De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

28 Ἑλένιον· οἱ δὲ σύμφυτον, οἱ δὲ Περσικήν, οἱ δὲ Μηδικήν, [*](χριόμενος μεθ᾿  ὕδατος καὶ πρὸς ῥευματισμὸν ὀφθαλμῶν καὶ ὤτων καὶ τῶν ὁμοίων μετὰ γάλακτος. συμπλέκεται δὲ κολλυρίοις ὠτικοῖς, στοματικοῖς. ἔστι δὲ καὶ ἀκραίπαλος. ἡ δὲ ῥίζα τῆς φερούσης αὐτὸν πόας μετὰ γλυκέος πινομένη οὖρα κινεῖ,) [*](11 SIM. Pl. XXI 139 (e S. N.) cf. Damocr. (Gal. XIV 133).) [*](11 EXC. Orib. XI s. v. (τὸ δὲ — συρίας); Orib. t. V 73 D., Isid. XVII 9, 6 (e D. lat.); Ps. Orib. de simpl. V 53.) [*](21 SIM. Pl. XIV 108. XIX 91sq. XX 88 (e S. N.).) [*](21 EXC. Orib. XI s. v. (ἑλένιον — ξηραίνεται); Gal. XI 873 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. σύμφυτος (e D. gloss.); Ps. Ap. 95; Ps. Orib. de simpl. V 100.) [*](1 καὶ ἐγχριόμενος add. F: seclusi (var. lectio) 3 ποτίσματα F 6 φασὶ — τριῶν om. Di 7 αὐτὸν om. Da πλήθους F 9 ψύχειν Orib. ἐπὶ ὀστράκου καινοῦ θερμοῦ Orib. ἀγγείῳ addidi, nisi mavis ὀστρακίῳ καινῷ om. HDiDa καὶ ταχέως στρέφειν Orib. in extr. cap. aliena add. Dl) [*](11 num. cap. κζ QDiDl κροκόμαγμα δὲ Orib. 12 βρωμάτων F ἀναπλασσομένων Orib. 13 καλόν post αὐτοῦ colloc. Orib 14 ὑπόκιρρον HDiDa 16 εἰς συχνὰς Orib. τοιοῦτον—Συρίας (i. e. vers. 25 litt.) om. Q 19 τοῦ om. Da) [*](21 num. cap. κη QDiDl) [*](23 δὲ om. C 24 ὠτικαῖς, στοματικαῖς R ἡ ῥίζα δὲ C)

32
οἱ δὲ Ὀρέστιον, οἱ δὲ νεκτάριον, οἱ δὲ κλεώνιον, οἱ δὲ βάτον Ἰδαίαν, οἱ δὲ φλόμον Ἰδαῖον καλοῦσι. φύλλα ἔχει φλόμῳ τῷ στενοφύλλῳ παραπλήσια, τραχύτερα δὲ καὶ ἐπιμήκη, — καυλὸν δὲ οὐκ ἀνίησι — ῥίζαν μεγάλην, εὐώδη, ὑπόδριμυν, κιρράν, ἀφ᾿  ἧς εἰς τὴν φύτευσιν καθάπερ ἐπὶ τῶν κρίνων ἢ ἄρων αἱ παραφυάδες λαμβάνονται. γίνεται δὲ ἐν ὀρεινοῖς καὶ συσκίοις καὶ ἐνίκμοις τόποις.

[*](28 C: Ἑλένιον· οἱ δὲ σύμφυτον ἄγριον, οἱ δὲ Περσικήν, οἱ δὲ Μηδικήν, οἱ δὲ Ὀρέστιον, οἱ δὲ νεκταρέαν, οἱ δὲ κλεωναίαν, οἱ δὲ βάτον Ἰδαίαν, οἱ δὲ φλόμον Ἰδαῖον, Ῥωμαῖοι τερμινάλιουμ, οἱ δὲ ἴνουλα Καμπάνα, Αἰγύπτιοι ληνίς.)[*](Ν: Ἑλένιον· οἱ δὲ ξυλοφόρον, οἱ δὲ σύμφυτον, Ῥωμαῖοι ἴνουλα Καμπάνα. καυλὸν ἀνίησιν δασύν, διπηχυαῖον καὶ μείζονα, γωνιοειδῆ, περὶ ὃν οὐκ ἐκ μεγάλων διαστημάτων τὰ φύλλα δασέα, ὑπομήκη, πρὸς τὰ τοῦ βουγλώσσου. ἔχει δὲ καὶ παρὰ τὰς γωνίας ὁ καυλὸς ἐξοχάς τινας παρατεταμένας φύλλων προστύπων ἀφ᾿  ἑκάστης πασχάλης, ἄνθη μήλινα καὶ καρπὸν ἐν αὐτοῖς ὡς φλόμου κατὰ τὴν προσαφὴν κνησμὸν ἐμποιοῦντα. ῥίζαι δ᾿ ὕπεισιν εὐώδεις, ὑποδριμεῖαι, κιρραί, εὐαφεῖς εἰς τὴν φύτευσιν, τὴν μὲν ἐπιφάνειαν μέλαιναι, ἔνδοθεν λευκαί, γλίσχραι, ὧν καὶ ἡ χρῆσις. γεννᾶται δὲ ἐν ὀρεινοῖς κτλ.)[*](1 νεκταραίαν (i. e. νεκταρέαν) C: nectariam Pl.: νεκτάριος ῥίζα Hes. l. S. κλεόω (∦ superscr.) F: κλεωνίαν CDi: κλεόνιον Da: clieonium Dl: fort. Κλεώναιον cf. Theophr. h. pl. VII 4, 2 (Pl. XIX 75) Hes. s. v. 2 β. ἰδαῖον F post καλοῦσι syn. Rom. et Aeg. e R add. DiH 3 δὲ om. C post ἐπιμήκη add. Spr. e N καυλὸν — ποιοῦν quae e D. IV 10 errore a librario desumpta sunt verba καυλὸν δὲ οὐκ ἀνίησι suspecta cf. Dl non crescebs in alto se(d) super terram late distenditur (καυλὸς δὲ οὐκ εἰς βάθος ἄνεισι ἀλλ᾿  ἐπὶ γῆς κέχυται), nisi forte e cap. 28 huc translata sunt 4 ἄνεισι Q post ἀνίησι add. ἔν τισι τόποις COrib.Di ῥίζαν ὑπόλευκος καὶ ὑπόκιρρον, εὐώδη, μεγάλην, δριμεῖαν (ὑπόπικρον Orib.) εὐαφῆ (om. Orib.) COrib.Di, at cf. Dl radix ei ingens et odorabilis est et rufa et viscida qustu non suavi ὑπόδριμυν) ὑπόπικρον Orib. (lat.), frustra def. Sar. 5 κρίνων] καλάμων Pl, XIX 92 αἱ om. Di: λιπαραὶ φαύδες (i. e. αἱ παραφυάδες) C 6 γεννᾶται R 7 ἀνίκμοις HDi)[*](8 C fol, 119v 9 νεκταραίαν C κλεωνίαν C: correxi cf. Hes. s. v. 10 φλόμον] ὀλομον C 11 ἤνουλα R: correxi ληνις C: λήνις Di)[*](12 N fol. 69 (enula campana mg. add. m. rec.) syn. ξυλοφόρον e D. (IV 9 huc transl. 13 verba καυλὸν — ἐμποιοῦντα e D. IV 10 add. librarius 14 περὶ ὃν] παχὺν N 16 παρατεταγμένας N 18 ἐνποιοῦν N: correxi)
33

ὀρύσσεται δὲ ἡ ῥίζα θέρους καὶ τεμνομένη ξηραίνεται. 2 κινεῖ δὲ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πινόμενον οὖρα καὶ ἔμμηνα. αὐτὴ δὲ ἡ ῥίζα λαμβανομένη ἐν ἐκλεικτῷ μετὰ μέλιτος ἁρμόζει βηξίν, ὀρθοπνοίαις, ῥήγμασι, σπάσμασιν, ἐμπνευματώσεσι καὶ θηρίων δήγμασι, καθόλου θερμαντικὴ ὑπάρχουσα. τὰ δὲ φύλλα αὐτῆς ἐπιπλάττεται ἀφεψηθέντα μετ᾿  οἴνου ἰσχιαδικοῖς ὠφελίμως. ἔστι δὲ καὶ εὐστόμαχος ταριχευθεῖσα ἐν γλυκεῖ᾿  ξηράναντες γὰρ αὐτὴν ἐπ᾿  ὀλίγον οἱ ἀλμευταί, εἶτα ἀφεψήσαντες ἀποβρέχουσιν ὕδατι ψυχρῷ, εἶτα βαλόντες εἰς ἕψημα ἀποτίθενται εἰς χρῆσιν.