf. D. I 118 9 δὲ om. Orib. μὑρτοις Orib.: fort. recte post ἐρυθρόν add. ἀραίαν Orib.: ἀραιός Gal. (varia lectio pro ἁδρόν) 10 εὔ- θρυπτον om. Orib. πυρῆνα HDi ῥίζαν (add. O2) δὲ Orib. 13 καὶ ἐσθιόμενος om. P, at cf. Gal. l. s. 14 τὸν ῥίζαν HDi) [*](17 num. cap. 𝒢δ QDi: ρδ΄ Dl κυνόσβατον HDi ὀξυάκανθα H) [*](18 πολλῷ πλατύτερα Di 19 ἄκανθαν (comp. scr.) F: άκάνθας reliqui 20 πυ- ρίνη F)

86
δίχα τοῦ ἐν αὐτῷ ἐριώδους — κακωτικὸν γάρ τῆς ἀρτηρίας τοῦτο — ἐν οἴνῳ ἀποζεννύμενος καὶ πινόμενος.

95 κύπρος δένδρον ἐστὶ ξύλλα ἔχον περὶ ταῖς ῥάβδοις ἐλαίᾳ παραπλήσια, πλατύτερα δὲ καὶ μαλαώτερα καὶ χλωρότερα, ἄνθη λευκά, βοτρυώδη, εὐώδη, σπέρμα μέλαν, ὅμοιον τῳ τῆς ἀκτῆς. γεννᾶται δὲ ἀρίστη ἐν τῇ Ασκάλωνι καὶ Κανώπῃ.

δδύναμιν δὲ ἔχει τά φύλλα στυπτικήν, ὅθεν διαμασηθέντα ἄφθας ἰᾶται, καὶ τούς ἄνθρακας καὶ τὰς ἄλλας πυρώδεις φλεγμονὰς καταπλασθέντα ὠφελεῖ. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῶν πυρικαύτων κατάντλημα. ξανθίζει δὲ καὶ τρίχας στρουθίου χυλῷ λεῖα τὰ φύλλα βραχέντα καὶ ἐγχρισθέντα. τὸ δὲ ἄνθος ἐπιπλασθὲν τῳ μετώπῳ λεῖον μετ᾿ ὄξους κεφαλαλγίας παύει. τὸ δὲ σκευαζόμενον ἐξ αὐτῆς χρῖσμα κύπρινον θερμαντικὸν γίνεται καὶ μαλακτικὸν νεύρων, εὐῶδες, προσλαμβάνον πυρωτικὰ μείγματα.

96 φιλύρα δένδρον ἐστὶν ὅμοιον κύπρῳ κατὰ μέγεθος, φύλλα δὲ ἐλαίας ὅμοια, πλατύτερα δὲ καὶ μελάντερα. καρπὸν δὲ ἔχει σχίνῳ ἐμφφερῆ, μέλανα, ὑπόγλυκυν, ὡς ἐν βότρυσι κείμενον. ἐν τραχέσι δὲ τόποις γεννᾶται.

ταύτης τά φύλλα στύφει ὡς ἀγριελαία, ποιοῦντα πρὸς τὰ στύψεως δεόμενα, μάλιστα τοῖς ἐνστομίοις ἕλκεσι διαμάσημα καὶ διάκλυσμα τὸ ἀφέψημα, καὶ πινόμενον δὲ οὖρα καὶ ἔμμηνα ἄγει.

[*](3 SIM. Pl. XII 109. XXIII 90 (e S. N.): D. eup. I 82 (135) I 200 (197) I 97 (142).)[*](3 EXC. Orib. XI s. v. (κύπρος — ἀκτῆς); Gal. XII 54 (cf. Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](16 SIM. Theophr. h. pl. III 10, 4; Pl. XXIV 50.)[*](16 EXC. Orib. XII s v. (φιλύρα — γεννᾶται); Paul. Acg. VII 3 s. v.)[*](2 ἀποζεννύμενον ἐν οἴνῳ καὶ πινόμενον Di: ἐν οἴνῳ ἀποζεννύμενον καὶ πινόμενον Q: corr. e cod. suo Lac.)[*](3 num. cap. 𝒢ε QDi: ρε Dl τὰς ῥάβδους Orib. 4 ἐλαίας H καὶ μαλακώτερα om. Orib.H 5 λευκὰ καὶ Q (dittogr.) βρυώδη QDi καὶ εὐ- ώδη Q 6 ἀσκαλωνικῇ F (dittogr.) 8 τοὺς ἄνθρακας Q: καὶ ἄνθρακας post ὠφελεῖ colloc. Di 11 τὰ φύλλα λεῖα HDi 13 σὐτοῦ HDi 14 εὐῶδες om. Di ἂν τῳ προσλαμβάνειν Di πυρωτικὸν σμέγματος H)[*](15 num. cap 𝒢𝔮 QDi: ρ𝔮΄ Dl φιλλύρα F (φιλύρα ind.) Dl: φίλυρις 0rib.: φιλλυρέα reliqui 17 ὅμοια ἐλαίᾳ Orib. ἔχει καρπὸν Orib. 18 σχοίνῳ H: ἔχίνῳ Orib. 19 τραχέσι τόποις γεννώμενον Orib. 23 κινεῖ H Paul. Aeg. l. s.: menses sistunt Pl, l. s.)
87

97 κίσθος, δν ἔνιοι κίσθαρον ἤ κίσσαρον καλοῦσι, θάμνος ἐστὶν ἐν πετρώδεσι τόποις φυόμενος, πολύκλαδος, ξυλώδης, οὐχ ὑψηλός, φύλλα ἔχων περιφερῆ. στρυφνά, μέλανα  δασέα· ἄνθη ὥσπερ ῥόας, ἐπὶ μὲν τοῦ ἄρρενος ἐμπόρφυρα, ἐπὶ δὲ τοῦ θήλεος λευκά.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικὴν τὰ ἄνθη λεῖα πινόμενα σὺν οἴνῳ αὐστηρῷ, ὅθεν δυσεντερικοῖς ἁρμόζει λαμβανόμενα δὶς τῆς ἡμέρας. καθ᾿ ἑαυτὰ δὲ καταπλασθέντα νομάς ἐφίστησι, σὺν κηρωτῇ δὲ πυρίκαυτα καὶ παλαιὰ ἕλκη ἰᾶται.

φύεται δὲ παρὰ τάς ῥίζας τοῦ κίσθου ἡ λεγομένη ὑποκιστίς, 2 ὐπ᾿ ἐνίων δὲ ὀρόβηθρον ἤ κύτινος καλουμένη, ὅμοιόν [*](97 RV: ὑποκισθίς· οἱ δὲ ὑποκυσθίν, οἱ δὲ ὀρόβηθρον, οἱ δὲ θορύβηθρον, οἱ δὲ κύτινος, οἱ δὲ λεοντιάε, οἱ δὲ Διονυσιάς, οἱ δὲ θύρσιον.) [*](ὑποκισθίς ἑτέρα· οἱ δὲ αἰείβιον, οἱ δὲ κύτινον ἄφυλλον, οἱ δὲ θύρσιον, οἱ δὲ θορύβηθρον, οἱ δὲ καὶ ὀρόβηθρον, Ἄφροι βιλλεσαδέ.) [*](1 SIM. Theophr. h. pl. VI 2, 1 (cf. Hes. s. v): Pl. XXIV 81 e S. N.).) [*](1 EXC. Orib. XI s. v. (κίσθος — λευκά); Gal. XII 27 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](10 SIM. Pl. XXVI 49 (e S. N.): D. eup. II 51 (264) II 48 (260) II 80 (239) II 82 (293).) [*](10 ERC. Orib. XII s. v. (φύεται — λυκίου); Gal. XII 27 (cf. Paul. Aeg. s. V. ὑποκιστίς).) [*](1 mum. cap. 𝒢ζ QDi: ρζ Dl tit. περὶ κίσθου FDi: περὶ κίσθου ἐν ᾧ καὶ περὶ λαδίνης H (κίσθος τοῦ λαδάνου τὸ βότανον ind. F) κίστος ἢ κίσθα- ρον Gal.: κίσθος libri ἢ κίσσαρον om. Dl, cf. D, II 178 2 ξυλώδης F: φυλλώ- δης reliqui, cf. Theophr. l. s. 3 στρυφνά om. H μέλανα addidi e H 4 ἄνθη ἄρρενος vulgo: at ἄρρενος om. libri, ergo ἐπὶ μὲν — ἐμπόρφυρα addidi (Vers. om. libri, quem 24—26 litteras amplexum esse statui cf. D. vol. I praef. 21), ad rem cf. Theophr. l. s. Pl. l. s. 6 post στυπτικὴν colloc. ὅθεν Di λεἴα om. Di πιν. δὲς τῆς ἡμέρας ἐν οἶνῳ αὐτστηρῷ Di 7 δυσεντερίαις Di 8 μὑτὰ libri: correxi 9 δὲ om. F 10 mg. add. περὶ ὑποκισθίδος HDi ταῖς ῥίζαις ROrib. κοστοῦ Orib.: κησσου C: κισσου (i. e. κισθου) N ὑποκυστίς FOrib.N: ὑποκισσις C: hyroquistis Dl: ὑποκιστίς D. eup. l. s. Gal.: hypocisthis Pl. 11 ἐπʼ ἐνίων — ῥόας om. R καλούμενος H) [*](12 C fol. 354v: N 145 ὑποκισθίς scripsi: ὑποκισσιν C: ὑποκυστις N οἱ δὲ ὑποκυσσιν N: om, C: correxi 13 κυταμινος λεων R: correxi οἱ δὲ λεοντιάς om, C) [*](15 C fol 355r: N 145 ὑποκισσιν ἕτερον C: ὑποκυστις ἑτέρα N αιο- βιον R: correxi 16 ὀροβηθρον καλοῦσι N 17 βιλλεσαδε vel βιαλεσαδε C φυλλεσαδέ H)

88
τι κυτίνῳ ῥόας· καὶ τὸ μέν τι αὐτοῦ κιρρὸν τὸ δὲ χλωρὸν τὸ δὲ λευκόν, ὅπερ χυλίζεται ὥσπερ ἡ ἀκακία. ἔνιοι δὲ ξηράναντες αὐτὴν καὶ θλάσαντες βρέχουσί τε καὶ ἕψουσι καὶ τὰ ἄλλα ποιοῦσιν ὡς ἐπὶ τοῦ λυκίου. δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτὴν τῇ ἀκακίᾳ, στυπτικωτέραν δὲ καὶ ξηραντικωτέραν, ποιοῦσαν πρὸς κοιλιακούς, δυσεντερικούς, αἱμοπτυνικὐς καὶ ῥοῦν γυναικεῖον πινομένη καὶ ἐνιεμέμη.

3 ἐστι δὲ καὶ ἕτερον εἷδος κίσθου, καλούμενον ὑπ᾿  ἐνίων λῆδον, θάμνος κατὰ τὰ αὐτὰ φυόμενος τῷ κίσθῳ, μακρότερα δὲ τὰ φύλλα ἔχει καὶ μελάντερα, λιπαρίαν τινὰ κατὰ τὸ ἔαρ ἐπισπώμενα, ὧν φύλων ἡ δύναμις στυπτικὴ καθέστηκε, ποιοῦσα πρὸς ὅσα καὶ ὁ κίσθος. γίνεται δὲ ἐξ αὐτοῦ τὸ λεγόμενον λάδανον· τὰ φύλλα γὰρ αὐτοῦ νεμόμεναι αἱ αἷγε, ες καὶ οἱ τράγοι τὴν λιπαρίαν ἀναλαμβάνουσι τῷ πώγοωνι γνωρίμως καὶ τοῖς μηροῖς προσπλαττομένην διὰ τὸ τυγχάνειν ἱξώδη, ἡν ἀφαιροῦντες ὑλίζουσι καὶ ἀποτίθενται ἀναπλάσσοντες μαγίδας. ἔνιοι δὲ καὶ σχοινία ἐπισύρουσι τοῖς θάμνοις καὶ τὸ προσπλασθὲν αὐτοῖς λίπος ἀποξύσαντες ἀναπλάσσοισιν.

4 κράτιστον δέ ἐστιν αὐτοῦ τὸ εὐῶδες, ὑπόχλωρον, εὐμάλαντον, λιπαρόν, ἀμέτοχον ἄμμου ἢ ψαφαρίας, ῥητινῶδες. τοιοῦτον δέ ἐστι τὸ ἐν Κύπρῳ γεννώμενον, τὸ μέντοι Ἀραβικὸν καὶ Λιβικὸν εὐτελέστερον.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, μαλακτικήν, ἀναστομωτικήν. ἵστησι δὲ τὰς ῥεούσας τρίχας μιγὲν οἴνῳ καὶ σμύρνῃ καὶ μυρσινίνῳ ἐλαίῳ, οὐλάς τε εὐπρεπεστέρας ποιεῖ μετʼ οἴνου καταχριόμενον, καὶ ὠταλγίας μεθʼ ὐδρομέλιτος ἢ ῥοδίνου ἐγχεόμενον [*](8 SIM. Herod. III 112; Pl. XII 73; XXVI 47 sq. (e S. N.).) [*](8 EXC Gal. XII 28 (unde Act. I s. v.); Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](18 EXC Orib. t V 22 (D.) s. v. (κράτιο τον — γεννώμενον).) [*](18 SlM. Pl. XXVI 48. Cels. V 12 — Cels. VI 1. Pl. 48. D. eup. I 96 (141) — Pl. 48 — eup. II 70 (284) Pl. XXVI 157 — O. eup. II 31 (242) Pl. 48 — Cels. III 21 (107, 12).) [*](1 post ῥόας Afrorum syn. add. ll καὶ om. ROib. ἡ μέν τις κιρρά, πόα ἄφυλλος, ἡ δὲ λευκὴ ὁμοίως C: ἡ μέν τις κιρρὰ ἡ δὲ λευκὴ πόα ἄφυλλος αἵπερ N μέν τι scripsi: μέντοι Orib. F: μὲν HDi τὸ δὲ χλωρὁν post λευκὸν transpos. H: om. Orib. Dl: seclusi Spr. duce coll. Pl. I. s. 2 χυλίζονται R 3 αὐτὴν βρέχουσιν καὶ θλάσαι τες ἕφουσι R: αὐτὴν βρέχουσι θλάσαντες καὶ ἕψουσι Orib. 4 ἐπὶ τῇ τοῦ Ν 6 πινομένη καὶ πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον C: πινομένη ποιεἴ δὲ καὶ πρὸε ὁ. γ. N καὶ om. HDi 7 nov. cap. (ϥζ) περὶ λαδάνου incip. Di: περὶ λαδάνον mg. add. δὲ om. Di 10 λιπαρίαε τινὰε HDi 11 οὗ τῶν φύλλων H 13 αὐτῆς F 20 ψάμμου H ψμθαρίας F 22 post ἔχει add. στυπτικήν HDi: om. FDI 23 μυρσίνα ῳ HDi, at cf. D. eup. I 96 (141) σμύρνα σὺν οἴνῳ καὶ λαδάνῳ καί μυρσινίνῳ)

89
θεραπεύει. ὑποθυμιᾶται δὲ καὶ πρὸς δευτέρων ἐκβολάς, καὶ σκληρίας θεραπεύει τὰς ἐν μήτρᾳ ἐν πεσσῷ μιγέν, καὶ ταῖς ἀνωδύνοις καὶ βηχικαῖς καὶ μαλάγμασι χρησίμως μείγνυται, κοιλίαν τε ἵστησι σὺν οἴνῳ παλαιῷ ποθέν· ἐστι δὲ καὶ οὐρητικόν.

98 ἔθενος κρατίστη ἡ Αἰθιοπική, μέλαινα καὶ μὴ ἔχουσα κτηδόνας, ἐμφερὴς κέρατι εἰργασμένῳ τῇ λειότητι, θλασθεῖσα δὲ πυκνή, δηκτικὴ ἐν τῇ γεύσει καὶ ὑποστύφουσα, τεθεῖσά τε ἐπʼ ἀνθράκων μετʼ εὐωδίας καὶ δίχα καπνοῦ θυμιωμένη. ἡ δὲ πρόσφατος διὰ τὴν λιπαρίαν καὶ ἀνάπτεται πυρὶ προσαφθεῖσα, τριφθεῖσα δὲ ἐπʼ ἀκόνης ὑπόκιρρος γίνεται. ἐστι δέ τις καὶ Ἰνδική, ἔχουσα διαφύσεις λευκὰς καὶ κιρράς καὶ σπίλους ὁμοίως πυκνούς, πλὴν βελτίων ἡ πρώτη. ἔνιοι δὲ τὰ ἀκάνθινα ἢ καὶ συκάμινα καλούμενα ξύλα, ἐμφερῆ ὄντα, ἀντὶ ἐβένου πωλοῦσι· διαγινώσκεται δὲ ἐκ τοῦ χαῦνά τε εἶναι καὶ κατὰ σχίδακας μικρὰς ἀπολύεσθαι ἐμπορφύρους τῷ χρώματι, μηδὲν δὲ δηκτικὸν ἔχειν ἐν τῇ γεύσει ἢ ἐν τῇ θυμιάσει εὐῶδες.

δύναμιν δὲ ἔχει σμηκτικὴν τῶν ἐπισκοτούντων ταῖς κόραις, 2 ἀνδρικῶς δὲ ποιεῖ καὶ πρὸς τὰ παλαιὰ ῥεύματα καὶ φλυκτίδας. εἰ δέ τις ποιήσας ἐξ αὐτῆς ἀκόνιον χρῷτο εἰς τὰ κολλύρια, βέλτιον ἐνεργήσει. κατεργάζεται δὲ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ τῶν τορνευμάτων ἢ ῥινημάτων βρεχομένων ἐν οἴνῳ Χίῳ ἡμέραν καὶ νύκτα, εἶτα λειουμένων ἐπιμελῶς καὶ εἰς κολλύρια ἀναπλασσομένων. ἐνιοι δὲ προτρίψαντες διασήθουσιν αὐτήν, εἶθ’ οὕτω τὰ λοιπὰ ποιοῦσι, τινὲς δὲ ἀντὶ τοῦ οἴνου ὕδατι χρῶνται. καίεται δὲ ἐν ὠμῇ χύτρᾳ, ἕως ἂν ἀνθρακωθῇ, καὶ πλύνεται ὡς ὁ κεκαυμένος μόλιβδος. ἁρμόζει δὲ ἡ τοιαύτη πρὸς ψωροφθαλμίας καὶ ξηροφθαλμίας.

[*](6 SIM. Theophr h. pl. IV 4, 6. Theophr.] IX 20. 4; Pl. XII 17 sq. XXIV 89; D. eup. I 41 (112); Isid. XVII V, 36.)[*](6 EXC. Orib. at. XI s. v. (ἔβενος — εὐῶδες); Gal. XI 867 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](6 num. cap. ϥh QDi: ρη΄ Dl καὶ μέλαινα vulgo 7 ἐμφερεῖς QDi 8 τε om. H 9 ἐκθυμιωμένη Di 10 καὶ om. Orib.Di προσαχθεῖσα H 13 τὰ] καὶ H: om. F 14 σισάμινα F: σησάμινα H: σησάμινα ἢ ἀκάνθινα ξῦλα Di: συκάμινα cod. Lac. (E): sesamina αμΐ spinea ligna 0rib.: multi ligna ansamina et acantina vendunt Dl καλούμενα] καλοῦσι H: om. Orib. Di 16 δὲ om. H 17 ἔχεν FDi: ἐχούσας H 19 ἀνδρικάῶε om. H δὲ om. Q 20 αὐτοῦ Fv 21 δὲ καὶ v τοὺε ὀφθαλμοὺς H 22 ῥινισμάτων Q 23 λειομένων F: λελειωμένων H 24 διηθοῦσιν Di αὐτά HDi 27 τὸ τοιοῦτον Di ψαροφθαλμίας καὶ om. Di)
90

99 ῥόδα ψύχει, στύφει, τὰ δὲ ξηρὰ μᾶλλον στύφει. χυλίζειν δὲ δεῖ τὰ ἁπαλὰ ἀποψαλίσαντας τὸν ὄνυχα καλούμενον, ὅπερ ἐστὶ τὸ λευκὸν τὸ ἐν τῳ φύλλῳ, τὸ δὲ λοιπὸν ἐκθλίβειν καὶ τρίβειν ἐν σκιᾷ ἐν θυίᾳ, ἄχρις οὗ συστραρῇ, οὕτως τε ἀποτίθεσθαι εἰς τὰς ὀφθαλμικὰς περιχρίσεις. ξηραίνεται δὲ τὰ φύλλα ἐν σκιᾷ συνεχῶς στρεφόμενα, ἵνα μὴ εὐρωτιάσῃ. ποιεῖ δὲ τῶν ξηρῶν ἑψηθέντων ἐν οἴνῳ τὸ ἀπόθλιμμα πρὸς ἄλγημα κεφαλῆς, ὀφθαλμῶν, ὤτων, οὔλων, δακτυλίου ἀπευθυσμένου, ἐντέρου μήτρας πτερῷ ἐγχριόμενον καὶ προσκλυζόμενον.

2 αὐτὰ δὲ δίχα τοῦ ἐκθλιβῆναι κοπέντα ποιεῖ ἐπιπλαττόμενα πρὸς ὑποχονδρίων φλεγμονὰς καὶ στομάχου πλάδον καὶ πρὸς ἐρυσιπέλατα. ξηρὰ δὲ λεία παραμηρίοις προσπάσσεται καὶ ἀνθηραῖς καὶ τραυματικαῖς καὶ ἀντιδότοις μείγνυται· καίεται δὲ καὶ εἰς τὰ καλλιβλέφαρα. τὸ δὲ ἐν μέσοις τοῖς ῥόδοις εὑρισκόμενον ἄνθος πρὸς οὔλων ῥευματισμούς ξηρὸν προσπασθὲν ποιεῖ, καὶ αἱ κεφαλαὶ δὲ ποθεῖσαι κοιλίαν ῥέουσαν καὶ αἵματος ἀναγωγὴν ἐπέχουσιν.

3 αἱ λεγόμεναι δὲ ῥοδίδες σκευάζονται τοῦτον τὸν τρόπον· [*](99 RV: ῥόδον ἢ ῥόδα, Ρωμαῖοι ῥόσα.) [*](1 SIM. Pl. XXI 121 (e S. N.); D. eup. I 2 (95) I 69 (128) 1 31 (108) II 10 (231) I 169 (181) I 9 (134) II 29 (239).) [*](1 EXC. Orib. XII s. v. (ῥόδα — εὐρωτιάσῃ); Gal. XII 114.) [*](18 SIM. Pl. XXI 125; D. eup. I 113 (149) cf. Democr. Gal. XIV 133).) [*](1 num. cap. ϥθ QDi: ρθ΄ Dl ῥόδον ἢ ῥόδα ῥωμαῖοι ῥόσα Di (e R): Ῥωμαῖοι ῥόσα post στύφει add. H ψύχει καὶ στύφει HDi στύφει om. Orib. F, at cf. Pl. rosa adstringit, refrigerat 2 δεῖ om. R ἀποφαλλίσαντας QDi 3 ἐκθλίβειν ἐν σκιᾷ ἄχρι οὗ R 4 ἐν σκιᾷ καὶ θυείᾳ Orib.: ἐν σκιᾷ seclusi (dittogr.) καὶ οὕτως N: οὕτα HDi 5 χρίας τοῦτο (τοῦτο om. N) R 6 συνστρεφόμενα R 9 ἐντέρου om. R: glossam delevi ἢ πρωὶ: ἐγχεόμενον C: ἐγχεόμενον (om. πτερῷ) N 10 τοῦ] τὰ F:  πυρὸς (sic) R κοπέντα καὶ ἐπιπλασσόμενα RDi: ῥόδων ἄνθος ἐπιπασσόμενον τῷ πόματι (sc. στομάχου ῥευματισμοὺς ἵστησι) D, eup. II 10 (ἱ31): τῳ πόματι ἐπιπαττόμενα conicerem, nisi obstaret Pl. XXI 124 stomacho inponitur, item igni sacro non veteri 12 πρὸε om. RDi δὲ] τε R παρὰ μηροῖς HDi προσπλάσσεται C 13 ἀνθηραῖς καὶ τραυματικαῖς om. C ἀνθηρικαῖς N, ad rem cf. Scrib. L. 61. Cels. VI 11 (249, 4). Gal. XII 957. Antyll. (Orib. II 458) 14 τὰ om. R 15 ἄνθος εὑρισκόμενον R 16 καὶ addidi e C: αἱ δὲ κεφαλαἱ N 17 post ἐπέχουσιν add. τὰ δὲ χρυσἅ καὶ μονόφυλλα εἰς ἅπαντα ἀχρηστότερα. ἐστι καὶ ἐπίγειά τινα, μικρότερα, ἁπἅ, ἄγρια, εἰς πολλὰ τοῖς κηπευτοῖς εὐλαβέστερα vulgo 18 quae sequuntur om, R ῥοδίδες· αἱ λεγόμεναι δὲ F: καὶ αἱ λεγόμεναι δὲ Di τὸν τρόπον τσῦτον Di) [*](19 C fol. 279v: N 129 (vose selvaggie add. m. rec.))

91
ῥόδων χλωρῶν ἀβρόχων μεμαραμμένων δραχμάς τεσσαράκοντα, νάρδου Ἰνδικῆς δραχμάς πέντε, σμύρνης δραχμὰς ἒξ λεῖα ἀναπλάσσεται εἰς τροχίσκους τριωβολιαίους καὶ ἐν σκιᾷ ξηραίνεται· ἀποτίθεται δὲ εἰς κεραμεοῦν ἀγγεῖον ἀκώνητον περιεσφηκωμένον. ἔνιοι δὲ προστιθέασι καὶ κόστου δραχμὰς δύο καὶ ἴρεως Ἰλλυρικῆς τὸ αὐτὸ μίσγοντες μετὰ μέλιτος καὶ οἴνου Χίου. χρῆσις δέ ἐστιν αὐτῶν ἐπὶ γυναικῶν περιτιθεμένων τῳ τραχήλῳ ἀντὶ ὅρμου ἡδύπνου, ἀμβλυνουσῶν τὴν τῶν ἱδρώτων δυσωδίαν. χρῶνται δὲ αὐτοῖς καὶ λείοις ἐν διαπάσμασι μετὰ τὸ λουτρὸν καὶ συγχρίσμασι καὶ μετὰ τὸ ξηρανθῆναι ἐκλούονται ψυχρῷ.

s100 λύκιον, ὃ ἔνιοι πυξάκανθαν καλοῦσι, δένδρον ἐστὶν ἀκανθῶδες, ῥάβδους ἔχον τριπήχεις ἢ καὶ μείζονας, περὶ ἃς τὰ φύλλα πύξῳ ὅμοια, πυκνά. καρπὸν δὲ ἔχει ὡς πέπερι, μέλανα, πυκνόν, πικρὸν λίαν, καὶ τὸν φλοιὸν δὲ ὠχρόν, ὅμοιον τῳ διεθέντι λυκίῳ, ῥίζας δὲ πολλάς, πλατείας, ξυλώδεις. φύεται δὲ πλεῖστον ἐν Καππαδοκίᾳ καὶ Λυκίᾳ, καὶ ἐν ἄλλοις δὲ τόποις πολλοῖς· τραχέα δὲ φιλεῖ χωρία.

χυλίζεται δὲ τῶν ῥιζῶν σὺν τοῖς θάμνοις θλασθέντων καὶ 2 βραχέντων ἐφ᾿  ἱκανὰς ἡμέρας, εἶθ’ ἑψομένων, καὶ τῶν μὲν ξύλων ῥιπτομένων, τοῦ δὲ ὑγροῦ πάλιν ἑψομένου μέχρι μελιτώδους συστάσεως. δολοῦται δὲ ἀμόργης ἅμα τῇ ἑψήσει μειγνυμένης [*](11 SIM. Pl. XII 30 sq. XXIV 125 sq. (e S. N.); D. eup. I 48 (115) I 31 (108) 1 60 (123) I 85 (136) I 79 (134) I 217 207) Cels. V 1; eup. II 31 (242) II 113 (313) I 98 (142) I 170 (182) II 83 (294).) [*](11 EXC. Orib. XI s. v. (λύκιον — δυναμικώτερον); Gal. XII 63 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 μεμαραμένων F: μεμαρασμένων reliqui: correxi δραχμὰς μ΄ H: F: μ΄ Di 2 ε F: reliqui δραχμὰς q F: reliqui 3 ξηραί νονται Q 4 καὶ ἀποτίθεται (om. δὲ) Di περιεσφικωμένον F: περιεσφηνω- μένον Di 5 β΄ libri 6 ομίγοντες Η μίογοντες καὶ οἷνον χίον μετὰ μέλιτος Di 7 αὐ τῶν ἐστιν Di περιτεθέντων H 8 ὅρμων Di (om. ἡδύπνου) ἀμβλὐνουσαι Di: ἀμβλυνοῦ F 9 αὐτοῖε (sc. τοῖε φὑλλοις cf. Pl. XXI 125) F: om. Di λείω F διαπλάσμασι Q, ad rem cf. Antyll. (Orib. II 454) post διαπ. transp. καὶ συγχρίσμασι Di 10 ἐκλύονται H: ἐπεκλοὑονται v: ἀπεκλούονται vulgo) [*](11 num. cap. ρ QDi: ρί Dl πυξάκανθον Gal.: pyxacanthon Chironiam Pl. 12 ἢ] τε H μείζους H 13 post πυκνά add. μέσα θερμοῦ καὶ ψυχροῦ H 14 πυκνόν post πικρόν transpos. Di: om. 0rib. λίαν Orib.: λεῖον QDi: Pl, XII 30 fert et in spina piperis similitudinem praecipua amaritudine δὲ om. 0rib. 15 πολλάς om Orib. πλαγίας Dl 16 δὲ om. Orib. HDi 18 ῥιζῶν] φὑλλων Q, at cf. Pl. XXIV 125 cocuntur in agua tusi rami radices- que summae amaritudinis 19 ἑψηθέντων HDi 21 τῇ ἑφήσει ἅμα v)

92
ἢ ἀψινθίου χυλίσματος ἤ βοείας χολῆς. καὶ τὸ μὲν ἐπινηχόμενον ἀφρῶδες ἐν τῇ ἑψήσει ἀφελὼν ἀπόθου εἰς τὰ ὀφθαλμικά, τῷ δὲ λοιπῷ εἰς τὰ ἄλλα χρῶ. γίνεται δὲ καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ ὁμοίως χύλισμα ἐκπιεζομενου καὶ ἡλιαζομένου. ἔστι δὲ κάλλιστον τὸ καιόμενον λύκιον καὶ κατὰ τὴν σβέσιν τὀν ἀφρὸν ἐνερευθῆ ἔχον, ἔξωθεν μέλαν, διαιρεθὲν δὲ κιρρόν, ἄβρωμον, στῦφον μετὰ πικρίας, χρώματι κροκῶδες, οἷόν ἐστι τὸ Ἰνδικόν, διαφἐρον τοῦ λοιποῦ καὶ δυνομικώτερον.

3 δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικὴν καὶ τὰ ἐπισχοτοῦντα ταῖς κόραις καθαίρει, ψωριάσεις τε τὰς ἐπὶ τῶν βλεφἀρων καὶ κνησμοὺς καὶ τὰ παλαιά ῥεύματα θεραπεύει. ποιεῖ καὶ πρὸς ὦτα πυορροοῦντα, παρίσθμια, οὖλά τε εἱλκωμένα καὶ διερρωγότα χείλη, ῥαγάδας ἐν δακτυλίῳ, παρατρίμματα περιχριόμενν· ἁρμόζει καὶ κοιλιακοῖς καὶ δυσεντερικοῖς πινόμενον καὶ ἐγκλυζόμενον. δίδοται δὲ καὶ αἱμοπτυικοῖς καὶ βήττουσι σὺν ὕδατι, καὶ τοῖς ὑπὸ λυσσῶντος κυνὸς δηχθεῖσιν ἐν καταποτίῳ ἢ σὺν ὕδατι ποτόν. ξανθίζει δὲ καὶ τρίχας, πιρωνυχίτας τε καὶ ἕρπητας καὶ σηπεδόνας ἰᾶται· ἵστησι δὲ καὶ ῥοῦν γυναικεῖον προστιθέμενον.

4 λέγεται δὲ τὸ Ἰνδικὸν λὐκιον γίνεσθαι ἐκ θάμνου, τῆς λεγομένης λογχίτιδος. ἔστι δὲ εἶδος ἀκάνθης, ῥάβδους ἔχον ὀρθάς, τριπήχεις ἢ καὶ μείζους, πολλὰς ἀπὸ τοῦ πυθμένος, παχυτέρας βάτου, φλοιὸς ῥαγεὶς ἐνερευθής, τὰ δὲ φύλλα ὅμοια ἐλαίας, ἧς ἡ πόα ἐν ὄξει ἑψηθεῖσα καὶ ποτιζομένη ἱστορεῖται φλεγμονὰς σπληνὸς καὶ ἴκτερον θεραπεύειν καὶ καθάρσεις γυναικῶν ἄγειν· καὶ ὡμὴ δὲ λεία ποθεῖσα τὰ αὐτὰ ποιεῖν παραδίδοται, τοῦ δὲ σπέρματος μύστρα δύο ποθέντα ὑδατῶδες καθαίρειν καὶ θανασίμοις βοηθεῖν.

101 ἀκακία φύεται ἐν Αἰγύπτῳ. ἄκανθα δέ ἐστι δενδρώδης, [*](28 SIM. Theophr. h. pl. IV 2, 8;  Pl. XXIV 109.) [*](28 EXC. Orib. XI s. v. (ἀκακία — γεννᾶται, πλύνεται — ἵστησι); Orib. t. V 69 (D.); Gal. XI 816.) [*](1 χυλίσματος F Orib.: χιλίσπατι reliqui βοείᾳ χολῇ HDi: χολῆς βοείας Orib. 5 καὶ om, H 6 ἀχρὸν] καπνὸν Orib. δὲ om. H 7 κρο- κοειδές Orib. 11 τὰ om. v 12 τε om Di ἡλκπμένα FDi ἐρρωγότα Qv 13 δακτύλοις H: δακτυλίοις Di: δακτύ(λ superscr.) F ἐπιχριόμενον HDi 18 δὲ om, Di post προστιθέμενον add. βοηθεῖ δὲ καὶ λυσσοδήκτοις ποθὲν μετὰ γάλακτος ἢ ἀντὶ καταποτίου λαυβανόμενον HDi 20 ἔχον F: ἔχουσα reliqui 22 ἐνερενθείς F 23 ἐλαίᾳ HDi 24 θεραπεύειν] ἰᾶσθαι Di ηυναικείας Di 25 παραδέδοται Hv 26 ὑδατῶ(δ superscr.) F: ὐδατώδη reliqui καθαίρει H 27 βοηθεῖ II) [*](28 num. cap. ρα QDi: ρια΄ Dl)

93
θαμνώδης, οὐκ ἀρθοφυήῆς, ἄνθος ἔχουσα λευκόν, καρπὸν δὲ ὥσπερ θέρμου, λευκόν, ἐν λοβοῖς κείμενον, ἐξ οὗ καὶ ἐκθλίβεται τὸ χύλισμα ξηραινόμενον ἐν ἡλίῳ, μέλαν μὲν ἐκ τοῦ πεπείρου καρποῦ, ὑπόκιρρον δὲ ἐκ τοῦ ὠμοῦ. ἐκλέγου δὲ τὸ ἡρέμα ἔγκιρρον, εὐῶδες, ὡς ἐν ἀκακίᾳ. χυλίζουσι δέ τινες καὶ τὰ φύλλα σὺν τῳ καρπῷ· καὶ τὸ κόμμι δὲ ἐκ τῆς αὐτῆς ἀκάνθης γεννᾶται.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ψυκτικήν. ἁρμόζει δὲ ὁ χυλὸς 2 πρὸς τὰ ὀρθαλμικὰ καὶ ἐρυσιπέλατα, ἕρπητας, χιμέτλας, πτερύγια, τὰ ἐν τῷ στόματι ἕλκη, καὶ προπτώσεις δὲ ὀφθαλμῶν καθίστησιν. ἐπέχει δὲ καὶ ῥοῦν γυναικεῖον, καὶ τὰς προπτώσεις δὲ τῆς ὑστέρας στέλλει, κοιλίαν τε ῥέουσαν ἐπέχει πινόμενος καὶ ἐγκλυζόμενος· μελαίνει δὲ καὶ τρίχας. πλύνεται δὲ καὶ εἰς τὰ ἀφθαλμικά, τριβομένου οῦ χυλοῦ μεθʼ ὕδατος ἀποχεομένου τε τοῦ ἐπιπάγου, μέχρι ἄν καθαρὸν ἐφιστῆται τὸ ὕδωρ, καὶ οὕτως ἀναλαμβάνεται εἰς τροχίσκους.

καίεται δὲ ἐν 3 ὠμῇ χύτρᾳ μετὰ κερατίου ἐν καμίνῳ, ὀπτᾶται δὲ ἐπʼ ἀνθράκων ἐμφυσωμένων. τὸ δὲ τῆς ἀκάνθης ἕψημα καταντλούμενον ἄρθρα λελυμένα ἵστησι. τὸ δὲ κόμμι τῆς ἀκάνθης διαφέρει τὸ σκωληκοειδές, ὑελίζον, διαυγές, ἄξυλον, εἶτα τὸ λευκόν· τὸ δὲ ῥητινῶδες καὶ ῥυπαρὸν ἄχρηστον.

δύναμιν δὲ ἔχει παρεμπλαστικήν, ἀμβλυντικὴν δριμέων φαρμάκων, οἷς μείγνυται, πυρίκαυτά τε οὐκ ἐᾷ φλυκταινοῦσθαι καταχριόμενον μετʼ ὠοῦ.

[*](8 SIM. Pl. XXIV 110 — D. eup. I 168 (181) Pl. 110 — Pl. 110 eup. I 180 (189) — Pl. 110 eup. I 190 (193) — Pl. 110 eup. I 82 (135)— Pl. 110 eup. II 82 (293) — Pl. 110 eup. II 69 (283) — eup. II 17 (258)— Pl. 110 eup. I 99 (143) — Pl. 110 — Pl. 110 eup. I 227 (211).)[*](1 θαυνοειδής Orib. Di τὸν δὲ καρπὸν Di 2 θέρμου F: θέρμος Di: θέρμον reliqui λευκὸν om. 0rib. Di ad λοβοῖς schol. Paris. Orib. (II 743 D.) πολλὰ τοῦ λοβοῦ τὰ σημαινόμενα. δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἀγγεῖον, ὅθεν τὰ χλωρὰ ὄσπρια ἐκκομίζοντες ἐσθίομεν κείμενον om. rib. 3 ηλίῳ Orib.: σκιᾷ QDi: tunc densatur (sc. sucus) in sole mortariis in pastillos 4 τὸ ἐκ Orib. 6 τὸ om. Di αὐτῆς om. QDi 8 ψυκικήν om. H 9 χιμέτλας F: χείμεθλας H: χυμέτλας Di 10 δὲ om. H 13 πλύνεται] sc. ὁ καρπός: layantur in eos usus pastilli Pl. 14 καὶ om, 0rib. τριβομένου FDi: τριβομένη 0rib.: τριβόμενος H Sarac. τοῦ χυλοῦ addidi 15 τε addidi μέχρι ἂν F: μέχρις ἂν Di: ἄχρι ἂν 0rib.: ἄχριε ἂν Di ἐφίστησι H 16 κυκλίσκους Orib. 17 κεράμου libri: correxi. peruritur semen cum folliculo (κεράτιον a D. acaciae folliculus vocatur cf. D. eup. I 99, 143) 18 ἐμφυσσωμένων F: ἐκφυσ(σ add Di) ωμένη Orib. Di: ἐμφυσωπένη H ἀφέφημα Orib.)
94

4 φύεται δὲ καὶ ἑτέρα ἀκακία ἐν Καππαδοκίᾳ καὶ ἐν Πόντῳ, παρεμφέρουσα τῇ Αἰγυπτίᾳ, ἐλάττων μέντοι παρὰ πολὺ καὶ χαμαίζηλος καὶ τρυφερμτέρα, περίπλεως δὲ ἀκάνθης σκολοποειδοῦς, φύλλα ἔχουσα ὅμοια πηγάνῳ. τῳ δὲ φθινοπώρῳ φέρει σπέρμα ἐν θυλακίοις συνεζευγμένοις, τριχώροις ἢ τετραχώροις, ἔλαττον φακοῦ. στύφει δὲ καὶ αὐτὴ χυλιζομένη σύμπασα, πλὴν ἥττων τῇ δυνάμει καθέστηκεν, εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἀνεπιτήδειος οὖσα.

102 ἀμόργη ὑποστάθμη ἐστὶν ἐλαίας τῆς ἐκθλιβομένης, ἥτις ἑψηθεῖσα ἐν χαλκῷ Κυπρίῳ μέχρι μελιτώδους συστάσεως στύφει, ποιοῦσα πρὸς ἃ καὶ τὸ λύκιον, ἐκ περισσοῦ δὲ καὶ πρὸς ὀδονταλγίας, τραύματά τε περιχριομένη μετʼ ὄξους ᾒ οἴνου οἰνομέλιτος. μείγνυται δὲ καὶ ὀφθαλμικαῖς δυνάμεσι καὶ ἐμπλαστικαῖς, παλαιουμένη τε βελτίων γίνεται, ἔγκλυσμά τε αἰδοίῳ καὶ ἕδρᾳ καὶ μήτρᾳ εἱλκωμέναις ἐστὶ χρήσιμον. ἐκβάλλει δὲ καὶ τοὺς ἐφθαρμένους ὀδόντας σὺν ὀμφακίῳ ἑψηθεῖσα ἄχρι μελιτώδους συστάσεως καὶ περιπλασθεῖσα, ψώρας τε κτηνῶν σὺν θέρμων ἀποβρέγματι καὶ χαμαιλέοντος καταχριομένη θεραπεύει. ἡ δὲ ἀνέψητος καὶ πρόσφατος ποδαγρικούς καὶ ἀρθριτικοὺς ὠφελεῖ θερμὴ καταντληθεῖσα, ἐγχριομένη δὲ εἰς κώδιον καὶ ἐπιτιθεμένη ἐπὶ τῶν ὑδρωπικῶν στέλλει τὸν ὄγκον.

103 ἄγνος ᾔ λύγος θάμνος ἐστὶ δενδρώδης, παρὰ ποταμοῖς [*](1 EXC. 0rib. XI s. v. (φύεται — αἰγυπτίᾳ, ἥττων — οὔσα).) [*](9 SIM. Pl XXIII 74 sq. D. eup. I 1 (129) I 162 (177) I 222 (209) I 71 (129) I 235 (215) II 65 (280) cf Gal. XI 824.) [*](9 EXC Orib. XI s. v. (ἀμόργη — λὑκιον).) [*](22 SIM. Theophr. h. pl. III 18, 2 (s. v. ρἷσος); Pl. XXIV 59 (e S. N); schol. Nic. Th. 71. 63; Ael. n. a. IX 26 (e Sostrato); schol. Il. Λ 105, Et. M. s. v.; Erot. 57, 7.) [*](22 EXC. Gal. XI 807 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 ἐν ἄλλῳ (rubr.)· φύεται Di γίνεται 0rib. ἐν (alt.) om. Orib.Di 2 μὲν τῆ ἐν αἰγύπτῳ Orib. 3 σκωλοπειδοῦε H 4 πηγάνῳ ὅμοια Di τῷ — φέρει om. H 5 τὸ δὲ σπέρμα H 7 καὶ εἰς (om. οὖσα) 0rib.) [*](9 num. cap. ρβ QDi: ριβ΄ Dl: transponendo cap. 105 inser. Sar. ἐλαίου ἥτις Orib. 12 πρὸε τραύματα H: καὶ τραύματα Di (om. τε) ἐπιχριομένη Di μετʼ οἴνου ἢ ὄξους Di 13 ὀχθαλμικῇ (comp. scr.) δυνάμει F 14 ἵδρᾳ καὶ αἰδοίφ Di 15 μήτραις H χρήσιμος libri: χρήσιμον Spr. (Sar. duce) 16 ἀμφακίῳ] i. e. cum oleo omphacino cf. Dl, D. eup. I 71 (129) ἀμόργη ἡφημένη μετʼ ἐλαίου ὀμφακίνου, ἄχρις ἄν γένηται μελιτώδης: εἰ vero cum omphacio recoquatur ad mellis crassitudinem causarios dentes extrahit Pl, l. s. 18 ἀποβρέγματι Q: ἀφεψήματι Di: fort. ἀποζέματι cf, Pl. cum decocto lupinorum χαμαιλέοντι Di 20 καταπλασθεῖσα H, at cf. D I 235 (215)) [*](22 num. cap. ργ QDi: ριγ΄ Dl λύγνος F post λύγος syn. e R add. HDi)

95
τραχέσι τε τόποις καὶ χαράδραις φυόμενος, ῥάβδους ἔχων δυσθραύστους, φύλλα δὲ ὡσπερεὶ ἐλαίας, ἁπαλώτερα δέ. τὸ δ᾿  ἄνθος ἡ μέν τις λευκὸν σὺν τῳ ὑποπορφυρίζοντι ἡ δὲ πορφυροῦν φέρει, σπέρμα δὲ ὡς πέπερι.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, μαλακτικήν. ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς πινόμενος βοηθεῖ θηριοδήκτοις, σπληνικοῖς, ὑδρωπικοῖς.

κατασπᾷ δὲ καὶ γάλα, καὶ ἔμμηνα ἄγει πινόμενος ὅσον δραχμῆς 2 μιᾶς πλῆθος σὺν οἴνῳ, ἐκλύει δὲ καὶ γονήν, ἅπτεται δὲ καὶ κεφαλῆς κάρον ἐπιφέρων. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῆς τῆς πόας καὶ τοῦ καρποῦ εἰς ἐγκαθίσματα ταῖς περὶ ὑστέραν διαθέσεσι καὶ φλεγμοναῖς ἀρήγει. ποθὲν δὲ μετὰ γλήχωνος καὶ ὑποθυμιαθὲν [*](103 RV: ἄγνος· οἱ δὲ ἄγονον, οἱ δὲ λύγον, οἱ δὲ ἀμικτομίαινον, οἱ δὲ τριδάκτυλον, προφῆται σεμνόν, οἱ δὲ αἷμα ἴβεως, Αίγύπτιοι σούμ, Ῥωμαῖοι σάλιξ μαρίνα, οἱ δὲ πίπερ ἀγρέστε, οἱ δὲ λουκρίφικουμ. ὠνόμασται μέντοι ἄγνος διὰ τὸ ὑποστρώννυσθαι αὐτὴν τὰς ἐν τοῖς Θεσμοφορίοις ἁγνευούσας ἢ διὰ τὸ πινόμενον, ὡς λέγουσιν, τὸ σπέρμα ἐπὶ συνουσίαν ὁρμὰς ὑπεκλύειν· καλεῖται δὲ οὕτως διὰ τὸ εὐλόγιστον. θάμνος δέ ἐστιν δενδρώδης, φυόμενος παρὰ ποταμοῖς καὶ πεδίοις ἐφύδροις, ῥάβδους ἔχων μακράς, δυσθραύστους, φύλλα μείζονα τῶν ἐλαίας καὶ ἁπαλώτερα. τὸ δὲ ἄνθος ἡ μὲν πορφυροῦν, ἡ δὲ λευκὸν ἐν τῳ πορφυρίζοντι, σπέρμα δὲ ὡς πέπερι καὶ τῇ δυνάμει θερμαντικόν· διὸ καὶ θηριοδήκτοις μεμαρτύρηται βοηθεῖν καὶ ὑδρωπικοῖς καὶ χρονίως ἐπεχομένοις τὰ ἔμμηνα· κατασπᾷ δὲ καὶ γάλα δραχμὴ ποθεῖσα σὴν οἴνῳ. τὸ δὲ ἀφέψημα πρὸς τά περὶ ὑστέραν εἰς ἐγκαθίσματα, πρὸς δὲ τὰς ἐν δακτυλίῳ ῥαγάδας) [*](5 SIM. Nic. Th. 530 (ex Apollod); Ael. n. a. IX 23 (e Sostr.); Pl. d. s. 61. D. eup. II 117 (318) — schol. Nic. Th. 71 eup. II 60 (272) Pl. 60 — Pl. 60 schol. Nic. 1. s. eup. II 63 (276) — Pl. 61 — Pl. 62. Ael. l. s. IX 26 — Pl. 60. eup. I 25 (106) — Zop. (Orib. II 598) eup. II 70 (284) Pl. 62.— Pl. 60 schol. Nic. Th. l. s. eup II 76 (287) — eup. I 2 (94) Pl. 62 — Pl. 63 — Nic. Th. 63. 71 ex Apollod.) Pl. 61. eup. II 123 (323).) [*](1 τε om. H 2 post δυσθρ. add. μακράς HDi ὡσπερεὶ F: ὥσπερ reliqui 5 μαλακτικήν] στυπτικήν HDi 7 ο α F: α΄ reliqui 9 ἐπι- H: κάρον ἐπιφέρων non recte del. Spr. αὐτῆς om. Di 10 κερποῦ] σπέρματος Di fort. ἐγκάθισμα) [*](12 C fol 37r: om. N λυτον C 13 ἴδεως Di 14 σάλιξ μαρίνα] cf. Corp. Gl. III 536, 32. Diefenbach Nov. gl. 13 πιπράγρεστε Di: πιπράγεστρε H 15 ΛΥΚΡΙϹΤΡΙΚΟΥΜ (sic) C: λεκριστικούμ Di: λικριστικούμ H: correxi cf. Pl. XXIV 59 21 ἡ addidi 24 χρονίοις C 26 εἰς addidi)

96
τὸ σπέρμα καὶ προστεθὲν κάθαρσιν κινεῖ, λύει δὲ καὶ κεφαλαλγίας καταπλασσόμενον, καὶ ἐπὶ ληθαργικῶν τε καὶ φρενιτικῶν ἐμβρέχεται σὺν ὄξει καὶ ἐλαίῳ.

3 καὶ τὰ φύλλα ὑποθυμιώμενά τε καὶ ὑποστρωννύμενα θηρία διὼκει, καὶ καταπλαττόμενα ἐπὶ τῶν θηριοδήκτων βοηθεῖ, σκληρίας τε διδύμων μετὰ βουτύρου καὶ φύλλων ἀμπέλου μαλάττει, ῥαγάδας τε τὰς ἐν δακτυλίῳ σὺν ὕδατι ἐπιπλασθὲν τὸ σπέρμα πραύνει, σὺν δὲ τοῖς φύλλοις στρέμματά τε καὶ τραύματα ἰᾶται. δοκεῖ δὲ καὶ κωλυτήριον εἶναι ἐν ὁδοιπορίαις παρατριμμάτων, εἴ τις ῥάβδον αὐτῆς παρὰ χεῖρα κρατοίη.

νόμασται δὲ ἄγνος διὰ τὸ τὰς ἐν τοῖς Θεσμοφορίοις ἁγνευούσας γυναῖκας εἰς ὑπόστρωμα χρῆσθαι αὐτῇ· λύγος δὲ διὰ τὸ περὶ τὰς ῥάβδους αὐτῆς εὔτονον.

104 ἰτέα δένδρον ἐστὶ γνώριμον, οὗ ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ φλοιὸς καὶ ὁ χυλὸς στυπτικὴν ἔχει δύναμιν. ἁρμόζει δὲ τὰ φύλλα λεῖα μετʼ ὀλίγου πεπέρεως καὶ οἴνου ποθέντα εἰλεώδεσι, καθʼ ἑαυτὰ δὲ σὺν ὕδατι λημφθέντα ἀσυλλημψίαν κατεργάζεται. ὁ δὲ καρπὸς ποθεὶς αἱμοπτυικοὺς ὠφελεῖ. καὶ ὁ φλοιὸς δὲ τὰ αὐτὰ δρᾷ, καεὶς δὲ καὶ φυραθεὶς ὄξει ἥλους καὶ τύλους αἴρει καταπλασθείς. ὁ δὲ ἐκ τῶν φύλλων καὶ τοῦ φλοιοῦ χυλὸς ἐν κελύφει ῥόας θερμανθεὶς μετὰ ῥοδίνου ὠταλγίαις ἀρήγει· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν κατάντλημα πόδάγρας [*](καὶ σκληρίας διδύμων διʼ ὕδατος ἐπιπλάσσεται. καὶ τὰ φύλλα δὲ ὑποθυμιώμενα θηρία διώκει, καὶ τοῖς πρὸς κεφαλαλγίαν αὐτὴν ποιεῖν λέγουσιν· οὐ προσεκτέον· καρώδης γάρ ἐστιν. δοκεῖ δὲ κωλυτήριον ἐν ὁδοιπορίᾳ παρατριμμάτων εἶναι ἐν χειρὶ ῥαβδίον κατεχόμενον.) [*](3 SIM. Pl. 63 D. eup. l 141 (165) — Pl. 63 — eup I 226 (210) Pl. 63 — Pl. 63 — Pl. 59. Ael n. a. IX 26. schol. Il. Λ 105. schol. Nic. Th. 71.) [*](14 SIM. Pl. XXIV 56 sq.; D. eup. lI 48 (260) II 44 (257) II 95 (299) II 30 (240) l 175 (184) I 57 (120) I 235 (218) I 105 (146) I 41 (112) cf. Ps. Democr. (Geop. XI 13, 2. Ael. IV 23. Pl. XVI 110. lsid. XVII 7, 47. schol. Od. κ 510).) [*](14 EXC. Gal. XI 891 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 κεφαλαλγίαν Di 2 τε om. H 3 δὲ addidi 7 δακτόλος H: ragidia ani Dl 8 τε καὶ τραύματα H: τε καὶ om. FDi 10 αὐτοῖς F 11 τὸ om. HDi 13 αὐτοῖς F) [*](14 num. cap. ρδ QDi: om. DI πᾶσι γνώριον Di 15 ὁ φλοιὸς καὶ om. H 17 αὑτὰ H 20 τύλους καὶ ἥλους Di 21 κελύφφ libri (ut videtur): correxi) [*](23 καὶ addidi 24 τοῖς delevi)

97
ἄριστον, σμήχει δὲ καὶ πίτυρα. λαμβάνεται δὲ καὶ ὀπὸς ἐξ αὐτῆς ἐντεμνομένου τοῦ φλοιοῦ κατὰ τὴν ἄνθησιν· ἔσω γὰρ εὑρίσκεται συνεστώς. δύναμιν δὲ ἔχει σμηκτικὴν τῶν ἐπισκοτούντων ταῖς κόραις.

105 ἄγριελαία, ἣν ἔνιοι κότινον καλοῦσιν, οἱ δὲ Αἰθιοπικὴν ἐλαίαν, ἔχει τὰ φύλλα στυπτικά. λεῖα δὲ καταπλασθέντα ἐφεκτικά ἐστιν ἐρυσιπελάτων, ἑρπήτων, ἐπινυκτίδων, ἀνθράκων, νομῶν, παρωνυχιῶν, περιχαρακτικά τε ἐσχαρῶν σὺν μέλιτι καταπλασσόμενα· ἀνακαθαίρει δὲ καὶ τὰ ῥυπαρὰ ἕλκη, διαφορεῖ καὶ φύγεθλα καὶ φλεγμονὰς σὺν μέλιτι καταπλασθέντα, καὶ δέρμα κεφαλῆς ἀποσπασθὲν παρακολλᾷ ἰᾶται δὲ καὶ τὰ ἐν στόματι ἕλκη καὶ ἄφθας διαμασηθέντα, καὶ ὁ χυλὸς δὲ αὐτῶν καὶ τὸ ἀφέψημα τὸ αὐτὸ ποιεῖ.

ἐπέχει δὲ καὶ αἱμορραγίαν 2 καὶ ῥοῦν γυναικεῖον ὁ χυλὸς προστιθέμενος, καὶ τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς σταφυλώματα καὶ φλυκταίνας, ἔτι δὲ ἕλκη καὶ παλαιὰ ῥεύματα στέλλει· διὸ καὶ μιγέντα κολλυρίοις πρὸς τὰς τῶν βλεφάρων διαβρώσεις εὐθετεῖ, χυλίζοντας δὲ δεῖ κόπτειν τὰ φύλλα καὶ παραχέοντας οἶνον ἢ ὕδωρ ἐκθλίβειν καὶ ξηράναντας ἐν ἡλίῳ ἀναπλάσσειν· ἔστι δʼ εὐτονώτερος ὁ διὰ τοῦ οἴνου ἐκθλιβόμενος καὶ εἰς ἀπόθεσιν μᾶλλον τοῦ διʼ ὕδατος ἁρμόζει· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ὦτα πυορροοῦντα καὶ εἱλκωμένα. τὰ δὲ φύλλα καὶ ἐπὶ κοιλιακῶν εὐθετεῖ καταπλασσόμενα σὺν ὠμῇ λύσει.

καίεται δὲ τὰ φύλλα μετὰ τῶν ἀνθῶν καὶ εἰς ἀντίσποδα 3 ἐν χύτρᾳ ὠμῇ περιπεπλασμένῃ πηλῷ τὸ στόμα μέχρι ὀπτήσεως τοῦ κεράμου, ἔπειτα κατασβέννυται οἴνῳ καὶ φυραθέντα [*](5 SIM. Phylot. (Orib. I 184 sq.); Diph. (Ath. II 56 b); Pl. XXIII 69 sq. (e S. N,); D. eup. I 168 (180) I 171 (183) I 198 (195) I 200 (197) I 187 (193) I 162 (177) I 82 (135) I 209 (203) II 84 (295) I 48 (115 s. v. θαλλία) I 60 (123) I 105 (146) I 130 (160).) [*](5 EXC. Orib. XI s. v. κότινος (ἣν ἔνιοι — στυπτικά) cf. Gal. XI 868. VI 608. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](17 EXC. Orib. XI s. v. κότινος (χυλίζοντας — ἐπιεικέστερον).) [*](5 num. cap. ρε QDi: ριδ΄ Dl. κότινος ἣν ἔνιοι ἀγριελαίαν Orib. ἐκά- λεσαν (post ἐλαίαν transpos.) Orib. 6 τὰ φύλλα ἔχει Orib. τὰ om. Di 8 παρακταραχικά (sic) F τε] δὲ F : om. Di 14 προστιθέμενος ὁ χυλὸς HDi φύλλα τὰ addidi 17 διαθέσεις QDi: διαβρώσεις corr. Di, cf. D. eup. I 48 (115) εὐθετῶν F δὲ om. Orib. 18 περιχέοντας HDi ὕδωρ ἢ οἶνον Orib. ξηραίνοντας Orib. 20 ἁρμόζων Orib. 21 πυορροῦντα Di ἡλκωμένα QDi 22 κοιλιακοῖς libri: correxi 23 καὶ om. Q ἀντὶ σποδίου λαμβάνεται Di: ἐν σποδιᾷ H, cf. D. V 86 24 περιπεπλασμένῃ Orib.: περιπλασσομένῃ reliqui τὸ πῶμα πηλῷ Orib. ἄχρι Orib.: μέχρις HDi)

98
πάλιν οἴνῳ ὁμοίως καίεται, εἶτα πλύνεται ὡς τὸ ψιμύθιον καὶ ἀναπλάσσεται. δοκεῖ δὲ ἡ τοιαύτη καῦσις μὴ λείπεσθαι τοῦ σποδίου εἰς τὰ ὀφθαλμικά, ὅθεν καὶ τὴν δύναμιν ὁμοίαν ἡγητέον.

δύναται δὲ τὰ αὐτὰ καὶ τὰ τῆς ἡμέρου ἐλαίας φύλλα, λείπεται δὲ τῇ δυνάμει, ὅθεν εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ μᾶλλον ἁρμόζει διὰ τὸ ἐπιεικέστερον.

4 τὸ δὲ ἐκ χλωροῦ τοῦ ξύλου καιομένου ἐκκρινόμενον ὑγρὸν πίτυρα καὶ ψώρας καὶ λειχῆνας καταχριόμενον ἰᾶται. καὶ ὁ καρπὸς δὲ αὐτῶν καταπλασθεὶς πίτυρα καὶ νομὰς θεραπεύει. τὸ δὲ ἐν τοῖς πυρῆσιν ἐντὸς μετὰ στέατος καὶ ἀλεύρου λεπροὺς ὄνυχας ἐκτινάσσει.

αἱ δὲ κολυμβάδες ἐλαῖαι λεῖαι καταπλασθεῖσαι πυρίκαυτα οὐκ ἐῶσι φλυκταινοῦσθαι, καὶ ῥυπαρὰ δὲ ἕλκη καθαίρουσιν. ὁ δὲ ἐκ τῆς ἅλμης χυλὸς αὐτῶν διακλυζόμενος οὖλα στέλλει καὶ ὀδόντας σειομένους κρατύνει.

5 ἔστι δὲ ἡ μὲν ὑπόκιρρος καὶ πρόσφατος ἐλαία δυσκοίλιος, εὐστόμαχος, ἡ δὲ μέλαινα καὶ πέπειρος εὐδιάφθορος καὶ κακοστόμαχος, ὀφθαλμοῖς τε ἀνεπιτήδειος καὶ κεφαλαλγής· φρυγεῖσα δὲ καὶ καταπλασθεῖσα νομὰς ἵστησι καὶ ἄνθρακας περιρρήττει.

τὸ δʼ ἐκ τῆς ἀγρίας ἔλαίας ἔλαιον οὔλοις διάκλυσμα μυδῶσι καὶ σταλτικὸν ὑποσάλων ὀδόντων ἐστί, πυρία τε διʼ αὐτοῦ θερμαινομένου ἐπιτήδειος οὔλοις ῥευματιζομένοις· δεῖ δὲ ἔριον μηλωτίδι περιτιθέντα ἀποβάπτειν εἰς τὸ ἔλαιον καὶ προσάπτεσθαι τῶν οὔλων, ἄχρι οὖ ἂν λευκὰ φανῇ.

6 τὸ δὲ δάκρυον τῆς Αἰθιοπικῆς ἐλαίας ἔοικέ πως σκαμμωνίᾳ, ἔγκιρρον, ἐκ μικρῶν σταγόνων συγκείμενον, δηκτικόν. τὸ [*](12 SIM. D. eup. I 178 (187) I 186 (192) I 78 (133) I 77 (132) I 43 (114) I 25 (106) I 78 (133) I 79 (134) I 41 (112) I 71 (129) I 128 (157).) [*](25 EXC. Orib. XI s. v. κότινος (τὸ δὲ — ἀγριελαία).) [*](1 οἴνῳ om. Orib. 3 ὁμοίως vulgo 6 δὲ] μέντοι Orib. εἰς] πρὸς Orib.Di 10 ἐντὸς τοῦ πυρῆνος Di 12 mg. add. περὶ κολυμβάδων ἐλαιῶν Di, ad rem cf. Οrib. ed. Dar. I 609 ἐλαῖαι κολυμβάδες Di 13 δὲ] τε H 15 οἰδοῦντα addidi coll. D eup. I 78 (133) 17 ὀφθαλ (μ superscr.) F 18 κεφαλῆς 20 tit. περὶ ἐλαίου ἀγρίας ἐλαίας add. Di δʼ ἐκ] δὲ Q διάκλυσμα οὔλοις Di 21 πλαδῶσι Di στατικὸν F 22 θερμαινομένου καὶ διακλυζομένου Di ἐπιτήδειον Di οὔλοις — οὔλων om. H 23 μηλωτῇ libri: correxi coll. D. eup I 79 (134) περιτιθέντα F περιτιθέντας reliqui, at cf. D. eup. l. s. 24 τοῖς οὔλοις Di ἄχρι οὗ ἂν F: 1 ἄχρις ἂν reliqui 25 nov. cap. (ριε΄ ) incip. Dl: mg. add. περὶ δακρύου ἐλαίας μἰθιοπκῆς Di δὲ om. F πτροσειοκὸς ἀμμοωνικαῷ Paul. Aeg.)

99
δὲ ὅμοιον κόμμει, μελανίζον καὶ οὐ δηκτικόν, ἀχρεῖον. φέρει δὲ τὸ τοιοῦτον καὶ ἡ παῤ ἡμῖν ἐλαία καὶ ἀγριελαία. ποιεῖ δὲ ἀμβλυωποῦσι, καὶ οὐλὰς καὶ λευκώματα ἐγχριόμενον σμήχει, οὖρά τε καὶ ἔμμηνα κινεῖ· ποιεῖ καὶ πρὸς ὀδόντων πόνους ἐντιθέμενον εἰς τὸ βρῶμα. ἀναγράφεται δὲ καὶ ἐν τοῖς φθαρτικοῖς, ἄγει δὲ καὶ ἔμβρυα καὶ λειχῆνας θεραπεύει καὶ λέπραν. καλεῖται δὲ Αἰθιοπικὴ ἐλαία ἡ ἀγριελαία.

106 δρῦς πᾶσα στυπτικὴν ἔχει δύναμιν, μάλιστα δὲ αὐτῆς στύφει τὸ μεταξὺ τοῦ φλοιοῦ καὶ τοῦ πρέμνου ὑμενοειδές, ὁμοίως καὶ τὸ περὶ τῇ βαλάνῳ ὑπὸ τὸ κέλυφος. δίδοται δὲ τὸ ἀφέψημα αὐτῶν κοιλιακοῖς καὶ δυσεντερικοῖς καὶ αἱμοπτυικοῖς, καὶ ἐν πεσσοῖς λεῖον προστίθεται ῥοικαῖς γυναιξί. καὶ αἱ βάλανοι τὰ αὐτὰ ποιοῦσιν· εἰσὶ δὲ καὶ οὐρητικαὶ καὶ κεφαλαλγεῖς βιβρωσκόμεναι καὶ πνευματοῦσαι. ἁρμόζουσι δὲ πρὸς τὰ ἰοβόλα ἐσθιόμεναι, καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν καὶ τοῦ φλοιοῦ βοηθεῖ τοξικῷ μετὰ γάλακτος βοείου πινόμενον.

μὠμαὶ δὲ καταπλασθεῖσαι λεῖαι φλεγμονάς παρηγοροῦσι, σὺν 2 στέατι δὲ χοιρείῳ ταριχηρῷ πρὸς κακοήθεις σκληρίας καὶ πρὸς πονηρευόμενα ἕλκη ἁρμόζουσιν. ἰσχυρότεραι δὲ τῶν δρυίνων αἱ πρίνιναι τῇ δυνάμει εἰσί.

καὶ ἡ φηγὸς δὲ καὶ ἡ πρῖνος εἴδη ὄντα δρυὸς ἐοικότα ἐνεργεῖ τῆς δὲ ῥίζης τῆς πρίνου φλοιὸς σὺν ὕδατι ἑψηθείς, [*](8 SIM. Pl. XXIV 7; D. eup. II 47 (259) II 30 (240) II 83 (294) 84 (295) II 112 (311) I 25 (106) II 115 (316) II 139 (328).) [*](8 EXC. Gal. XI 865 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) cf. VI 621. 778.) [*](17 SIM. D. eup. I 203 (198) I 99 (144): Pl. XXIV 7.) [*](1 ὅμοιον κόμμει om. Orib. post κόμμει add. καὶ ἀμμπωνιακῷ (e Paul. Aeg.?) Di μελανίζον Orib.Di: μέγα καὶ λεῖον reliqui 2 καὶ (pr.) om. Orib.: post φέρει δὲ colloc. Q ἐλαία καὶ om. Orib. ἡ ἀγριελαία Di δὲ] καὶ H 3 πρὸς ἀμβλυωπίαν Di 4 ποιεῖ om. FDi πόνον H post πόνους add. ἐνεργεῖ Di τιθέμενον F 7 ἡ] καὶ libri: correxi coll. Dl ethiopica oliva oleastro nostro in virtute conparanda est, D. eup. I 128 (157) καλεῖται δὲ Αἰ- θιοπικὴ ἐλαία ἡ ἀγρία ἐλαία) [*](8 num. cap. ρ𝔮 QDi: ρι𝔮΄ Dl post δύναμιν add. καὶ ξηραντικήν vulgo 10 τὴν βάλανον H 11 καὶ αἱμοπτυικοῖς om. F, at cf. D eup. II 30 (240) Gal. XI 866 12 δὲ addidi post γυναιξί add vulgo τὰ δὲ φύλλα νεότρητα κολλᾷ τραύματα (e Gal.) 13 περὶ βαλάνων mg. add. Di τὰ om. Di 19 ad πονηρενόμενα mg. add. γρ. πρὸς πορενόμενα (sic) F (m. rec.) 20 τῇ om F δυνάμεις (comp. scr.) F 21 mg. add. περὶ φηγοῦ καὶ πρίνου Di φυγὸς F 22 τῆς ῥίζης δὲ Di ἑψηθεὶς σὺν ὕδατι Di)

100
ἄχρις οὗ τακηρὸς γένηται, καὶ ἐπιπλασθεὶς νύκτα ὅλην τρίχας μελαίνει προαποσμηχθείσας Κιμωλίᾳ γῇ.

3 ἁρμόζει δὲ τὰ φύλλα πάντων λεῖα κοπέντα οἰδήμασι, καὶ τὰ ἄτονα δὲ μέρη κρατύνει.

αἱ δὲ Σαρδιαναὶ βάλανοι, ἄς τινες λόπιμα ἢ καστανίας ἢ μότα ἡ Διὸς βαλάνους καλοῦσι, στύρουσι καὶ αὐταί, τῶν ὁμοίων τέ εἰσι δραστικαί, καὶ μάλιστα ὁ μεταξὺ τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ λέπους φλοιός. ἡ δὲ σὰρξ καὶ τοῖς ἐφήμερον πεπωκόσιν ἁρμόζει.

107 κηκὶς καρπός ἐστι δρυός, ἦς ἡ μέν τις ὀμφακῖτις καλουμένη μικρὰ καὶ κονδυλώδης, στιβαρά, ἀτρύπητος, ἡ δέ τις λεία καὶ κούφη καὶ τετρημένη. ἐκλέγεσθαι δὲ δεῖ τὴν ὀμφακῖτιν, ἐνεργεστέραν οὖσαν.

ἀμφότεραι δὲ στύφουσιν ἱκανῶς καὶ στέλλουσι λεῖαι τὰς ὑπερθαρκώσεις ῥευματισμούς τε οὔλων καὶ κιονίδος καὶ τὰς ἐν στόματι ἄφθας. τὸ δὲ μέσον αὐτῶν βρώματι ὀδόντων ἐντεθὲν παύει τὰς ὀδύνας, γίνονταί τε καὶ ἴσχαιμοι καεῖσαι ἐπʼ ἀνθράκων ἄχρι πυρώσεως καὶ κατασβεσθεῖσαι οἴνῳ ἢ ὄξει ἢ ὀξάλμῃ.

2 τὸ δὲ ἀπόζεμα αὐτῶν ποιεῖ εἰς ἐγκαθίσματα πρὸς προπτώσεις ὑστέρας καὶ ῥευματισμούς. μελαίνουσι δὲ καὶ τρίχας ἀποβραχεῖσαι ἐν ὄξει ἢ ὕδατι· ἁρμόζουσι δὲ καὶ δυσεντερικοῖς καὶ κοιλιακοῖς ἐπιπαττόμεναι ὕδατι λεῖαι ἢ οἴνῳ καὶ πινόμεναι [*](4 SIM. Pl. XXIII 150; D. eup. II 148 (331); cf. Diphil. (Ath. II 54 d) Diocl. Phylot. Mnesith. (Ath. II 53 d); schol. Nic. Al. 271; cf. Gal. VI 777. Hehn 5 382. Blümner Maximalt. d. Diocl. 92.) [*](4 EXC. Garg. M. 56 (203, 4 sq. R.) cf. Gal. VI 621. Sim. S. s. v. κάστινα.) [*](4 TEST. Garg. M. 56 (203, 10): interior membrana quae corticem fructum- que discernit ad tertiam partem decocta in aqua et potui oblata mire alvum fluentem refrenat, adeo ut Dioscorides (?) putet etiam cathartico dato per hanc potionem iri obviam posse, si plus quam necesse sit purget.) [*](9 SIM. Pl XVI 26, XXIV 9 sq. (e S. N.) — D. eup. I 78 (133) I 79 (134) I 86 (137) I 82 (135. Pl. XXIV 9 — Pl. l. s. 10. eup. I 71 (129) — Pl. XX 44. eup. I 209 203) — Pl. XXIV 10. eup. II 69 (284) — Pl. l. s. 10. eup. I 99 (143) — eup. II 49 (261. 262).) [*](9 EXC. Gal. XII 24.) [*](3 κοπέντα λεῖα HDi 4 mg. add. περὶ καστάνων Di λώπιμα H cf. Nic. fg. 76 Schn. κάστανα Di: καστανίας Q: castaneas Dl, cf. Gal. VI 777 post καστανίας transp. καλοῦσιν Di 5 μότα] corruptum: ἄμωτα Agelochos (Ath. II 54 d, ubi vid. Kaibelii adn.) στύφου (σ superscr.; incertum utrum στύφουσαι an στύχουσι) F: στύφουσαι HDl 6 τέ om. Di οἱ — φλοιοί HDi) [*](9 num. cap. ρζ QDi: ριζ΄ Dl κικίς F ἧς om. Di καλεῖται libri: correxi 11 τετρυμμένη H 13 καὶ om. F 17 ἢ οἴνῳ vulgo 18 ποιεῖ καὶ HDi εἰς] πρὸς libri: correxi πρὸς addidi 20 κολιακοῖς καὶ δυσεν- τερικοῖς HDi 21 ἐπιπλαττόμεναι HDi οἴνῳ ἢ ὕδατι λεῖαι Di)

101
τοῖς τε προσοψήμασι μειγνύμεναι ἢ προαφεψόμεναι ὅλαι ἐν τῷ ὕδατι, εἰς ὃ μέλλει τι ἕψεσθαι τῶν ἁρμοζόντων πρὸς αὐτούς. καὶ καθόλου ὅπου τι δεῖ στῦψαι ἢ στῆσαι ἢ ἀναξηρᾶναι, παραλαμβάνεσθαι ἁρμόζει τὴν χρῆσιν αὐτῶν.

108 ῥοῦς ὁ ἐπὶ τὰ ὄψα, ὃν ἔνιοι ἐρυθρὸν καλοῦσι, καρπός ἐστι τῆς καλουμένης βυρσοδεψικῆς ῥοός, ἥτις ὠνομάσθη ἐκ τοῦ τοὺς βυρσοδέψας αὐτῇ χρῆσθαι εἰς τὴν στύψιν τῶν δερμάτων. ἔστι δὲ δενδρύφιον, φυόμενον ἐπὶ πέτραις, ὡς δίπηχυ, ἐφʼ οὗ φύλλα ἐπιμήκη, ὑπέρυθρα, τὴν περιφέρειαν ἐντετμημένα πριονοειδῶς καρπὸς δὲ βοτρυδίοις ἐοικώς, πυκνός, κατὰ μέγεθος τερμίνθου, ὑπόπλατυς, οὗ τὸ περικείμενον φλοιῶδές ἐστιν εὔχρηστον.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα στυπτικήν, ποιοῦσαν πρὸς ἃ καὶ 2 ἡ ἀκακία. μελαίνει δὲ τρίχας τὸ ἀφέψημα, δυσεντερίας τέ ἐστιν ἔγκλυσμα καὶ πόμα καὶ ἐγκάθισμα, καὶ ὤτων πυορροούντων ἔγκλυσμα, πτερύγιά τε καὶ φαγεδαίνας ἐπέχει καταπλασσόμενα τὰ φύλλα μετʼ ὄξους ἢ μέλιτος. καὶ τὸ χύλισμα δὲ τῶν φύλλων, ξηρῶν ἑψομένων σὺν ὕδατι ὥσπερ τὸ λύκιον ἄχρι μελιτώδους συστάσεως, ἁρμόζει πρὸς ὅσα καὶ τὸ λύκιον.

καὶ ὁ καρπὸς 3 δὲ τὰ αὐτὰ ποιεῖ, ἁρμόζων ἐν προσοψήμασι κοιλιακοῖς καὶ δυσεντερικοῖς, ἀφλέγμαντά τε τηρεῖ σὺν μέλιτι καταπλασθεὶς θλάσματα, ἀποσύρματα, πελιώματα, γλώττης τε τραχύτητας σμήχει σὺν μέλιτι καὶ λευκὸν ῥοῦν ἵστησιν, αἱμορροίδας τε θεραπεύει μετὰ δρυίνου ἄνθρακος λείου ἐπιτιθέμενος. καὶ τούτου δὲ τὸ ἀπόβρεγμα ἑψόμενον συνίσταται, ποιοῦν βέλτιόν πως τοῦ [*](5 SIM. Theophr. h. pl. III 18, 5 (unde Pl. XIII 55); Pl. XXIV 91 sq.) [*](5 EXC. Orib. XII s. v. (ῥοῦς — εὔχρηστον, καὶ τὸ χύλισμα — λύκιον); Gal. XII 115 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](13 SIM. Pl. XXIV 93 — D. eup. I 99 (143) — eup. II 51 (264) — Pl. l. s. 92 — Pl. 92 eup. I 204 (199) — Pl. 92 eup. II 49 (261) 50 (263) — Pl. 93 eup. I 44 (184) — Pl. 93 eup. II 82 (294) — eup. I 71 (129. 130). 20 TEST. cf. Gal. XIX 135.) [*](1 ἢ] καὶ Q 2 εἰς] ἢ F (var. lect. alieno loco inducta) ἑψεῖσθαι F 3 τι om. Di ἢ στῆσαι om. Di 4 ἁρμόζει] δεῖ Di) [*](5 num. cap. ρη QDi: om. Dl ῥοῦς σουμάκην F (ind.): σουμάκην ῥοῦς H ὃν — καλοῦσι om. Orib. 6 ἥτις — δερμάτων om. Orib. 7 αὐτῇ F: 1 αὐτῆς reiqui 8 δενδρίψυον corr. F : δενδρύφιον μικρὸν Orib. ἐπὶ F: ἐν reliqui 10 πριονοειδῆ F: πρινοειδῆ H 11 τερεβίνθου Di 13 καὶ om. F 16 γαγ γραίνας libri: φαγεδαίας D. eup. I 204 (199), Pl. XXIV 92: correxi 18 συ- στάσεως μελιτώδους Di: μελιτώδους om. Orib. 20 καὶ om. HDi 21 μέλιτι] ὕδατι libri: correxi coll. D. eup. I 174 (184), Pl. XXIV 93 22 τραχύτητα H 25 ποιοῦν post καρποῦ colloc. Di βελτιον που (om. πως τοῦ καρ) F)

102
καρποῦ. φέρει δὲ καὶ κόμμι, ὅπερ ἐντίθεται τοῖς βρώμασι τῶν ὀδόντων πρὸς ἀπονίαν.

109 φοῖνιξ ἐν Αἰγύπτῳ γίνεται· τρυγᾶται δὲ μεσοπορούσης τῆς κατὰ τὴν ὀπώραν ἀκμῆς, παρεμφέρων τῇ Ἀραβικῇ μυροβαλάνῳ, πτῶμα δὲ λέγεται, τῷ χρώματι χλωρός, ἐμφερὴς κυδωνίῳ κατὰ τὴν ὀσμήν· εἰ δὲ ἀφεθείη πεπαινόμενος, γίνεται φοινικοβάλανος.

ἐστι δὲ στρυφνός, στυπτικός, ὅδεν πινόμενος σὺν οἴνῳ αὐστηρῷ ποιεῖ πρὸς διάρροιαν καὶ ῥοῦν γυναικεῖον· ἵστησι δὲ καὶ αἱμορροίδας καὶ τραύματα κολλᾷ καταπλασθείς. αἱ δὲ φοινικοβάλανοι χλωραὶ στυπτικώτεραι τυγχάνουσι τῶν ξηρῶν, κεφαλαλγεῖς δέ εἰσι καὶ πλείονες βρωθεῖσαι μεθύσκουσιν.

2 αἱ δὲ ξηραὶ βοηθοῦσιν αἱμοπτυικοῖς, στομαχικοῖς, δυσεντερικοῖς καὶ τοῖς περὶ κύστιν καταπλασσόμεναι λεῖαι μετὰ κυδωνίου καὶ κηρωτῆς οἰνανθίνης, μάλιστα δὲ αἱ καρυὼτιδες ἐσθιόμεναι ἀρτηριῶν τραχύτητας ἰῶνται.

τῶν δὲ Θηβαικῶν τὸ ἀφέψημα ποθὲν παύει καύσωνα, καὶ τὰς δυνάμεις ἀνακτᾶται μετὰ ὑδρομέλιτος παλαιοῦ λαμβανόμενον· καὶ αὐταὶ δὲ βρωθεῖσαι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. γίνεται δὲ καὶ οἶνος ἐξ αὐτῶν τὸ αὐτὸ δυνάμενος τῷ καρπῷ καὶ καθʼ ἑαυτὸ ποθὲν τὸ ἀφέψημα αὐτῶν καὶ ἀναγαργαριζόμενον ἱκανῶς στύφει καὶ στέλλει.

3 οἱ δὲ πυρῆνες τῶν φοινίκων καίονται ἐν ὠμῇ χύτρᾳ καθάπερ καὶ τὰ ἄλλα πάντα, εἶτα σβεσθέντες οἴνῳ πλύνονται καὶ εἰς ἀντίσποδα. εὐθετοῦσι δὲ εἰς καλλιβλέφαρα, κἂν μὴ αὐτάρκως καῶσι, πάλιν τὸ αὐτὸ γίνεται.

δύναμιν δὲ ἔχουσι στυπτικήν, παρεμπλαστικήν, ποιοῦσαν πρὸς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς φλυκτίδας, σταφυλώματα, μίλφους σὺν [*](3 SIM. Pl. XXIII 97 sq. (e S. N.); D. eup. II 85 (295), cf. Ruf 545. Sim. S. s. v.) [*](3 EXC. Gal. XII 151 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](11 SIM. Pl. l. s. D. eup. II 30 (241) II 12 (231) II 50 (263) II 106 (305).) [*](3 num. cap. ρθ QDi: ριη΄ Dl μεσοπώρου οὔσης F: μεταπωρουωύσης H 5 πτῶμα Q: tomata Dl: πῶμα' Di: πόμα Salm. cf. Harpocr. s. v. χλωρὸς τὸ χρῶμα Di 6 ἀφεψηθείη libri: sed cum dimissus maturaverit Dl: correxi Marc. duce 8 ὅθεν addidi 9 ποιεῖ addidi 11 χλωραὶ addidi 13 ὠφε- λοῦσι βιβρωσκόμεναι αἱμοπτυικοὺς κτλ. Di 15 αἱ κερυώτιδες om. Q: datuli coriote comesti DI 17 tit. περὶ φοινίκων θηβαικῶν mg. add. Di 19 αὗται HDi δὲ om. HDi 22 tit. περὶ πυρήνων φοίνικος mg. add. Di 24 καὶ om. F, cf. D. I 105 εἰς (pr.)] ὡς HDi εὐθετοῦσι δὲ om. Di εἰς τὰ Di post καλλιβλ. add. χρησιμεύουσιν Di 27 μίλφους F D. eup. I 48 (115 : μίλφας reliqui σὺν οἴνῳ δὲ om. F)

103
νάρδῳ· σὺν οἴνῳ δὲ στέλλουσι καὶ ὑπερσαρκώματα καὶ ἀπουλοῦσιν ἕλκη. εὐθετοῦσι δὲ μάλιστα οἱ ἀπ᾿ Αἰγύπτου οἱ ἐκ τῶν χαμαιζήλων φοινίκων.

φοῖνιξ, ὃν ἔνιοι ἐλάτην ἢ σπάθην καλοῦσι, περικάλυμμά 4 ἐστι τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων ἀκμὴν ἀνθούντων χρῶνται δὲ αὐτῷ οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. ἔστι δὲ αὐτῆς κρατίστη ἡ εὐώδης, στύφουσα, βαρεῖα, μεμυκυῖα, λιπαρὸν ἔχουσα τὸ ἐντός.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ἐφιστῶσαν τὰ νεμόμενα τῶν ἑλκῶν, χαλάσματά τε ἄρθρων συνάγει λεία μαλάγμασι μιγεῖσα καὶ καταπλάσμασιν. ὠφελεῖ δὲ καὶ ὑποχόνδρια καὶ στόμαχον ἀτονοῦντα καὶ ἡπατικὰς διαθέσεις μειγνυμένη τοῖς ἁρμόζουσι τῶν καταπλασμάτων.

μελαίνει δὲ καὶ τρίχας τὸ ἀφέψημα αὐτῆς 5 σμηχόμενον συνεχῶς, ποτιζόμενον δὲ νευρικοῖς νεφριτικοῖς καὶ τοῖς περὶ κύστιν καὶ σπλάγχνα ἁρμόζει, κοιλίαν τε καὶ ὑστέραν ῥευματιζομένην ἵστησιν. ἁπαλὴ δὲ σὺν ῥητίνῃ καὶ κηρῷ ἐπιτεθεῖσα καὶ ἐαθεῖσα ἡμέρας εἵκοσι ψώρας θεραπεύει. καὶ ὁ περιεχόμενος δὲ ὑπʼ αὐτῆς καρπὸς ἐλάτη καλεῖται, ὑπʼ ἐνίων δὲ βόρασσος, καὶ αὐτὸς δὲ στυπτικὸς ὑπάρχων τὸ αὐτὸ δύναται τῇ σπάθῃ χωρὶς τῆς ἐν τοῖς μύροις εὐχρηστίας. καὶ τὸ ἐγκάρδιον δὲ τοῦ πρέμνου λευκὸν πρόσφατον βιβρωσκόμενον καὶ ἀφεψόμενον ποιεῖ πρὸς ὅσα καὶ ὁ βόρασσος.

110 ῥόα πᾶσα εὔχυλος, εὐστόμαχος, ἄτροφος. τούτων μέντοι [*](4 EXC. Orib. XII s. v. (φοῖνιξ — ἐντός.) [*](4 SIM. Pl. XII 134; XXIII 99 (e S. N.); D. eup. I 228 (211) II 1 (227) 12 (231) II 48 (260) II 58 (270) I 99 (143) lI 102 (303) II 107 (305).) [*](23 SIM. [Hipp.] π. δ. II 55 (VI 562); Pl. XIII 112. XXIII 106; Ruf 544 (ed. R.); D. eup. II 10 (231) II 49 (262) II 50 (263) II 30 (241) II 85 (295) I 194 (195) I 200 (119) I 77 (133) II 66 (281).) [*](23 EXC. Garg. M. 41 (unde sid. XVII 7, 6 ~ Gal. VI 605); Gal. XII 115. VI 603. cf. Sim. S. s. v. (88, 13)) [*](2 οἱ ἐκ om. Q: vulgo καὶ οἱ ἐκ cf. Dl bona sunt ossa quae ex egipto vene- rint 4 tit. περὶ φοίνικος ἐλάτης (cum num. ρθ΄ ) Di: φοίνιξ ἐλάτη num. ρθ΄ add. F) Q ὃν F: ἥν reliqui 9 ἐφιστᾶσαν Di 10 χαλασμούς Di τε om. H 12 μιγνυμένος H 13 μὐτῆς om. Q 14 δὲ] τε 4 νευριυιοε om Di: delevi 15 τοῖς περὶ κύστιν σπλάγχνοις Spr. σπλάγχνοις H 16 σὺν] καὶ Q καὶ] σὺν Q, cf. Pl. XXIII 99 psoras cortex eius tener cum resina et cera sanat diebus XX 17 θεραπεύει] ἰᾶται Di 19 βόρσος (infra v. 22 βόρασσος) F: varasson DI 19 δὲ (alt.) om. Di: delevi ὑπάρχων] ὢν Di τὰ αὐτὰ δρᾷ Di 21 λευκὸν καὶ αὐτὸ Di) [*](23 num. cap. ρι QDi: ριθ΄ DI εὔχυμος Di: efcylu DI cf. Gal. VI 604)

104
ἡ γλυκεῖα εὐστομωτέρα, θερμασίαν ποσὴν ἐγγεννῶσα περὶ στόμαχον καὶ πνευματοῦσα, ὅθεν ἐστὶν ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων ἄθετος ἡ δὲ ὀξεῖα καυσουμένῳ στομάχῳ βοηθεῖ, καὶ ἔστιν οὐρητική, ἄστομος δὲ καὶ στυπτική· ἡ δὲ οἰνώδης μέσην ἔχει δύναμιν.

2 τῆς δὲ ὀξείας ὁ πυρὴν ξηρανθεὶς ἐν ἡλίῳ καὶ ἐπιπαττόμενος προσοψήμασι καὶ συνεψόμενος κοιλίαν καὶ στομάχου ῥεῦμα ἷστησιν, ἀποβραχεὶς δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι αἱμοπτυικοὺς ὠφελεῖ πινόμενος, καὶ εἰς ἐγκάθισμα δυσεντερικῶν καὶ ῥοικῶν ἁρμόζει. εὔχρηστον δὲ τὸ ἀπόθλιμμα τῶν πυρήνων ἑψηθὲν καὶ μιγὲν μέλιτι πρός τε τὰ ἐν στόματι καὶ αἰδοίῳ καὶ ἕδρᾳ ἕλκη καὶ πτερύγια τὰ ἐν δακτύλοις, νομάς τε καὶ ὑπεροχὰς καὶ ὠταλγίας καὶ τὰ ἐν μυκτῆρσι, καὶ μάλιστα τῆς ὀξείας. τὰ δὲ ἄνθη αὐτῆς, ἃ καὶ κύτινοι καλοῦνται, καὶ αὐτὰ στυπτικὰ καὶ ξηραντικὰ καὶ κατασταλτικὰ καὶ ἐναίμων κολλητικά, ἁρμόζοντα πρὸς ἃ καὶ ἡ ῥόα. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῶν οὔλων πλαδώντων καὶ ὀδόντων σειομένων διάκλυθμα, ἀνακόλλημά τε ἐντεροκηλικοῖς ἐν καταπλάσματι.

3 ἱστοροῦσι δέ τινες ἀνοφθαλμιάτους παῤ ὅλον τὸ ἔτος γίνεσθαι τοὺς καταπιόντας ὑγιεῖς τρεῖς κυτίνους ὡς ὅτι ἐλαχίστους. χυλίζονται δὲ ὡς ἡ ὑποκιστίς.

καὶ τὰ λέπη δὲ τῆς ῥόας, ἅ τινες σίδια καλοῦσι, στυπτικὴν ἔχοντα καὶ αὐτὰ τὴν δύναμιν, πρὸς ὅσα καὶ οἱ κύτινοι ἁρμόζει. τὸ δὲ ἀφέψημα τῶν ῥιζῶν ἕλμεις τὰς πλατείας ποθὲν ἐκτινάσσει καὶ ἀποκτείνει.

111 βαλαύστιόν ἐστιν ἄνθος ἀγρίας ῥόας. εἴδη δέ ἐστιν [*](17 TEST. Garg. M. 41 (181, 1 R): ex cytinis fit remedium quod creditur tutos ab oculorum dolore praestare. D ioscorides simplicius in hunc modum tradit ut cum primum cytini erumpere incipiunt tres numero additi sine con- tactu dentium transvorentur.) [*](25 SIM. Pl. XXIII 112 (e S. N.), unde Garg. M. 41 (181, 13 R).) [*](25 EXC. Orib. XI s. v. (βαλαύστιν — κύτινος); cf. Gal. XI 847.) [*](1 αὐστομωτίρα F: εὐστομαχωτέρα reliqui, at cf. Pl. XXIII 106, Ruf. 544 (ed. R.) ποσὴν] πολλὴν F: ex parte calefacit stomachum DI γενῶσα Di: περὶ στόμαχον om. Q, at cf. DI 2 ἐστὶν post πυρεσσόντων colloc. Di ἐπὶ μὲν Di 4 σταλτικωτέρα καὶ οὐρητικωτέρα Di: σταλτικωτέρα superscr. H2 8 ἐγκαθίσματα vulgo 9 ἀπόθλιμμα] ἀφέψημα F 11 ἕλκη om. Q δακτό (λ superscr.) F 13 mg. add. περὶ κυτίνων Di 14 καὶ (alt.) om. Q εἰσὶ καὶ ἐναίμων Di καὶ (tert.) om. Q 17 καταπλάσμασι HDi] 18 μὴ ὀφθαλμιᾶν Di γίνεσθαι παῤ H 19 ὑγιεῖς om. Di 20 ὑποκυστίς F 21 mg. περὶ σιδίων add. Di 22 τὴν om. HDi οἱ om. F ἁρμόζουσι Di 23 ἕλμινθας HDi 24 ἀποκτενεῖ F) [*](25 num. cap. ρια QDi: ρκ΄ DI ἄνθος ἐστῖν Orib. ἐστιν (alt.) om. Orib.)

105
αὐτοῦ πλείονα· εὑρίσκεται γὰρ καὶ λευκὸν καὶ πυρρὸν καὶ ῥοδόχρουν· ἔοικε δὲ κυτίνῳ ῥόας. χυλίζεται δὲ ὡς καὶ ἡ ὑποκιστίς. δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ποιοῦσαν πρὸς ἂ καὶ ἡ ὑποκιστὶς καὶ ὁ κύτινος.

112 μυρσίνη ἡ ἥμερος πρὸς μὲν τὴν ἰατρικὴν χρῆσιν ἡ μέλαινα τῆς λευκῆς ἁρμοδιωτέρα, καὶ ταύτης μᾶλλον ἡ ὀρεινή, τὸν μέντοι καρπὸν ἀτονώτερον ἔχει.

δύναμις δὲ αὐτῆς καὶ τοῦ καρποῦ στυπτική. δίδοται δὲ ὁ καρπὸς χλωρός τε καὶ ξηρὸς ἐσθιόμενος αἱμοπτυικοῖς καὶ τοῖς ἐπιδακνομένοις τὴν κύστιν· καὶ ὁ ἐκ τῶν χλωρῶν δὲ μύρτων ἐκθλιβέντων χυλὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ, εὐστόμαχος ὢν καὶ οὐρητικός, ἁρμόζων φαλαγγιοδήκτοις καὶ σκορπιοπλήκτοις σὺν οἴνῳ. καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ τοῦ καρποῦ βάπτει τρίχας, ἑψηθεὶς δὲ σὺν οἴνῳ καὶ καταπλασθεὶς τὰ ἐν ἀκρωτηρίοις ἕλκη θεραπεύει, μετὰ πάλης δὲ ἀλφίτου καταπλασθεὶς φλεγμονὰς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς παρηγορεῖ, καὶ πρὸς αἰγιλώπια δὲ ἐπιπλάττεται.

καὶ 2 ὁ ἐξ αὐτῆς δὲ γινόμενος οἶνος ἐκθλιβέντος τοῦ καρποῦ καὶ ἐπὶ ποσὸν ἀφεψηθέντος — ὀξίζει γὰρ ὁ μὴ οὕτως σκευασθείς — ἀκραίπαλός τέ ἐστι προπινόμενος, ποιῶν πρὸς ὅσα καὶ ὁ καρπός, ἐγκάθισμά τε πρὸς μήτρας προπτώσεις καὶ δακτυλίου καὶ ῥοικαῖς ἁρμόζει. σμήχει δὲ καὶ πίτυρα καὶ ἀχῶρας καὶ ἐξανθήματα τρίχας τε ῥεούσας ἐπέχει· μείγνυται δὲ καὶ λιπαραῖς ὥσπερ καὶ τὸ ἐκ τῶν φύλλων αὐτῆς σκευαζόμενον ἔλαιον. καὶ τὸ τῶν φύλλων δὲ ἀφέψημα εἴς τε τὰ ἐγκαθίσματα ἁρμόζει καὶ πρὸς τὰ χαλατονοῦντα ἄρθρα καὶ ἀσυμπώρωτα καὶ κατεαγότα ὠφελίμως καταντλεῖται· σμήχει δὲ καὶ ἀλφοὺς καὶ πρὸς [*](5 SIM. Pl. XXIII 159 sq. (e S. N.); D. eup. II 30 (239) II 107 (305) II 121 (320) I 99 (143) I 184 (191).) [*](5 EXC. Orib. XI s. v. (μυρσίνη — ἔχει); cf. Gal. XII 81. Gal. VI 592. Sim. S. s. 2. μυρσινόκοκκα (70, 9 L.).) [*](15 SIM. Pl. λ. s. D. eup. I 54 (118) I 23 (105) II 69 (284) I 224 (210) II 84 (295) I 105 (146) I 227 (211) I 182 (190) II 49 (262) I 141 (165) I 217 (207) II 28 (238) I 178 (187) II 50 (263).) [*](1 πορφυροῦν Orib.: purpureum DI, fort. recte 2 καὶ χυλίζεται Orib. (om. δέ) καὶ om. Di: post δὲ colloc. H 3 ἃ] ὅσα Orib. καὶ om. Orib.) [*](5 num. cap. ριβ QDi: om. DI μυρρίνη Orib.Gal. ἡ om. Orib. 10 δακνομένος HDi 17 ἐκβληθέντος H 18 οὕτω HDi 19 τὲ ἐστι Q: τε om. Di πινόμενος F, at cf. D. eup. I 23 (105) 20 εἰς ante ἐγκάθισμα adde- bat Sar. πρὸς om. Di προπώσει Di 22 λιπαραῖς] ad rem cf. Cels. V 19, 25 23 αὐτῶν H 25 χαλαρὰ HDi post ἄρθρα inser. καὶ ἀσυμπώρωτα ἄρθρα HDi καὶ πρὸς Di ἀσυμπτώροτα F καὶ addidi κατάγματα Di)

106
ὦτα πυορροοῦντα ἐγχυματίζεται καὶ μελασμοὺς τριχῶν, καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν δὲ χυλὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ.

3 αὐτὰ δὲ τὰ φύλλα λεῖα καταπλασσόμενα ἐν ὕδατι ἁρμόζει τοῖς καθύγροις τῶν ἑλκῶν καὶ ῥευματιζομένοις τόποις πᾶσι καὶ κοιλιακοῖς, ἐλαίου ὀμφακίνου ἢ ῥοδίνου ὀλίγου καὶ οἴνου μεμειγμένου καὶ ἕρπησι καὶ ἐρυσιπέλασι, διδύμων τε φλεγμοναῖς καὶ ἐπινυκτίσι καὶ κονδυλώμασι. ξηρὰ δὲ λεῖα παρωνυχίαις καὶ πτερυγίοις χρησίμως καταπάττεται καὶ καθύγροις μασχάλαις καὶ μηροῖς, καὶ ἐπὶ καρδιακῶν στέλλει τοὺς ἱδρῶτας· κεκαυμένα δὲ καὶ ὠμὰ μετὰ κηρωτῆς πυρίκαυτα καὶ πτερύγια καὶ παρωνυχίας ἰᾶται.

4 χυλίζεται δὲ τὰ φύλλα παραχεομένου οἴνου παλαιοῦ ἢ ὕδατος ὀμβρίου καὶ ἐκθλίβεται. ἡ δὲ χρῆσις αὐτοῦ προσφάτου ὄντος· ξηρανθεὶς γὰρ εὐρωτιᾷ καὶ ἀδυνατεῖ.

τὸ δὲ μυρτίδανον λεγόμενον ἐπίφυσίς ἐστιν ἀνώμαλος καὶ ὀχθώδης καὶ ὁμόχρους, οἱονεὶ χεῖρες περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον. στύφει δὲ μᾶλλον τῆς μυρσίνης· ἀποτίθεται δὲ κοπὲν καὶ μιγὲν οἴνῳ αὐστηρῷ, ἀναπλασθέν τε εἰς τροχίσκους ἐν σκιᾷ ξηραίνεται. δραστικώτερον δέ ἐστι τοῦ φύλλου καὶ καρποῦ, μειγνύμενον κηρωτῇ καὶ πεσσοῖς ἐγκαθίσμασί τε καὶ καταπλάσμασι τοῖς στύψεως δεομένοις.

113 κεράσια καὶ αὐτὰ μὲν χλωρὰ λαμβανόμενα εὐκοίλια τυγχάνει, ξηρὰ δὲ ἵστησι κοιλίαν. τὸ δὲ κόμμι τῶν κεράσων βῆχα χρονίαν ἰᾶται λαμβανόμενον μετὰ κράματος, εὔχροιάν τε καὶ ὀξυδερκίαν καὶ ὄρεξιν ποιεῖ· ὠφελεῖ δὲ καὶ λιθιῶντας μετʼ οἴνου πινόμενον.

[*](14 SIM. Pl. XXIII 164 (e S. N.).)[*](14 EXC. Orib. XI s. v. μυρρίνη (τὸ δὲ — καρποῦ).)[*](14 TEST. Gal. XIX 123: μυρτίδανον οἱ πλεῖστοι μὲν τὸ πέπερι. Διοσ- κουρίδης δὲ ὁ Ἀναζαρβεὺς ἐν τῷ πρώτῳ περὶ ὕλης ἐπίχυσιν ἀνώμαλον καὶ ὀχθώδη περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον.)[*](21 SIM. Pl. XXIII 141 (e S. N.); Diphilus (Ath. II 51a); D. eup. II 31 (242) I 111 (149).)[*](21 EXC. Gal. XII 22 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) cf. Gal. VI 588; Garg. M. 52 (e Pl. Gal. Diosc); Sim. S. s. v. cf. Hehn 5 346 sq.)[*](4 τόποις suspectum δὲ addidi 5 γὰρ post ὀμφακίνου add. HDi 7 παρωνυχίσι HDi: παρωνυ [χ΄ superscr.) F 8 καταπάττεται (e καταπλ. corr.) F 10 παρωνυχίας καὶ πτερύγια H 14 tit. περὶ μυρτιδάνου mg. add. Di 17 τε] δὲ Orib. 18 τοῦ καρποῦ Orib.Di)[*](21 num. cap ριγ QDi: om. DI 22 κερασίων Q, cf. Gal. l. s. 24 δὲ om. F)
107

114 κεράτια χλωρὰ μὲν λαμβανόμενα κακοστόμαχα τυγχάνει καὶ κοιλίας λυτικά, ξηρανθέντα δὲ ἵστησι κοιλίαν, εὐστομαχώτερα ὄντα, καὶ διουρεῖται, μάλιστα δὲ τὰ ἐκ τῶν στεμφύλων συντιθέμενα.

115 μηλέας πάσης τὰ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη καὶ οἱ βλαστοὶ στύφουσι, μάλιστα δὲ τῆς κυδωνίας. καὶ ὁ καρπὸς ἔνωμος μὲν στυπτικὸς καθέστηκε, πεπανθεὶς δὲ οὐχ ὁμοίως. τὰ δὲ τοῦ ἔαρος ἀκμάζοντα μῆλα χολοποιά, ἄθετα τῷ νευρώδει παντί, ἐμπνευματοῦντα.

τὰ δὲ κυδώνια εὐστόμαχα, οὐρητικά — ὀπτηθέντα δὲ προσηνέστερα γίνεται —, χρήθιμα κοιλιακοῖς καὶ δυσεντερικοῖς καὶ αἱμοπτυικοῖς καὶ χολεριῶσι, μάλιστα δʼ ὠμά· καὶ τὸ ἀπόβρεγμα δὲ αὐτῶν ἁρμόζει τοῖς στόμαχον ἢ κοιλίαν δευματιζομένοις ἐν ποτῷ.

ὁ δὲ χυλὸς ὠμῶν αὐτῶν λαμβανόμενος ἀρθοπνοικοὺς 2 ὠφελεῖ, τὸ δὲ ἀφέψημα πρόσκλυσμα δακτυλίου καὶ ὑστέρας προπτώσει. τὰ δὲ ἐκ τοῦ μέλιτος καὶ αὐτὰ μὲν οὐρητικά, τὸ δὲ μέλι τὴν αὐτὴν ἀναλαμβάνεται δύναμιν· στεγνωτικὸν γὰρ καὶ στυπτικὸν γίνεται· τὰ δὲ σὺν τῷ μέλιτι ἑψόμενα εὐστόμαχα μὲν καὶ εὔστομα, ἧττον δὲ στεγνωτικά. τὰ δὲ ὠμὰ [*](1 SIM. Pl. ΧΧΙΙΙ 151 (e S. N.), cf. Pl. XV 95.) [*](1 EXC. Gal. XII 23 s. v. κερατωνία, cf. Garg. M. 51 (e D. Pl. Gal).) [*](5 SΙΜ. Hipp.] π. δ. VI 562 L. Pl. XXIII 100 (e S. N); Diphil. Ath. III 80 e); Sim. S. s. v. (63, 9).) [*](5 EXC. Gal. XII 75. VI 594. Garg. M. 42.) [*](7 TEST. Garg. M. 42: Dioscorides quod ad aestiva mala pertineat ita sentit ut ea crederet flegma nutrire (?), fellis ardores excitare, inflationes movere, nervosis partibus minime convenire.) [*](10 SIM. Hipp. π. δ. VI 562 L. P1. XV 37. XXIII 100 (e S. N.); Ath. III 81 a sq.; D. II 49 (262) II 30 (240) II 50 (263) II 39 (253) I 224 (209) II 12 (231) II 62 (275) I 217 (207) I 19 (107).) [*](10 EXC. Gal. XII 76. VI 602 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s v.); Garg. M. 43 (e D. Pl.); Isid. XVII 7, 4, Sim. S. s. v. (48 L).) [*](10 TEST. Garg. M. 43: cydonea plurimi medici eustomacha crediderunt. eadem Dioscorides et diuretica existimat, austeritatis fortasse beneficio.) [*](1 num. cap. ριδ QDi: ρκα΄ Dl 3 διουρεῖται F : διουρητικά reliqui verba ἐκ τῶν στεμφύλων (στεμφύλλων F) συντιθέμενα corrupta: maœime qui eœ foliis componuntur Dl: τὰ ἐκτὸς τῶν στεμφύλων ἐσθιόμενα coni. Lac., sed incerta haec) [*](5 num. cap. ριε QDi: ρκβ΄ Dl 8 νὔθετα (εὐ in ἀ corr.) F, cf. Garg. M. l. s. 10 mg. add. ριέ περὶ κυδωνίων μήλων Di: nov. cap. (ρκγ΄ ) inc. Dl 12 ἐμπνκοῖε HDi: ἐμπῦοιε F: emptoicis Dl: prosunt sanguinem excreantibus Pl.: corr. Sar. καὶ (alt) om. H δʼ addidi)

108
καταπλάσμαδ: μείγνυτ ται πρὸς στέγνωσιν κοιλίας, θτομάχου άνατροπὴν καὶ πύρωδιν μαστοὺς φλεγμαίνοντας, σπλῆνας ἐσκιρριμένους, κονδυλώματα. γίνεται δὲ ναὶ οἷνος ἐξ αὐτῶν κοπτομένων καὶ ἐκθλιβομένων, πρὸς διαιονὴν μειγνυμένου τοῖς δέκα δύο ξέσταις τοῦ χυλοῦ μέλιτος ξέστου ἑνός, ἐπεὶ ὀξίζει. ἁρμόζει δὲ πρὸς τὰ εἰρημένα πάντα.

3 καὶ χρῖσμα δὲ ἐξ αὐτῶν σκευάζεται τὸ καλοίμενον μήλινον, ᾧ χρώμεθα, ὁπόταν στυπτικοῦ ἐλαίου δεηθῶμεν. ἐκλέγεσθαι δὲ δεῖ τὰ ἀληθινά· μικρὰ δέ ἐστι καὶ τεριφερῆ καὶ εὐώδη ταῦτα. τὰ δὲ λεγόμενα στρουθία καὶ μεγάλα ἦττόν ἐστιν εὔχρηστα. τὰ δὲ ἄνθη αὐτῶν ξηρά τε καὶ χλωρὰ καταπλάσμασιν εὔθετα πρὸς τὰ στύψεως χρείαν ἔχοντα καὶ πρὸς ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καὶ πρὸς αἵματος ἀναγμωγὰς καὶ κοιλίας ῥύσιν καὶ ἐμμήνων φοράν ἁρμόω μετὰ οἴνου πινόμενα.

τὰ δὲ μ ελίμηλα κοιλίαν μαλάσσει καὶ θηρία ἐκτενάσσει, κακοστόμαχα καὶ καύσου ποιητικὰ ὄντα. καλεῖται δὲ ὑπό τινων γλυκύμηλα.

4 τὰ δὲ Ηπειρωτ τικ ὰ λεγόμενα Ρωμαιστὶ δὲ ὀρβικλᾶτα, εὐστόμαχα, κοιλίας σταλτικά, οὔρων προκλητικά, ἀτονώτερα μέντοι τῶν κυδωνίων ἐστίν.

τὰ δὲ ἄγρ ια ἔοικε τοῖς ἐαρινοῖς στύφιβτα. δεῖ δὲ πρὸς τὰ στύψεως χρήζοντα ἀωροτέροις ἅπασι χρῆσθαι.

τὰ δὲ Περσικ ὰ μῆλα εὐστόμαχα, εὐκοίλια τὰ πέπειρα, τὰ δὲ ἔνωμα στεγνωτικά κοιλίας, ξηρανθέντα δὲ στεγνωτικώτερα γίνεται· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ξηρῶν λαμβανόμενον στόμαχον καὶ κοιλίαν ῥευματιζομένην ἵστησιν.

[*](15 SIM. Pl. XXIII 10(e S. N) cf. Pl. XV 51. Isid. XVII 5. Geop. X 20, 1.)[*](18 SIM. Pl. XXIII 104 (e S. N) cf. Pl. XV 51. Ath. III 80f.)[*](21 SIM. Pl. XXIII 104 (e S. N.).)[*](23 SIM. Pl. XV 39. XXIII 132 cf. Isid. XVII 7, 7.)[*](23 EXC. Gal. XII 76. VI 592 (unde Aet. I s. v.), Garg. M. 44 (cf. A. Mai I 394).)[*](4 μιγνὑμενος H 5 ι?? libri: X Dl: correxi coll. D, V 28 8 ἀληθινά] ἀρρενικὰ non recte coni. Sambuc. 12 καὶ (alt.) om. Di 13 ἀναγω (γ supereor.) F κοιλίας τε (om. καὶ) Di 15 mg. add. περὶ μελαήλων Di: nov. cap. (ρκδ΄) inc. Dl 16 καὶ] δὲ Q ὄντα om. Di 18 mg. add. περὶ δπερωτκῶν μήλων Di ὀβρκλατω QDi: correxi coll. Ath. III 80 f. 21 mg. add. περὶ ἀγριομήλων Di 23 mg. add. περὶ μήλων περσικῶν Di: nov. cap. (ρκέ ) inc, Dl 24 καὶ στεγνωτωιάτερα vulgo 25 γίνονται HDi, ξηρὸν F)
109

τὰ δὲ μικρότερα, καλούμενα δὲ Ἀρμενιακά, Ῥωμαιστὶ δὲ 5 βρεκόκκια, εὐστομώτερα τῶν προειρημένων ἐστίν.

τὰ δὲ Μηδικὰ λεγόμενα ἢ Περσικὰ ἢ κεδρόμηλα, Ῥωμαιστὶ δὲ κίτρια, πᾶσι γνώριμα. φυτὸν γάρ ἐστι καρποφοροῦν διʼ ὅλου τοῦ ἔτους ἐπαλλήλως, αὐτὸ δὲ τὸ μῆλον ἐπίμηκες, ἐρρυτιδωμένον, χρυσίζον τῇ χρόᾳ, εὐῶδες μετὰ βάρους, σπέρμα ἔχον ἀπίῳ ἐοικός.

δύναμιν δὲ ἔχει ποθέντα ἐν οἴνῳ ἀντενεργεῖν θανασίμοις κοιλίαν τε ὑπάγειν, διάκλυσμά τέ ἐστι πρὸς εὐωδίαν στόματος τὸ ἀφέψημα καὶ ὁ χυλὸς αὐτῶν. βιβρώσκεται δὲ μάλιστα ὑπὸ γυναικῶν πρὸς τὴν κίσσαν· φυλάττειν δὲ καὶ ἱμάτια δοκεῖ ἄβρωτα ἐπιτιθέμενα κιβωτίοις.

116 ἀπίου δὲ πολλὰ εἴδη. πᾶσαι δὲ στύφουσιν, ὅθεν εἰς τὰ ἀποκρουστικὰ καταπλάσματα ἁρμόζουσιν. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῶν ξηρανθεισῶν καὶ αὐταὶ δὲ λαμβανόμεναι ὠμαὶ κοιλίαν ἱστᾶσι· βλάπτουσι δὲ ἐσθιόμεναι τοὺς νήστεις. ἡ δὲ ἀχρὰς εἶδός ἐστιν ἀγρίας ἀπίου βραδέως πεπαινόμενον. δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικωτέραν τῆς ἀπίου ὅθεν καὶ πρὸς τὰ αὐτὰ ἁρμόζει· στύφει δὲ καὶ τὰ φύλλα αὐτῆς. ἡ δὲ ἐκ τοῦ ξύλου αὐτῶν τέφρα βοηθεῖ ἐνεργῶς τοῖς ὑπὸ μυκήτων πνιγομένοις. φασὶ δέ τινες ὅτι, κἂν συνεψήσῃ τις ἀχράδας μύκησιν, ἀβλαβεῖς αὐτοὺς γίνεσθαι.

[*](1 SIM. Pl. XV 40. lsid. XVII 7, 7.)[*](1 EXC. Gal. XII 76. VI 593.)[*](3 SIM. Theophr h. pl. IV 4, 2. Ath. III 83 a sq. Pl XXIII 105; D. II 135 (326); Macr. sat. III 19, 4; Isid. XVII 7, 8.)[*](3 EXC. Gal. XII 77. VI 618; Garg. M. 45 cf. Sim. S. s. v. κίτρα. Serv. com. in Verg. G. II 126.)[*](13 SIM. Hipp.] π. δ. Π 55 562); Pl. XXIII 115sq. (e S. N.).)[*](13 EXC. cf. Gal. XI 834. VI 603 (unde Garg. M. 40); ID. eup. H 47 (259). Π 140 (336).)[*](13 TEST. Garg. M. 40: pirorum naturam Dioscorides stypticam credidit et ideo contrita inposita impetus omnes incurrentis umoris avertere eaque ratione compescere etiam quae de tumore sublata sunt.)[*](1 mg. add. περὶ μήλων ἀρμενιακῶν Di 2 βρεκόκια Di: πρεκόκκια Gal. εὐστομαχώτερα HDi, at cf. Dl ista stomatica est 3 mg. add. περὶ μήλαων μηδικῶν Di 4 κιτρία F 8 ποθὲν HDi 12 ἐπιτιθέμενα F : ἐπιτιθέμενον reliqui)[*](13 num. cap. ρι?? QDi 15 δὲ addidi 17 mg. add. περὶ ἀχράδοε Di πεπεινομένη Di 18 τῆε om. Di καὶ om. Di 19 τὰ αὐτ F 20 ἐναργῶς ibri (ut videtur): correxi coll. Pl. XXIII 116 pirorum ligni cinis cοntra fungos etiamnum efficacius proficit μυκήτου HDi: μυκή (τ superscr) F 21 ad ὅτι cf. D. I 83. III 126 BlaB Gr. d. neut. Gr 238, 4)
110

117 λωτὸς τὸ δένδρον φυτόν ἐστιν εὐμέγεθες, καρπὸν δὲ φέρει μείζονα πεπέρειως, γλυκύν, βρώσιμον, εὐστόμαχον, κοιλίας στεγνωτικόν. τῶν δὲ πρισμάτων τοῦ ξύλου τὸ ἀφέψημα πινόμενον καὶ ἐγκλυζόμενον βοηθεῖ δυσεντερικοῖς καὶ γυναιξὶ ῥοικαῖς. ξανθίζει δὲ καὶ τρίχας καὶ ἐπέχει δεούσας.