De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

1 ἶρις Ἰλλυρικὴ φύλλα φέρει ὅμοια ξιφίῳ, μείζονα δὲ καὶ πλατύτερα καὶ λιπαρώτερα, ἄνθη ἐπὶ καυλῶν παράλληλα, ἐπικαμπῆ, ποικίλα· ἢ γὰρ λευκὰ ἢ ὠχρὰ ἢ μήλινα ἢ πορφυρᾶ ἢ κυανίζοντα ὁρᾶται, ὅθεν διὰ τὴν ποικιλίαν ἀπεικάσθη Ἴριδι [*](1 RV: ἶρίς· οἱ δὲ ἶρις Ἰλλυρική, οἱ δὲ θαλπεινή, οἱ δὲ οὐρανία, οἱ δὲ καθαίρων, οἱ δὲ Θαυμαστίς, Ῥωμαῖοι ῥάδιξ μουτῇ) [*](14 SIM. Theophr. h. pl. IV 5, 2; IX 7, 3; de caus. VI 18, 12; de od. 21. 32; Pl. XXI 40 sq. 140 (e S. N.) cf. Ath. XV 681f.) [*](14 EXC. Drib. XI s. v. (ἶρις — γίνονται); Paul. Aeg. VII 3 s. v.; Ps. Orib. de simpl. III 43 (e Dl ~ A. Mai VII 431); Isid. XVII 9, 9.) [*](1 τέμνονας F: τέμνοντα H ἔτι H: om. reliqui: ὄντας coni. Sar. cf. D. III 70 2 φλοιῶν ἀφαιρέσεις HSar. 3 αὐτόθι FDiDa: αὐτόθεν post ξηρ. colloc. H 5 ἰνώδη H: ὲρνώδη F 6 φιλλυρίνοις HDa ἔστι δὲ ἃ H ἐν ante χάρταις om. H χάρτη DiDa: χάρταις χρησίμως H 7 διαμονὴν H 8 πᾶσα ἡ (om. p) πυκνὴ HDi 9 ὑέλου HDi: ὑάλων Da γινομένη H 10 καὶ post εὔθετος add. H ξυλίνη DiDa 11 ὀφθαλμικὰ φάρμακα καὶ ὑγρὰ H: ὀφθαλμικὰ καὶ (add. sec.) ὑγρὰ φάρμακα Di 12 κατασκευάζεται Di: ἀποσκευάζεται H 13 κασσιτηρίνοις F: κασιτηρίνοις Di: κασιτερίνοις Da ἀγγείοις add. HDi δεῖ post ἀποτίθεσθαι add. HDi cf. Kühner Gr.3 II 2, 22) [*](14 num. cap. ᾱ QDiDl post ἶρις e R add. οἱ δὲ — ὠνόμασται Di φύλλα δὲ RDi 15 καὶ λιπαρώτερα om. H, post ἄνθη add. δὲ λιπαρώτερα λιπαρώτερα] μελανότερα Da καυλῷ QDiDa: κλωνίων R: in summis caulibus Orib. lat.: ἐπίκαυλα coni. Marc.: correxi παῤ ἄλληλα F 16 ἢ] partim cf. Pl. XXI 41 post λευκὰ add. ἢ ὠχρὰ HDiDaOrib. lat.: ὠχρὰ super μήλινα scr. F: om. Dl: seclusi μήλινα] μέλανα HOrib. lat. quod probat Sar.) [*](18 C fol. 148r: N 42 post ἰλλυρική add. ὁμοίως N θαλπεινή scripsi propter effectum: θελπηδη C: θελπελγ N: θελπίδη HDi: θαλπίδη coni. Mere. 19 θαυμαστις C: θαυμαστός NDi: θαυμαστή H: correxi cf. Plat. Theaet. 155 d μουρίκα libri: correxi coll. Pl. XX 262 muricatis cacuminibus (de carduo))

6
οὐρανίᾳ. ῥίζαι δὲ ὕπεισι γονατώδεις, στερεαί, εὐώδεις, ἃς δεῖ μετὰ τὴν τομὴν ξηράναντας ἐν σκιᾷ καὶ διείραντας λίνῳ ἀποτίθεσθαι. ἔστι δὲ βελτίων ἡ Ἰλλυρικὴ καὶ Μακεδονική, καὶ ταύτης ἀρίστη ἡ πυκνόρριζος καὶ ὑποκόλοβος καὶ δύσθραυστος καὶ τῇ χρόᾳ ὑπόκιρρος καὶ σφόδρα εὐώδης καὶ τῇ γεύσει πυρω δεστέρα τήν τε ὀσμὴν εἰλικρινὴς καὶ μὴ νοτίζουσα πταρμούς τε ἐν τῷ κόπτεσθαι κινοῦσα. ἡ δὲ Λιβυκὴ λευκή τέ ἐστι τὴν χρόαν τῇ τε γεύσει πικρά, δευτερεύουσα δὲ τῇ δυνάμει. παλαιούμεναι δὲ τερηδονίζονται, εὐωδέστεραι μέντοι τότε γίνονται.

2 δύναμιν δὲ ἔχουσι πᾶσαι θερμαντικήν, λεπτυντικήν, ἁρμόζουσαι πρὸς βῆχας καὶ τὰ δυσανάγωγα ὑγρὰ λεπτοποιοῦσαι. καθαίρουσι δὲ πάχη καὶ χολὰς ποτιζόμεναι μεθ᾿ ὑδρομέλιτος [*](ρικάτα, οἱ δὲ γλαδίολουμ, οἱ δὲ ὠπερτρίτις, οἱ δὲ κονσακράτριξ, Αἰγύπτιοι ναρί. ἀπὸ μὲν τῆς κατ᾿ οὐρανὸν ἐμφερείας ὠνόμασται, φύλλα δὲ ἔχει ὡς ξιφίου, μείζονα δὲ καὶ πλατύτερα καὶ λιπαρώτερα, ἄνθη παράλληλα ἐπὶ κλωνίων λευκὰ καὶ μήλινα καὶ πορφυρᾶ καὶ κυανίζοντα, ῥίζας γονατώδεις, στερεάς, εὐώδεις. τμηθεῖσαι δ᾿ αὗται ξηραίνονται ἐν σκιᾷ καὶ λίνῳ διαπαρεῖσαι ἀποτίθενται. βελτίων δὲ ἡ Ἰλλυρικὴ καὶ Μακεδονικὴ καὶ ἐν ταύταις ἡ πυκνόρριζος, ὑποκόλοβος, δύσθραυστος, ὑπόκιρρος, εὐώδης ἄγαν καὶ πυροῦσα τὴν γλῶσσαν, πταρμοὺς ἐν τῳ κόπτεσθαι κινοῦσα. δευτέρα ἡ Λιβυκή, λευκὴ κατὰ χρόαν, πικρὰ πρὸς γεῦσιν. παλαιούμεναι δὲ πᾶσαι τερηδονίζονται μέν, εὐωδέστεραι δὲ γίνονται καὶ θερμαντικὴν ἔχουσι δύναμιν, ἐφήὁλκὴ) [*](10 SIM. Theophr. de od. 21 Pl. XXI 141 — Ruf. Orib. II 113) Pl. XXI 140 — Ruf. (Orib. II 113) Theophr. de od. 60 Pl. XXI 140 — Pl. l. s. 142 — Pl. 1. s. 141 D. eup. II 40 (254) — Nic. Th. 607. 937 (ex Apollod.) Pl. l. s. 142 eup. II 115 (316) — Ruf. (Orib. l. s) Pl. l. s. 141 — eup. II 34 (247) — Ruf. . s. Pl. 141 eup. II 22 (235) — eup. II 98 (301).) [*](1 post οὐρανί syn. e R add. H δὲ] om. Di: γὰρ Da 2 ξηράναντα HDi: ξηράναι Da καὶ ἐν σκιᾷ διάραι Da διείραντα HDi 4 ταύτης QDa: ἐν ταύταις RDi: inter has Orib. 5 πυρωτέρα libri: correxi 6 μὴ νοτίζονσα] nullum situm redolente Orib. 7 δευτέρα δὲ ἡ λιβυκὴ λευκὴ κατὰ χρόαν, πικρὰ πρὸς γεῦσιν Di (e R) 8 τε om. H δευτέρα οὖσα H δὲ add. Krause τῇ (alt.) om. H 9 εὐωδέστεροι H 10 ἁρμόζου(σ superscr.) F: ἁρμόζουσαν DiDa 12 πάθη H (atr. rufo) Di cf. D. IV 152, 1) [*](13 γλαδιολα R: γαλδιόλα reliqui: correxi (ΓΛΑΔΙΟΛΟΜ scr. arch.) cf. D IV 20. 22 ὠπερτριτις R: ὀπερτρίτης Di: ὀπερτρίτις H: σουπερστιτιώσα coni. Krause 14 νάρ HDi 18 δαυται C: ταυται N 20 πυκνόριζος R 23 δὲ] τε N 24 ἔχουσαι R)

7
δραχμῶν ἑπτά. εἰσὶ δὲ καὶ ὑπνοποιοὶ καὶ δακρυοποιοὶ καὶ στρόφους ἰῶνται. μετ᾿ ὄξους δὲ πινόμεναι θηριοδήκτοις ἀρήγουσι καὶ σπληνικοῖς καὶ σπωμένοις καὶ περιψυχομένοις ἢ ῥιγοῦσι καὶ τοῖς γόνον προιεμένοις, σὺν οἴνῳ δὲ ποθεῖσαι ἄγουσιν ἔμμηνα. καὶ τὸ ἀπόζεμα δὲ αὐτῶν πρὸς γυναικείας πυρίας εὔθετον, μαλάσσον τοὺς τόπους καὶ ἀναστομοῦν, ἰσχιάδος τε ἔγκλυσμα, καὶ συρίγγων καὶ κόλπων σαρκωτικόν.

προστεθεῖσαι 3 δὲ ὡς κολλύριον μετὰ μέλιτος ἔμβρυα κατασπῶσι, καὶ μαλάσσουσι δὲ χοιράδας καὶ σκιρρώματα παλαιὰ ἑφθαὶ καταπλασθεῖσαι. ξηραὶ δὲ πληροῦσιν ἕλκη καὶ ἀνακαθαίρουσι μετὰ μέλιτος καὶ τὰ ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων σαρκοῦσιν. ὠφελοῦσι δὲ καὶ κεφαλαλγίας σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ καταπλασθεῖσαι, φακούς τε καὶ ἐφήλεις ἀποκαθαίρουσι σὺν ἐλλεβόρῳ λευκῷ διπλασίονι καὶ μέλιτι καταχρισθεῖσαι. μείγνυνται δὲ καὶ πεσσοῖς καὶ μαλάγμασι καὶ ἀκόποις, καὶ καθόλου εἰσὶ πολύχρηστοι.