Enquiry into Plants
Theophrastus
Theophrastus, Enquiry into Plants, Hort, Heinemann, 1916
XIII. Νῦν δὲ τοσοῦτον ἔστω δῆλον, ὅτι κατὰ πάντα τὰ μέρη πλείους εἰσὶ διαφοραὶ πολλαχῶς· [*](¹ i. e. the pulp. ² i. e. the flavour.) [*](³ Sense: Every tree has a characteristic juice of its own, which is however specially recognisable in its fruit ; in the tree as a whole its character is not always apparent. Hence the importance of the flavour (which is seen in the fruit. pulp), since it is this which determines the specific character,)
Ἐν δὲ τοῖς ἐπετείοις σχεδὸν τά γε πλείω τοιαῦτα καὶ δίχροα καὶ διανθῆ. λέγω δὲ διανθὲς ὅτι ἕτερον ἄνθος ἐν τῷ ἄνθει ἔχει κατὰ μέσον. ὥσπερ τὸ ῥόδον καὶ τὸ κρίνον καὶ τὸ ἴον τὸ μέλαν. ἔνια δὲ καὶ μονόφυλλα φύεται διαγραφὴν ἔχοντα μόνον τῶν πλειόνων, ὥσπερ τὸ τῆς ἰασιώνης· οὐ γὰρ κεχώρισται ταύτης ἐν τῷ ἄνθει τὸ φύλλον ἕκαστον· οὐδὲ δὴ τοῦ λειρίου τὸ κάτω μέρος, ἀλλὰ ἐκ τῶν ἄκρων ἀποφύσεις γωνιώδεις. σχεδὸν δὲ καὶ τὸ τῆς ἐλάας τοιοῦτόν ἐστιν.
Διαφέρει δὲ καὶ κατὰ τὴν ἔκφυσιν καὶ θέσιν· τὰ μὲν γὰρ ἔχει περὶ αὐτὸν τὸν καρπόν, οἷον ἄμπελος [*](1 i. e. petaloid.) [*](² ἀγρίων Ald.; αἰτίων U; ἀντιῶν MV; ποντίων conj. W.) [*](³ i. e. corolla and stamens, etc.) [*](4 i. e. are gamopetalous (or gamosepalous).)
Ἄλλα δὲ ἰδιωτέρως, οἷον ὁ κιττὸς καὶ ἡ συκάμινος· ἐν αὐτοῖς μὲν γὰρ ἔχει τοῖς ὅλοις περικαρπίοις, οὐ μὴν οὕτε ἐπ᾿ ἄκροις οὕτ᾿ ἐπὶ περιειληφόσι καθ᾿ ἕκαστον, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς ἀνὰ μέσον· εἰ μὴ ἄρα οὐ σύνδηλα διὰ τὸ χνοῶδες.
Ἔστι δὲ καὶ ἄγονα τῶν ἀνθῶν ἔνια, καθάπερ ἐπὶ τῶν σικύων ἃ ἐκ τῶν ἄκρων φύεται τοῦ κλήματος, [*](¹ cf. 3. 16. 4. ² Lacuna in text; ἀνθῶν I conj.) [*](³ τάχα Ald.; τινα W. after Sch. conj.) [*](4 ἄποισ conj. Bod.; ἄγνος Ald. H.) [*](5 i. e. composites.) [*](6 σπερμάτων conj. Dalec. from G ; στομάτων Ald.) [*](7 ἄκανος conj W.; ἄκαρος UV.) [*](8 ἀκανώδη conj. W.; ἀνθώδη Ald. H. cf. 1. 10. 6; 6. 4. 4.)
(Γίνεται δὲ καὶ τό γε τῆς ῥόας ἄνθος πολὺ καὶ πυκνὸν καὶ ὅλως ὁ ὄγκος πλατὺς ὥσπερ ὁ τῶν ῥόδων· κάτωθεν δ᾿ ἑτεροῖος· οἷος δίωτος μικρὸς ὥσπερ ἐκτετραμμένος ὁ κύτινος ἔχων τὰ χείλη μυχώδη.)
Φασὶ δέ τινες καὶ τῶν ὁμογενῶν τὰ μὲν ἀνθεῖν τὰ δ᾿ οὔ, καθάπερ τῶν φοινίκων τὸν μὲν ἄρρενα ἀνθεῖν τὸν δὲ θῆλυν οὐκ ἀνθεῖν ἀλλ᾿ εὐθὺ προφαίνειν τὸν καρπόν.
Τὰ μὲν οὖν τῷ γένει ταὐτὰ τοιαύτην τὴν διαφορὰν [*](¹ i. e. the pistil.) [*](2 i. e. as seen from above : καὶ ὅλων . . . ῥόδων describes the corolla, κάτωθεν . . . μυχώδη the undeveloped ovary, including the adherent calyx.) [*](3 ῥόδων conj. Bod.; ῥοῶν Ald.) [*](4 κάτωθεν . . . μυχώδη I conj.; δ᾿ ἕτεροι δι᾿ ὧν ὡς μικρὸν ὥσπερ ἐκτετραμμένος κότινος ἔχων τὰ χείλη μυχώδη UMV Ald. (except that Ald. has ἄνω for χείλη and ἐκτετραμμένον : so also P, but ἐκτετραμμένος). The sentence explains incidentally why the pomegranate flower was called κύτινος (cf. 2. 6. 12 ; C. P. 1. 14. 4; 2. 9. 3; 2. 9. 9; Diosc. 1. 110; Plin. 23. 110)